Γνώση στερνὴ
Ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταλάβει. Ὄχι ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρό, ὄχι νὰ χρειαζόταν λίγος χρόνος - ὥστε νὰ τὴν καταλάβω – νὰ περάσῃ.
Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή· ἔπρεπε, τὴν νύχτα ποὺ μοῦ δώθηκε, νὰ εἶχα καταλάβει.
Ἦταν ἕνα βράδυ γεμάτο ὑγρασία κι ἤμαστε κοντὰ στὴν θάλασσα.
Δὲν θυμᾶμαι πῶς συναντηθήκαμε, εἶχα προσπαθήσει πολὺ καὶ μὲ κάθε τρόπο, καὶ πάντα χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὅταν πῆρα νὰ τὴν ξεχνῶ παραιτούμενος, ἴσως ἀπὸ σύμπτωση, ἴσως ἐπειδὴ τὸ ἀντιλήφθηκε, ἐπανῆλθε. Κι ἐγὼ σὰν παιδὶ μπροστὰ σὲ ἀείποτε ὑποσχόμενο καὶ γιὰ καιρὸ μὴ πραγματοποιούμενο δῶρο, τσαλαπατώντας κάθε ἀπομεινάρι ἀξιοπρέπειας κι ἐγωισμοῦ, ἔτρεξα.
Σὲ ἕνα βράδυ μὲ ἄγχος, δισταγμὸ καὶ ἀμφιβολία, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ στὴν θάλασσα.
Μὲ ἁλκοὸλ καὶ συζητήσεις, χαμόγελα καὶ θωπεῖες, ἵμερο καὶ ὑποσχέσεις.
Κι ἡ μουσικὴ δυνατά· χρειαζόταν νὰ πλησιάζω τὸ αὐτί μου στὸ στόμα της γιὰ νὰ τὴν ἀκούω κι ὅ,τι ἔλεγε, ὄχι τὰ λόγια ἀλλὰ ἡ ἀνάσα της, ἔκανε τόσο φανερή τὴν σύντομα πραγμάτωση τῶν ὑποσχέσεων. Παρότι σκοτεινὰ καὶ δὲν τὴν κύτταζα, ἔνοιωθα τὸ χαμόγελό της καθὼς αὐτὸ νόθευε τὰ χείλη της ποὺ θὰ ἔπρεπε ἀλλιῶς νὰ πλέκωνται στὴν ἐκφορὰ κάποιων φθόγγων. Ὑψώνοντας τὴν φωνή της λόγῳ κάποιου κρεσέντο τῆς μουσικῆς ἔκλυε οἰνόπνευμα ἡ ἀναπνοή της ἀλλὰ δὲν μὲ δυσαρεστοῦσε καθόλου… Κι ἕνα τρελλὸ λίγωμα μὲ κατέκλυε καθὼς τὸ χέρι της εἶχε ἀφεθῇ θωπεύοντας τὸ μπράτσο μου καὶ ἀφύπνιζε ἕναν ἀνέκαθεν ἵμερο.
Εἶχε περάσει γρήγορα ἡ ὥρα, σηκωθήκαμε, φύγαμε καὶ βγήκαμε στὴν λεωφόρο, ἀργὰ πολύ, ἐρημιὰ παντοῦ κι ἠσυχία. Ἔτρεχε μπροστὰ καὶ φώναζε, τραγουδοῦσε κι ἔκλαιγε γυρίζοντας πότε πότε τό βλέμμα της πάνω μου πού σάν γάτας γυάλιζε στό σκοτάδι.Τὴν ἀκολουθοῦσα μὲ συνεχῶς ἐνδοιασμό, ἴσως μάλιστα καὶ νὰ κάπνιζα καὶ κάποιες παλιές, ἀσυγχώρητες κι ἀνομολόγητες ἐνοχὲς μοῦ ἐμπόδιζαν καθαρὴ σκέψη. Τὴν κυττοῦσα καὶ μάντευα, προοϊκονόμευα. Δὲν ἤξερα ὅμως, δὲν κατάλαβα, δὲν εἶχα καταλάβει – θὰ ἔπρεπε, ναί.
Κι ἦταν τόσο εὔκολο, τόσο προφανές!
Στάθηκε λίγο ἀπόμερα τῆς λεωφόρου. Τεράστιοι εὐκάλυπτοι στὴν μέση μὲ σχεδὸν ἁπτὴ πάχνη στὴν κίτρινη κι ἀρρωστιάρικη ἀτμόσφαιρα. Ποῦ καὶ ποῦ περνοῦσε κάποιο αὐτοκίνητο ἐνῷ ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἁμυδρὰ θόρυβοι τοῦ συρμοῦ. Ἔντομα τῆς ἐξοχῆς κι αὐτὰ ἀνήσυχα, κρατοῦσαν ῥυθμό μὲ τοὺς σκοπούς τους. Μακρυά μου, κάθησε σὲ κάποιο πρόχειρο μέρος καὶ ἄναψε τσιγάρο. Ἡ φλόγα τῆς ἀρχῆς τῆς φώτισε τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ξανάδα. Ναί, ἦταν αὐτή, δὲν λάθευα, αὐτὴν εἶχα συναντήσει ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ποιά ἦταν στ’ἀλήθεια; Τήν γνώριζα ναί, εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς κι ἂν ἔστω δὲν τὴν γνώριζα, τὴν ἤξερα καλά. Πῆρα νὰ πλησιάζω. Κάποιες ὁδύνες ἀπὸ παλιὰ ἀνέμεναν καὶ πάλι τὴν μπαμπεσιά μου. Σκέφτηκα νὰ φύγω ἀπαιτώντας μ’αὐτὸν τὸν τρόπο συγχώρηση κι ἄρση τῆς κατάρας ἀλλὰ καιρισμένα ἀπωθημένα μὲ κράτησαν ἐκεῖ.
Τῆς φώναξα καὶ ἀνταπάντησης σήκωσε τοὺς ὤμους. Τὴν ἔφθασα, τὴν ἔφερα μπροστά μου, τὴν κύτταξα προσεκτικὰ στὸ πρόσωπο κι ἀμέσως σοβάρεψε – τώρα καταλαβαίνω γιατί. Τὸ μαλλί της καθὼς τὴν ταρακούνησα κυμάτισε κρύβοντας τὰ μάτια της καὶ τὴν προειδοποίησή της. Τὴν ὑπόδειξή της.
«Τί μᾶς πρέπει;»
Δὲν ἀπαντοῦσε. Εἶχε καταλαγιάσει ἡ ἔξαψή της. Μὲ ἀγκάλιασε σὰν σειρήνα κι ἔκρυψε τὸ πρόσωπό της στὸν λαιμό μου. Ἔνοιωσα ἕνα ἀναφυλλητὸ στὸ στῆθος της καὶ παρασύρθηκα κι ἐγὼ σὲ θολὲς εἰκόνες μέ ἀπορία. Τὰ δάκρυά της μπερδεύτηκαν μὲ τὸν ἱδρώτα μου κάνοντας βαρύτερη τὴν ἀνάσα μου ἐπιτείνοντας τήν ἀβεβαιότητα. Δὲν γινόταν νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τὴν εἰκόνα. Ζυμωμένος γιὰ καιρὸ πολὺ σὲ ἀρνήσεις, ἀναβολές καὶ χλεύη δυσκολευόμουν νὰ πιστέψω ὅτι συνέβαινε ὅ,τι συνέβαινε.
«Τί εἶναι νὰ γίνῃ;»
Δὲν μ’ἄκουγε. Μουρμούριζε κάποιον σκοπὸ γνώριμο ἀπὸ παλιά, ἦταν χαμένη καὶ ἴσα ποὺ τὴν ἔνοιωθα ἀνεπαίσθητα νὰ κινῇται πάνω μου. Τὴν κύτταξα πάλι, αὐτὴ ἦταν, φαινόταν νὰ τὸ παλεύῃ μέσα της, σὰν ἕνα χατήρι, σὰν ἕνα τάμα, σὰν μιὰν ὑποχρέωση. Ἀνακαλώντας ὅλα τὰ πρίν, μὲ ἐπίγνωση τῶν τότε λαθῶν, τὸ ἀποφάσισε. Ἕνα ἀντίδωρο σὲ κάποιο πεῖσμα, σὲ ἕνα γινάτι, σὲ μιὰν ἐμμονή. Τὰ μάτια της ἐλάχιστα φανερώνονταν ἀλλὰ μὲ νεῦμα παραχώρησης δήλωναν νομή, ἐκχώρηση.
«Γιατί;»
Μὲ παλάμη περιέργως στεγνὴ χάιδεψε τὸ πρόσωπό μου. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ μέτωπό μου, τελετουργικά, ἀργὰ καὶ πῆγε στὰ μάγουλα. Στὰ χείλη σὰν νὰ ἤλεγχε τὸ ὑλικό τους μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια καὶ προσηλωμένο βλέμμα σὲ κάθε κίνηση. Στοργικά, σχεδὸν μητρικὰ στὰ ὑγρὰ βλέφαρα διατηροῦσε τὶς ἀπορίες μου. Ἀποζητοῦσε, περίμενε νὰ συνειδητοποιήσω, νὰ καταλάβω μόνος μου τὸ γιατί καὶ συνέχιζε, προειδοποιώντας με. Ἦταν τόσο ξεκάθαρη σὲ ὅλο τὸ προηγούμενο παλιὸ πρίν μας, τί περισσότερο θἄπρεπε νά εἶχα δεῖ; Κι ὅταν βεβαιώθηκε ὅτι ἤμουν ἀδιόρθωτα παιδί, πὼς δὲν γινόταν νὰ ἀλλάξω καὶ νὰ ἀλλάξῃ κάτι μοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ἀφέθηκε σχεδὸν θυόμενη.
Ἔσκυψα καὶ μπέρδεψα τὴν γλώσσα μου μὲ τὴν δική της. Ἤπια τὸ σάλιο της, καὶ ἀνακάτωνα τὰ δάκρυά μου μὲ τὰ δικά της. Σιλωαμικὰ καθάριζα ὅλες τὶς τόσο καιρὸ παλινωδίες καὶ προσπαθοῦσα νὰ συνειδητοποιήσω τὸ τώρα. Ἀνακαλώντας τὰ πρῶτα τῆς ἄνοιξα τὸ πουκάμισο, χαλάρωσα τὴν φούστα καὶ τὴν περιεργάστηκα ἀπὸ πάνω ὣς κάτω. Ἀπὸ τὸ πυρετικὸ κι ἀνέκφραστο πρόσωπο μέχρι χαμηλά. Κι ἐκεῖ, παρότι σκοτεινά, φαινόταν – τόσο παραληρηματικὴ ἦταν ἡ ἀφή. Φαινόταν καθαρά, ἦταν μὲ χωρὶς ἀφαλό. Χωρὶς ἀφαλό.
Ἦταν ἡ Εὔα, ναί. Κι ὅμως δὲν πῆγε καθόλου τὸ μυαλό μου, ἔπρεπε τότε νὰ τὴν εἶχα καταλάβει, τότε ἔπρεπε νὰ εἶχα καταλάβει. Τότε.
2 σχόλια:
Σα να το έχω ξανδιαβάσει τούτο;
Εν πάση περιπτώσει, και τις δυο φορές την ίδια Εύα πρέπει να σκέφτηκα. Ζεστό βράδυ του Ιουλίου, οινόπνευμα, τσιγάρα, στα χαμένα περπάτημα, δισταγμοί, φιλιά, μετάνοιες, ξανά μανά φιλιά και "τι ζητάμε εδώ, θα μου πεις;"
Πολύ μυστήρια μερικά γυναικάκια, να 'ούμε.
χαχαχαχα, καλέ μου , ξέρεις τί γίνεται;
Τό είχα πρωτοποστάρει στίς 7 ιουλίου. Κάθεται, μπαστουκώνεται μιά μέρα καί μετά χάθηκε. Αλήθεια.
Τό ξαναβάζω, κάθισε γιά λίγο καί μετά πάλι πάφ! Εξηφανίσθη σάν μαγικό τοῦ μάικ λαμάρ!
Συγγνώμη!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα