Σάββατο, Αυγούστου 21, 2010

Ἀγάπη μικρὴ

Πόρτα, κλειδί, εἴσοδος. Σπίτι – ἐπιτέλους; Μυρωδιά κλεισούρας καί σκοτεινά.

Ἀτάκτως καί χύδην παρατῶ τά πράγματα καί κάθομαι στήν πρώτη πολυθρόνα, ἀνάβω τόν ἀνεμιστήρα καί κυττῶ τό ταβάνι ξεφυσώντας.

Ὑποτίθεται τώρα ὅτι ξεκουράστηκα μέ τίς 12 ἡμέρες στήν Λέσβο, ναί…

Βγάζω ἀπ’ἔξω τήν ταλαιπωρία τοῦ πήγαινε ἔλα μέ τά καράβια, τίς καθυστερήσεις τους, τήν πολυκοσμία – μακάρι νά περιοριζόταν μόνο σ’αὐτά τό βάσανο.

Διακοπές στήν Λέσβο... Μέ ἕνα ἂς ποῦμε πρόγραμμα διακοπῶν: Ξυπνητηράτο ξύπνημα γιά νά μήν χάνουμε τήν μέρα μας στό κρεβάτι (χμ…) κι ἐτοιμασίες σέ φεμίνιο ῥυθμό καί διάρκεια. Καφές κάπου ἔξω (ἑλληνικός γιά πολλούς θρήνους) καί ἐπιστροφή στό δωμάτιο. Πρωινό μέ κρουασάν, τυρόπιττες καί δημητριακά. Χώνεψις διά (γιά πλιότερους ὁδυρμούς) συνουσίας καί βοῦρ στήν θάλασσα – γύρω στήν μιάμιση. Παραμονή ἐκεῖ μέχρι πού ὁ ἥλιος ἀφυδατωνόταν καί βούταγε στό νερό νά ῥεφάρῃ - ἐν τῷ μεταξύ, λαλοῦσα κι ἐγώ μέ τήν ζέστη καί τήν ἀκτινοβολία, πόσα γιουβιέι καί γιουβιμπί νά κόψῃ ἡ ὀμπρέλλα γιά; Παρά τήν ζέστα, δέν πολυσυχνοβουτοῦσα στήν θάλασσα, ἡ διαδικασία παρά εἶναι γιά μένα κρυωνιάρικη· εἰδικῶς ὅταν τό ὑγρό σάλι προσεγγίζει τά κάκαλά μου. «Ἀπολάμβανα» λοιπόν τήν ἡλιοθεραπεία καί τά σύν αὐτῇ, ἄν καί τά σχέδια γιά πολλή ἀνάγνωση στίς διακοπές δέν εὐοδωνόντουσταν· λίγο τό βλέμμα τῆς συμβίας, λίγο καί ἡ θερμοπληξία - ἄντε νά μελετήσῃς τίς μάγισσες τῆς Σμύρνης ἔτσι… Γι’αὐτό κι ἐγώ ἔκανα τόν μπαγκλαντεσιανό ἔμπορα μέ χωρίς πραμμάτεια ὡστόσο, γυρόφερνα στό πολύ χάσιμο σ’ἐπιφυλακή πάντως γιά ἐλαιαλείψεις.

Ἄ! Μαζύ μας ἦταν καί ἕνα φιλικό ζευγάρι καί τό παιδί τους πάλι μαζύ. Τό ὁποῖο παιδάκι πολύ μέ συμπάθησε (δέν τό ῥώτησα γιατί) καί ὅλο (πάλι) μαζύ μου ἤθελε νά παίζῃ - βρέ λές ἐπειδή ἡ τοῦ νοός μου ἡλικία δέν ξεπερνᾷ τά 6 ἔτη; – τί ἔνστικτο ἔχουν τά σκασμένα! Καί ἔλα Βαγγέλη νά σκάψουμε, ἔλα νά φτιάξουμε πύργους, μερίμνησε καί γιά τούς ἡμιϋπαίθριους μήν ἔχουμε προβλήματα μέ τήν πολεοδομία - ἄκου τί ἔλεγε τό μπασταρδόσπερμα! ἔλα νά χτίσουμε γέφυρες καί μοῦ ἔδειχνε μέ τό βλέμμα του τήν Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμὸν (ἡ ἐδῶ καί 54 ἡμέρες σύζυγός μου ντέ!)

Σκάβαμε τό λοιπόν καί πάνω πού βλέπαμε τόν πυθμένα νά ὑγραίνεται ὁ Γιάννος πεταγόταν σάν ἠλεκτροπληγμένος. Ἄ! Περίμενε! Περίμενε, ἔρχομαι! Τσιμποῦσε τό κουβαδάκι, ἔσπευδε μέχρι τό πέρας τῆς προσπαθείας τοῦ νεροῦ καί φόρτωνε. Γύριζε μέ τήν γλῶσσα του ἔξω ἀπό τό στόμα καί στά δόντια σφηνωμένη, μιά σαφής εἰκόνα κόπου καί ἄδειαζε τό νερό στήν λακούβα. Μέ μιά ἀπίστευτη σοβαρότητα κυττοῦσε τό νερό νά χάνεται, νά γίνεται ἀφρός καί… Καί ἐπέστρεφε γιά νά ξαναεπανέλθῃ (σὶκ) μέ κι ἄλλη προμήθεια! Συνεχιζόταν οὐκ ὀλίγες φορές τό παραμύθι τοῦτο κι ἐγώ ἐκεῖ… Ὄρθιος νά πρέπῃ νά βοηθῶ στό μεγαλόπρεπο πρότζεκτ – στό ἀπέξω τοῦτο. Διότι στό ἀπό μέσα, μακάριζα μιά διάγνωση πρό κάμποσων ἐτῶν… Νεκροσπερμία κύριε Ἠλιάδη. Μέ λίγη προσπάθεια ὅμως… Ἡ ἐπιστήμη κάνει θαύματα… Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Τῆς πουτάνας τά θρέμματα, οἱ γονεῖς τοῦ μικροῦ Γιάννη, κυττοῦσαν καί γελοῦσαν! Μέ τό παιδί τους ἄραγε ἤ μέ τόν μαλάκα, τόν δωρεάν σίττερ πού τούς ἐπέτρεπε νά μήν κινοῦν οὔτε τό μικρό δάκτυλο προσέχοντες τό μπασταρδάκι τους (Κώστα; Μά καθόλου νά μήν σοῦ μοιάζῃ;!). Ὁ Κώστας ἦταν στήν σκιά καί μπεγλέριζε τούς ὀσχεΐτες διδύμους του καί γέλαγε! Ἡ καρακαηδόνα του (πού δέν ἔβλεπε φυσικά τήν ἀτταβιστική κίνησή του) ἦταν μισό, ἕνα μέτρο μπροστά καί κάτω ἀπό τόν ἥλιο. Ἅπλωνε τό ἄλλοθι γιά gayδισμό κορμί της ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τήν μοναδική δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καί ἐγώ στόν αὔγουστο μεσημβρινό ἥλιο προσπαθοῦσα νά κεφάρω καθόσον ἤμουν διακοπές! Διακοπές! Διακοπές μέ τήν δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καλέ, πότε ἔγινε δικιά; Ἄχ! Γιατί Κύριε δέν μοῦ ἔδινες ἕνα ἀσήκωτο χανγκόβερ διάρκειας μερικῶν τερμήνων τήν ἑπομένη τῆς γνωριμίας; Δέν ὑπάρχεις!

Δέν τολμοῦσα φυσικά νά πῶ (νά ζητήσω καλλίτερα) νά φύγουμε, ἔ μά! Κλείσαμε ὀκτάωρο στήν παραλία; Ὄχι! Ἔ τότε; Ἄλλοι πασχίζουν νά ξεφύγουν ἀπό τό παρτταϊμεριλίκι κι ἐσύ ἀχάριστεεεε! Ὁπότε κι ἐγώ ὁ ἀχάριστεεεε γύριζα στόν Γιαννάκη… Ὁ ὁποῖος εἶχε λίγο ἀπογοητευθῇ πού δέν μποροῦσε νά μεταφέρῃ τήν Μεσόγειο στήν λακούβα του καί τό εἶχε γυρίσει στό τέννις. Ὦ θεοί τῆς θάλασσας καί τοῦ ὡκεανοῦ, τί νταλαβέρι κι ἐκεῖνο! Ἕνα σερβισάκι ἀπό μένα καί μετά ὁ Γιαννάκης… Τίς περισσότερες φορές δέν ῥακέτιζε κἄν τήν σφαίρα, ποιός θά τήν πιάσῃ; Ἐσύ, Βαγγέλη. Κι ὅταν τύχαινε νά τήν ἀποκρούσῃ, ἀλλά πήγαινε ἀλλοῦ γι’ἀλλοῦ, πάλι ἐγώ Βαγγέλη. Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Νά φύγω. Ἔ, κάποια στιγμή γύριζε κι ὁ μπαμπέσης ὁ τροχός καί σηκωνόταν ἡ κατ’εὐφημισμόν, πᾶαααμε, πᾶμε! Ἐτοιμαζόμασταν, μαζευόμασταν, φορτωνόμασταν, (ποιός; Πάλι ἐγώ Βαγγέλη) καί στό ἀμάξι. Οἱ ἐρωτήσεις τοῦ Γιαννάκη ἐπαναλαμβάνονταν σέ περίοδο σχεδόν μηδενική, (πάτα ῥέ Κώστα αὐτό τό πράσινο κουμπάκι, τί εἶναι;Τίποτε μωρέ, πάτα, μήν ἀνησυχῇς, τί νἆναι μωρέ, τίποτε, ἐκτοξευτήρας τῶν πίσω καθισμάτων, πάτα το σοῦ λέωωω) καί ὅλες ἀπευθύνοντο σέ μένα! Μερικές στιγμές τό ἀποτολμοῦσα: Δέν ξέρω ἐγώ ἀγάπη μου, γιά ῥώτα τήν θεία Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμόν, ξεραινόμασταν στό γέλιο ὅλοι μέσα στό τουτοῦ μέχρι καί τό πευκάκι χαχάνιζε, πλήν τῆς κατ’εὐφημισμόν, τό βλέμμα της πάνω μου θά τά ποῦμε μετά κι ἀκόμα καί τό πευκάκι πάθαινε βαμβακίαση!

Στό ξενοδοχεῖο πρό τῶν δωματίων, χωρίζαμε, γειά σου Γιαννάκη, γειά σουυυυυ, ἔλα, θά βρεθοῦμε μετά, πήγαινε τώρα στόν μπαμπᾶ καί τήν μαμά, πήγαινεεεεεε, βρέ μήν τσιμπᾷς, πήγαινε! Ὁ μοῦλος κολλοῦσε πάνω μου καί δέν ἔφευγε! Νά τόν ἔχῃς καί στό δωμάτιο, ἄχ ὁμορφιά! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Κατά βάθος ὅμως γούσταρα (μέ) τόν Γιαννάκη! Διό ἡ μοναδική καλή μου, ἡ δικιά μου ναί, διέκρινε πόσο συμπαθής ἤμην στά μειράκια καί σίγουρις μέσα της θά μέ καλόβλεπε, θά μέ κατοχύρωνε ὡς τόν πατέρα τῶν παιδιῶν της (Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν μετά ἀπό δύο γέννες – ὠιμέ προφήτη Μαλαχία!). Μέ κυρίευε μιά πολύ χαϊλίδικη ἔπαρσις, ἐγώ μπαμπᾶς; Καλή φάση, ἔστω στήν σκέψη μου καί στ’ἀνομολόγητα σώψυχα…

Κι ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν, μέσα, ἀφοῦ εἴχαμε ἀποθέσει τά πραγματάκια μας, κινητριθεῖσα ἀπό τίς πιθανεῖς περί τεκνοποιΐας σκέψεις της, στό λουτρό ὁμοῦ καθώς ἀφαιρούσαμε τά ἁλάτια, μοῦ κωλοτριβόταν ὀλίγον τί καί ζητοῦσε διά πυγοσείσεως νά τήν ῥαντίσω μέ πιό προκάτ ἁλμυρά ὑγρά. Ἐγώ ὅμως δέν τήν πάλευα καθόλου, μέ τήν καμία δηλαδή… Καμία ἐπιθυμία, τίποτις, νάδα. Προφασιζόμουν πονοκέφαλο, 8 ὧρες μωρή κάτω ἀπό τόν ἥλιο ἤμουν! Ἐφήρμοζα τό πλάν μπί, ἔβαζα τό τηλέφωνο νά τῆς συντριβανίζῃ τό αἰδοῖο καί εὔγλωττα βουτοῦσα στόν κόλπο της ἐνόσω τῆς δακτύλωνα τήν κλειτορίδα. Μετά ἀπό σταλίσια ὥρα κατέληγε. Φυσικά προσποιεῖτο ὅτι προσποιεῖτο ὁργασμό, ἤξερα πώς τῆς καλάρεσε ἀνέκαθεν ἡ λειχία στό μέρος της ἀλλά ἤθελε νά μοῦ καταδείξῃ ὅτι κυρίως προετίμα διείσδυση μέ ἐξοπλισμό μερικῶν ἑκατοστῶν περισσοτέρων ἀπό αὐτῶν τῆς γλώσσας μου. Δίκιο εἶχε, δέν λέω, ἀλλά δέν μποροῦσα, ποῦ νά σᾶς ἐξηγῶωωωω…

Στό δωμάτιο, πλήρης τύψεων φυσικά γιά τό ὀλίγον μου ἀπό ἀνδρισμό, χωρίς νά τήν κυττῶ καθώς στέγνωνε τό σῶμα της κι ἐτοιμαζόταν, ντυνόμουν κι ἐγώ – σάν Γιαννάκης. Ἔκρυβα μιά στάλα τήν χαρά μου, καθ’ὅσον πλησίαζε ἡ μοναδική στιγμή πού ταίριαζε μέ αὐτό πού λέμε διακοπές! Θά πηγαίναμε γιά φαγητό! Ἄν καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἡ χαρά δέν ἦταν ἐντελῶς ἀνακουφισμένη διότι ναί καλῶς τό φανταστήκατε, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης μαζύ, πῶς θά γινόταν ἀλλιῶς ἄλλωστε!

Γιαννάααακη! Ἄσε τόν Βαγγέλη νά φάῃ παιδί μου – πήγαινε γαμήσου μωρή τρώγλη, ἄν ἤθελες τό μουλοπαίδι σου νά μέ ἀφήσῃ ἤσυχο θά τό ἔπαιρνες ἀπό τό σβέρκο μου, ἄσε λοιπόν τίς πίπες, γαμῶ τά πεθαμένα σου! Καί ἄν ἔχετε τόν Θεό σας, προσπαθοῦσα νά ἀπολαύσω φαγητό ἀλλά ἔτρωγα τό κρεατάκι μου μέ δεκαέξι σχεδόν διακοπές (ἄχ! διακοπές!) διότι ἔπρεπε νά ζητῶ ἀπό τό μικρό καριολάκι μία μπουκιά γιά τήν μαμά (ναί ῥέ μαλακισμένο τήν πουτάνα τήν μάνα σου) γιά τόν μπαμπᾶ (τί ποιόν μπαμπᾶ; Δέν τόν ξέρει οὔτε ἡ μάνα σου; ἀχαχαχαχα!) γιά τήν γιαγιά καί τόν παπποῦ! Καί ὁ Κώστας χαιρόταν, ἄχ ἡ μάνα μου, καλή της ὥρα! (δέν λέω γιά τήν δικιά σου ῥέ! Τά πεθερικά σου ἐννοῶ, μουρόχαβλε) ἡ γυναίκα του ἐπίσης χαιρόταν πού’χε τσιγαρίσει τέτοια ὕπαρξη ἐννιά μῆνες μέσα της καί ἡ καλή μου ἦταν σκεπτική – πῶς νά συνδυάσω τώρα τό τζατζίκι; Νά τοῦ ἀπανθίσω λίγο σπληνάντερο ἤ ἐξοχικό; Σπουδαῖοι οἱ προβληματισμοί της, σοβαρολογῶ! Ἔτρωγε μέ κλειστό στόμα, μασοῦσε ἀργά καί δέν μιλοῦσε (μέ κάτι τέτοια τήν ἐρωτεύτηκα – γιατί νά τό κρύψω;) καί τά κλεισμένα ἔξι χρόνια δεσμοῦ τήν ἔσμπρωχναν (σίκ) νά μέ φιλᾷ πλήρης γιαουρτοσκόρδιου. Δέν μέ χάλαγε πάντως, ὄχι ἐπειδή δέν θεωροῦσα ντεκαβλέ ἕνα τζατζικόφιλο ἀλλά ἐπειδή ἕνεκα ὁ Γιαννάκης, δέν εἶχα προλάβει νά χτυπήσω μιά τζούρα τζατζικιοῦ! Ἡ μπύρα ἦταν στά index τῆς δικιᾶς μου ἀγαπημένης μου λόγῳ κακῆς ἐπιρροῆς στήν κοιλιά μου – ἄδικο δέν εἶχε - ἀλλά διακοπές εἴμαστε γαμῶ τήν ζωή μου, ἄλλωστε ἔχεις δεῖ τόν κῶλο σου μωρή, φρεσκοπαντρεμένη οὖσα; ἔτσι τήν ἔβγαζα μέ ὀλίγον ἀπό κοκκινέλι, χωρίς τήν παραμικρή δυνατότητα νά ξελαγράρω λίγο ἀπό τίς «διακοπές» καί νά νοιώσω λίγο διακοπές ἀφοῦ in vino veritas. *




* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 1


Μισό λεπτό! Μισό λεπτό Γιαννάκη! Ἐντάξει, στ’ ἀρχίδια μου φᾷς δέ φᾷς, μισό λεπτό…

Αὐτή μέ εἶχε τραβήξει τόσο ἐκεῖνο τό βράδυ; Λίγο, ἐλάχιστα πιωμένος ἤμουν καί μέ εἶχε ἐλκύσει a capite ad calcem ἔντονα - ἔν οἴνῳ γάρ ἡ ἀλήθεια. Τήν κυττοῦσα καὶ τώρα, ἦταν ὅμορφη ναί, δέν τήν ἀδικοῦσε μιά ὑγράδα στά χείλη - προφανῶς ἡ λιπαρότης ἀπό τά κρεατικά. Ἀλλά ἦταν ὅμορφη. Θυμόμουν πολύ καλά πόσο ἔντονα καί ἐνστικτώδικα μέ εἶχε γοητεύσει· τήν προσέγγισα μέ τρόπο πού οὔτε θά μποροῦσα ποτέ νά φανταστῶ ὅτι θά ἔκανα γιά κάποια. Τό εἶχα κάνει ὅμως, ἔλιωνα τότε, ἐκεῖνο τό βράδυ, ἔλιωνα ὅπως ἔλιωνε ἐκείνη τήν στιγμή τό φαγητό στό στόμα της. Δέν θά μοῦ ποτέ συγχωροῦσα νά τήν εἶχα ἀφήσει νά φύγῃ χωρίς. Τήν εἶχα πλησιάσει καί ψέλλισα κάτι πού ἡ μουσική γύρω μας τό εἶχε κάνει νά φανῇ ὡς ψέμματα δέν εἶχε μουσική ἐκεῖ, δέν θυμᾶμαι ποῦ τήν εἶχα δεῖ, οὔτε καί πότε, ὅλα μαζύ, μαζύ μέ τά στερεότυπα καί τίς κοινοτοπίες εἶχαν μικρύνει, εἶχαν ἐλαχιστοποιηθῇ στήν παρουσία της.

Καί τώρα τήν βλέπω νά πνίγῃ ἕνα ῥέψιμο στόν λαιμό της. Τί καλά ἄν γιά κάποιον λόγο, γιά κάποια αἰτία ἤ ἔστω ἀφορμή, τό σταματούσαμε λίγο πρίν ἀπό τά ἐπίσημα! Θά τήν σκεπτόμουν, θά τήν θυμόμουν πάντα μέ τόσο μπίττερ ἀπωθημένο νά βρίσκεται στό ζενίθ τῆς πεθύμιας!




* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 2


Κι ἀφοῦ τήν κυλώναμε γιά τά καλά αὐτοί, κάπως ἐγώ, ζητούσαμε τήν λυπητερή καί ξαναγυρίζαμε στό δωμάτιο. Μοῦ βγαίνει πάντα ἕνα φιδίσιο μετά ἀπό φαγητό, θέλω μιά ξάπλα (ἔστω βραχείας) διαρκείας ἀλλά ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν ἐντόνως ποουϊκή (Sleep. Those little slices of Death. How I loathe them) προτιμᾷ νά μέ δῇ κλινήρη μέ ἄλλην παρά κλινήρη κοιμώμενο σέ εὐήλιες ὧρες. Ὁπότε ἐνόσω αὐτή ἔβαφε νύχια καί στέγνωνε μαλλί, ἐγώ κι οἱ παντόφλες μου περιφερόμασταν στό δωμάτιο, στό μπαλκόνι... Καναλοδιάβαινα στήν τηλεόραση προσπαθώντας νά διασκεδάσω τό βάρος τῶν βλεφάρων, τί ἄλλο νά ἔκανα ὁ ποινίτης;

Τά ἀπογεύματα ξαναπηγαίναμε στήν θάλασσα, δέν βουτοῦσα ὅμως, ἡ ὥρα ἐκείνη ἦταν τοῦ Γιαννάκη, παράπονο ὅμως δέν ἔχω διότι συμμετείχαμε ὅλοι στίς ἀθλοπαιδιές τοῦ μικροῦ ὁ ὁποῖος οὐδόλως περιέργως μέ ἤθελε πάντα στήν ὁμάδα του. Ὁποία τιμή λίτλ Τζών, γκίβ μή φάιβ! Γυρνώντας, διασχίζαμε τόν ἴδιο πεζόδρομο (τοῦ ὁποίου τό ἐπιτήδευμα τῶν καταστημάτων του εἴχομεν μάθει ἀπό τήν πρώτη στιγμή) κι ἀράζαμε σέ ἕνα καφέ νά πιοῦμε κάτι. Δέν μπόρεσα ποτέ νά ξεμοναχιάσω τόν Βενιαμίν τῆς παρέας γιά νά ῥίξω ὑπνωτικό στήν μπλέ πορτοκαλάδα του μπάς καί νοιώσω λίγο λεύτερος – λίγο καθ’ὅσον ὑπῆρχε κι ἄλλος βάσανος στόν κύκλο μας... Τελειώναμε τά ἀναψυκτικά, ξαναπερπατούσαμε στόν προαναφερθέντα δρόμο, ψωνίζαμε καί μπατιρόσπορο χωρίς πάντως ὁ Γιαννάκης νά ζητήσῃ νά τοῦ καθαρίσω ἐγώ τόν πασσατέμπο...

Κι ὅταν ἔπαιρνε νά σουρουπώνῃ, ἐπιστρέφαμε στήν βάση γιά νά ἀλλάξουν οἱ κυρίες τήν περιβολή καί νά συνεχίσουμε πιό βραδινά. Ὅσο ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν, οἱ ἄντρες (σίκ) περιμέναμε στό προαύλιο χῶρο τοῦ ξενοδοχείου. Βλέπε νά μαθαίνῃς ῥέ! Μέ τέτοιες ἀτάκες ὁ Κώστας μεντόριζε τόν μικρό του ὅσον ἀφορᾷ τό πέσιμο σέ μενεσγκό. Ἐγώ συνεσταλμένος ὤν, δέν συμμετέσχον στά πεσίματά του σέ περαστικές δέσποινες, προκαλών γέλωτες καί χλεύη ἀκόμη καί ἀπό τόν Γιαννάκη. Σέ συνδυασμό μέ τίς μεσημβρινές ἱμερικές ἀδυναμίες μου, δέν ἔνοιωθα καί τόσο καλά, ἡ αὐτοεκτίμησή μου εἶχε τά ἀνεβοκατεβάσματά της, σάν τά ἐκείνης τῆς στιγμῆς δοκιμαζόμενα ῥοῦχα στίς κυρίες μας οἱ ὁποῖες (τί κουλό!) ἀργοῦσαν!

Μερικές στιγμές μετά (μᾶλλον ἀστρικές) τεσσεράμισυ φιγοῦρες ἔφευγαν ἀπό τό ξενοδοχεῖο. Οἱ δύο ἀπό αὐτές μέ ποσότητες ἀρώματος πού ’διωχνε ζωϋφια, σκουλαρίκια κρίκων τσίρκου, μέηκαπ ἁρμόζον γιά θαμώνισσες σέ πίστες τῆς παραλίας, νυστεράτες γόβες, τσάντες μέ στρασάκια ἤ στρασάκια μέ τσάντες;, σούσουρο κουβέντας λές καί εἶχαν ἐκείνη τήν στιγμή βρεθῇ μετά ἀπό τήν ἔκτη δημοτικοῦ, γενναιόδειχτα στράπλες, ἡ Ἄρτα καί τά Γιάννενα τσουλοῦσαν μαζύ μας στά πλαίσια μιᾶς κατάστασης πού καλεῖται διακοπές καί σκοπό ἔχει τήν ἀποφόρτιση τοῦ εἶναι μας ὥστε νά ἐπανέλθουμε στά καθημερινά μέ ἀνανεωμένη ὑπομονή κι ἀντοχές. Διακοπές.

Ἐπιλέγαμε κάποιο μαγαζί μέ κριτήριο τόν λιγότερο κόσμο καί καθόμασταν στήν μέ χαλίκι κάτω αὐλή του. Παραγγέλναμε σέ ἀγενέστατο τραπεζοκόμο καί ἀρχίζαμε τίς τρομερές συζητήσεις μας. Πώπω ζέστη πού εἶχε σήμεραααα… Ἡ θάλασσα ὡραία ἔ; Νά ξαναφᾶμε ἐκεῖ πού φάγαμε προχθές (κι ἀφοῦ τόοοσο σᾶς ἄρεσε γιατί δέν πήγαμε ἐχθές; Κάτι τέτοια ἤθελα νά ῥωτήσω ἀλλά μιά δαμόκλειος σπάθη παραδίπλα δέν ἤθελε πολλά πολλά). Φυσικά, τελείως φυσικά, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης κοντά! Ἄ ῥέ Γιαννάκη! Ἀνάμεσα στά πόδια τοῦ μπαμπᾶ του προσπαθώντας ν’απεμπλακῇ. Ἡ κουφαλίτσα ἐμένα εἶχε βάλει στό μάτι, κάτι ἔπρεπε νά κάνω, ὄχι καί ἐδῶ, ἔλεος Ἅγιε Παντελεήμονά μου! Ἡ παντοτινή μου, λικνιζόταν, ἔστω καθημένη, σέ θύραθεν ἤχους (Moonlight Shadow;), τήν ἔβλεπα ἐγώ τήν δουλειά, χορό ἤθελε, νά πηγαίναμε στά ἐνδότερα, νά πήγαινε δηλαδή κι ἐγώ θἄπρεπε νά ἀκολουθοῦσα (ἔμ! Μόνη της νά τήν ἄφηναααα;!!!! Γίνονται τέτοια πράγματααα;) μά εἶμαι ἀτσούμπαλος καί γελοῖος ἀκόμα κι ὅταν περπατῶ, ὄχι νά χορεύω ἀλλά ὁ Γιαννάκης ψηνόταν νά μοῦ ἔλθῃ ὁπότε ἐπέλεγα τήν Χάρυβδη, ζητούσαμε συγγνώμη καί σπεύδαμε στά πιό σκοτεινά.

Μέ ἄγγιζε μιά κάποια ὑποψία διακοπῶν καί ξεγνοιασιᾶς ἐκεῖνες τίς στιγμές – μᾶλλον ἐπειδή βρισκόμασταν μόνοι… Μπαίναμε στό μπάρ, σαρώναμε τόν χῶρο καί τήν ἀράζαμε κάπου ὅπου θά μποροῦσα νά ἀκουμπήσω τόν κῶλο μου, ὄχι νά κάθωμαι ῥέ ἀδερφέ ἁπλά καβάτζα κάπου ἤθελα ὥστε νά ἀποφύγω τήν συμμετοχή ὅλων τῶν μελῶν μου στόν οἰονεί χορό. Ἡ ἀγαπημένη καί μοναδική δικιά μου ξεσάλωνε, εἰδήμων καί ἐπαΐουσα χορευτικῶς ἦταν ὀφθαλμῶν χάρμα, ἀλήθεια! Κι ἐγώ πόσο ντρεπόμουν πού ἤμουν (καί εἶμαι) τόσο ἄχαρος! (Τί μοῦ βρῆκε ἄραγε;) Μετροῦσα τά δευτερόλεπτα σάν πίπτουσες στό μέτωπο σταγόνες, εὐτυχῶς πού ὑπῆρχαν τσιγάρα καί πιοτό. Καί κουβέντες. Ἔσκυβε στό αὐτί μου, ἄ! ὄχι! Δέν μοῦ ἔλεγε κάτι, γαργαλίζοντα φιλιά μοῦ ἔδινε μήπως καί μοῦ ἀνακαλέσῃ τά ἡμέτερα. Στό δεύτερο ποτό ἄλλαζε τό ῥεπερτόριο· ὄχι ἡ μουσική. Μέ κυττοῦσε στά μάτια βαθιά καί «Μ’ αγαπάς λίγο;» Παραξενευόμουν πρέπει νά πῶ, λίγο παράταιρη μέ καλοκαιρινές ξεγνοιασιές τό ἐρώτημα - ἀγωνία της, καταλάβαινε τήν μέ ἀνησυχία ἀπορία μου καί μέ ἄς ποῦμε καθησύχαζε «Συγγνώμη που σε τρομάζω. Σ’αγαπώ δυνατά.» καί συνέχιζε πρός ἐπίρρωση τοῦ ἆρτι λεχθέντος της «Μαζύ σου είμαι ευτυχισμένη.» Ἴσως γιά νά ἀποδιώξω τό ἄγχος μέ τόν χορό ἀλλά κυρίως τῶν ὅσων μοῦ ἔλεγε, τῆς ἀποκρινόμουν διάφορα, προσπαθοῦσα νά συναγωνισθῶ ἔστω στά λόγια μόνον, τήν ἔμπρακτη ἀγάπη πού μοῦ ἔδειχνε, ἀντιτείνοντας κάποιες πρός ἐπανόρθωση σκέψεις μου – ἐκείνη ὅμως μοῦ πέταγε μιά μαχαιριά, καθ’ὅλα δικαιολογημένη ὡστόσο «Φοβάμαι τον εξακολουθητικό χρόνο που αρχίζει να παίρνει αυτή η κατάσταση.» Μ’ἔπιανε μιά κρίσι πανικοῦ, τί μοῦ ἔλεγε τώρα, τί ἀναμόχλευε… Ἔφταιγε ἄραγε μόνο τό ἁλκοόλ ἤ τό ἁλκοόλ τήν βοηθοῦσε τελικά; Δικαιολογούμουν μέ διάφορα ἄλλοθι τόσο φανερά ἐλλειπή κι ἐκείνη γενναιόδωρα, μή θέλοντας νά τό συνεχίσῃ, μέ ἠρεμοῦσε «Αστεράκι μου.... Νά’ξερες πόσα πράγματα σημαίνεις για μένα... ». Συνερχόμουν ξαφνικά κι ἀπότομα ὅσο ξαφνικά κι ἀπότομα μέ εἶχε ῥίξει ἡ πρίν προφανής προειδοποίησή της καί χαζολογοῦσα μέ λογοπαίγνια κι αὐτή «ένα από τα πράγματα που λατρεύω τρελά σε εσένα είναι το απίστευτο μυαλό σου!». Τήν ἀγκάλιαζα, μ’ἀγκάλιαζε καί ἀναλωνόμασταν σέ φιλί, πού ἀκύρωνε κάθε σκοτούρα καί προβληματισμό. Ναί, ἦταν διακοπές τελικά. Αὐτό πού βιώναμε ἐκείνη τήν στιγμή, ἦταν ἀληθινά διακοπές, κυριολεκτικά διακοπές ἀπό κάτι πού δέν τσούλαγε, ἦταν διακοπές οἱ ὁποῖες φυσικά, νομοτελειακά καί πάντα ἔχουν ἕνα τέλος.



γιατί πονῶ τὰ μάτια σου ὅταν κυττάζω;



3 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger demetrat είπε...

δεν το πρόλαβα όλο.Και οπωσδήποτε θέλει σχολιαζμό .
Παω γιά βουτιές.
δ

21/8/10, 1:38 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger demetrat είπε...

συμπεράζματα:
1.όσον αφορά το μούλικο, τάθελε κι ο κώλος σου, διότι το φάρμακο σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι το εξής ένα: μάγκες, μαζεύτετο. Και μετά γαία πυρί μιχθήτω.
2.στα της συμβίας επίσης τα θέλει ο κώλος σου, διότι τόσα παιδιά σαν τα κρύα τα νερά κυκλοφορούν.
3.Εγώ σε τόπα πως γιά σένα δουλεύω.
την επόμενη φορά, τις αγγαρείες σου θα τις αναλάβει ο θερμοπόταμος.
.................
χαχαχααχαχα , και ξέρεις βέβαια γιατί τα παθαίνεις αυτά ε;

υ.γ
και που σε ρώτησε , εσύ όμως δεν τρόμαξες , ε;

22/8/10, 12:20 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

χαχαχαχα! Πὲς ἐπιτέλους γιατί τὰ παθαίνω πιά!

Ὄχι ἐδῶ ὅμως, παρακολουθοῦμαι! Στεῖλε μέηλ ἀσοῦμε!

23/8/10, 12:29 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats