ὄντως αἰωνία
Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ ἀκριβῶς 16 χρόνια. 13 χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, ἡ Ἄννα Νικὸλ χαμένη ἐλαφρῶς στὴν λήθη ποὺ ἡ βιομηχανία αὐτοῦ τοῦ θεάματος ἐξασφαλίζει, μὲ πάμπολλα προσωπικὰ προβλήματα δραπέτευσε ἀπὸ τὴν διάστασή μας καὶ κίνησε γιὰ τὸ ἐπέκεινα, τὸν ἀθάνατο χῶρο τῶν ίδεῶν. Ἡ εἴδηση τότε προκάλεσε ἰσχυρὰ σὸκ στοὺς σινεφίλ. Ἕνα τέτοιο (πρὸ 3ετίας) σχόλιο ἀλίευσα ἀπὸ τὸ διαδίκτυο καὶ τὸ παραθέτω:
Οι κινηματογραφόφιλοι σήμερον πενθούμε. Τό μαντάτο, σάν σουβλιά ἀπό τερηδονισμένο δόντι καθὼς ἔμαθα χθές, ἀπό μιάν ἑνδεκάδα λέξεων ὅτι νεκρή σέ ξενοδοχεῖο τῆς Φλόριντα βρέθηκε ἡ 39χρονη Ἄννα Νικόλ Σμίθ. Περαιτέρω λεπτομερείας δέν τόλμησα νά ἀποζητήσω, ἡ ἀποσβόλωσις ἦτο ἀπόλυτος, ματαιώσασα κάποιες βραδινές ὑποδραστηριότητες.
Ἐν τέλει, ἄχνισα ἕνα κλίκ καί μπούκαρα στό λίνκ. Ἡ πρόσφατος φῶτο της μέ τρόμαξε λίγο, ὥστε ἔτσι εἶχε γίνει τόν τελευταῖο καιρό; Εἶχα μεγάλο διάστημα νά τήν δῶ εἴτε σέ πόζες εἴτε σέ καρέ καρέ, ἀλήθεια ἀπό πότε; Τί κρίμα πού δέν θυμᾶμαι· θυμᾶμαι πάντως μιά περίοδο ἡ ὁποία ἦταν γεμάτη ἀπό Ἄννα Νικόλ Σμίθ.
Περιοδικά, περιοδικά μέ κασσέτες (τότε δέν υπῆρχον τά δβδ), ταινίαι...
Ταινία... Οἱ ῥοδοδάκτυλες σκηνές στό naked gun... Φλάς μπάκ στήν ντισκοτέκ τήν παλιά ντισκοτέκ ὅταν πρωτοσυναντιέται μέ τόν Λέσλι Νίλσεν, στό νοσοκομεῖο καί τήν τράπεζα σπέρματος μέ τό ντεκολτέ - ὑπόκλισις. Στό κρησφύγετο τοῦ δραπέτου ὅταν ἀυπνίαι τῆς ζητοῦν λίγο γάλα καί στό σαλόνι συναντᾷ τόν ἥρωα... Εἶναι ἄβαφτη, φορᾷ μιά ῥόμπα ἡ ὁποία ὅσο καί ἄν τό θέλῃ δέν μπορεῖ νά κρύψῃ τό ἀνυπέρβλητο μποῦστο της καί πολλά ἁλληλούια δεσπόζουν παντοῦ.
Ἦταν ἡ πρώτη μου γκόμενα (δέν ὑπῆρξαν ἐξ ἄλλου καί πολλές - μετρημένες στά δάκτυλα ἀκρωτηριασμένου χεριοῦ) πού πῆγα στό σπίτι νά τήν δοῦν οἱ δικοί μου!
Ἐννοῶ ὅτι ἦταν ἡ πρώτη τσόντα πού πῆγα στό σπίτι χωρίς σπασμωδικές κινήσεις προφυλάξεως. Ἄχ! Νά τό κρύψω, ἄραγε φαίνομαι; , ποῦ νά τήν βάλω ὁ λακαμάς;! Δὲν ἔπαιξαν τέτοια μὲ τὴν κασέττα αὐτή. Ἡ vhs ἦταν δίπλα στίς ἄλλες. Ἡ ἀπό τό Playboy μέ τήν Ἄννα, δίπλα στήν ἀπό τίς 13 Ιανουαρίου 1997 - ΑΕΚ ΟΣΦΚ 2-0, 1 Ιουλίου 1995 - ὁ γάμος τοῦ Διαδόχου Παύλου, 23 Ιουνίου 1995 - ΘΒ Πράκτωρ 000 καί κάμποσες ἄλλες, ἔτσι ἁπλά, χωρίς τήν παραμικρά προφύλαξη.
Μέ πέτυχε λίγο πρίν ἀπό τήν κατάταξή μου στά στρατά. Πλήν τῶν πάτων γιά τά ἄρβυλα, τοῦ ἀουτάν γιά τούς κώνωπες, τοῦ βαφτικοῦ κάμελ, τά μέ την Ἄννα Νικόλ Σμίθ περιοδικά κατέσχον ἐξ ὀφίτσιο, πρώτη θέση στήν πρός Λακωνία σάκ βουαγιάζ. Οἱ μῆνες τῆς θητείας μου μοῦ εἶχαν τήν συγχωρεμένη, δεκανέα ἀλλαγῆς στίς μεταμεσονύκτιες ἄς ποῦμε τσάρκες, στά περίπολα τήν εἶχα περιπολάρχη κι ὁμοῦ παραμερίζαμε τῶν τά φύλλα εὐκαλύπτων μαθαίνοντας ὁ εἷς στόν ἄλλο τά ὀνόματα τῶν ἀστέρων τοῦ νυκτερινοῦ οὐρανοῦ. Χαμογελῶ ἀνακαλώντας τήν παιδικά ἔμμετρη προφορά της ὅταν ἔκανε λόγο γιά Alpha Canis Majoris καί μοῦ ’δειχνε ἐκεῖ ψηλά κι ἐπέμενε νά σηκώσω τό κεφάλι, τό βλέμμα νά στείλω ψηλά κι ἐπέμενε νά σηκώσω τό κεφάλι, μάταια ὅμως καί περνοῦσε ἡ ὥρα καί παίρναμε τόν τῆς ἐπιστροφῆς δρόμο πρός τόν λόχο.
Ὀλίγον πρό τῆς - γιά 2 τό πολύ ὧρες - κατακλίσεως, ἐκείνη μοῦ ἔβαζε κολυνός στήν ὀδοντόβουρτσα, μέ ξύριζε μέ κρέμα ἰδίας φίρμας, αὐτή (ἡ Νικόλ ὄχι ἡ κρέμα) μέ σκέπαζε ψιθυρίζοντας ὅτι θά μοῦ εἶναι ὁ ἀτομικός θαλαμοφύλακας. Τά βιαστικά ὄνειρα πού ἕποντο τήν ἔσχον ἡρωίδα, τί ἄλλο θά μποροῦσε νά γίνῃ; Τήν ἔβλεπα στόν στίβο μάχης νά ἀποσυνθέτῃ στά μέρη του τό g3a4 κι ἀφήνοντάς τα κάτω, μοῦ ζητοῦσε νά ἐπαναλάβω. Στήν ἀνεπίδεκτη μαθήσεως ἀβέλτερη συμπεριφορά μου, θύμωνε πάντα, κοκκίνιζε, προσπαθοῦσε νά φωνάξῃ νουθετιστί, μπέρδευε ὅμως τά λόγια της καί καταλήγαμε νά γελᾶμε, νά ἀγκαλιαζόμαστε, νά κυλιόμαστε κάτω καί νά φωνάζουμε βλοσυρά στούς προσεγγίζοντες περιέργους ἀνεπιθυμήτους, ἐλεύθερος πρός ὑπογραφήν. Ἐκσπερμάτιζα ἀκριβῶς τήν στιγμή πού μέ τά δυνατά της μπράτσα μέ καθήλωνε, μέ ακινητοποιοῦσε στό ἔδαφος. Ἡ μυρωδιά τοῦ ὑγροῦ χώματος γύρω μας καί μιᾶς ἀλλεργιογενοῦς σκόνης ἀπό τό χαμομήλι μέ κατέκλυζε καθώς ἐκείνη πάνω μου, ἔπιανε τό χιτώνιόν της καί ἄρχιζε νά τό σουρώνῃ κινώντας το πρός τά πάνω, μαρτυρώντας τόν ἀφαλό της. Δέν προλάβαινα νά δῶ ἄλλη στρογγυλοῦ σχήματος περιοχή τοῦ σώματός της. Τά ἀγαστά μαστάρια της μέναν ἀπόκρυφα καί καταχωνιασμένα σάν τήν σκοτεινή τῆς σελήνης πλευρά κι ἐγώ ἐκνευρισμένος ξυπνοῦσα ὄχι ἕνεκα τοῦ σπέρματος στό σώβρακο ἀλλά τῆς ἀπαράδεκτης αἰσθήσεως τοῦ ἀνολοκλήρωτου.
Κι ἔτσι ἔμενα νά ἰκανοποιοῦμαι μόνο κάποια μεσημέρια, στήν ἀγγαρεία τῶν μαγειρίων ὅταν καταπολεμούσαμε – ὁμοῦ – τήν λιπαρότητα τῶν ζυμαρικῶν μέ ἀρκετά κιλά ὑγρό καθαριστικοῦ. Τά βρώμικα σκεύη φαγητοῦ γιά δυό τάγματα καί μία σχολή, δημιουργοῦσαν ἕνα κάποιο ἄγχος τό ὁποῖον ξεπερνούσαμε παίζοντας, ἀστειευόμενοι. Ἡ εἰκόνα της, οἱ εἰκόνες της μέ βρεγμένο μπλουζάκι νά τρέχῃ πρός τό μέρος μου φέρουσα λάστιχον, ἀναπηδοῦσα, μοῦ προεκάλει μιά ὀξεία ἄνοια, μιάν ἀβελτεριά. Ἐκφυλιζόταν κάθε μου ἐπαφή μέ τά γύρω καί κωλυωνόταν στό ὁπτικό μου νεῦρο αὐτή ἡ βρεγμένη μπλούζα κρύβοντας καί φανερώνοντας, κυρίως ὅμως δικαιολογώντας τό ῥητόν: ΙΣΧΥΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ...
3 σχόλια:
Θα τη θυμόμαστε πάντα... :(
καὶ τὸ "πάντα" δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσῃ τὸ γιὰ πόσο...
:-(
υπέροχη και μεγάλη καλλιτέχνις της αυτοκαταστροφής
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα