Δὲν εἶναι παραμύθι.
Κάθε πού γνώριζα κάποιον καί προχωρούσαμε σ’αὐτό πού λένε σχέση, μετά ἀπό λίγο καιρό ἔκανα ἕνα τεστάκι ὥστε νά ἀντιληφθῶ ἐάν ὄντως νοιώθω κάτι ἰδιαίτερο γι’αὐτόν ἤ ἁπλά τό σαρκικό ἤ κάτι φευγαλέο καί πρόσκαιρο μέ κρατᾷ ἐνθουσιασμένη.
Σέ μιάν ἔξοδό μας γιά φαγητό, μέ κάποια πρόφαση πού δέν θυμᾶμαι πῶς τήν διετύπωνα κάθε φορά, ζητοῦσα ἀπό τόν καβαλιέρο μου ἀκριβῶς τήν στιγμή πρό τῆς κατάποσης νά ἀνοίξῃ διάπλατα τό στόμα του ὥστε νά φανῇ ἡ πολτοποιημένη τροφή. Ἄλλος χαμογελοῦσε μέ ὅ,τι ἄκουγε, ἄλλος συνοφρυόταν, ἄλλος… Ὅλοι τό ἔκαναν ὅμως!
Ἐάν τό θέαμα μοῦ προκαλοῦσε μιά κάποια ἀηδία ἤ ἀκόμα καί μιά μικρή ἀποστροφή καταλάβαινα ὅτι δέν ἤμουν ἐρωτευμένη μαζύ του. Ἐάν τό ἔβλεπα ἐντελῶς ἐργαστηριακά, ἐάν τό ἀντίκρυζα σάν μέρος μιᾶς δραστηριότητάς του χωρίς τήν παραμικρή δυσαρέσκεια τότε ἔνοιωθα καλά, συνειδητοποιώντας πού μιά μή «σιδερωμένη» εἰκόνα του δέν μέ χαλᾷ.
Τόν Παῦλο, τόν εἶχα γνωρίσει ἀρκετό καιρό πρίν, κάποιο πρωί ὅλως τυχαίως, σέ μιάν τράπεζα. Ὡς ἀσκούμενη δικηγόρος καί μάλιστα νεοπροσληφθεῖσα, τό πεδίο δράσης μου ἀφιερωνόταν σέ ἐξωτερικές δουλειές… Ἦταν μιά Τρίτη, μετά ἀπό τριήμερο, μέ μεγάλη σειρά ἀναμονῆς καί ἕναν σχεδόν τριψήφιο ἀριθμό στόν μηχανισμό προτεραιότητας. Προχώρησα στά καθίσματα, περνώντας δέν τόν παρατήρησα, καθόταν στά μπροστινά· ἐγώ κατέληξα στά τελευταῖα. Λίγο μετά, ἦρθε πίσω – οὔτε καί τότε τόν πρόσεξα παρά μόνον τήν στιγμή πού μοῦ μίλησε· μοῦ προσέφερε τό δικό του χαρτάκι. Δέν μέ πειράζει κι ἄν καθυστερήσω, μιάν ἀβαρία κάνω κι ἐπιδιώκω ν’ἀργήσω τό περισσότερο δυνατόν, δικαιολογήθηκε. Τόν εὐχαρίστησα καί σηκώθηκα, εἶχε φθάσει ἡ σειρά…του. Τελειώνοντας ὅ,τι εἶχα νά κάνω, στράφηκα πρός τό μέρος του, τόν εἶδα νά μέ κυττᾷ καί τοῦ χαμογέλασα μέ ἕνα μουγγό εὐχαριστῶ, βγαίνοντας ἀπό τήν τράπεζα.
Κατευθυνόμενη στό αὐτοκίνητο πῆγα νά πετάξω τό χαρτάκι - τήν στιγμή πού τό σφαιροποιοῦσα εἶδα κάτι στό πίσω μέρος τοῦ ἀριθμοῦ προτεραιότητας. Ἦταν ἕνας ἄλλος ἀριθμός, τηλεφώνου προφανῶς μαζύ μέ τό ὄνομά του. Ἐκείνη τήν στιγμή δέν ἐνοχλήθηκα ἀλλά δέν μέ ἐνδιέφερε. Λίγο μετά, ἔστειλα σμς στόν ἀριθμό μέ ἕνα «εὐχαριστῶ πολύ καί πάλι» καί τό «παρακαλῶ» ἦρθε σχεδόν ἀμέσως.
Γιά ἡμέρες δέν εἶδα κάτι ἀπό μέρους του, τό περιστατικό εἶχε παντελῶς ξεχαστῇ μέχρι πού κάποια ἡμέρα, μετά ἀπό διάστημα ἁρκούντως πολύ ὥστε νά μήν δημιουργηθῇ συναίσθημα φορτικότητας, ἔλαβα ἕνα μήνυμά του. Ἦταν πολύ διακριτικό καί κάπως φλεγματῶδες. Ἀπάντησα κι ἐγώ στό ἴδιο στύλ καί σιγά σιγά ἄρχισε ἕνα γαϊτανάκι λήψεων ἀποστολῶν - ὄχι πολλά μηνύματα καθημερινῶς, ἁπλῶς σέ τακτά χρονικά διαστήματα. Καί κάποια στιγμή προέκυψε ἡ πρότασή του νά βρεθοῦμε.
Μή ἔχοντας ἰδιαίτερη προσωπική ζωή ἐκείνη τήν περίοδο, κάτι πού πρέπει νά εἶχα ἀναφέρει σέ κάποιο ἀπό τά μηνύματα, δέν μοῦ κακοφάνηκε ἡ ἰδέα, ἄν καί δέν μέ ἐνθουσίαζε. Συναντηθήκαμε ἕνα ἀπόγευμα καί πῶς γίνονται ὅλα αὐτά τά πράγματα; Αἰσθάνθηκα μιά κάποια ἔλξη ἡ ὁποία ὁδήγησε καί σέ ἄλλες συναντήσεις πού μέ τόν καιρό μοῦ δημιούργησαν μιάν ἐξάρτηση. Γίναμε ζευγάρι καί περνούσαμε ὅμορφα.
Ὁ Παῦλος ἦταν σχεδόν ἐμφανίσιμος, καλλιεργημένος - ὅσο τό ἐπιτρέπει ἡ ἐποχή μας - εὐγενικός καί συνεσταλμένος. Ἦταν ὅμως κι ἄβουλος, χωρίς νά ἀναλαμβάνῃ πολλές πρωτοβουλίες, ἀρκετά χαμηλῶν τόνων… Δέν μέ πείραζαν ὅμως ὅλα αὐτά, ἔστω σέ κρίσιμο βαθμό. Περνοῦσα ὡραῖα, ἄλλωστε εἶχε ὁλοκληρώσει ἐπιτυχῶς τό τέστ μέ τό φαγητό, ὁπότε…. Καί περάσαμε μαζύ ἀρκετό καιρό κάνοντας ἤ μή κάνοντας ὅ,τι κάνουν καί δέν κάνουν τά ζευγάρια.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, μετά ἀπό κάμποσο διάστημα, ἄρχιζα νά φθείρωμαι καθώς δέν τόν εἶδα, δέν τόν ἔβλεπα ποτέ νά μιλήσῃ, νά μιλάῃ γιά τό μέλλον, τό μέλλον μας. Οὐδέποτε. Αὐτό μοῦ δημιούργησε ἕνα ἐμπόδιο στό νά ἀφήνωμαι ἐντελῶς μαζύ του. Τόν ἔβλεπα νά μήν ἔχῃ καμιάν ἐπίγνωση τοῦ χρόνου μας, παρά μόνον νά ζῇ στό παρόν χωρίς τό παραμικρό βλέμμα στό αὔριο μέλλον.
Αὐτό λοιπόν τό τόσο σημαντικό, σέ συνδυασμό μέ μερικά ἄλλα μικρότερης καίριας σημασίας μέ ἔκαναν λίγο πιό ἀπόμακρη, μαγκωμένη καί διστακτική. Τό περίεργο ἦταν ὅτι τήν περίοδο ἐκείνη παρατήρησα κάτι ὅμοιο καί σέ αὐτόν. Δέν θέλησα νά τό θίξω, εἴτε νά ἐκμυστηρευτῶ ἐγώ κάτι εἴτε νά ζητήσω ἐξηγήσεις γιά τά δικά του – σπάνια μιλούσαμε γιά τέτοια θέματα σέ προηγούμενες ὅμοιες φορές μας, τίς δύσκολες καί περίεργες. Ὁ στρουθοκαμηλισμός ἦταν κοινό μας χαρακτηριστικό.
Ὥσπου ἕνα βράδυ Κυριακῆς, σέ μιάν ἔξοδό μας ὅταν πιά δέν ἔνοιωθα νά περνάω ἀβασάνιστα καλά, ἀποφάσισα νά τοῦ μιλήσω, νά τόν ῥωτήσω γιά τήν σχέση μας, γιά τό μέλλον της/μας. Καθήσαμε σέ ἕνα ἤσυχο μέρος, γνώριμο, μέ διακριτική, σχεδόν ἄμπιεντ, μουσική. Τόν κυττοῦσα καλά, προσπαθοῦσα νά διακρίνω κάποια κοιλιά, κάποιο ξοβέλισμα στήν ματιά του σέ μένα, ἀποζητοῦσα μιάν μαντεψιά. Ἦταν τρυφερός καί χαμογελαστός μέ μιά μικρή ἀφηρημάδα ὡστόσο. Τρώγαμε ἤδη καί γελοῦσα μέ κάποιες διηγήσεις του, γιά μιά στιγμή εἶχα βρεθῇ καί πάλι σέ μιά χαραμάδα τοῦ παλιοῦ μας καιροῦ καί σκεπτόμουν νά ἀναβάλλω τίς προθέσεις κουβέντας, μᾶς νόμισα καί ἤμασταν ναί, καλά.
Μᾶς διέκοψε ὁ ἦχος ἑνός εἰσερχομένου μηνύματος στό τηλέφωνό του· αὐτός χωρίς τήν χαρακτηριστική ῥαθυμία ὅταν ἐπρόκειτο κάτι σχετικό μέ κινητό, στράφηκε στήν τσέπη του, τό ἔβγαλε καί διάβασε ὅ,τι εἶχε σταλῇ. Τόν κυττοῦσα καλά, τόν πρόσεχα ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔφερε τό τηλέφωνο στά χέρια του. Ἀφοῦ τό διάβασε, διαβάζοντάς το μᾶλλον, χαμογέλασε ἀλλά δέν ἦταν ἕνα ἀπό τά γνωστά του χαμόγελα – ἐκεῖνο εἶχε ἦχο, ἤταν ὄχι κάτι λίγο πρίν τό γέλιο πού μπορεῖ νά δημιουργηθῇ ἀπό κάτι ἰλαρό ἤ γελοῖο ἤ ἀστεῖο… Ἦταν ἕνα χαμόγελο τό ὁποῖο συνοδεύεται ἀπό μιάν ἐκπνοῆς ἀνάσα ἡ ὁποία μαρτυρᾷ κάποια περισσότερα συναισθήματα ἀπό ὅσα προκαλεῖ ἕνα ἁπλό χαμόγελο. Φαινόταν νά δραπετεύῃ πρός στιγμήν ἀπό τό τραπέζι μας, νά ταξειδεύῃ ἀλλοῦ, σέ μέρη τόσο εὐχάριστα γι’αὐτόν πού ἕνα σύνηθες, ἀθόρυβο χαμόγελο δέν ἁρκοῦσε.
Δέν εἶχα δεῖ τίποτε, δέν ἤξερα τίποτε, ἄλλωστε δέν γινόταν νά ξέρω! ὅμως ἦταν τόσο προφανές! Ἤπια λίγο νερό καί ἔσπρωξα τό πιάτο μου πρός στό μέρος του. Δέν ἤθελα περισσότερο, τοῦ προσέφερα ἀλλά ἀρνήθηκε· εἶχε τελειώσει κι αὐτός. Ἔψαχνε μάλιστα μιάν όδοντογλυφίδα, ἐδῶ καί ὥρα κάτι τόν ταλάνιζε στά δόντια. Κι ὅταν τελικά ἡ ῥίζα τοῦ κακοῦ βγῆκε στήν ἐπιφάνεια καί μ’ἀνακούφισι μοῦ τό’πε δείχνοντάς την μάλιστα, ἔνοιωσα μιάν ἀπίστευτη σιχασιά. Ἀπίστευτη σιχασιά. Ὄχι γιά τήν μέχρι πρίν ἀπό λίγο στά δόντια του ἴνα κρέπας.
10 σχόλια:
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πίσω από το όνομα vangelakas, που γνωρίζω δικτυακώς εδώ και τρία χρόνια, κρύβεται μια δυναμική, single δικηγόρος που τεστάρει τους άντρες από το ανφάς του ανοιχτού τους στόματος καθώς μηρυκάζουν...
Παρ' όλα αυτά, ωραίο το ρομάντζο βανζέλ (?)
χαχαχαχα! Καὶ ἐντάξει ὅλα τὰ λοιπὰ ἀλλὰ τὸ δυναμικιὰ πόθεν τὸ συνήγαγες ἀσοῦμε;
ἀλήθεια πάντως ὅτι ἔτσι τσεκάρω τούς ἀπέναντι!
Έλα σοβαρέψου! Έλα σύνελθε! Αυτά διάβασε κι ο Ιωαννίδης και του'ρθε ντουβρουτζάς και απέθανε ο επαναστάτης.
Τί κακό ἔκανα καλέ μου;
"ἀλήθεια πάντως ὅτι ἔτσι τσεκάρω τούς ἀπέναντι!"
ευτυχώς που δεν βρεθήκαμε ποτέ απέναντι
ἀμὰν ῥὲ γαμῶτο, πολὺ συβιλλικὰ μοῦ τὰ λέτε καὶ δὲν καταλαβαίνω τίποτε!
Ρε άσε τις προσεγγίσεις εκ του μεκρόθεν κι εκ του πλαγιόθεν -γι΄αυτό φωνάζω!
πῶς τὸ ἔλεγε ὁ μητσικώστας ὡς καψῆς;
Ὁμολογῶ πὼς δὲν καταλαβαίνω!
Συνοδευόταν μάλιστα κι ἀπὸ ἀνάλογο κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ!
Ψάχνοντας για τον όρο "φερμεζώτο" (νομίζω ο Τσιφόρος το γράφει με "ω") έφτασα σε σένα. Με εντυπωσίασες πολλαπλώς: α) Ο "Βαγγέλακας" είναι "γεναίκα" (που θα έγραφε κι Τσιφόρος), β) Η παλαιά ορθογραφία (με πολυτονικό, υπογεγραμμένες, "η" στις καταλήξεις ρημάτων, το "ταξείδι" (έτσι το ήξερα κι εγώ). γ) Η αναφορά σου στον Τσιφόρο. τα βιβλία του από τα πιο αγαπημένα μου αναγνώσματα, τα ξαναδιαβάζω κάθε τόσο. Συμπτωματικώς (ξανα)διαβάζω τώρα "Ιστορίες πίσω απ' τα κάγκελα". 'Ετσι και έψαχνα για το φερμεζώτο. Είχα αποφασίσει κάποτε να γράψω εγώ το γλωσσάρι, (το είχα ξεκινήσει μάλιστα, αγνοώντας την ήδη ύπαρξή του). Συχνά χρησιμοποιώ φράσεις απ' αυτές του (τότε) περιθωρίου (π.χ. κάνε φτιάξη".
Απορία: Δεν μας είπες γιατί χαμογέλασε ο Παύλος...
ΥΓ: Σε βάζω στο Blog roll μου.
ὁ παῦλος ἦταν μιὰ καριόλα ποὺ ἔπαιζε κι ἀλλοῦ.
ἄρρεν εἶμαι, σέ ἀποπροσανατόλισε ὁ σνώουμπωλ στὸ πρῶτο σχόλιο; :)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα