Καὶ τότε, ποιά;
Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά καί τήν ἀντιλαμβανόμουν σάν νά προσπαθῇ νά φύγῃ, νά πετάξῃ· μετά βίας τήν συγκρατοῦσα στό στῆθος μου. Ἔνοιωθα σάν πρῶτο ῥαντεβοῦ - μήπως δέν ἦταν κατά κάποιο τρόπο τέτοιο; Πού ξεκινᾷς γιά κάπου μέ τόση σιγουριά πώς ὅταν θά ἐπιστρέψῃς θά ἔχῃ στό ἑξῆς, ἄρδην ἀλλάξει ἡ σχέση σου μέ ἕναν ἄνθρωπο.
Πολλές κι ἀπανωτές δόσεις νικοτίνης μέ ἠρέμησαν κάπως, καθώς πλησίαζα στό σπίτι της ὅμως ἀντικρύζοντάς την, μοῦ ἐπανήλθε ἡ ταραχή. Τὄδε, τὄπε κι ἡ ἴδια· πῶς, γιατί εἶσαι ἔτσι;
Κι ἐγώ γέλασα, χαζά καί ἀμήχανα, λαθεύεις, εἶμαι καλά!
Ἐπιλέξαμε ἕνα γνώριμο μέρος, καθήσαμε ἔξω, ἦταν καθημερινή, σχετικά ἀργά μέ χωρίς πολύ κόσμο γύρω. Τό καλοκαίρι εἶχε μπεῖ λίγες βδομάδες πρίν κι ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε, εἶχε ὅμως ἕνα ὡραῖο βραδινό ἀεράκι πού ἔκανε τήν ἀτμόσφαιρα πολύ εὐχάριστη. Κάπνιζα καί κάπνιζε συνεχῶς, μιλούσαμε ἀσταμάτητα, τήν διέκοπτα καί μέ διέκοπτε καθώς διηγούμαστε τά παλιά ἐξηγώντας καί δικαιολογώντας. Ὥρα μετά, εἶχαν τελειώσει τά ποτά, εἶχαν καί τά δάκρυα στεγνώσει. Φεύγοντας, σταματήσαμε ἔξω ἀπό τό αὐτοκίνητο καί ἐρχόμενοι κοντά, κοντά πολύ, ἔνοιωσε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὅπως κάποτε συνέβαινε καί μιά λιγωσιά παραπόνου μέ κατέκλυσε – ἴσως κι αὐτήν.
Δέν τήν ξανάδα πάλι, δέν τήν ξανασυνάντησα ποτέ, οὔτε ξανάκουσα γιά κείνην κάτι, ἡ τυπωμένη σελίδα τελείωνε στήν μέση περίπου καί παρακάτω ψάχνοντας μιά πιό λογική ἐξέλιξη, μιάν ἐξήγηση ἤ ἔστω ἕνα τέλος· ὑπῆρχε μόνον ἕνα κατάμαυρο δερματόδετο ὀπισθόφυλλο. Ἕνα περίεργο τέλος πού μ’ἄφησε στυφή τήν γεύση τῆς ἀνολοκληρωσιᾶς.
Ἔτσι, ἀνικανοποίητο τό ὑποσυνείδητο τήν ἔφερε πάλι σέ κάποιο ὄνειρό μου· τό ἀμέσως βράδυ.
Βρέθηκα σπίτι της μέ ἄγχος μεγάλο καί τήν πῆρα νά φύγουμε. Τί ἔχεις; Εἶσαι πολύ παράξενος! Μιά εἶμαι χαρά, γιατί τό λές;
Σταθήκαμε σέ κάποιο δικό μας μέρος καί μέ θέα τά φῶτα στήν μαρίνα ἀναμοχλεύαμε παρελθόντα μας. Καπνίζαμε καί οἱ δύο πολύ καί μέ πρωτόγνωρο οἶστρο στόν λόγο, δικαιολογούσαμε τά περασμένα στρέφοντας ἐνίοτε τά ὑγρά βλέμματά μας στά καθρεφτίζοντα στήν ἀρυτίδωτη θάλασσα φῶτα κι ὅταν σώθηκε κάθε ἐπίκληση στό χθές, φύγαμε. Σταματήσαμε στό αὐτοκίνητο καί στεκόμουν μέ ἀγκαλιές στό ἄρωμά της, θυμητήρι της γιά τό μέλλον. Προσπαθοῦσα νά τήν δῶ, ν’αποτυπώσω τό πρόσωπό της ἀλλά δέν μποροῦσα.
Κι ἡ μέρα πού ξύπναγε μετά ἀπό ἕνα τέτοιο ὄνειρο παρέμενε βαλτώδης, μέ ἀνεξάλειπτη σ’αὐτό σκέψη – παρέμενε τό χωρίς τέλος, τέλος. Μέχρι τό ἑπόμενο βράδυ πού ξαναρχόταν τό βάσανο.
Ἤμουν ἔξω ἀπό τήν πόρτα της, τήν περίμενα καπνίζοντας μέ - προσπαθώντας νά τήν κρύψω - ἀνησυχία. Μέ καταλάβαινε ὡστόσο, τί συμβαίνει, μοῦ φαίνεσαι τόσο διαφορετικός! Ἐντάξει εἶμαι! Θά δῇς! Ἐντάξει!
Καθήσαμε κάπου γνωστά καί ἀπολαμβάναμε τόν βραδινό ἀέρα πίνοντας καί καπνίζοντας. Τό μέρος μᾶς θύμιζε πολλά καί ἔτσι ξεκίνησε ἡ ἀναπόληση μέ ἀσταμάτητα λογύδρια προσπέθειες νά ἐξηγηθοῦν κάποια τά ὁποῖα διεκόπτονταν ἀπό κομπιάσματα καί πηγαιμούς δακτύλων σέ θολά μάτια. Κι ὅταν ἔπαιρνε νά τελειώνῃ κάθε πισωγύρισμα, κατευθυνόμασταν στό αὐτοκίνητο, φεύγαμε. Μέ στάση ἐκεῖ πρίν ἀπό τό φευγιό, τήν ἔφερνα κοντά μου καί προσπαθοῦσα νά ἀποκομίσω, νά οἰκειοποιηθῶ ὅσα δικά της προλάβαινα. Ἤθελα νά τήν κυττάξω κατάματα μά τά χέρια μου, τά δάκτυλά μου σφιχτά πλεγμένα κι ἐγκλωβισμένα στά δικά της δέν μποροῦσαν νά πᾶν’ νά ξεχωρίσουν τά μαλλιά ἀπό τό πρόσωπό της.
Κι ἔτσι, ἄλλη μέρα χαμένη σέ ὅ,τι τέτοια ὄνειρα προδιαθέτουν καί μέ φόβο φυσικά, γιά πιθανή ἐπανάληψη.
Ἔσπευδα στό σπίτι της μέ ἀγωνία, ἀναστατωμένος, μαντεύοντας τά μέλλοντα. Κάπνιζα πολύ καί ὅταν ἦλθε προσέφερα καί σ’αὐτήν ἕνα τσιγάρο. Ὅλα καλά; Φαίνεσαι ἀλλαγμένος. Ὅλα καλά! Ὅλα καλά!
Ἐπιλέγοντας παλαιόθεν οἰκεῖο μέρος, καθήσαμε καί παραγγείλαμε. Ὁ ἐκνευρισμός μου ἦταν τέτοιος ὥστε ἔψαχνα μέχρι κι ἀπό τήν ἐπιλογή τῶν ποτῶν κάτι σημειολογικό ὥστε νά καταλάβω πρίν νά εἶναι ἀργά. Ἦταν ὑπέροχα γύρω μας, σάν διακοπῶν νησί, πολύς κόσμος νά κυκλοφορῇ χωρίς νά θορυβῇ. Τό μακρύ σερνάμενο εἴδωλο στήν θάλασσα τοῦ φεγγαριοῦ μᾶς σημάδευε τίς φορές πού τήν ἀγκάλιαζα καί τήν ἔφερνα κοντά μου. Ἤμαστε σιωπηλοί, σχεδόν ἀκίνητοι· μόνον ὁ ἀντίχειράς της ἔτριβε τήν παλάμη μου. Εἶχα περιέργως ξαφνικά ἠρεμήσει, κυττοῦσα μπροστά, ἀφηνόμουν στό χάδι της καί καταλάβαινα. Ἀκουγόταν μόνον ὁ θόρυβος τῶν ποτηριῶν στό τραπέζι καί κάποιοι ἦχοι ἀπό μακρυά, διαφορετικῆς χροιᾶς ἀπό τήν διάθεσή μας. Παρότι σέ ὄνειρο μποροῦσα νά διακρίνω χρώματα παντοῦ, μιά νύχτα σέπιας, τό γεμάτο φεγγάρι ἔστελνε παντοῦ τό χρῶμα του. Δέν μιλούσαμε, περιμέναμε νά τελειώσουν τά ποτά μας ἀλλά δέν εἶχαν κάτι διεκπεραιωτικό οἱ στιγμές· ἦταν μιά ἀπόκοσμη ἀναμονή πού περίμενε μιάν κάθαρση. Φύγαμε λίγο μετά καί σταθήκαμε στό αὐτοκίνητο. Ἦταν κολλημένη πάνω μου καί ἄκουγα τήν καρδιά της σέ ῥυθμούς πού τέτοιες στιγμές ἐπιτάσσουν. Μέ ἔσφιγγε καί ἀμίλητα μοῦ ἐξηγοῦσε. Καταλάβαινα καί συναινοῦσα – πῶς θά μποροῦσα ἀλλιῶς; Ἤθελα νά τήν δῶ, μέ συγκατάβασης νεῦμα νά τήν βεβαιώσω ἀλλά παρέμενε κολλητά πάνω μου, μέ τά χέρια της δεμένα στήν πλάτη μου, μή ἀφήνοντας νά τήν κυττάξω. Τήν χάιδεψα, γαλήνιος, πλήρης κατανόησης καί τέντωσα τόν κορμό μου πίσω νά τῆς τό πῶ. Τό πρόσωπό της ἦταν ἀφημένο στόν ὦμο μου χωρίς νά μέ ἀφήνῃ νά τήν δῶ. Τῆν ἄγγιξα στό πηγούνι, τῆς ἔσπρωξα τό κεφάλι πίσω, ὅμως τό χαμόγελό μου, ἄμεσα πάγωσε πρίν τῆς πῶ πώς… Τήν κύτταξα καλά, τῆς κύτταξα τό πρόσωπο πού τό φῶς τῆς πανσελήνου φώτιζε πολύ καί εἶδα ὅτι δέν ἤσουν ἐσύ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα