Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου
Α
ἀετὸς νυχάτος = πολὺ ἔξυπνος ἄνθρωπος
ἀηδόνι = διαρρηκτικὸ ἐργαλεῖο
ἀκονισμένος = ἔξυπνος
ἀκούμπι = ἐνέχυρο
ἀκριδάτος = ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζὴς
ἀλαφροΐσκιωτος = γρήγορος, ἔξυπνος, ἀκίνδυνος
ἀλέθω τὸ ἴδιο βρωμάρι = επαναλαμβάνω
ἀλφάδι = πρώτης τάξεως
ἀλωνίζω τ’ἄχερο = καθορίζω τὴν κατάσταση
ἀμάλλιαγος = ἄπειρος, πρωτάρης
ἀμολάω λίγδα = προδίδω
ἀνάβω φουφοῦ = δημιουργώ μπελάδες
ἀνθίζομαι = καταλαβαίνω
ἀνοίγω μπερντὲ = φανερώνω
ἀνοίγω μπουροῦ = γκρινιάζω
ἀνοίγω πλώρη = βαδίζω, περπατῶ
ἀνοίγω ὑπόνομο = προδίδω μυστικὸ
ἀνοίγω φεγγίτη = καλοϋποδέχομαι
ἀνοικτὸ τὸ καλντερίμι = ἐλεύθερα
ἀντάμης = φίλος, ἀδερφὸς
ἀπλώνω = τακτοποιοῦμαι, βολεύομαι
ἀπό φελλὸ = ἄμυαλη
ἀρμενίζω βαθὺ ῥέμα = πορεύομαι, ἐνεργῶ ἀπερίσκεπτα
ἁρμυρὴ = ἡ ἀνοικτὴ θάλασσα
ἀσημένια τσέπη = πλούσιος
ἄσπρη = ἠρωίνη
αὐγοτάραχο = ζευγάρωμα
ἀφήνω καλάμι = ἐγκαταλείπω
ἀφήνω φλούδα = ἀφήνω ἀπένταρο
ἀφρίζω = ξεχωρίζω, διαλέγω
ἀφρὸς = ἐκλεκτὸς
ἀψηλὸ ῥετιρὲ = ἀριστοκρατία
Β
βάζω βούλα = σημαδεύω, γίνομαι στόχος ἀπόψεων
βάζω θλιβερὴ μουτσούνα = ἀσχημίζω
βάζω στὴν χοντρικὴ πώληση = ἀχρηστεύω
βαράω μπουροῦ = λέω, ἐμπιστεύομαι
βγάζω ἀπὸ τὴν ἐγγενὴ = ἀνανεώνω
βγάζω λαγὸ = φέρνω ἀποτέλεσμα
βγάζω τὰ ντούκα = ἀποκαλύπτω
βγαίνει καπνὸς = βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα = φανερώνονται μυστικὰ
βεντουζιάζω = κολλάω, γίνομαι φορτικὸς
βίγλα = σκοπιὰ
βιδέλο = κορόιδο
βλεφαρίζω = βλέπω
βρέχω τὸ θλιβερὸ = δακρύζω
βρίσκομαι στὸν ἴσκιο = εἶμαι ἀπένταρος
βρυκολακάτα = ἀθόρυβα
Γ
γαζώνω τὸ στόρμια = περνῶ τὴν κακοτοπιὰ
γαζώνω φόδρα = βολεύομαι
γαλάρα = ἀποδοτικὰ
γαλατόμαγκας = συμπαθητικὸς νέος ἀλλὰ καλομαθημένος
γατζώνω ῥεμούλκα = εἶμαι σελέμης
γεμίζω τὴν κάλτσα = κάνω οἰκονομίες
γιαλαντζὶ = ψεύτικος
γιατρὸς = ἔκφραση χαρτοπαγνίου, ποὺ σημαίνει «ἀξιοπρεπὴς πελάτης»
γιουσουρουμέικο = ἐξευτελισμένο, χάλια
γκεζὶ ἀνώμαλο = καλὴ συνάντηση
γλαβάνη μὲ τὸν ὄφι = ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα = κουτός, ἀνόητος
γραδάρω = ὑπολογίζω
γραφὴ = ἀπόφαση δικαστικὴ
γυμνοσάλιαγκας = ἐμπόδιο
Δ
δαγκώνω ξυλοκέρατο = καταπίνω προσβολὴ
δαγκώνω τὴν κάνουλα = ὑποχωρῶ
δαμάσκηνο =σφαίρα
δεματιάζω = συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικὸ =ἐξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο = προσέχω, ἐκτιμῶ
δίνω πόμολο = δίνω ὑποψίες
δίνω πορεία = πληροφορῶ
διπλοβράχιολο = χειροπέδες
δόντι = ὁ δυνατός, ὁ ἔχων τὰ μέσα
δοντιὰ = δόση χασισιοῦ ποὺ κόβεται μὲ τὸ δόντι
δοντιαστὸς = ὁ δυνατός, ὁ σημαίνων
δούλευε τελέγραφο = λέγε γρήγορα
Ε
εἶμαι τοῦ ψυγείου = εἶμαι ἀπαθὴς
εἶναι ψωμὶ = εἶναι χειροδύναμος
ἐλεύθερη τσάρκα = ἀποφυλάκιση
ἕνα καντάρι κουβέντα = κουβέντα βαρεία
ἕναν παρὰ = μιὰ ζυγαριὰ
ἐξάτμιση = στεναγμὸς
ἔχω βαφὴ = ἔχω κακὴ δοσοληψία, ὕποπτα προηγούμενα
ἔχω γραφτὰ = ἔχω τίτλους, ἔχω προσόντα
ἔχω καλλυντικὰ = ἔχω διασκεδάσεις
ἔχω κάνει καθαριότητα = ἔχω κάνει φόνο
ἔχω νεφρὸ = ἔχω θάρρος
Ζ
ζαρντιάζω = βολεύω
ζουμπὰ = σημάδι, διάνα
Η
ἡ ἀπόξω = ἡ ἐξωτερικὴ τσέπη ποὺ μπαίνουν τὰ πρόχειρα, τὰ ἄνευ σημασίας
ἡ μάντρα ἔχει φράχτη = δουλειὰ μετὰ δυσκολίας
Κ
καδρόνι ἀπὸ μυαλὸ = βλὰξ
καθάρισε τὴν φάβα = μίλα καλὰ
καθαρὸς = ἀπένταρος
κάθομαι φακίρης στὸ καρφὶ = ἔχω ἔγνοια, στενοχώρια
καλλιόπη = χτένι = τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο = φτωχό, ἀσήμαντο
κάνει τὴν γαλάζια κορδέλα = κάνει τὴν ἀγνή (γιὰ γυναίκα μόνο)
κάνω ἄπωσον = διώχνω
κάνω βδελλάτο = κολλάω ἄσχημα
κάνω γκεζὶ = συμφωνῶ
κάνω ζύγια = ὑπολογίζω
κάνω καλντερίμι = (ἐπὶ πόρνης) ἀναζητῶ πελάτες στὸν δρόμο
κάνω κεφάλι = κάνω κέφι
κάνω κοντάρι = εἶμαι ἐξαρτώμενος
κάνω λακρεντὶ = ὑποχωρῶ
κάνω μόστρα = ἐπιδεικνύομαι
κάνω μπούκα = κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο = σιωπῶ
κάνω περίπολο = συχνάζω
κάνω πορεία = βολεύομαι
κάνω ῥετάλι = ἐξευτελίζω
κάνω σέρβα = προσφέρω
κάνω στὸ ἀνοιχτὸ = δὲν πλησιάζω, δὲν ἐνοχλῶ
κάνω στοπαριστὸ =σταματῶ
κάνω σφουγγάρι = ἐκβιάζω
κάνω τὴν τρελλή μου = κάνω ἀταξίες, σπατάλες
κάνω τὸ στητὸ καδρόνι = καμαρώνω
κάνω τουμπεκὶ = σιωπῶ, κάνω τὸν κουτὸ
κάνω τρακαριστὸ = βρίσκω τυχαῖα
κάνω χτένι = κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι = κάλπικο ζάρι, ἀπὸ κεῖνα ποὺ κλέβουν
κάρδαμος = γερός, χειροδύναμος
καρούτα = ἄχρηστος, ἀνάξιος
καταπίνω τὸ σκουμπρὶ = πιστεύω
καψουρεύομαι = ἐρωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω = γουστάρω
κελαϊδάει τὸ σίδερο = πυροβολεῖ τὸ πιστόλι
κλειστὴ γρίλια = φυλακὴ
κόβω κότα = κατασκοπεύω
κόβω μάπες = ἐξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρῶ
κόβω τὴν βασιλόπιτα = μοιράζω
κόβω χαφτάνι =διακόπτω
κόκαλο = ζάρι
κοκοράκι =σκονάκι
κολλαροκόλληση = τύλιγμα μὲ ἔγγραφα
κολοκοτρωνάτα = ἀγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα = καλοπέραση
κόνξες = κόλπα, πείσματα, ἀναποδιὲς
κόντρα πάσα = ἐπιστροφὴ πράγματος
κοντραπλακὲ = ἠλίθιος
κορδόνι χωρὶς κόμπο = κανονικά, τίμια
κότσος = κορόιδο
κουβὰς μὲ φρόκαλο = σκουπιδοτενεκὲς
κουβέρτα = τὸ τραπέζι τῆς κυβοπαιξίας
κουκκὶ = ψῆφος
κουκουνάρι = ἀφελὴς
κουκουναριὰ = ἡ μηχανή, ἡ πονηρὰ δουλειὰ
κουλάφας = τιποτένιος
κουμαντάρω τὰ κόζα = διευθύνω
κουνιστὴ πολυθρόνα = ἀρσενικός θηλυπρεπὴς
κουνουπάτα = ψιθυριστὰ
κουνουπίδι = βλὰξ
κουπὶ = τὸ χέρι
κουσουμάρω = ζυγίζω μὲ τὸ μάτι
κουτούκι = καταφύγιο, σπίτι, μαγαζὶ
κούτσουρο = τάλληρο
κούφια ἀχιβάδα = ἄνευ σημασίας
κοφτὴ = μαχαίρι
κρατῶ τεντωμένη κλωστὴ = διατηρῶ σχέσεις
κρεμάστρα = ἠλίθιος
κρεμάω πλισὲ = κάνω ῥυτίδες
κρυάδα = ἀνάγκη
Λ
λαδὴ = δηλαδὴ
λαδιὰ = καταγγελία = ὑποψία
λακκούβα μὲ ασβέστη = πονηριά, ἔγκλημα, παράβαση
λακρεντὶ = ὁμιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη = φιλοδοξία, μεγαλομανία, ἀπὸ ψώνιο
λαμόγια = ἀβανταδόρος, παίκτης ψεύτικος ποὺ παρασύρει τοὺς ἄλλους
λαχανὰς = πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιῶν
λεκάνη = ἰερόδουλος, πόρνη
λευκὴ = ἡ ἠρωίνη
λιμοκοντοράκι = τὸ πενηντάρι
λιχουδιάζω = περιπαίζω
λούκια = δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι = δουλειὰ μὲ πολλὰ λεφτὰ
λουλουκιαστὰ = τὰ σεντόνια
λουλοῦκες = ὀρχήστρα πνευστῶν
λυπητερὴ = λογαριασμὸς
λουφὲς = εἰσόδημα ποσοστὸ
Μ
μαβιὰ βούλα = σεσημασμένο
μάγκας τῆς ἄφρας = ἀσήμαντος
μανιτάρι = ἀπάτη μὲ κλεψιὰ
μανιταριτζής = αὐτὸς ποὺ κλέβει μὲ τὴν μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα = παλιό, ἄχρηστο, κακὴ ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο = εἶμαι ἔξω φρενῶν
μασάω τὸ τσουένι = δὲν ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀπάτη
ματσώνω = δίνω λεφτὰ
μαῦροι = ἀστυνομικοὶ
μ’ἔκανε ὄπισθεν = μὲ ἀποστόμωσε
μελαχροινὴ = χασὶς
μένω μὲ σιρόπι στὴν πίττα = εὐχαριστιέμαι, ἐνθουσιάζομαι
μένω φέρμα = στέκομαι επιφυλακὴ
μέσα πολιτεία = φυλακὴ
μεσοτοιχία = στενὴ σχέση
μεταφράζω = πουλῶ
μετερίζι = καταφύγιο
μὲ τὸ στεγνὸ = μὲ τὸ ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο = μέχρι τὰ μυστικὰ
μοιράζω κερῆθρες = μιλάω γλυκά, ὐπόσχομαι
μονὸ λιανοτάρι = δραχμὴ
μονόρριγος = ἰδιότροπος, ἴσιος
μουλώνω = παύω νὰ μιλῶ
μουργέλα = τεμπελιὰ
μουργιάζω τὸ λάδι = παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη = κρεμασμένα μοῦτρα
μπακίρια = λεφτουδάκια
μπαλαντὲρ = ἰκανὸς καὶ αφελὴς
μπαρμπουτιέρα = ἐκεῖ ποὺ παίζουν ζάρια
μπασκίνι =χωροφύλακας
μπάτσος = ἀστυνομικὸς
μπεγλεράω = κουνῶ
μπιτσάκι = μαχαίρι
μπιτσακτζὴς = μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα = κάτι ποὺ καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος = κάποιος ποὺ κάνει διάρρηξη
μπουράσκα = ὁ νοτιὰς
μπρισίμι = κορόιδο
μπρατσεράτος = καμαρωτός, σὰν μπρατσέρα
μπρὰφ = φευγιὸ ἢ ἀπότομο μπάσιμο
μυγδαλωτὸ = πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι τὴν ἄνοιξη = μπαίνω στὸ νόημα
μυτιὰ = δόση πρέζας ποὺ παίρνεται ἀπὸ τὴν μύτη
Ν
ναμικιόρης = ἀχάριστος
νερὸ = ἀβανταδόρος
νεροφιδίσα = πολὺ καὶ γρήγορα, σὰν νεροφίδα (λέγεται γιὰ τὸ ποτὸ μόνο)
νεφρὸ = κουράγιο
νηοπομπὴ = συνοδεία
νιόνιος = βλὰξ
νογάω = καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζὴς = ἀγαπητικός, σωματέμπορος, ἐκμεταλλευτὴς
ντοῦ = ἔφοδος, ἐπιδρομὴ
ντοῦκος = ψευτοεπίδειξη
Ξ
ξανθαίνω περούκα = εἶμαι ἰκανὸς
ξάφρα = κλοπὴ
ξενερώνω = συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω = εἶμαι ἄκεφος
ξεράθηκα = κοιμήθηκα
ξέρω τὴν φτιάξη = ξέρω τὶς πονηριὲς (στὰ ἴσια, ὅλες)
ξεσηκώνω χασὲ = ἀνακαλύπτω
ξέφτι = ἐξευτελισμὸς
ξηγιέμαι = τὰ λέω ἀντρίκια
ξηλώνομαι = πληρώνω
Ο
ὅπου πιάνει πόμολο = ὅπου βρῇ εὐκαιρία
Π
παγκουὲ = μετρητὰ
παιδὶ τῆς ἄφρας = παλιόμουτρο
παιδὶ τῆς καλούμπας = ὁ μικρὸς μάγκας ποὺ κάνει ἀστεῖα
παιδὶ τῆς λίγδας = βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιὰ = χαϊδεύω ἐλαφρὰ
παίρνω στὸν ἴσκιο μου = προστατεύω
παίρνω τὸ σκοινὶ = ἀναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης = κομπολόι
παλληκάρι τῆς μπουκάλας μὲ τὴν φάβα = γελοῖος ψευτοπαλληκαρὰς
πανὶ λευκὸ = πεδίο ἐλεύθερο
παντόφλα = πορτοφόλι
παπαρούνα = ὄπιο
παπποῦς = κατοστάρικο
παρατάω τὸν ὀνειροκρίτη = ἀφήνω τὰ ἡμίμετρα
παρτσινέβελος = σύρτης
περπατημένος = πεπειραμένος, ἔξυπνος
περπατῶ μὲ τὴν ὄπισθεν = ὑποχωρῶ
περπατῶ στεγνὰ = πάω στὰ σίγουρα
πέτα σῆμα = λέγε μυστικὸ
πετάω πετιμέζι = κάνω χάδια
πετάω σάλιο = φανερώνω μυστικὸ
πετάω ψίχουλα = κουβεντιάζω ἐμπιστευτικὰ
πετιμέζι = ἐπικερδὴς βρωμοδουλειὰ
πέφτουνε στὸ συρτάρι = στὴν γκανιότα
πέφτω στὴν λακκούβα μὲ τὴν φάβα = ὑποπτεύομαι
πέφτω στὴν λάντζα = ξεπέφτω
πέφτω στὴν μάρκα = μὲ ὑποψιάζονται
πέφτω στὴν μικρὴ κλωστὴ = ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω = γριὰ
πέφτω στὸ καλομέλανο = βρίσκω ἐμπόδια
πέφτω στὸ μπρισίμι = πέφτω σὲ δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στὸ πάτωμα = ἔρχομαι στὴν πραγματικότητα
πέφτω στὴν τσιμεντόπλακα = εἶμαι χωρὶς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο = μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι = πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερὸ = ἀρκοῦμαι στὰ ὀλίγα
πίτουρο = δόλωμα
πιτσιπίτσι = λέγειν
πέφτω στὴν μπούκα = τοῦ πέφτω μπροστὰ
πριτσίνι = καρφὶ
πρῶτο = λίρα χρυσὴ
Ρ
ῥάφι= νοικοκυριὸ
ῥεμάλι = χαμένο κορμὶ
ῥέφα = μερίδιο
ῥεφούζι = δεύτερης πιοτῆς (εἶδος καπνοῦ μὲ φύλλο κατώτερο)
ῥίχνω ἀλλοῦ τὴν βάρκα = ἀλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω μὲ ἄλλο σύστημα
ῥίχνω κοκκαλιὲς = παίζω ζάρια
ῥίχνω κολατσὸ = κάνω τὸ τραπέζι
ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
ῥίχνω μπαταρέλα = παίρνω στὴν κοροϊδία, περιφρονῶ
ῥίχνω προζύμι = δίνω πληροφορίες
ῥίχνω χαλίκι = προετοιμάζω
ῥολάρω = τυλίγω, παρασύρω
ῥολόι τυλιχτὸ = ῥολόι τοῦ χεριοῦ
ῥοσολάτο = γλυκὸ σὰν ροσόλι
Σ
σακαράκα = σπαθὶ στρατιωτικὸ μακρὺ καὶ φαρδὺ
σακουλετζέμ; = κατάλαβες;
σαλάμια τοῦ ἀέρος = κοινὸς ἄνθρωπος
σαματατζὴς = ὁ κάνων φασαρία, παλληκαρὰς
σανὸς = εἴσπραξη
σαρακοστιανὸ σκαλτσούνι = ἀγράμματος
στοῦμπος = βλὰξ
σεντόνι = μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι = χάζι
σερμαγιὰ = κομπόδεμα
σεσουλιάζω = μαζεύω
σιδεράτος = πιστολοφόρος
σίδερο = ὅπλο
σιδερομύγδαλο = δυσκολία
σιδερώνω = βάζω στὰ σίδερα, συλλαμβάνω
σικὲ = φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε = ἡ πιάτσα
σκαθάρι = ἔξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω = πίνω
σκόνη = προηγούμενα, ἐπιβαρυντικὰ
σκουλήκι = μόνος, ἔρημος
σοροπάτος = γλυκὸς
σούμα = λογαριασμὸς
κουπάκι = ἀσήμαντο
σούστα = σουγιὰς αὐτόματος
σπάζει ἡ βιτρίνα = χαλάει ἡ δουλειὰ
σπάζω = φεύγω
σπάω μπαρούμα = διακόπτω
στεγνὸ λαγίνι = ἀπένταρος, φουκαρὰς
στενὴ = φυλακὴ
στενάζω τὴς πηγάδας = στενάζω βαθιὰ
στενάχωρο =δαχτυλίδι
στενεύουνε = τὸν φυλακίζουν, τὸν βάζουν στὴν στενὴ
στενὸς δρόμος = καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη = παρακολουθῶ κρυφὰ
στήνω πυροστιὰ = κάνω νοικοκυριὸ
στὴν ῥίγανη = ἰδιαιτέρως
στίψη = φτώχια
στρίτζος = ἀνάποδος, ζόρικος
στέκα ὄρθια = καμαρωτὸς
στὸν ἴσκιο = στὰ κρυφὰ
στὸ ὄμικρον = στὴν καζούρα
στὸ σέτε = στὴν ἀπενταρία
στὸ χωνάκι = στὴν ἀφάνεια, ὁ ἀσήμαντος
στρίτζωμα = κάνω τὸν ἰδιότροπο
στρώνω κουβέρτα = λέω τὸ σωστὸ
στρώνω κουρελοῦ = κάνω νοικοκυριὸ
στρώνω μπατανία = κάνω φασαρία, καθαρίζω μιὰ ἐκρεμμότητα
συκωτάκι = γραβάτα φιγουράτη
σφόλι = προκλητικὴ κουβέντα
Τ
ταγαρώνω = γίνομαι ἐνοχλητικὸς
ταμπακιάζω = ἐκτιμῶ
τάρα = περιττὸ βάρος, προσβολὴ
ταρατσώνω = χορταίνω
ταράφι = κύκλος
ταρσανὰς = ναυπηγεῖο
τελβὲς = κατακάθι
τέλια = εἰδήσεις
τεμπερισάτο = βερεσέ, μὲ πίστωση
τέρτσος = ὁ χάνων
τζὲς = μόρτης, μάγκας, παιδὶ
τζιβάνα = ἐπιστόμιο
τζιμάνι = φίνος, καλός, ἔξυπνος
τζίνι = ἔξυπνος
τζιβαέρι = χρυσαφικὸ
τζούρα = μικρὴ δόση, μικρὸ μπουζούκι
τὴν ψυλλιάζομαι = ὑποπτεύομαι
τὴν φουντώνω = ἀνάβω τσιγάρο μὲ χασὶς
τιμπιρίσι = κουμπαρὰς
τιριτίρι = κουμπαρὰς
τίρος = ὁ κερδίζων
τογκαδόρος = εἰδικότης καπνεργάτου ποὺ κάνει δέματα καπνοῦ (τόγκες)
τὸ μαβὶ στὴν κεφάλα = τὸ αἷμα στὸ κεφάλι
τὸν ῥίχνω = τὸν κοροϊδεύω
τόρος = ἴχνος
τούφα = ὕπνος
τραμπάλα = πίστωση
τραμποῦκος = πληρωμένος παλληκαρὰς
τράτα = κρυφὸ χαρτοπαίγνιο
τριόμφο = παιχνίδι μὲ τράπουλα
τρώω λάχανο = πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιὰ = πιστεύω, ἐμπιστεύομαι
τσάι = ἡ ἰατρικὴ ἐξέταση τῶν ἰεροδούλων
τσάκα = τὸ τσάκισμα τοῦ ὑφάσματος
τσάκα πράμα = βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλὰ
τσαμασίρι = ἐξάρτημα, ὅπλο, στολίδι, ἀντικείμενο
τσαμπουκὰς = στενοχώρια, ὑποψία
τσαρδὶ = σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα = βόλτα
τσαρκάρω = κάνω βόλτες ἀργόσχολες
τσέρκι = στεφάνι
τσιγγέλι = ὑποδικία
τσίκα = χασὶς
τσικιρικίτζης = καταφερτζὴς
τσιρδουλὴ = φανταχτερὴ
τσιριμπαμποῦμ = φασαρία, τελετὴ
τσιριμπάσης = ἀρχηγός, διευθυντὴς
τσιτσίρια = τὰ χρειώδη
τσίφτης = λεβέντης
τσὸκ μπερντὲ = πολλὰ λεπτά (διάλεκτος ἀνωμάλων)
τσόλι = ἀσήμαντο
τσουλήθρα = ξεπεσμὸς
τσουλούφι = τιποτένιος
τσουλουφιάζω = ἁρπάζω
τσουρνεύω = κλέβω μὲ ξάφρισμα
Υ
ὑφάσματα τοῦ πελάγου = λαθραῖος ῥουχισμὸς ἀπ΄αὐτὸν ποὺ φέρνουν οἱ ναῦτες λαθραῖα
Φ
φασινάρω = ξεπλένω
φεγγίτης = γυαλιὰ
φεγγιτιάζω = κυττάζω
φερμεζότο = τὸ κλείσιμο, ὁ ἀποκλεισμὸς
φέρνω βόλτα τὴν κουβέρτα = κερδίζω ὅλους τοὺς παῖκτες τοῦ κύκλου
φέρνω στὸ καράτι = ἐκτιμῶ
φιδιάζω = κάνω τὸ φίδι, σέρνομαι
φλομὲ = πεῖσμα, νευρικότης
φουμάρω φούντα = κοροϊδεύω
φούντα = χασὶς
φουντανέλα = τσιγάρο στριφτὸ μὲ χασὶς
φουντάρω = ῥίχνω στὴν θάλασσα
φουντούκι = στενοχώρια, ὑποκρισία, ψέμα
φράχτης = ὁ ὑπόκοσμος
φρόκαλο = σκουπίδι
φτερὸ = ἀθῶος
φτύνω = προδίδω
φυντάνι = καινούργιος
Χ
χάνωσα = ἀπόρησα
χασμουρήθηκε = βαρέθηκε
χήνα = χιλιάρικο
χοντρὴ κοιλιὰ = πλούσιος
χοντρὸ δαμάσκηνο = κακὴ κουβέντα
χοντρὸ σκοινὶ = μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο = χασὶς
χωρίζω γαβάθες = δὲν ἔχω παρτίδες πιὰ
Ψ
ψιλὴ βελονιὰ = ἀδικία
ψιλοτάρι = ἀσήμαντος
ψωνίζω τὴν Ἀγγελικούλα = τρελλαίνομαι
Ω
ὠχρὴ = χρυσὴ λίρα
ὥρα μὲ βουρδούλακες = μεσάνυχτα
τὸ γλωσσάρι (μονοτονισμένο) τό βρῆκα ἐδῶ:
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=4248.0
8 σχόλια:
Ένα πράγμα ψάχνω και δεν έχω βρει, χρόνια τώρα, που το χρησιμοποιούσε κι ο Τσιφόρος και άλλοι. Από πού προέρχεται (τι σημαίνει στην κυριολεξία δηλαδή) η έκφραση: ντρινκ μάι φορντ.
Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν ἐλλειπὲς τὸ γλωσσάρι, τώρα μοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσες!
Καλὰ κι ἐσὺ στὴν ἐποχή μας ποὺ ὅλα βρίσκονται, δὲν μπόρεσες νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃς ἀκόμα;
Αυτό το γλωσσάρι πρέπει να υπήρχε ενσωματωμένο στην παλιά έκδοση του Τσιφόρου στον ΕΡΜΗ.
Φίλε, έχω ξεσκιστεί να το ψάχνω, καταλαβαίνω τι εννοεί, το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται, ψυλλιάζομαι οτι έχει κάποια σχέση με τις Φορντ που ήταν να τις πιεις στο ποτήρι, αλλά και πάλι δεν μου κάθεται εντελώς... Ίσως να συνδέεται με κάποια έκφραση από αμερικάνικη ταινία όπως το Στάκαμαν (στικ εμ απ) ή το Βατσιμάνης (γουότσμαν) αλλά δεν έχω κατορθώσει να τη βρω...
Τέλος πάντων.
Εντάξει, βρήκα αυτό σε μια σελίδα αλλά δεν πείθομαι -μου μοιάζει η ετυμολογία σας αυτές που έκανε ο γέρος στο Γκρικ Φατ Γουέντινγκ (μίλλερ=μήλα):
«Καλοντυμένος» κατά το σημερινό κυριλέ. Η περίεργη αυτή έκφραση, διαδεδομένη τις δεκαετίες 40 και 50, φέρει εξ ίσου περίεργη ετυμολογία: μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα είχε κατακλυστεί από Άγγλους στρατιώτες, τους οποίους οι τότε κουραδόμαγκες πείραζαν με σεξουαλικά υπονοούμενα στον δρόμο. Τα Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια απαντούσαν «why don’t you drink my fart», εξ ου και ο εν λόγω νεολογισμός.
μου μοιάζει η ετυμολογία σας αυτές που έκανε ο γέρος στο Γκρικ Φατ Γουέντινγκ
χαχαχαχαχαααααααα
Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι προέρχεται από την ακολουθία της έκκρηξης του καυσίμου στους κυλίνδρους των μηχανών εσωτερικής καύσης των πλοίων, που ήταν 3-5-4/3-5-4/3-5-4. (Three-five-four). Δηλαδή όταν η σειρά αυτή διαπιστωνόταν ότι λειτουργούσε έτσι, αυτό σήμαινε ότι η μηχανή δούλευε κανονικά. Βέβαια αυτό δεν εξηγεί τι γινόταν με τους άλλους κυλίνδρους (τον 1 και τον 2) αν η μηχανή είχε πέντε!
Υπάρχουν ακόμη και οι εξής λέξεις και φράσεις που δεν βρίσκονται στο παραπάνω γλωσσάρι:
-Μισότριβος =; (μάλλον μεσόκοπος)
-Κατενιάζω = αγκυροβολώ (από το "καδένα" = αλυσίδα)
-Κάνω αχταρμά = κλέβω
-Μπαμπακιάζω = Πιάνω λεφτά, "μαλί"
-Κάνω φτιάξη = Λειτουργώ, συνεργάζομαι
-'Εχω Νεφρί (όχι νεφρό) = είμαι τολμηρός
-Κελαηδώ = Μαρτυράω (συνήθως στη αστυνομία)
-Κόβω τα κόζα = παρακολουθώ, παρατηρώ
-Κόφτα και ξαναμοίρασε = Πέστα από την αρχή.
-Πέφτω στο κιούπι με το μέλι = ερωτεύομαι
-Ανήλικο (πακέτο τσιγάρων) = το μικρό πακέτο
-Τρομπόνι = Είδος τσιγάρου με χασίς
-Σκουτί = ρούχο
-Κουσουμάρω = παρουσιάζω (νομίζω η ερμηνεία αυτής της λέξης είναι λάθος στο γλωσσάρι)
Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλες. Θα επανέλθω αν τις βρω.
εὐχαριστῶ πολύ!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα