I'm not easy (sic) but I'm true!
Μὲ τόση ζέστη καὶ πονεμένο τὸ κλιματιστικὸ τοῦ αὐτοκινήτου δὲν πολυψηνόμουν νἄβγαινα στὴν γύρα, ἄλλωστε αὐτοὶ οἱ μῆνες οὔτε σχολειὰ διαθέτουν, οὔτε φροντιστήρια, οὔτε ἐγγλέζικα, οὔτε καὶ κλειδοκύμβαλα· ποιός νὰ κυκλοφορήσῃ ἔξω μ’αὐτὸν τὸν καύσωνα;
Βαριόμουν ὅμως στὸ σπίτι, βαριόμουν πολύ. Ἐπαναλήψεις στὴν τβ, βιβλία σὰν φασολάδα γιὰ τέτοιο καιρό, φίλοι/γνωστοὶ/συγγενεῖς διακοπεύοντες, ἡ γυναίκα μου στὸ χωριὸ μὲ τὸ ἀγγὀνι.
Κύτταξα τ ὸ ῥολόι, ἦταν πολὺ νωρὶς ἀκόμα, πῶς μωρὲ θὰ περνοῦσε ἡ ὥρα;
Ἔτσι, τ’ἀποφάσισα.
Ἔκανα ἕνα μπανάκι, πῆρα ἀπὸ τὴν ντουλάπα ἕνα μακρυμάνικο πουκάμισο καὶ τσίμπησα τὸ κλειδὶ τοῦ ἀμαξιοῦ. Τράβηξα νοτιανατολικά.
Ο ἱ δρόμοι τί καλοί! Οἱ ἐρημιὲς ἔτεκαν ταχύτητες κι οἱ ταχύτητες γεννοῦσαν ἕναν κάποιον - ἔστω ζεστό - ἀέρα ὁπότε δὲν ἦσαν καὶ τόσο τραγικὰ τὰ πράγματα.
Ἀπὸ Βουλιαγμένης ἔστριψα ἀριστερὰ στὸ σῆμα τῆς Ὀλυμπιακῆς, ἔπιασα τὴν Γερουλάνου μέχρι καὶ τὸ τέλος της, μᾶλλον λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος της καὶ πάρκαρα· μερικὰ μέτρα μετὰ ἀπὸ στάση λεωφορείων, ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα πλατειάτο συντριβάνι.
Τακτοποιήθηκα λιγουλάκι, ἔσουρα τὸ κάθισμα πίσω, χαλάρωσα τὸ κορδόνι τοῦ σὸρτς καὶ φόρεσα τὸ μακρύ, χειμερινὸ πουκάμισο. Κύτταξα γύρω, μιὰ ἐρημιὰ τόσο αὐγουστιάτικη κι ἡ λαύρα νὰ σκιάζῃ τὰ πάντα. Ὁ κόσμος ὅλος τὴν πάλευε στὰ σπίτια του μὲ κλιματισμοὺς καὶ ἀνεμιστῆρες, ποιὸς θὰ γυρόφερνε μεσημέρι τέτοιας Κυριακῆς; Μᾶλλον λάθος εἶχα κάνει ποὺ κίνησα τέτοια ὥρα, τέτοια μέρα...
Ἄποψη διαφορετικὴ εἶχε ὁ κεντρικὸς καθρέπτης τοῦ ἀμαξιοῦ. Δι’αὐτοῦ, τὸ μάτι μου ἔπεσε σὲ μιὰ τύπισσα μὲ μιὰ πλαστικὴ τσάντα στὸ χέρι ἡ ὁποία διέσχιζε τὸν δρόμο κι ἐρχόταν πρὸς τὰ μένα. Ἦταν ἀρκετὰ ψηλὴ καὶ μὲ μακριὰ πόδια, καμία σχέση μὲ τὶς χαμηλοκῶλες ἑλληνίδες, ἴσως νὰ εἶχε ξεμείνῃ ἀπὸ τὴν βάσι τοῦ Ἑλληνικοῦ – ἦταν κι ἡ ἡλικία της τέτοια ποὺ ταίριαζε, τέλειο κούγκαρ! Χαρακτηριστικὰ προσώπου δὲν πολυδιέκρινα ἀλλὰ δὲν τὰ ἔκανα γιὰ τόσο ἱμεραπωθητικὰ - ἄσε ποὺ τέτοιες κυρίες εἶναι πάντα ἀνεκτικὲς ἕνεκα τὸ ἀπόμαχο ποὺ τοὺς ἔχει προκύψει...
Πλησίαζε μ ὲ βῆμα βιαστικὸ καὶ ῥυθμὸ ζὶγκ ζὰγκ ἀναζητοῦσα σκιὰ ἀλλὰ κάτι μουριὲς ἀπέσχον ἀρκετά. Χτυποῦσε τὴν σακούλα στὸν γοφό, κίνηση ἐξόχως παιδική ἡ ὁποία μὲ ἔκανε νὰ τὸ ἀποφασίσω. Ἔβαλα μπροστὰ τὴν μηχανή, μάρσαρα, ξεκούμπωσα τὸν γναμπτήρα τοῦ σὸρτς καὶ γρήγορα φόρεσα τὸ πουκάμισο, ἀφήνοντάς το λεύτερο πάνω μου καὶ ξεκούμπωτο. Τὴν κύτταξα καλὰ ὅσο μποροῦσα πιὸ καλὰ καὶ μοῦ ξεκίνησα τὸ πάρεργο.
Μὲ συγχωρῇτε... Συγγνώμη... Ξέρετε ποῦ εἶναι ἡ ὁδὸς Κύπρου;
Διέκοψε ἀπότομα τὴν πορεία της καὶ ἐστράφη, γύρισε δεξιὰ πρὸς τὰ ἐμένα, στὸ παρκαρισμένο αὐτοκίνητο, ἡ σακούλα λόγῳ τῆς ἁδράνειας σχεδὸν τὴν χτύπησε στὸ στῆθος.
Ὁρίστε; Πῶς εἴπατε;
Φανερ ὰ ξενικὴ προφορά, ὑπῆρχαν και φακίδες στὸ πρόσωπο χωρὶς νὰ κρύβουν ὡστόσο ὅτι διήνυε τὴν πέμπτη δεκαετία τῆς ζωῆς της. Ἒ καί;
Ψάχνω γιὰ τὴν ὁδὸ Κύπρου, ξέρετε κατὰ ποῦ πέφτει;
Καθὼς ἐγὼ ἐπαναδιετύπωνα τὴν ἐρώτηση καὶ αὐτὴ μὲ προσέγγιζε, φθάνοντας στὸ βεληνεκές μου, χαμογέλασα καλιγούλεια. Δὲν χρειάστηκε νὰ παραμερίσω τὸ πουκάμισο, ἡ κίνησή μου ἦταν ὑπὲρ τὸ δέον ἀποκαλυπτικὴ μέσα στὴν ἔξαψη.
Ἔχμ... Ὅπως εἶστε τώρα, θὰ συνε... Θὰ συνε... χίσετε...
Τ ὸ χέρι της ἦταν στὴν ἔκταση καὶ ἔδειχνε μπροστά. Ἐγὼ συνέχιζα νὰ κλιμακώνω τὸ χαμόγελο, ἀπὸ τὸ ἀθῶο ἑνὸς ἐξυπηρέτηση ζητοῦντος σὲ σαρδόνειο κάποιου ὀλίγον ἰδιορρύθμου καὶ σχεδὸν ἀνεπαίσθητα κινοῦσα πρὸς τὰ κάτω τὰ φρύδια καὶ τὰ μάτια ὥστε νὰ καταδείξω ὅτι γνώριζα ποῦ ἡ Κύπρου! Ἀλλοῦ τὸ θέμα, καλή μου... Τὸ χαμόγελο μάλιστα εἶχε ἁπλωθῇ σὲ ὅλο τὸ στόμα, σὲ ἀνοικτὸ στόμα σὲ κεφάλι ποὺ ἁμυδρὰ ἀνεβοκατέβαινε τηρώντας τὸν ῥυθμό. Προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσῃ ἀλλὰ κόμπιαζε. Κόμπιαζε, ἀκριβῶς τὶς στιγμὲς ποὺ κατηφόριζε τὸ βλέμμα της πρὸς τὸν τρίτο τῆς παρέας γιὰ μιὰν μόνο στιγμὴ καὶ ἐπανερχόμενη ἄμεσα στὰ μάτια μου, συνέχιζε νὰ ἐξηγῇ. Κόμπιαζε, δὲν φαινόταν νὰ τὸ πιστεύῃ, ἴσως καὶ τὸ πουκάμισο νὰ ἔκρυβε λίγο ἀπὸ τὸν δέκτη τοῦ εὔρυθμου χαδιοῦ μου, ἀλλὰ κάποιο τραύλισμα στὴν παλάμη μου, ἕνας σπασμός, ἕνα πάγωμα στὸ χαμόγελο τῆς ἔδιωξε κάθε ἀμφιβολία.
Κύτταξε χαμηλά, ε ἶδε, γούρλωσε τὰ μάτια, ὀπισθοχώρησε καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζῃ:
Ἄααααργκ! Σὰν ἂβ μπίτς! Γιοῦ φίλθυ ρητάρτηντ φρίκ!
Κύττα π ῶς ἔκανε ἡ πατσαβούρα! Κύττα την πῶς ἔκανε! Ἀφοῦ μωρὴ ἔχεις νὰ δῇς τέτοιο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ νῦν συνταγματάρχης ἐν ἀποστρατεία σύζυγός σου ἀποφοιτοῦσε ἀπὸ τὴν Σχολὴ Εὐελπίδων, σὲ χαλάει τώρα μιὰ μεσόγειος τσουτσοῦ; Ἄει χάσου!
Κα ὶ χάθηκε, ἔφυγε σχεδὸν τρέχοντας μὲ τὴν σακούλα νὰ ἀκολουθῇ κατὰ πόδας.
Φφφφφ! Ἡ σύγχυσις εἶχε χαλάσει τὴν καλλιγραφία μου καὶ ἤθελα χρόνο γιὰ νὰ ἐπανερχόμουν. Καλὴ φάσις πάντως, ἔστω βραχείας διαρκείας, ἦταν καλὰ καὶ γουστάρισα, ἡ μαντὰμ τὸ εἶχε, τρελλὴ ἐμπειρία, ὅ,τι ἤξερε ἡ μήτρα της δὲν θἄξερε οὔτε ἡ Δομή.
Σκούπισα λίγο τ ὸν ἱδρώτα μου καὶ συμμαζεύτηκα. Ἄδραξα μιὰν ἐφημερίδα καὶ ἔπιασα νὰ διαβάζω τὰ διανυκτερεύοντα φαρμακεῖα. Ποῦ καὶ ποῦ κυττοῦσα μπροστά, κυττοῦσα καὶ τοὺς καθρέπτες ἀλλὰ δὲν κινεῖτο τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ δυὸ παπποῦδες οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸν καύσωνα μὲ σακάκι μάλιστα πέρασαν δίπλα μου παίζοντες τὰ μπεγλέρια τους πολιτικοσυζητῶντες φυσικά. Μερικά, ἐλάχιστα αὐτοκίνητα διέρχονταν μὲ παράθυρα ἑρμητικῶς κλειστὰ καὶ μούρτζουφλους ὁδηγούς.
Ἄκουγα ἀθλητικὸ ῥαδιόφωνο, εἶχα πρὸ πολλοῦ τελειώσει τὴν στήλη μὲ τὰ φαρμακεῖα καὶ τὰ κοινωνικὰ ἀλλὰ τίποτε γύρω μου. Ἡ προηγούμενη ἐμπειρία μὲ τὴν τύπισσα μοῦ φαινόταν ἤδη πολὺ μακρυνὴ (καὶ ἀνατομικῶς δηλαδὴ) κι ὅπως ἔδειχνε, χωρὶς τὴν πιθανότητα ἐπανάληψης ὁμοίου περιστατικοῦ - τί κρίμα ῥὲ γαμῶτο! Κι ἦταν τόσο ἐρημικά, δὲν ὑπῆρχε καὶ φόβος λιντσαρίσματος ἂν καὶ ποιὰ ψόφια τολμᾷ νὰ ἐπιτεθῇ ἢ νὰ δημιουργήσῃ σκηνή ὅταν προκαλῇ τόσο; Τὸ λέω ἐγώ, μὴ ἀντιμετωπίσας τὸ παραμικρό, χρόνια ἀναζητὼν ὁδοὺς τῶν νοτίων προαστείων!
Πάνω πο ὺ σκεπτόμουν νὰ κινηθῶ πιότερο νοτιοανατολικά, πρὸς τὴν παραλία δηλαδή, ἔνθα ἦταν προσφορότατο τὸ ἔδαφος μὲ μπόλικες ἡδονοβλεψίες κυρίες καὶ δεσποινίδες, εἶδα μπροστά μου νὰ ἐμφανίζεται μιὰ κοπελίτσα - ἀρκετὰ κοντά μου, τὴν ἔκρυβε μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἕνα περιπτέρι. Διέθετε ἕνα προσωπάκι τόσο ἀθῶο καὶ ἀψεγάδιαστο ποὺ ἀμέσως σκέφθηκα τί ἐκφράσεις θὰ ἔπαιρνε ὅταν θὰ μὲ ἔβλεπε νὰ «τὸ ῥωτῶ ποῦ ἡ ὁδὸς Κύπρου».
Ἄναψα τὴν μηχανὴ καὶ ἄπλωσα πάλι τὸ πουκάμισο πάνω μου. Δυσκολεύτηκα πάντως νὰ ξεκουμπωθῶ, εἶχα ἀνταποκριθῇ τόσο ἄμεσα μὲ τὴν περιέργεια ἐκείνη, ἔνοιωθα σὰν τοὺς μεγάλους ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι ἵσταντο συγκεκινημένοι ἐνώπιον μιᾶς μόλις ἀποκαλυφθείσης σημαντικῆς ἐφευρέσεως! Εἶχε πλησιάσει γιὰ τὰ καλά, ἕνα σωματάκι τόσο ἄγουρο καὶ ἄμαθο τοῦ θυσαυροῦ ποὺ ἔσερνε μαζύ! Φοροῦσε ἕνα σὸρτς ποὺ ἀποκάλυπτε λευκὰ πόδια ἐνῷ τὸ ἀμάνικο φανελλάκι φανέρωνε στὸν θώρακα δύο ἀσύμμετρα μὲν κυδώνια ἀλλὰ τόσο στέρεα, τόσο ἐπιβλητικά, τόσο δωρικὰ ποὺ θὰ μποροῦσε ἐκεῖ νὰ στήσῃ μιὰν συσκευὴ rds δείχνοντάς μου ὅτι ἡ πλατεία τῆς Ἁγίας Τριάδος προηγεῖτο τῆς ὁδοῦ Κύπρου. Ἡ περπατησιά της δὲν εἶχε τίποτε τὸ θηλυκὸ ἀλλὰ ἤμουν τόσο γοητευμένος…
Συγγνώμη, ψίτ! Κοπελιά! Ψίτ! Μὲ συγχωρεῖς, ξέρεις πῶς θὰ πάω στὴν ὁδὸ Κύπρου;
Δὲν κατάλαβε ἢ δὲν ἄκουσε μᾶλλον, ἕνα τρίτο ψὶτ τῆς γύρισε τὸ κεφάλι.
Ὁδὸς Κυπρλλλτρρτρσσσσς; Μήπως ξέρεις ποῦ εἶναι;
Ῥώτησα σὲ ντεσιμπὲλ ἁρμόζοντα σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος κοιμόταν δίπλα μου, ὥστε μὴ ἀκούγοντας ἡ κοπελίτσα καθαρά, νὰ μὲ πλησιάσῃ. Ἔφθασε λοιπόν, ἦρθε πολὺ κοντὰ καὶ συνοφρυώθηκε:
Τί εἴπατε;
Κούνησα κι ἐγὼ τὰ φρύδια μου, προσπάθησα νὰ ἀκουμπήσω τὸ πηγούνι στὸν λαιμό μου κυττώντας της ὅμως καρφωτικά.
Ψάχνω… Ψάχνω μιὰν ὁδό. Τὴν Κύπρου. Ποῦ εἶναι, ξέρεις, καλό μου κοριτσάκι;
Τ ὸ χέρι μου παραληροῦσε, ἦταν περίεργο ποὺ μποροῦσα καὶ ἐξέφερα ὅ,τι τῆς εἶπα, τὸ πουκάμισο ἀνέμισε σὲ μιὰ ξαφνικὴ παρόρμηση ἑνὸς αὐγουστιάτικου μελτεμιοῦ. Τὸ κορίτσι μὲ πάντα ἔκφραση ἀπορίας κύτταξε πρὸς τὰ πάνω, σὰν μαθήτρια ποὺ μόλις ἔχει ἐρωτηθῇ γιὰ τὴν πρωτεύουσα τῆς Ῥουάντα. Θυμήθηκε - ὄχι τὴν Κιγκάλι – θυμήθηκε τὴν πορεία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρω καὶ χαμογέλασε.
Ἴσια, στὴν πλατεία καὶ στὸ στενὸ τῆς ἐκκλησίας θ ....................................................... γιατί τὸ κάνετε αὐτό;
Παρακαλ ῶ; Γιατί τὸ ἔκανα αὐτό; Ἀθῶο μου κορίτσι! Οὔτε αὐτὸ δὲν καταλάβαινε; Ὥστε λοιπὸν τόσο μικρὸ ἦταν; Μειδίασα λίγο ἀλλὰ συνέχιζα τὴν δουλειά μου, ἡ ἀπειρία του μοῦ κλιμάκωνε τόσο πολὺ τὸν ἐνθουσιασμό!
Γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Βλέπω, στὸ μέρος ἐκεῖ κάτω, στὰ σφιχτά σας δάχτυλα νὰ γυαλίζῃ μιὰ βέρα, εἶστε παντρεμένος, δὲν διοχετεύετε στὴν σύζυγό σας τὶς ὁρμές σας; Γιατί προτιμᾶτε κάτι τέτοιο;
Καλέ! Τί μο ῦ ἔλεγε τὸ μικρό;! Τὸ ὁποῖο μικρὸ δὲν ἦταν τόσο μικρὸ κι ἀνώριμο τελικά! Σεξουαλικὴ ὑγιεινὴ θὰ ἀρχίσῃ τώρα νὰ μοῦ διδάσκῃ; Δὲν εἴμαστε καλά!
Δὲν μοῦ μιλᾶτε; Μιλῆστε μου! Γιατί ἐπιλέγετε τέτοιους τρόπους ἰκανοποίησης; Γιατί δὲν συμβουλεύεστε κάποιον εἰδικό; Δὲν εἶναι ντροπὴ στὶς μέρες μας!
Μήπως ἔχεις καμιὰ καρτούλα, κάποιον νὰ μᾶς προτείνῃς; Βρὲ γιὰ κάνε μου τὴν χάρη! Καὶ ἀμίλητα συνέχιζα, ἐκνευρισμένος λίγο μὲ τὸν ὄψιμο πατερναλισμὸ ἑνὸς σχεδὸν ἀνηλίκου!
Μιλῆστε μου! Ντρέπομαι ποὺ ἕνας καθ’ὅλα φυσιολογικὸς ἐξωτερικὰ κύριος προσφεύγει σὲ τέτοιες μεθόδους ίκανοποιήσης!
Ἄααααα! Κύττα τώρα μπλέξιμο! Κύττα ποὺ πέσαμε στὴν ντόκτωρ Ῥοῦθ! Παρὰ ταῦτα πάντως παρέμενα μεγαλόπρεπος καὶ μὲ μιὰ ἀξεπέραστη οἴηση! Τὸ κοριτσάκι μὲ κυττοῦσε ἐπιτιμητικὰ κι ἐγὼ προλαβαίνοντάς την στὸ ξενέρωμα, γιὰ νὰ τῆς τὴν σπάσω, σούρωσα στὴν κοιλιὰ τὸ πουκάμισο καὶ τὴς ἔδειχνα τό…δαχτυλίδι μου - χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀπομακρυνθῇ τῆς ζώνης εὐθύνης ποὺ ὅριζαν τὰ δάκτυλά μου… Νὰ νὰ νὰ νὰ νάαααα! Μπροστά, πίσω, δεξιά, ἀριστερά, χαμηλά, ψηλά…
Λυπᾶμαι, λυπᾶμαι πολύ. Ἀλήθεια.
Κα ὶ στράφηκε στὸν δρόμο της μὲ μιὰ καθυστέρηση τεσσάρων λεπτῶν. Δὲν γύρισα νὰ τὴν κυττάξω, οὔτε κἂν στὰ πέριξ δὲν ἔριξα μιὰ ματιὰ γιὰ τὸν φόβο περαστικῶν. Κάθιδρος ξαπλώθηκα στὸ κάθισμα, ἔφτιαξα τὰ ῥοῦχα μου καὶ χαυνωμένος προσπάθησα νὰ ἠρεμήσω. Φοῦυυυυ, καιρὸ εἶχα νὰ ζήσω κάτι τόσο ἔντονο. Τόσο ἔντονο ποὺ δὲν ἤθελα νὰ γυρίσω ἀκόμα στὸ σπίτι. Ἔπρεπε ὄμως νὰ φύγω, τὸ μέρος ἐκεῖ ἦταν πλέον καμμένο, ἄσε ποὺ μπορεῖ ἡ κοπελίτσα νὰ γύριζε παρέα μὲ κἄναν κοινωνικὸ λειτουργό! Γιὰ τέτοια ἤμαστε;
Ξεκίνησα λοιπ ὸν καὶ ἄρχισα νὰ γυρίζω στὴν γειτονιά. Μὲ τὸν νοῦ μου σὲ διέγερση, μιὰ ἀνησυχία ἡ ὁποία μὲ ἔσπρωχνε ὅσο τὸ δυνατὸν μακρύτερα. Ἔστριβα ὅπου ἔβλεπα φαρδὺ δρόμο, παραβιάζοντας τὶς μονοδρομήσεις καὶ ἔψαχνα κάποιο ἀλσύλιο. Βρέθηκα σὲ μιὰ περιοχὴ μὲ θέα στὸν ὀρεινὸ ὄγκο μὲ πολλὲς πλατεῖες. Χμ… Καλὰ ἦταν. Ἄμεσα ξέχασα τοὺς φόβους μου καὶ ἄραξα κάτω ἀπὸ ἕναν εὐκάλυπτο. Ἄναψα ἕνα τσιγάρο καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν ἔψαχνα γιὰ τὸ ἑπόμενο θήραμα - ἤλεγχα ὅμως τὴν γειτονιά, ἂν ἔβλεπα κἄναν παπποῦ νὰ κάθεται σὲ μπαλκόνι, ἒ ἐντάξει. Ἦταν καθαρὰ πάντως…
Θ ὰ ἄναβα κι ἄλλο τσιγάρο ἀλλὰ ξαφνικὰ πετάχτηκε ἀπὸ μιὰ καγκελόπορτα μιὰ κοπέλα. Ξανθούλα, μὲ κοντὸ μαλλί, κοντούλα καὶ εὐκίνητη. Εἶχε τὸ κινητὸ στὸ αὐτί της, ἦταν φανερὸ ποῦ μιλοῦσε, δὲν ἀκουγόταν φυσικὰ κάτι, ἀλλὰ ἦταν φανερό. Εὐτυχῶς ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου· δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κάνω κύκλο καὶ νὰ χρειαστῇ νὰ κάτσω σὲ ἄλλο μέρος χωρὶς πρῶτα νὰ τὸ ἔχω ἐλέγξει. Ἐρχόταν σχεδὸν τρέχοντας καὶ τὰ μέλη της ἐπίσης συμμετέσχον στὸν ἐνθουσιασμό της, ποῦ πήγαινε ἄραγε; Δὲν χρειαζόμουν περισσότερα. Ἄναψα τὴν μηχανὴ καὶ ἔγειρα στὸ κάθισμα τοῦ συνοδηγοῦ…
Συγγνώμη κοπελιά καὶ ὅπλιζα τὸ 38άρι μου ἀσφαλίζοντάς το μὲ τὸ πουκάμισο… Συγγνώμη, ἡ ὁδὸς Παλιγεννεσίας εἶναι ἐδῶ κοντὰ ἢ ἔχω χαθῇ;
Μᾶλλον χαθήκατε. Χα χά! Δὲν τὴν ξέρω, ξέρω ὅμως τὴν περιοχὴ καὶ σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν εἶναι κοντὰ ἐδῶ…
Δ ὲν σταμάτησε καθόλου ἐνῷ μοῦ ἀπαντοῦσε. Συνέχιζε τὸ βιαστικό της βῆμα. Σπουδαῖο κορμί, ἀδύνατο κι ἀθλητικό. Δὲν θὰ ἔχανα τῆν εὐκαιρία. Ἔβαλα τὴν ὄπισθεν καὶ μὲ ἀργὴ παρέλασης ταχύτητα, παρέμενα δίπλα της. Τί νὰ πρωτοήλεγχα; Αὐτήν, τὸν δρόμο ἢ τὸν τυπὰ ποὺ οἱ ἀνάγκες του μὲ εἶχαν μεταναστεύσει σήμερα; Καὶ μέσα σ’ὅλα φυσικά, ὑπῆρχε καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μὲ δῇ ἡ κοπέλα. Σήκωσα ἀπότομα τὸ χειρόφρενο καὶ στὸν θόρυβο τῶν λάστιχων, σταμάτησε ἀπότομα καὶ μὲ κύτταξε. Ἦρθε κοντὰ καὶ ἄ! Ὅμορφα! Τώρα ἦταν ὅμορφα! Υἱοθετώντας ἕνα χαζούλικο ὕφος μὲ τὸ ἀνάλογο χαμόγελο καὶ τὸν ἁρμόζοντα ῥυθμὸ στὸ χέρι μου, τὴν ῥώτησα:
Καὶ πῶς θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ; Ἔχεις καμιὰν ἰδέα;
…χωρ ὶς φυσικὰ νὰ παραλείψω μιὰ ἀτακτοποίηση τοῦ ὑποκαμίσου, καθὼς τελείωνα τὴν φράση μου. Εἶχε μείνει ἀκίνητη, ἐντελῶς ἀκίνητη καὶ εἶχε ἀναλάβει ἕνα σκερτσῶδες ὕφος, αὐτὸ ποὺ δηλώνεται μὲ προφὶλ προσώπου τριῶν τετάρτων. Δὲν κυττοῦσε χαμηλὰ ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνῃς ἀκόμα κι ὅταν βλέπῃς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπέναντι, τί ἄλλο κάνει τὸ σῶμα του; Τὸ ἔβλεπε, μὲ ἔβλεπε φυσικά. Κι ἐγὼ μὲ συνεχῶς διογκούμενο θάρρος ἀπὸ τὴν ψύχραιμη μέχρι παρεξηγήσεως συμπεριφορά της συνέχιζα κορυφώνοντας τὴν κίνησή μου. Ὡστόσο δὲν ἀφηνόμουν· ἦταν ὅλα τόσο περίεργα κι αὐτὴ δὲν μιλοῦσε, παρότι φαινόταν πὼς ἤθελε ἄπειρα νὰ πῇ, δὲν μιλοῦσε, δὲν ἔλεγε τίποτε παρὰ μόνον τὰ χέρια εἶχε σταυρώσει καὶ μὲ κυττοῦσε, προσηλωμένη χωρὶς νὰ μετακινῇ μοίρα τὴν ματιά της.
Λοιπόν; Ἔχεις καμιὰν ίδέα; Κάτι νὰ προτείνῃς;
Πλησίασε, τόσο ὥστε νὰ μυρίζω τὴν δυόσμο τσίχλα της, ἔβαλε τὰ χέρια στὴν πόρτα καί ἐμμέτρως, μοῦ εἶπε:
Σήμερα ποὺ ’ναι τ’ ἀη γιαννιοῦ, τιοῦ Θιοῦ ζητῶ μιά χάρη
τοῦ χρόνου σὰν καὶ σήμερα νὰ γίνουμε ζευγάρι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα