κατάλαβες τί γίνεται;
Εἶδα, λέει, πὼς ἤμανε στὸ (κἄπου στὴν Βρυξέλλα) διαμέρισμα, μιᾶς παλιᾶς, λέει, συμμαθητρίας (σχολεῖον ἐπήγαινα τὴν προηγουμένη χιλιετία) ἡ ὁποία (ἡ συμμαθήτρια, ὄχι ἡ χιλιετία) ἐργαζομένη οὔσα ἐν τῷ παρλαμέντῳ, μὲ ψάρωνε ἀνέκαθεν μέχρι ποὺ μοῦ ἐζήτησε νὰ τῆς πάω μιὰ κούτα ντάβιντωφφ. Καὶ ἤμανε, λέει, ὄρθης (ὄρθης ὁ ἐγώ, ὅλος ἐγώ, ὄχι ὁ μῦς τῆς κεντρικῆς μου ὑδραυλικῆς μου ἐγκατάστασής μου) ἐνώπιον, λέει, τῆς βιβλιοθήκης της. Αὐτὴ ἀραχτὴ εἰς τὸν τριθέσιον, λέει, στὸ γκαναπέ, τρώγουσα πατάτες τηγανητὲς (ἔλααα!) καὶ τὴν μακάριζα διὸ διέθετε, λέει, τόσα πολλὰ τοῦ Σιμενόν, λέει, ἔτι ἀνέκδοντα (sic) στὴν ἑλληνική, λέει, ἀλλὰ ἐκείνη, πιότερο φανέρωνε, λέει, οἴησιν διὰ τὰ Ἀστερίξ της. Βέεεεεβαια! λέει. Διότι μποροῦσε, λέει, ἔλεγε, διαβάζουσά τα γαλλιστὶ νὰ ἀντιλαμβάνῃται τὰ πάντα ὅλα λογοπαίγνια, τὰ μὴ δυνάμενα μεταφερθεῖν ἑλληνικῶς. Λέει. Δὲν ἔδωκα σημασία εἰς ὅ,τι ἐτόνισε. Ξέφυγα, ἕρπειν, λέει, γιὰ τὸν καμπινὲ ἔνθα ἔπλυνα τὴν ἀνάσα μου μέ, λέει, κολυνός, τὸ ἐφαϊὰρ τῆς πόσθης μου καὶ τὴν ὑφαλοκρυπίδα τῆς βαλάνου μου, λέει, μὲ σάπωνα ὅστινα εἴχομεν ἀγοράσει ἐκ τῶν λάς, λέει, εἰς τὸ 22 τῆς ὁδοῦ Neuve, ὥστε γιὰ πιὸ μετά, ἀναζητήσεις, λέει, τοῦ ἐρυθροῦ, λέει, σταυροῦ, κυρίως εἰς τοὺς γλουτοὺς αὐτῆς καὶ οὐχὶ μόνον. Τὸ (ἑπόμενον) πρωί, ἔψαχνα γάλα γιὰ μέλανος σοκολάτας, δημητριακὰ - ἐκείνη τὰ σιγάρα της. Εἶχα δὲν εἶχα καταπιεῖ τὴν πρώτη γουλιομπουκιὰ ὅτε μοι εἶπεν πὼς ὅτε ἐμεῖς τὸ (προηγούμενον) βράδυ, κάναμε ὅ,τι κάναμε, ἰσραηλινοὶ στρατιῶται ῥεσαλτάρανε εἰς τὸ 1 (ὁλογράφως ἕνα) καράβι γιὰ τὴν Γάζα. Ἐξύπνησα κάθιδρος, μὲ τὴν ὀνείρωξιν, ἀμβλωθεῖσα ἐν τῇ γενέσει της. Διάρκεια ὀνείρατου, δευτερόλεπτα τρία.