Δευτέρα, Αυγούστου 02, 2010

Νερολαλιὰ

Χωρίς ἰδιαίτερες ἐτοιμασίες καί χωρίς νά τό ἔχω κανονίσει βδομάδες πρίν ὅπως συνηθίζεται σέ διακοπές, πέντε χρόνια ἀφ’ὅτου ἤμουν τελευταία φορά ἐκεῖ, πῆγα ξανά. Δέν τήν εἶδα ὁμοιοπαθητικῶς ἤ ἔστω ἱαματικῶς· ἁπλά ἐξέλειπον κάποιοι λόγοι non gratae καί μέ τό μέγα παπόρι νά τήν ἔχῃ πρώτη στάση1 -σαφής κλειστοματιάρικος οἰωνός- γιόμισα τό δισάκι καί κατηφόρισα στό λιμάνι, τομεύς πλησίον Κρεμμυδαροῦς.

Ἐπαναλαμβάνοντας κάποιες κινήσεις δίκην κι ἐγώ δέν ξέρω ’γω τί, ἄραξα2 στό τοῦ καραβιοῦ πάνω πάνω μέρος παρέα μέ τόν Μάγο τοῦ Φώουλς3. Ἦταν λίγο διαφορετική αὐτήν τήν φορά πάντως ἡ ματιά μου στόν Κόγχις –γνωρίζοντας τί κουφάλα εἶναι– καί δέν κινήθηκα ὁμοίως ἐνόρεκτα. Κόσμος πλῆθος, φασαρία σχεδόν σχολικῆς ἐκδρομῆς, ξεμπάρκου γκόμενες ἀνύπαρκτες4, ἀρκετοί κάγκουρες ἀλλὰ καὶ κουλτουριάρηδες (ἀληθεῖς τε καὶ ντεμὲκ) ἐνῷ οἱ ἄνω τῶν 44 ἐτῶν ἦσαν παραπάνω τοῦ συνήθους ἑλληνικοῦ μελαχροινοί. Νυσταλέες5 ἀνακοινώσεις ἀπό τά μεγάφωνα καί δαιδαλώδεις οὐρές στό ἐντευκτήριο, εἶχα ὅμως προμηθευτῇ πλήθος καλουδίων στήν μου ἰσοθερμικιά τσάντα κι ἔνοιωθα βασιλεύς στήν μου πολυθρονούλα6.

Φθάσαμε γρήγορα (πολύ γρήγορα - ἄχ ἐκεῖνες οἱ διάρκειες, οἱ μισές πού θέλουν ἄλλοι νά φθάσουν στήν Αὐστραλία!) τό ἐκκλησάκι στήν κόψη τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ λιμανιοῦ, ἦταν ἐκεῖ βέβαια, παρέμενε ὄρθιο ἀλλά σοῦ μετέδιδε, ὅπως πάντα, μιάν πολύ πεσιμιατάρικη ἐγκατάλειψη καί πιστοποιοῦσε τό περί γραμμῆς ἄγονης. Ἐλάχιστα μετά, ἀντικρύζοντας τό ἄς ποῦμε ἀμφιθεατρικό τῶν Καταπόλων δέν αἰσθάνθηκα φυσικά Ὀδυσσεύς ἐνώπιον τοῦ μαύρου σινιάλου τῆς καπνοδόχου τῆς οἰκίας του ἀλλά ἦταν ἕνα ξεχωριστό συναίσθημα πού δέν θυμᾶμαι νά τό’νοιωσα οὔτε π.χ. μπαίνοντας πρόσφατα στίς αἴθουσες τοῦ δημοτικοῦ σχολείου μου.

Τά πέντε χρόνια ἀπουσίας τσαλακώθηκαν, μίκρυναν πολύ καί γίναν γέφυρα στά τότε. Οἱ θυμήσεις ὀξύνθηκαν καί δεχόμενες ἐρέθισμα σέ κάθε τι πού ἔβλεπα, μέ κάναν νά μέ νομίζω ἐκεῖ στό 2005· σέ βαθμό τέτοιον ὥστε (διακρίνοντας πάνω μου) διάφορα ἀντικείμενα τά ὁποῖα δέν εἶχα τότε, νά ἀποτελοῦν μιάν παραφωνία στό συνολικό αἰσθανούμενο. Τό ὁποῖο πάντως, παρέμεινε σεμνό ἐπειδή μᾶλλον δέν εἶδα πουθενά ἐκεῖ τόν Σκοπελίτη–ἴσως αὐτός νά ἔπαιζε τόν ῥόλο τοῦ Ἄργου7. Ἔπια ἕναν καφέ στήν πλατεία, ἔφαγα καί μιάν πετυχημένης ὑγράδας καρυδόπιττα καί κίνησα πρός Γιάλη.

Ἐκεῖ κάθησα ἔξ νύχτες. Χωρίς μεγάλο βεληνεκές κινήσεως· δέν μπόρεσα καθόλου νά πάω στήν κάτω μεριά, παρά μόνον τήν Χώρα ἐπισκέφθηκα ἅπαξ. Ἡ Γιάλη δέν εἶχε ἀλλάξει καθόλου ἄν καί ἐδῶ πού τά λέμε δέν τήν γνώριζα καλά. Τό μόνο πού μ’ ἄρεσε τότε ἦταν ἡ μέ ἄμμο παραλία της – μόνο – τά βράχια στίς παραλίες8 εἶναι γιά τούς κάβουρες, ὄχι γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀπεχθανόμουν τά μπάρ9 της πού ἀνέδυαν πολύ χίππικη καί μαστούρικη ἀτμόσφαιρα (μιά ξυπόλητη σερβιτόρα μέ τό ὕφος της, τίς κουβέντες της, τήν συμπεριφορά10 της, τά λεγόμενά της νά ἀποτελοῦν τήν ἐπιτομή ὅλων αὐτῶν πού ἀπεχθάνομαι) ὁ ἐκεῖ κόσμος ἐπίσης τήν εἶχε δεῖ ὅτι εἶναι11 στήν ’00s Πρέβελη, ἐνῷ καί ἡ ἄς ποῦμε ῥυμοτομία τοῦ οἰκισμοῦ, διέθετε μιάν ἀτελή κι ὡς ἐκ τούτου ἀνεπιτυχή προσπάθεια νά μαρτυρηθῇ αἰγαιάτικη γραφικότητα. Παρά ταῦτα διέμεινα ἐκεῖ…

Τό ξενοδοχεῖο ἦταν μιά χαρά, τἄχε ὅλα12. Κι ἐγώ. Χωρίς ἀμάξι, χωρίς διαδίκτυο13 καί ἀδιαλείπτως μέ ἐκτός σύνδεσης κινητό, προμελετημένη ἀξυρισιά καί νηστεία συνεχίστηκα στήν ταινιογραφία τοῦ Ἄλαν Κόνιγκσπεργκ14, διάβασα τόν Γάτο15 τοῦ Σιμενόν καί ἐπανέλαβα τόν Λιάπκιν μαζύ μέ τίς ἀγριόπαπιες πού ἀνάστροφα πετοῦν. Ὅλα αὐτά, στό δωμάτιο16 τά πρωινά πρίν ἀπό τήν θάλασσα καί τό ἀπόγευμα ὅταν ὁ ἥλιος καταλάγιαζε καί τό μαχμούρλιασμα εἶχε ἐμπεδωθῇ γιά τά καλά. Ζοῦσα μιάν γαμάτη φάσι· νά μήν ἐξηγῇς σέ κανέναν γιά τό γιατί ξύπνησες ἀργά, γιά τό πότε καί πόσο θά φᾷς, γιά τό πόσο θά καθήσῃς στήν θάλαττα, γιά τόν ὕπνο17 τό μεσημέρι, γιά τήν θεματολογία τῶν ταινιῶν, τούς προορισμούς τά βράδια, γιά τήν τήρηση τοῦ προγράμματου ἐν ὀλίγοις. Ἄξιζε τό τίμημα. Παρά θιν’ ἁλός ἀπέφευγα ὅσο μποροῦσα τόν ἥλιο ἀλλά χωρίς ἀλεξήλιο τί νά πρωτοπρολάβῃς; Οἱ ἀέρηδες ὡστόσο βοηθοῦσαν… Τά βράδια περπατοῦσα (καί μονολογοῦσα ἐμμέτρως18) τόν ἴδιο19 δρόμο μέχρι τρεῖς τζοῦρες μετά ἀπό τό τελευταίο στύλο φωτός καί ἐπιστρέφοντας ἄραζα σέ κόσμο κοντά/μαζύ ἀλλά δέν εἶχα καμίαν ὄρεξι, καταραζόμουν μάλιστα τήν μπύρα20 γιά τήν ἐπιρροή της στό νηφάλιό21 μου… Τό δέ ῥακόμελο22 δέν μοῦ θύμισε τίποτε – μᾶλλον μοῦ τό σέρβιραν ἁπλά ξαναζεσταμένο.

Ἡ Ἀμοργός μοῦ ἦταν γνωστή μόνον ἀπό τόν Γκάτσο23, τό ποίημα24 οὕτινος δέν ἔχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Ὅταν τήν πρωτόδα25 δέν μοῦ ἔκανε τήν ἐντύπωση πού περίμενα νά μοῦ κάνῃ, γι’αὐτό καί τήν λόγισα26 ὑπερτιμημένο νησί χωρίς ὅμως νά πιστεύω ὅτι δέν ἀξίζει νά ἀποτελέσῃ προορισμό γιά καλοκαίρι! Μία παράσταση ὡστόσο πού πράγματι σέ κάνει νά ἀναθεωρήσῃς κάθε σκεπτικισμό γι’ αὐτήν, ἦταν ἡ πιό ὅμορφη εἰκόνα πού εἶδα ποτέ – κάπου στά μισά τῆς διαδρομῆς Χώρα – Γιάλη. Ὁ δρόμος ἦταν (καί εἶναι φυσικά) σέ κάποιο ὑψόμετρο, ὁ ἀέρας ὥς εἴθισται πολλῶν μποφῶρ καί διετηροῦσε τήν ἀτμόσφαιρα διαυγέστατη. Εἶχα σταματήσει καί περπάτησα μέχρι τήν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἤμουν ἀρκετά ψηλά. Μπροστά μου ἦταν τό Αἰγαῖο χωρίς κάποιο βράχο ἤ νησάκι νά χαλάῃ τό συνεχές του καί τραβοῦσε μέχρι τό τέλος τῆς γῆς, ἀτέλειωτο. Τό ὁποῖο συνεχές του καταστρατηγοῦσε τόν ὁρίζοντα καί συνέχιζε ἀνεβαίνοντας. Εἶχα μπροστά μου τό γαλάζιο τῆς θαλάσσης καί αὐτό τοῦ οὐρανοῦ χωρίς τήν παραμικρή διαφορά χρωματικοῦ τόνου τοῦ μέν ἀπό τό δέ κάνοντας ὄχι δύσκολη τήν διάκριση τοῦ ποῦ τελειώνει ἡ θάλασσα καί πού ἀρχίζει ὁ οὐρανός ἀλλά ἁπλά ἀδύνατη. Τό γαλάζιο ξεκινοῦσε σχεδόν ἀπό τά πόδια σου, ἐπεκτεινόταν ὅσο μποροῦσε καί συνέχιζε ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι πίσω ἀπό τό κεφάλι σου. Κι ὁ ἀέρας, ὁ ἰσχυρός ἀέρας, στ’αὐτιά σου, στά μάτια, στά μάγουλα, στά χέρια, στά ῥοῦχα ἔτοιμος νά σέ πάρῃ νά χαθῇς ἐκεῖ πού κρύβεται (;) ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντα. Χρειάζονταν πολλές στιγμές γιά νά καταλάβῃς τί συνέβαινε ἀκόμα ἄν εἶχες ὄρεξη νά ἔβαζες σκοπό νά διακρίνῃς κάπου τήν λευκή θολή γραμμή ἡ ὁποία ὁριοθετεῖ τό τέλος τοῦ ἑνός καί τήν ἀρχή τοῦ ἄλλου. Ὅσο κι ἄν τό προσπάθησα ἐκείνη τήν στιγμή (ἀτέλειωτη στιγμή μέσα σέ μιάν ἀδιατάρακτη ἠσυχία) δέν τά κατάφερα. Ἦταν κάτι ἀπίστευτο27, δέν γίνεται νά περιγραφῇ28. Μιά ὑπέροχη εἰκόνα, τήν ὁποίαν πάντοτε, ὅποτε βρισκόμουν (ἤ βρίσκομαι) μπροστά σέ κάτι ἄλλο ἀνάλογα ὅμορφο (χιονισμένο βουνό, φωτισμένο διατρέχον μιάν πόλι ποτάμι, μυρωδιά καιομένου ξύλου σέ κάποιο χωριό, λιθόστρωτη παλιά συνοικία) τήν ἀνακαλοῦσα, τήν συνέκρινα καί τήν διεπίστωνα μακράν πρώτη.

Στά τώρα χρόνια, στά μετά, δέν ἀναπολοῦσα τό νησί ἰδιαιτέρως – σέ κουβέντες29 λόγου χάρι περί διακοπῶν. Μέχρι πού μιά φορά, ἕνα ἀπόγευμα –πρό ἑνός, ἑνάμισυ χρόνου μπορεῖ καί δύο– ἔξω ἀπό τόν σταθμό τοῦ ἁγίου Δημητρίου στό μετρό, εἶδα ἕναν ψηλό ξερακιανό μέ γυαλιά πρεσβυωπίας φαλακρό τύπο. Ἔνοιωσα κάτι περίεργο, ἡ γραμμική, ὀρθή ἀλληλουχία τοῦ χρόνου χάλασε καί δέν μποροῦσα νά καταλάβω γιατί. Ἐλάχιστα μετά θυμήθηκα ὅτι ἦταν δάσκαλος στό δημοτικό τῆς Χώρας· τόν ἔβλεπα μάλιστα ἀρκετά συχνά κάποια περίοδο. Τότε μόνο κατάλαβα μέ τό περιστατικό ἐκεῖνο, ὅτι πράγματι μοῦ ἔλειπαν κάποιες παραστάσεις τοῦ νησιού καί πόσο σημαντικό κομμάτι ἀποτελοῦσε μέσα μου.

Εἶχα βολευτῇ στήν Γιάλη, ἡ ἔλλειψη τοῦ αὐτοκινήτου λειτούργησε καί ὡς ἄλλοθι. Ἔκανα τά πάντα σέ μιάν ἀκτίνα μόνον 800 μέτρων θαρρῶ. Ἀλλά ἤθελα νά ξαναπάω στήν Χώρα ἔστω μιά φορά, κάποιο ἀπόγευμα πού νά φυσᾷ πολύ, γνώριμα πολύ. Δέν χρειαζόταν νά βλέπω τόν καιρό γιά νά διαπιστώσω πότε τά περισσότερα μποφώρ. Τό προτελευταῖο βράδυ, κίνησα. Προσέγγισα τό Καλογερικό30 ἀπό τό πάνω μέρος τοῦ χωριοῦ. Εἶχε νυχτώσει ὥραν ἀρκετή – ἐκεῖ τό σκοτάδι εἶναι τέτοιο πού σέ παραπέμπει σέ ἄλλες ἐποχές ἀφοῦ δέν σέ κατατρύχει31 οὔτε καί σέ ἀπροσανατολίζει τό κίτρινο βάσανο. Ὁ οὐρανός ἦταν τόσο γενναιόδωρος φανερώνοντας ὅλα μά ὅλα τ’ἀστέρια του· μά ὅλα! Φυσοῦσε πολύ, πάρα πολύ (ἐννοῶ πάρα πολύ), ἔσερνα τά πόδια μου στό χαλίκι καί μέ ἕναν φακό ἐξοικειωνόμουν καί ὁριοθετοῦσα τόν χῶρο. Θυμήθηκα (χωρίς κόπο - ἄλλωστε ἐκεῖνο μέ εἶχε σπρώξει) ἕνα ἄλλο βράδυ μέ ἀνάλογο ἀέρα ὁ ὁποῖος ἀνακατώτοντας τά ῥοῦχα μου καί μέ τήν τόση ἔντασή του ῥυτίδωνε τό σῶμα μου, σάν νά μέ παντοῦ δερματοστιγμάτιζε… γαργαλώντας με. Μέ κυρίευσε ἕνα περίεργο, ἕνα ἀναίτιο παραλήρημα. Ὁ ἄνεμος μέ εἶχε λιγώσει ἀλλά ταυτόχρονα μέ εἶχε φοβίσει32 καί μέ εἶχε κάνει νά ἀρχίσω νά τρέχω ὀπισθοχωρώντας μέ ὑστερικές φωνές καί γέλια33. Ἡ ἀκρόπολη34 ἐκεῖ, ἡ διαρρύθμιση τῶν μονοπατιῶν, τά κτίσματα ἀποστασιοποιημένα ἀπό τόν χρόνο πού τρέχει, σέ κάνουν νά εἶσαι πιά βέβαιος ὅτι ἡ μεταφυσική δέν πολύ ἀπέχει τῆς φυσικῆς, ὅτι ὅλα εἶναι πιθανά καί ὅλα γίνονται ἐπειδή μπορεῖ νά συνέβησαν μπορεῖ καί ὄχι καί ὅλα θά συμβοῦν κι ἄς μήν ὑπάρξῃ κανείς κάποτε γιά νά τά θυμηθῇ ἤ ἀφηγηθῇ.






1 Ἐκεῖ πού κάποτες σταματοῦσα(με) Πάρο, Νάξο, Ἠρακλειά, Σχοινούσα καί Κουφονήσι πρίν ἀπό τό ἐπιτέλους, τώρα σούμπιτος!

2 σᾶς χρειάζεται αὐτή ἡ καρέκλα;

3 οἱ πρῶτες 300 σελίδες εἶναι ὅ,τι πιό γαμάτο ἔχω διαβάσει. Μετά, ἀπογοήτευσις.

4 Κάτσο!

5 Ἄ ῥε Λένο!

6 Ἀλήθεια, ποῦ ἀλλοῦ βρίσκεται ἡ εὐτυχία ἐκτός ἀπό τήν ἠρεμία κάπου παρέα μέ ἕνα βιβλίο καί μέ διακοπές μαζύ;

7 Μακράν τό πιό συγκινητικό σημεῖο ὅλης τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Μακράν._

8 Ἁγία Ἄννα

9 No one remembers your name, when you are strange.

10 Δέν θέλω νά μέ χαμογελᾷς, οὔτε νά μοῦ κυττᾷς, ψάξε ἀλλοῦ πεδίον pr, παράτα με, σιχαμένη.

11 Σιγά ῥέ τσάκαλοι, παρασάλιωσε ἡ τζιβάνα!

12 Γιά μικρές κυκλάδες

13 Ἀλλά μέ ὑπολογιστή

14 The Front (μέ τόν βασιλικό ποτίζεται καί ἡ γλάστρα), Annie Hall (στήν τέχνη πλάθουμε ὅ,τι δέν ἀπολαύσαμε στήν ζωή), Interiors (μέ βασανιστικό φλοῖσβο στό φίλμ, τέτοιο φλοῖσβο κι ἐδῶ), Manhattan (πρέπει νά ἔχῃς λίγη πίστη στούς ἀνθρώπους), Stardust Memories (You can't control life. It doesn't wind up perfectly. Only art you can control. Art and masturbation. Two areas in which I am an absolute expert.), A midsummer night's sex comedy (- I don't love you. - Because you don't know me. Give me ten minutes, ten lousy minutes), Zelig (μά γίνεται νά κλαῖς καί στό Ζέλιγκ;), Broadway Danny Rose (–I came to apologise…You gonna ask me in? –Let me call you back. I’ll get back to you. Let me call you. I’ll call you back. –Hope I’m not intruding. I realize you hate me. –Bring her in. The food’s gettin’ cold. –D-D- Danny, who’s your fr-fr-fr… guest? –Oh, it’s nobody. It’s nothing.) The purple rose of Cairo (-γιατί δέν τό ἔκανες μέ happy end; -Μά τό ἔργο εἶχε happy end!)

15 - Ἡ γυναίκα μου…

- Μεριμνήσαμε…

- Πέθ…

- Ναί…

- Κι ἐγώ;

16 κλινήρης μέ ἕνα μαξιλάρι ἀνάμεσα στά πόδια μου καί ἀέρας ἀέρας ἀέρας!

17 καί πόσον

18 Μ’ εἶχες διάλειμμα, δέν μέ ἔπαιξες στά ἴσα

19 ἤ μήπως τόν μόνον;

20 οὔτε μιά μακφάρλαντ…

21 Σέ μεθάει τό παράπονο

22 Χμ… Μπρίκι πλῆρες ῥακῆς καί τρεῖς βαρβάτες κουταλιές μελιού. Συνεχής ἀνάδευσις μέχρι τήν πλήρη «ἐνσωμάτωση» τοῦ μελιοῦ στό ὑγρό. Ἔτοιμο!

23 Νομίζω δέ ὅτι δέν τήν ἐπισκέφθηκε ποτέ-νομίζω

24 ne 10 αὐγούστου 2004

25 Καί δέν εἶναι πάθος μά στέγη

26 καί λογίζω

27 στέκομαι ἐδῶ χωρίς νά ξέρω τί θέλω κι εἶναι τόσο ὡραία ὅλα αὐτά πού πιστεύω

28 …

29 Ἐπιλοχίου παραπόδα

30 Σάν τόν βλέπῃ ἡ Κάρμεν κλαίει, πάει κοντά του καί τοῦ λέει…

31 Μέ τήν παλιά ἐνοχή σέ μιάν ἄλλη ἐποχή πού ’χει πλέον ξεχαστῇ

32 Κιλά 100 ὤν (παρά 28)

33 Δέν ἔφταιγα ἐγώ, μά τόσο περίεργο σοῦ φαίνεται;

34 Στό Κάστρο, μιάν ἑπόμενη φορά

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats