Η Κυριακή τού προχθές ήταν ημέρα ξεχωριστή. Είχε αυτό τό κατιτίς της, αυτό τό αλμυρούτσικο πού τερψεύει ουρανίσκους, τό γιοματάρι πού αιματώνει βαλάνους καί τό ριγέ σκληρό πού ευδιαθετίζει πλάτες καί νάνι.
Μέ δυό λέξεις, είχε μπάνιο. Λουτρό δηλαδή, μετά από αααρκετό καιρό - όπου ο αριθμός τών άλφα στό «αρκετό», η τετραγωνική ρίζα τών συνολικών ημερών αποχής από τό υγρό στοιχείο.
Δέν τό είχα ξαναποτολμήσει, τό’πραξα τώρα βοηθηθείς από τήν άδεια τής δουλειάς. Δυό εβδομάδες, μπάνικη ποσότης! Τό ερέθισμα μού τό έδωσε ένας συνάδελφος από τά στρατά ή κάλλιον μιά φώτο του· τίς σκάλιζα τίς προάλλες καί θυμήθηκα τήν απάντησή του στό ερώτημα ενός πυργιώτη δεκανέως, «Γιατί δέν κάνεις μπάνιο;»
«Μπάνιο κάνουν οι βρώμικοι. Εγώ είμαι καθαρός, γιατί νά κάνω μπάνιο;»
Κάπως έτσι κι εγώ. Ξεκίνησα μέ ισχυρά πεποίθηση ότι κάθε μου τετραγωνικό εκατοστό έχαιρε άκρας καθαροσύνης. Η κάθε ημέρα πού περνούσε δέν προσέθετε κάτι εμφανώς κηλιδωτό στήν έν λόγω σχεδόν αστραπτάδα. Συνεπώς, πρός τί τό άγχος γιά τό θνήσκον αμυγδάλιον αφρόλουτρο; Κι έτσι, παρήλθον σχεδόν εννέα ημέρες.
Μέχρι πού κάποιες υποψίες, άφησαν τήν χώρα τού «μωρέ λές;» καί πήραν βίζα βεβαιότητος. Τό πρωί τής Παρασκευής, στήν ΔΟΥ Νικαίας, καθώς περίμενα στήν ουρά. Οι μασχάλες μου είχαν λήξει, αι αναδυόμεναι μυρωδιαί αυτών, έκαναν τούς (συν)φορολογουμένους νά αποζητάν επαφή μέ τόν έφορα! από τό νά συμμετέχουν σέ κοινή σειρά μέ εμένα. Μέ τόν έφορα!
Έφυγα μέ ένα ύφος πού έμοιαζε μέ – έ! Τί γαμωΰφος μπορεί νά έχη κάποιος όστις τρώει μιά κατά κάποιο τρόπο χυλόπιττα, από έναν έφορα*; Από έναν έφορα! Σκεφθείτε εσείς τήν έκφρασή μου, τό ύφος μου καθώς ψυχοραγού έφευγα από τόν 3ο όροφο – τμήμα δήλωσης ενοικίων/μεταβίβασης ακινήτων.
Έσουρνα βήματα στόν δρόμο, κύτταζα χάμω, κρύωνα· ηρνήθην νά πάρω τό 846 γιά τό σπίτι καί νά γίνω στόχος καί στά λεωφορεία τής γραμμής. Θά γύριζα μέ τά πόδια.
Φθάσας οίκοι, η χημική αντίδραση τού φρέσκου ιδρώτα (ένεκα η πεζοπορία) μέ τίς μασχάλες αντικέ χάλασαν κάθε καλή μου διάθεση. Τάχιστα γδύθηκα καί μπάρκαρα στό μπάνιο. Στό λουτρό!
Αχ! Ο Άργος μόνον έλειπε από τό σκηνικό, νά κουνήση τήν ουρά του κι αυτή από εδάφιο ντροπής (στήν εφορία πρίν από μισή ωρίτσα) νά κατασταθή σημάδι αναγνώρισης! Τί συγκίνησις κι αυτή! Νά βλέπω τό λευκότερο δωμάτιον τού σπιτιού μετά από τόσο καιρό! (Καλέ πώς μεγάλωσε έτσι;) Η γλυστερή μυρωδιά τού αποσμητικού χώρου άρχισε τό πρελούδιο. Ο νερός έτρεχε στίς πορσελάνες, ήμουν εκεί! Μέ ένα κυρίως μέρος πολυποίκιλτο, αλέγκρο τίς στιγμές πού τό νερό πιτσίλιζε μέρη καταπιεσμένα καί πλεχτουργίες αποθεωτικές.
Γγγγγδδδδδδδρρρρροοούυυυυυυυυυυυυυυυυυππππππ!
Μά γαμώ τόν μπελά μου, αυτή κι άν ήταν κατακλείδα! Η εσχάτη αρμαθιά νερού πού ξεκοκκαλίστηκε στό σιφώνι! Ο στριγγός ήχος καθώς αδειάζει η μπανιέρα· πωπώωω! Τί κένωσις ήταν αυτή!
Μέ τζιβιτζιλιάρικο ρυθμό πήρα νά στραγγίζω καί τσίμπησα μιά πετσέτα, ε ναί! Ποιά άλλη; Αυτή μέ τά αρχικά «Ε.Σ.». Φλίπ φλίπ πρός τό δωμάτιον, άνοιξα τήν ντουλάπα καί ξεδιπλώθηκα στόν εκεί καθρέπτη. Ήμην ολερρύθριος από τό τρίψιμο καί τήν προσπάθεια, είχε ξεσυνηθίσει τό σώμα εξάλλου, πού τό πάς αυτό;
Τράβηξα τήν πετσέτα κι άναψα ένα 25 βάτ πορτατίφ· οι στήθιες τρίχες είχαν στεγνώσει καί μιά ελκυστική λαμπράδα είχε απλωθή εκεί, οι βραχίονες γυάλιζαν, οι γραμμώσεις στήν χώρα τήν κοιλιακή καλοφαίνοντο, τό πέος καίτοι υγρό καί μαζεμένο διελάλει τήν προικισμένη του εμβέλεια καί τό επίμονο βεληνεκές. Οι μηροί γυμνασμένοι μέ οπίσθια τορνευτά καλοσχηματισμένα καί ζουμερά. Ίνα μή τι απόλλυται.
Τότε νοερείδα τόν άκωλο συνταξιούχο πού ενόσω περίμενε νά δηλώση τήν εκμίσθωση κάποιου ακινήτου του, μέ εκύττει σκωπτικά! Εφάνη καί μιά τέως γυναίκα, γυρεύουσα λύσεις στά περί κληρονομίας μιάς θειάς της, μέ σουφρωμένα χείλη νά μέ εμμεσοσχολιάζη. Καί μιά ωριμοτάτη κυρία στά βυθίσματα τών εμμήνων της λίγο πρίν επικαρπίση ακίνητο, νά τσκτσκίζη τά δόντια της, δεικνύουσα στήν διπλανή της τό λευκοκίτρινο μανίκι μου!
Ξεσπάθωσα!
Δέν γινόταν βεβαίως νά επιστρέψω στήν οδόν Καισαρείας καί ν’αρχίσω νά επιδεικνύωμαι σέ όσους (=όλοι) εκεί, μέ απαξίωσαν! Ήταν όμως απωθημένο, έπρεπε κάπου νά ξεσπάσω..! Καί μιλούσα έντονα, μόνος στό δωμάτιο!
Δέν άργησα νά ξεφύγω από τόν πρός τούς ελεεινολογούντες με, φιλιππικό. Αφοσιώθην σέ μένα. Τό βλέμμα μου σάρωνε όλο τό σώμα. Από πάνω ώς κάτω, χωρίς νά κινήται τό κεφάλι, χωρίς νά ακούγηται κάτι.
Φούσκωνα σάν παγώνι, παρατηρώντας με, όλο καί έβγαινε στήν επιφάνεια μιά στομφώδης διαπίστωσις, ήθελε πολύ νά γίνη δήλωσις.
Ώσπου, ορμώμενος από τίς εικόνες τής αιθούσης αναμονής, φρύαξα. Δέν μπόρεσα νά χουλαντρίσω μιά πλημμυρίδα οργής γιά όλους αυτούς τής εφορίας! Μιά ιδέα μού καρφώθηκε στό μυαλό, πανταχόθεν τέλεια κι αψεγάδιαστη! Έπρεπε! Δίπλα σ’αυτήν, επανήλθε όμως καί η δήλωση πού ενέσκυψε όταν μού ήλεγχα τό δέμας, τό εξίσου αψεγάδιαστο κορμί!
«Τσσσσς! Φοβερός! Ιιιιιι! Λιγώνομαι καί πού μέ βλέπω, φαντάσου οι άλλοι! Μμμμμμ! Άν ήμην γυναίκα, τό δίχως άλλο, θά μέ γαμoύσα!»
* πρασινοφρουρός (τό’80), κωλόγαυρος* έκπαλε, μέ πόστο στό κυριακάτικο γιουσουρούμ τής πλατείας Ιπποδαμείας εκθέτων καρδερίνες καί λούγαρα, φάν τού Κοντολάζου καί τής Βίκυς Μιχαλονάκου.
* Σόρρυ ασιμάκι μου!