Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

604,8 Mega Seconds πρίν.

Εἶνε ὑπέροχος αὐτὸς ὁ ἐφετεινὸς Αὔγουστος. Γιὰ κάμποσους λόγους. Πάντα ἔλεγα ὅτι ἡ πόλη εἶνε ἀπολαυστικὴ στοὺς ἄδειους δρόμους της (ἐξ οὖ καὶ αἱ ἰουλίῳ μόνον ἀδειολήψεις) ἀλλὰ ὁ ἄθλιος δὲν πήγαινα πουθενὰ τοὺς περασμένων ἐτῶν. Ἐφέτος, ἀποσείσας ψυχολογικὸν ἄχθος ψιλογυρνοφέρνω τὰ ἀπογευματόβραδα σὲ κάποιους προορισμοὺς καὶ μέρη ἄξια σημειολογικῶς χωρὶς τὴν βλαστήμια τῆς κίνησης καὶ τῆς στάθμευσης. Κάνω πράγματα ποὺ θέλω, τὰ ὁποῖα σὲ Νοέμβριους π.χ. ἀκυρώνω ἅμα τῇ ἀφίξει στὸ σπίτι.

Τὸν Ἰούνιο μοῦ εἶχε ξεφύγει μιὰ ταινία, μοῦ ξέφυγε ἀλλὰ ἐπανῆλθε σὲ μιὰν θερινὴ αἴθουσα κάπου στὸ Γαλάτσι. Ἤλεγξα τὶς ὧρες προβολῆς καὶ ἔσπευσα. Πῆγα καὶ κάθησα ὅπως κάθομαι πάντα· γεμάτος ἄγχος μὴ καὶ ἔρθουν κάποιοι μπροστὰ ἢ δίπλα ἢ πίσω καὶ μοῦ χαλάσουν τὴν θέα, τὴν ἠσυχία· ὅ,τι κατὰ σύστημα διακορεύεται σ’ἄλλους μῆνες. Εἶνε Αὔγουστος ὅμως εἴπαμε!

Ἐκεῖ μπροστά, στὸ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο μέγα λευκὸ πανί, μόλις εἶχε ἐλλιμενισθῇ τὸ ἐξ Ἀμερικῆς πλοῖο καὶ εἶχε φθάσει ὁ Mark Halliday. Τότε μόνον τὴν κατάλαβα νὰ εἶνε παραδίπλα μου· μᾶς χώριζε ἕνα κάθισμα ὅπου εἶχε ἀποθέσει μιὰ μεγάλη μαύρη τσάντα. Δὲν ἔδωσα σημασία, ἄλλως τε δὲν μποροῦσα νὰ τὴν κυττάξω παρὰ μόνον ἐὰν ἔστρεφα πολλὲς μαρτυριάρικες μοῖρες τὸ κεφάλι ὁπότε συνέχισα νὰ παρακολουθῶ τὸ φίλμ.

Στὸ φιλὶ τῆς Margot Wendice στὸν Mark μοῦ ἦρθε ἕνα ἄρωμα βανίλιας – σὰν λάδι ἀνθηλιακό καὶ ἠλεκτρίστηκα πρὸς στιγμὴν νομίζοντάς με ἀλλοῦ. Στράφηκα λίγο ἀριστερά, λίγο, ἀνώδυνα λίγο ὥστε νὰ μὴν φανερωθῶ καὶ τὴν εἶδα νὰ ἀναδεύεται. Εἶχε βγάλει τὰ σανδάλια της καί εἶχε διπλώσει τὰ πόδια της πάνω στὸ κάθισμα, θυλακώνοντάς τα κάτω ἀπὸ τὸ μακρύ της φόρεμα. Παράλληλα μὲ τὰ πόδια, εἶχε στρεβλώσει τὸν κορμό της ἀφήνοντας τὸ κεφάλι της πάνω στὸ προσκέφαλο τῆς πολυθρόνας. Ἡ σχεδὸν ἐμβρυϊκὴ στάση της μοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν κυττῶ καλλίτερα καὶ περισσότερο· ἤξερα ἄλλωστε καλὰ τὴν ἐκβιάζουσα κουβέντα τοῦ Tony Wendice πρὸς τὸν Λοχαγὸ Lesgate· δὲν μὲ πείραζε τὸ ἐκ τῆς ταινίας παραστράτημα.

Τὰ μακρυὰ καστανὰ μαλλιά της, μόλις εἶχαν ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ ἕνα κοκκαλάκι φανερώνοντας μιὰν θελγητρίζουσα θηλυκότητα ὅπως γίνεται πάντοτε ὅταν φέρνῃς τὸ μαλλὶ στὴν κανονική του διάσταση καὶ μορφή. Δὲν καλοδιέκρινα τὸ πρόσωπο, τὰ ἐκεῖ χαρακτηριστικά της. Ἔβλεπα ὅμως τὰ χέρια της ἐντόνως καλοκαιρινοῦ χρώματος, ἀπὸ τοὺς ἐλεύθερους ὤμους της μέχρι τὰ ἀνάργυρα δάκτυλά της.

Ἡ θέα της, ἡ στάση της μοῦ δημιούργησε τόσο ἀπότομα μιὰ τρυφερότητα ποὺ εἶχα πολὺ πολὺ καιρὸ νὰ νοιώσω· μέχρι ποὺ ἀναρωτήθηκα εὰν τὸ συναίσθημα ἦταν ὄντως αὐτό. Λιγώθηκα καὶ δαγκώθηκα ποὺ τῆς ἔβλεπα τὴν παιδικότητα νὰ παραμένῃ ἐκεῖ ἀσκεπὴς κι ἅπλωσα τὸ χέρι μου ξεχωρίζοντας μὲ τὰ δάκτυλά μου κάποια ὕστερα διαμερίσματα τῶν μακριῶν μαλλιῶν της – ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ τακτοποιήσῃ ὅταν ἔλυσε τὸ κοτσιδάκι στέλνοντάς μου τὴν ἀρωμάτινη αὕρα της.

Προφανῶς δὲν μὲ κατάλαβε, ἦταν προσηλωμένη στὴν μεγάλη ὀθόνη, σ’ ὅ,τι πλεκτάνευε ὁ Tony Wendice, γύρισα κι ἐγὼ μπροστά, σταματώντας τὴν κίνησή μου ἀλλὰ ἀφήνοντας τὸ χέρι μου ἐκεῖ, κοντά της. Εἶχα ἀπερίσκεπτα κάνει κάτι τόσο ἀσυνήθιστο γιὰ τὰ δεδομένα μου· οὔτε ποὺ μποροῦσα νὰ φανταστῶ τί σόι αὐθορμητισμὸς μὲ ὤθησε. Μὲ τὸ χέρι μου σχεδὸν πάνω της, ἔνοιωθα ἕναν περίεργο ἠλεκτρισμό, μιὰ ταραχὴ ἡ ὁποία ὅμως, τί περίεργο, μὲ γαλήνευε. Μὲ γαλήνευε ἀπομακρύνοντάς με ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητα εἰσέτι προσκόλλησή μου σὲ κάτι σάπιο.

Στὴν σκηνὴ τοῦ κλάμπ, καθὼς κορυφωνόταν τὸ πάνινο δράμα κι ἐνῷ ἐγὼ ἀδιάλειπτα στρεφόμουν κυττώντας την ὅσο γινόταν διακριτικά, τὴν εἶδα νὰ γυρίζῃ το κεφάλι της ἐλαφρῶς πρὸς τὸ μέρος μου χωρὶς πάντως νὰ ἀλλάξῃ τὸν προορισμὸ τοῦ βλέμματός της. Κόμπλαρα λίγο, αἰφνιδιάστηκα, ντράπηκα καὶ τράβηξα τὸ χέρι μου ἀπὸ πάνω της δίχως νὰ τὸ φέρω σὲ μένα ὡστόσο. Τὴν κύτταξα ἐλεγκτικὰ αὐτὴν τὴν φορά, περίμενα ἀμήχανα καὶ φοβισμένα μιὰν κάποια δυσανασχέτηση, μιὰν ἀποδοκιμασία – πῶς θὰ τὴν ἐξέφραζε ἄραγε;

Δὲν εἶπε τίποτε· δὲν κινήθηκε κἄν, διετήρησε τὸ κεφάλι της στὴν ἴδια θέση καὶ παρέμενε στὴν ταινία ἡ προσοχή της. Ἦταν σκοτεινά, δὲν μποροῦσα νὰ διακρίνω τὸ πρόσωπό της παρότι εἶχα πλέον ὁρατότητα πρὸς αὐτό, ἦταν σκοτεινὰ καὶ βλέπαμε, ἔβλεπε μᾶλλον τὸν Charles Alexander Swann aka Λοχαγὸ Lesgate νὰ παραφυλᾷ τὴν Margot πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα ὅταν τὸ τηλέφωνο κτύπησε.

Παρακαλῶ; Παρακαλῶ; Παρακαλῶ;

Γύρευε ἀπάντηση ἡ Margot, εἰς μάτην· ἐνόσω ὁ Swann πίσω της ἐτοίμαζε τὸν βρόγχο. Καθὼς τῆς ἐπιτέθηκε κι ἄρχισε ἡ πάλη, τὸ πλάνο ἄλλαξε καὶ γέμισε φῶς ἡ ὀθόνη διότι στὸ κάδρο μπῆκε τὸ φωτισμένο, μέσα, ὑπνοδωμάτιο. Φῶς ἦλθε καὶ σὲ μᾶς, φωτίστηκε τὸ πρόσωπό της, τὸ εἶδα χλωμὸ καὶ ἄκρως ταιριαστὸ μὲ ὅ,τι μοῦ ἀπέπνεε ἡ μέχρι τότε παρουσία της. Μισάνοικτο τὸ στόμα της –ὅπως ἐπέτασσε ἡ ἐν ἐξελίξει δολοφονικὴ ἀπόπειρα πέρα ψηλὰ– χείλη ἀμυδρῶς κινούμενα καὶ τὰ μάτια της. Πράσινα, σκοῦρα πράσινα, τόσο ἀσυνήθη ὅμορφα καὶ σπάνια κι ἀκόμα πιὸ ἐλκυστικὰ λόγῳ μιᾶς ἐλαφρᾶς πρὸς τὰ κάτω κλίσης ποὺ δημιουργοῦσαν μιὰν ἀνεπαίσθητη μόνιμη μελαγχολία. Πρόλαβα καὶ τἄδα ὅλα αὐτά, δὲν τὰ φαντάστηκα, τὸ φῶς ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ μοῦ τὰ μαρτυρήσῃ. Ἔνοιωσα μιὰν πιότερη ἔλξη, μιὰ ζάλη ἡ ὁποία μὲ γαλήνευσε, ἀπομακρύνοντάς με ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητά ποτε προσκόλλησή μου σὲ κάτι σάπιο.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

Χμ…

Ἐν τάξει, δὲν συνέβησαν ἀκριβῶς ἔτσι, ἀλλὰ τὰ βασικὰ εἶνε ἀληθινά. Ἐσύ; Μοῦ (μὲ) τὰ κατάλαβες ἄραγε;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats