πρωτη φορα θελω να ζησω κατι τοσο εντονα...
Ἤμουν θαλαμοφύλακας νούμερο μικρό καί μιᾶς καί συνούρευε οὑ θάλαμους μέ τοῦ γραφείου εἶπα νά ἐκμεταλλευθῶ τόν κενό χρόνο τελειώνοντας τήν καθαρογραφή τῆς ἡμηρεσίας διαταγῆς. Τήν περάτωσα πιτσφυτιλάτα, τήν ἔθεσα στό ἑρμάριο, ἔβαλα τά ἀρβύλια πόδια πάνω στό γραφεῖο, ἀλαφρύνθην περιττῶν οἰσοφαγικῶν σπασμῶν κι ἄναψα σιγάρο. Δέν νύσταζα. Δέν νύσταζα ἀλλά χασμουρήθηκα (ὤχ, θά ἄρχιζαν οἱ περί τοῦ μέλλοντος προβληματισμοί) καί ἔτριψα μαλλί καί μάτι. Τό ὁποῖον μάτι ἅμα τῇ περατώσει τῆς τριβῆς πῆγε στόν ὑπολογιστή· τό σκρηνσέηβερ ἐκύλη ἀνίδρωτο: «783 ΛΓΜ, 2ον Γραφεῖον» ἀσταμάτητα, ἵνα τό ἐμπεδώσωμεν οἱ παρεπιδημοῦντες. Κύλησα τήν καρέκλα ἐκεῖ καί μπούκαρα στό διαδίκτυο. Διέθετα ὥρα μπόλικια μέχρι τό τέλος τῆς περεσίας. Εἰδήσεις, ἀθλητικά καί φυσικά τσόντες. Ἄ! Εἶχα κι ἕνα μέηλ. Τ’ἄνοιξα καί…
Ἦταν ἕνα μήνυμα μέ μιάν παρακλητικιά ἐρώτηση κι ἕνα χαμόγελο στό τέλος.
Εἶδα στό σάιτ σου μιά φῶτο μέ μπλά μπλά μπλά. Ποῦ τήν ηὗρες, ἀλήθεια;
Ἀλήθεια; Οὔτε πού θυμόμην στό περί τίνος ἀναφερνόταν ἡ μαντάμ (διό περί μαντάμ προκιόταν) ἔψαξα ὀλίγον τί καί τῆς ἀπήντησα. Συνέχισα τίς σελιδοδιαβάσεις σέ ἀνατριχιλάτα σάιτς καί μοῦ ἔκανα ἔρωτα. Δέν μέ κέρασα ὡστόσο σιγάρο κατά τά εἰωθότα· γύρισα στόν θάλαμο, ξύπνησα τήν ἀπαλλαγή μου καί τήν ἔπεσα ἵνα μειώσω τήν θητεία.
Ἄχ, θητεία! Τόσος καιρός ἐδῶ ψηλά καί δεξιά, στήν παραμεθόριο, τῆς μαμᾶς μακράν… Ἄδεια δέν διεκρίνετο οὔτε μέ τό μακαρόνι ὁπόταν τήν ἀπολάμβανα (τήν θητεία οὐχί τήν ἄδεια –ποιά ἄδεια;). Νυκτεριναί, βραδιναί, ἀπογευματιναί ἀσκήσεις, φάλαγγες μέ τά μάγκιρους, σκοινάκια, νάνι στό ἄχερο μέ ὅ,τι ῥοῦχο ἔσχε καί δέν ἔσχε τό τῆς φρανκφούρτης, ντάξει, φίνα φάση, γενόμην ἄντρας.
Καί τά βράδια πού ἤπρεπε νά φυλάω τούς περδομένους τε καί ῥοχαλιζομένους συναδέλφους, ἔμενα ξυπνητός ὡς εἰθιστόταν καί μάλιστα προβλεπόταν ἀπό τόν 20-1. Ἔσπευδα στό γραφεῖον ἐνίοτε, τακτοποίουν τήν ἀλληλογραφία, τήν πρωτοκόλλουν καί κατόπιν ἤλεγχα (πλήν τοῦ ἀνδρισμοῦ μου) τό ἐπίσης μου ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο. Περιοδικῶς ἤβλεπα τήν ἀποστολέα ἐκεινοῦ τοῦ μέηλ τότες, νά μοῦ στέλλῃ τά χαμπέρια της. Καί χοῦ χοῦ χοῦ, χαχαχά, χιχιχιχί, καλέ πῶς τά λέτε, καλέ μπράβο, ἀχ καλέ στά μπούνια γοητευθεῖσα, λέγω! Κι ἐγώ ἀσοῦμε ὑπό μάλης τό ὕφος, στό παρουσιάστε καί ἀτενῶς πρόσεχα τήν φτιάξη καίτοι ἤμην χαρμάνης ἕνεκα πού ῥέστος ἀπό γύναιον καί στό παραλλαγάτο γιά τόσους μῆνες. Θά τό πάγαινα λάου λάου.
Ἔ, ἀντιληπτό, ναί, πληθαῖναν τά μηνύματά της κι ὡς ἐκ τούτου καί αἱ ἡμέτεραι ἀπαντήσεις· συνεπούμενα δέν παραμέναμε σέ σχόλια φωτογραφιῶν καί τοῦ πόσο ἔμορφη εἶνε ἡ ἑλληνικιά ὕπαιθρο - ὑπῆρχε μιά ἀνέλιξις πού λέγουσιν καί οἱ μορφωμένοι. Πούλησα μούρη, λογική κι εὐαισθησία, ἐξωκαρδίασα εἰπών περί τῶ γυναικῶνε πού δέν καταλαβαίνουν καί δέν ὑπολογίζουνε, τήν ἤκουσα πίσης νά παραπονῇται πού ὁ σύζυγος δέν τήν… ἐκτιμᾷ πιά, εἴπαμε, λέγαμε τά σώψυχά μας ἐπί μακρόν. Ἐπί μακρόν τήν ἄφηνα νά μοῦ ζαλίζῃ τά οὔμπαλα γιά τήν ἀσφυξία πού νοιώθει στήν σχέση-γάμο της, γιά τά φτερά πού τῆς κόβει ὁ ἀνεπρόκοπος κύριος ἄνδρας της. Συγκατάνευα μέ κατηγορηματικότητα στίς αἰτιάσεις της καί συνεφώνουν μέ ὅ,τι (μά ὅ,τι) κι ἄν ἔλεγε, προσέθετα μάλιστα πινελιές τρυφερᾶς κατανοήσεως… Κι ἀφοῦ δέν κατάλαβε ὅτι τέτοια ταύτισις μόνον ντεμέκ μπορεῖ νά εἶνε, τῆς ἐπέτρεψα νά γοητευθῇ πιότερο καί νά στείλω μάλιστα κι ἕναν κατακόκκινο βελζεβούλη στό μυαλό της. Φυσικά, εἴχομεν πρό πολλοῦ δώκει διαπιστευτήρια οἰκογενειακιᾶς καί κοινωνικιᾶς καταστάσεως ἀλλά καί τάς διαστάσεις τοῦ δέματος ἡμῶν – λίαν βασικόν τοῦτο τό ἔσχατον τό δίχως ἄλλο. Γώ χαρμάνης ὡς προεῖπον (πρέπει μάλιστα τότες νά ἤμην ἔτι παρθένος) τήν πάλευα συγκρατημένα, μέ περίσσια ἀναρώτησιν: Νά κυλισθῶ πρυνηδόν ἤ νά τήν κομπλάρω στό λάθος παρασύνθημα, προχώρει στό ἀληθές μέ ἕνα ἄκυρον στό τέλος; Δέν μοῦ ἀπαντοῦσε τό στρουθοκαμηλάκι ἐγώ μου, ἀλλά τό κακόν μικρόν. Ἔσχον γάρ χρόνο ἀκόμη…
Ὥσπου ἕνα βράδυ, ἐξοχοῦδος μέ ὑπηρεσιακό, εἶχα βγεῖ μέ ἄλλους συναλφέδους σέ ἕνα λειψῶν τετραγωνικῶν καί ἄνευ κουζινός κουτουκάκι καί ψωνίσαμε φαγιά. Γιά οὖζα δηλαδή εἴχομεν πάει, ἦταν καί καλοκαιράκι… Ξεροσφυράτα ὅμως δέν ἔλεγε, τσιμπήσαμε καί κάποια ἁρμόζοντα καί ταιριαστά γιά τό παραλιάτο καί ἁλιμούσιον πιοτί μας καί ἔλεγε ὁ εἶς στόν ἕτερο (ὅστις ἕτερος ἤκουγε μέ ἄφατο ἐνδιαφέρον) πόσες μέρες μετρᾷ μέχρι νά.
Ὅταν γυρίσαμε καί βολευτήκαμε στόν θάλαμο, βγῆκα γιά τσιγάρο - ἄχ, Μαρίτσα! – στάς παρυφάς τοῦ ὄρχου. Ἦτο ἕνα ὑπέχορο βράδυ προσφέρον πολλά πρός τήν καλλιέπειαν τοῦ παρόντος ἀλλά τό ἁλκοόλ εἶχε κομπλάρει τόν λυρισμόν τοῦ γράφοντος. Δυστυχῶς, ἤπρεπε γραφεῖον. Ἄντε τώρα μέσα στήν ζάλη, νά βγάλῃς ὑπηρεσίες μέ τόν φόβο τῆς γκρίνιας τοῦ πάσα ἕνα ἀγρινιώτη παρολίγον ἀθρώπου ἤ κάποιου κρητικοῦ μέ χρεία 732 ἐτῶν περαιτέρω κοινωνικοποίησης γιά νά χαρακτηριστῇ κρό μανιόν. Δέν γαμιόντανε! Ὅπως καθόταν θά τά σενιάριζα. Ἤλλαξα ἁπλῶς τά ὀνόματα στίς ὧρες τῶν πρό τριῶν ἡμερῶν περεσιῶν καί μοῦ ἔβγαλα διαταγή κινήσεως γιά τό πισί.
Μπούκαρα στό μέηλ μέσῳ μιᾶς παράκαμψης αὐτήν τήν φορά. Ἕνα ἀλερτάκι κάλυπτε τά συνήθη: Μιά καινούρια περεσία (περεσία; Κι ἄλλη σκοπιά; Δέν φτάνουν αἱ ἤδη τέσσαρες;) ὀνλάιν εὑρέσεως καί ἀμέσου ἐπικοινωνίας μέ τάς ἐπαφάς ὑμῶν! Ἔτσι ἔλεγε τό μέηλ, ἀληθῶς σᾶς λέγω· μά ποῦ ἤξερε ὅτι περετοῦσα στά στρατά; ’Ντάξ’, τό οὖζο μέ εἶχε βάλει νά ξεκινῶ ἀπό τήν τρίτη καί μέ γρατζουνισμένο μάλιστα σασμάν, ἄμαθος κιόλας, μοῦ πίστωσα κατανόηση. Καί πρίν τακτοποιήσω τό καθολικό, ἕνα τοῦκ ἠκούσθη καί κάτω δεξιά εἶδα μαζωμένα, μιάν ἄνω καί κάτω τελεία δίπλα σέ μιάν παύλα καί δίπλα πίσης μιά παρένθεσις μέ ἄνευ κενά ὅλα ταῦτα. Ἔ;
Κάποιος μέ ῥωτοῦσε τί κάνω ἀλλά ὄχι στήν συνήθη φόρμα τοῦ μέηλ, ὄχι, ῥωτοῦσε σέ στενότερο ἀπάγκι καί μάλιστα γωνιάτο. Ἀπάντησα καί μοῦ ἀπάντησε. Ἦταν αὐτή! Ἡ βλάμισσα ντέ! Καί ἤντουνα ἀπέναντί μου!
Σισώης μεγαλομάρτυρος, Φιλήμονος, Ὁνησίμου κι Ἀρχίππου κι ὁ ἥλιος εἶχε δύσει στίς ἐννιά παρά ἐννιά. 12 λεπτά πρό τῆς ἐκπνεύσεως τῆς ἡμέρας ταύτης κι ἐνῷ εἶχα ζεσταθῇ ἀδικαιολογήτως πολύ, μιλώντας γιά ὥρα γιά καημούς (κυρίως αὐτηνῆς) περί τό μέλλον, τό ἀπεφάσισα. Εἶχε προηγηθῇ ἀσκληπίειος πρότασις ἀπό τήν ἄλλη μεριά:
ε να καθησω λιγο επανω της για να την κανω καλα???
Στήν ἀνωτέρω «συνταγή» πού μοῦ προέτεινε, εἶχε μεσολαβήσῃ ἐκ μέρους μου μή ἀνερρυθρίαστος δήλωσις περί ἐπωδύνου στύσεως (sic).
Ντλάπηκα ποσῶς λίγο μέ ὅ,τι ἀξάφνως μοι εἶπεν/συνταγογράφησε, ἀλλά ἡ βαρβάτος τζούρα τοῦ παρακειμένου κονιάκ ἔβαλε ἕνα χεράκι (κι ἄααααλλο;) καί ἔκανα τό ἐπιπλέον καί καταλυτικόν βῆμα: Τῇ βοηθείᾳ webcameraς ἔδειξα τό πουλί μου· σέ μιάν 39 Μαΐων λογίστρια κάτοικον Ἁγιασοφιᾶς Πειραιῶς ὕπανδρον μητέρα δύο τέκνων (ἕνα παιδί κι ἕνα κορίτσι).
Ἄχ! Τί ἐνέχει (καί τί ἐπιφυλάσσει κυρίως) τό διαδικτυακόν (ἐνίοτε καί smsικόν) ξομολογητήρι ἀπό τύπισσες πού ξεδιπλώνουν τό μαράζι τους σέ προθύμους νά ἀκούσουν νέους! Μπορεῖ φυσικά, τό ἐκμυστηρευόμενο μαράζι μιᾶς μή ἀντεχούσης δεσμευθείσης νά ἀπέχῃ ἀπό ἕναν μέ τρέμουλο ὀργασμό, παρασάγγας ἑκατό, ἀλλά καί τό νομοτελειακό τῆς ἀπό τήν κάμπια πεταλούδας πόσο λιγότερο παράταιρο φαίνεται;
Καλέ ναί, ἡ μαντάμ εἶχε καημούς, ἀβεβαιότητες, προβλήματα, δισταγμούς, ἀμφιβολίες - καί ὅ,τι ἄλλο ἐπινοεῖ ὁ νοῦς γιά τό ἄνευ τύψεων δώσιμο ἀλλοῦ. Σίγουρα ὁ σύζυγος (ὅν πολύ ἠγάπα ὡς μέ διαβεβαίωνε πολλάκις) εἶχε περάσει λίγο μετά ἀπό μαγουλάδες καί πέτρα στά νεφρά, τήν ὑπ’ἐμοῦ προαναφερθεῖσα φαλλική ἀσθένεια-παθογένεια καί εἶχε γειάνει ὁριστικῶς. Ὄθεν ὀρθῶς εἶχα διαβάσει:
ε να καθησω λιγο επανω της για να την κανω καλα???
Τί μυαλό, τί πλοκή καί ἐν τέλει τί εὐφράδεια πού ἐπεδείκνυε ἡ ἀχαλίνωτος καύλα! Ἡ χορογραφία ἑνός σώματος καθώς πρός ἵασιν σέρνει τόν χορό ἕνας κόλπος δεχόμενος καί πνίγων σκληρό, ὑγρό κι ἀπωθημενάτο τσουτσούνι, τσουτσούνι ἄλλης φυσιογνωμίας καί χαρακτηριστικῶν τοῦ συνήθους, οὕτινος τόν ἰδιοκτήτη πολύ ἠγάπα ὡς μέ διαβεβαίωνε πολλάκις. Μμμμμ! Σπουδαία καί λίαν ἐρεθιστική εἰκών, ἄρχισα καί σχεδίαζα κι ἐγώ μερικά· ὅπως π.χ. νά αὐνανισθῶ (μέ τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῆς πράξεως τοῦ βιβλικοῦ ἥρωος καί οὐχί τήν παραποιηθεῖσα) μάλιστα στά σινδόνια τοῦ συζυγικοῦ κρεβατιοῦ της – θἄπρεπε νά τῆς τό προέτεινα, νά ἐπεδείκνυα κι ἐγώ εὐγλωττία τῆς ὀχείας, χμ… ἴσως σέ κἄνα φεησμπούκι κάποια ἄλλη νύξ… Ἀλλά κι αὐτή… Μά γιατί χρησιμοποιοῦσε ἐνεστώτα;
τα θελω στο στομα μου...
να τα νιωσω ζεστα...
και να τα γλυφω με τη γλωσσα μου...
Καλέ; Τί ἦσαν ὅλα αὐτά; Τί μοῦ ἔγραφε ἡ λυσσάρα; Ἐντάξει κι ἐγώ δέν εἶχα ἁδρανήσει, εἶχα βάλει τό χερτήν πούτσα μου στό ἐπινίκιο κάδρο ἀλλά πόθεν τέτοια θάρρητα ἀπό μίαν σύζυγο, μητέρα καί οἰκοκυρά ἐκ τῆς δοξασμένης μάλιστα, ὑπερηφάνου καί οὐδεπέποτε τήν κεφαλή στούς σελτζούκους κλίναι φυλῆς τῶν μανιατῶν;
Γι’αὐτό καί σταμάτησα νά ἀπασχολῶ τίς χεῖρες μου στό πληκτρολόγιο οὐχί μόνον πρός διατήρησιν τοῦ εὐρύθμου τῆς αἱματώσεως τῆς μου βαλάνου ἀλλά διότι ἔδει νά ἀνακαλύψω ποῖον καί πότε αὐτῆς κομβίον δακτύλωσα ὥστε νά ἀπελευθερωθῇ καί νά ξεσπάσῃ τόσο ἀποκαλυπτικῶς ἡ μέχρι πρότινος συνεσταλμένη housewife καί νῦν ἀκράτητο μιλφόνι.
Ἔκανα σκρόλλ ἄπ καί εἶδα διαδοχικῶς, πρίν ἀπό τίς παραπάνω ἀτάκες της, στό πεδίον Βαγγέλης ἔφα:
exo gemisei ygra..
skeftomai omos kai tis roges soy... mallon ekei tha xefortoso…
eimai olos ygra… to kefalaki exei afrisei…
Εἶχα γράψει τέτοια αἰσχρά; Γώ; Πότε; Πωπωπώωωω! Δέν θυμόμουν πράμμα! Σκρόλλ ντάουν, σκρόλλ ἄπ, ἔψαχνα, ἔψαχνα, τίποτε ὅμως… Ὥσπου τό μάτι μου, ἄχ αὐτό τό μάτι! Κύλησε ἐκεῖ δεξιά, δίπλα ἀπό τό μάους… Τελικά ναί, τό κονιάκ εἶχε βάλει γιά τά καλά τό χεράκι του. Τόσο ὥστε νά ἔχῃ μάθει νά πλεκτρολογῇ καί νά κάνῃ παιγνίδι μόνο του…
Καί σύγκλινο Μάνης θά σέ ταΐσω πασάκα μου!
8 σχόλια:
Είσαι πολύ ερωτύλος τελευταίως (μάλλον φταίνε οι ζέστες) αλλά έχεις ρέντα...
Το παρακάτω απόσπασμα αξίζει να προστεθεί στο famousquotes.com για να αποτελέσει κληρονομιά της ανθρωπότητας...
Ἡ χορογραφία ἑνός σώματος καθώς πρός ἵασιν σέρνει τόν χορό ἕνας κόλπος δεχόμενος καί πνίγων σκληρό, ὑγρό κι ἀπωθημενάτο τσουτσούνι, τσουτσούνι ἄλλης φυσιογνωμίας καί χαρακτηριστικῶν τοῦ συνήθους, οὕτινος τόν ἰδιοκτήτη πολύ ἠγάπα ὡς μέ διαβεβαίωνε πολλάκις.
Respect!!!
"Τῇ βοηθείᾳ webcameraς ἔδειξα τό πουλί μου· σέ μιάν 39 Μαΐων λογίστρια κάτοικον Ἁγιασοφιᾶς Πειραιῶς ὕπανδρον μητέρα δύο τέκνων (ἕνα παιδί κι ἕνα κορίτσι). "
αχαχαχαχααχαχαχαχαχαχαχαχα!!!
μα τη μπαναγία, ο βαγγέλακας είναι το ξώγαμο λαβ-τσάιλντ του παπαδιαμάντη με τον μπουκόφσκι, βαφτισμένο από τον κθούλου.
Ωπ!!!
Πού είσαι ρε ξυλοκόπε?
Ξεκλείδωσαν το μπλογκσποτ οι κίτρινοι?
Ἐρωτύλος καὶ μέγας ῥοκαβλών· βέβαιααααα! χαχαχα!
Ἀλλὰ ἡ ῥέντα πόθεν φαίνεται; |
"ὃν πολὺ ἠγάπα!"
χαχαχαχαχα
Ξυλοκόπε μουυυυυυ!
Ἄντεεεεε! Ἐλπίζω νὰ ἔχῃς μαζώξει πολλὰ κέιμενάκια!
δυστυχώς όχι, γαμώ κολλέκτιβλυ το πολιτμπυρό τους, αλλά φεύγω και πάω σε χώρα με λιγότερη λογοκρισία σύντομα και θανεβάσω διάφορα χαριτωμένα.
Συγγραφικιά ρέντα εννοούσα ρε απολειφάδι... :P
Ἐντάξει Σνώουμπώλ μου, δὲν τὸ κατάλαβα ντέ!
Νά σᾶς ῥωτήσω κάτι κύριε Ξυλοκόπε;
Πότε προβλέπεται* (ἄν καί ἐφ'ὅσον) νά ἔλθετε στήν Ψωροκώσταινα;
* ὄχι ἐσεῖς, πότε γενικῶς προβλέπεται ῥωτάω... Ἀλλὰ ἐπίσης θά μποροῦσε νὰ διατυπωθῇ ὡς πότε ἐσεῖς προβλέπετε...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα