Καίτοι τέλεψε...
Δηλαδὴς ἂν δὲν ἔχῃς μία
καὶ δὲν μπορεῖς πουθενὰ πᾷς σὲ αὐτὸ τὸ ἑλλαδικὸ καλοκαίρι, ὅπου συνωστισμέναι
παραλίαι μὲ σφίχτες κάγκουρες ξυρισμένου στήθους τὴν μπαίζουν τόσο καλλιεπῶς
τὴν ῥακέτα κτυπώντας την ἀνηλεῶς πάνω ἀπὸ τὶς μάπες ὑποψηφίων κεφαλοδιασεισούχων,
μὲ ποζεροῦδες κυράτσες νὰ πήζωσιν στὶς σέλφι μπὰς καὶ ἐξάψουν παρὰ φύσει
φαντασιώσεις σὲ κἄναν πεταμένο χάλια, λίγο πρὶν βηματίζουν ὡσὰν τοὺς
ἀναστενάρηδες διότι ἐλλοχεύει διάρρηξις τοῦ πεντικιοῦρ, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ψωνίσουν
τὸ τρέντυ κατιτίς των ἀπὸ τὸ μπὰρ κι ἀναλαμβάνοντας μιὰ ἱλαροτραγώδια ἔκφραση
περιμένοντας τὴν σειράν των... Τὸ μόνο ποὺ παρατηρεῖται θαλερὸ πάνω τους εἶναι
τὸ γυαλῖζον ἑνὸς ψηφίου προστασίας ἀνθηλιακὸ ἐνῷ μάχεται μὲ τὴν κυτταρίτιδα σὲ
μπουτάρες καὶ κοιλιὰ ἡ ὁποία ἀναφανδὸν τσιμπᾷ iso πόλντο.
Παρολίγον κουλτουριάρες ψόφιες γκόμενες στέκονται σκεπτικιστικὰ ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν ὅπως ἀκριβῶς στέκονται οἱ κομμουνιστὲς σὲ ἀστικὴ κοινωνία, ἔχουσαι ὑπὸ μάλης καμιὰ δημουλίδου ὥστε νὰ φανοῦν ὅτι διαθέτουν κλάσιν τινὰ ὀλίγον ἀνωτέρου ἂν καὶ οὐδεμίαν προσοχὴν δὲν στάζουν στὶς ἀράδες τῶν ἄρλεκιν... Παρὰ μόνον προσέχουν διὰ τῆς ἄνω τῶν γυαλιῶν τους χαραμάδας, φουσκωμένα μαγιὼ τυπάδων ἐξερχομένων τῆς θαλάσσης, σκεπτόμενες ὅτι καλόν, ἁρμόζον καὶ δίκαιον ἐπιτέλους κάποιος νὰ τὶς λαδώσῃ αὐτὸ τὸ καλοκαίρι.
Παρέες νεαρῶν ἀφικνοῦνται, μπεγλερίζοντας τὰ ἀρχίδια των, ῥίχνοντας ἀμηχανίας βηχαλάκια καὶ βλέμματα θεονήστικα σὲ λειψῶν τετραγωνικῶν ἑκατοστῶν μαγιὸ τῶν ὁποίων αἱ ἰδιοκτήτριαι χαλιοῦνται ἀλλὰ γουστάρουν κιόλα. Κοζάρουν – οἱ νεαροί – τὸν πέριξ κόσμο νομίζοντες ὅτι τὸ δίχως ἄλλο θὰ γαμήσουν μὰ τὸ ἴδιο (ὅπως κι ὅλα τὰ ἐπίλοιπα) βράδυ θὰ καταλήξουν σὲ κύκλους ποὺ πολὺ θὰ θυμίζουν τοὺς ἀντιστοίχους τοῦ ΚΨΜ κάποιας μονάδος ἐκστρατείας στὸ Κουφόβουνο Διδυμοτείχου. Πλακωτὸ καὶ φεῦγα συνοδείᾳ ἄμστελ.
Ἐγράφη ὅτι οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἔχουν ἔρθει τόσο κοντὰ ὅσο αὐτὲς τῶν ἀραχτῶν στὶς ξαπλῶστες μὰ πλὴν καρδιῶν εἶναι καὶ τὰ στόματα κοντὰ συνεπῶς εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ ἀκοῦς τὴν μαλακία τοῦ κάθε τρόμπα γιὰ τὴν βαραντέρο του ἢ τὸ πέμπτης γενεᾶς φορητό του. Τὰ γέλια τῶν γύρω θυμίζουν τὸ ἀντίστοιχο τῆς Μάτζικα ντὲ Σπὲλλ ὅταν πετύχαινε κάποιο φίλτρο της μὰ διόλου δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὸ κίβδηλο κι ἀναίτιο τέτοιο ὅταν κάποια καταπιεσμένη παντρεμένη ξεκαρδίζεται μὲ κάτι ποὺ μόλις τῆς εἶπε ὁ προσκαίρου φίλος σὲ νυκτερινὸ μπάρ, κάτι ποὺ δὲν ἤκουσε διότι ἡ μουσικὴ εἶναι τέρμα γαμῶτο! Μὰ δὲν γίνεται συνέχεια ἐρωτηματικῶς νὰ κουνᾷς τὸ κεφάλι στὸν δίπλα (ἂν καὶ καθὼς σκύβῃς τοῦ ἐπιτρέπεις θέα στὸ ντεκολτέ), τί εἶπες ῥέ; ὁπότε γελᾶμε, ναὶ γελᾶμε καὶ μὴν εἴμεθα γκρινιάρηδοι, πόσο κακὸ εἶναι ἕνα γελάκι ποὺ ξεφυτρώνει τόσο δυνατὸ μέσα ἀπὸ παστωμένο μέηκαπ προσώπατο; Κρέντιτ στὸν δαρβινισμό!
Πατέρες βλαστημᾶνε τὴν τύχη τους καὶ τὰ βλαστάρια τους καὶ ἐπαναφέρουν ὅσα μποροῦν νὰ θυμηθοῦν ἀπὸ τὴν ἄλγεβρα τῆς δευτέρας λυκείου ὥστε νὰ βγῇ τὸ γινόμενο τοῦ πόσοι κῶλοι ἀπὸ εἰκοσάχρονα νυμφίδια τῆς παραλίας, χωρᾶνε στὸν κῶλο τῆς συζύγου των. Ἡ διακρίνουσα εἶναι σκέτη ἀπελπισία, τραβᾶνε βαρβάτη τζούρα ἀπὸ τὸ στριφτὸ κι ἀναπολοῦν τὰ καρέλια των.
Μὲ τελευταίας ὑποστάθμης χαουζιὰ νὰ ξερνιέται ἀπὸ τὰ ἠχεῖα τοῦ παραλιάτου μπὰρ κάνοντας τὴν βαλτώδη, χλιαρὴ γεμάτη μύξες, σάλια καὶ σπέρμα, θάλασσα νὰ κοχλάζῃ ἀναμένουσα ἐναγωνίως τὸν σεπτέμβριον, μᾶλλον ὀκτώβριο, ὁ κόσμος ἀπολαμβάνει ὅ,τι ἀγάπησε καὶ προάσπισε μὲ αὐταπάρνηση ὁ γλάρος τοῦ ΕΟΤ.
Κι ἂν δὲν μία δὲν ἔχῃς καὶ δὲν πουθενὰ μπορεῖς πᾷς σὲ αὐτὸ τὸ ἑλλαδικὸ καλοκαίρι, μπορεῖς ὅλο τοῦτο νὰ τὸ νοιώσῃς, βλέποντας κι ἀκούγοντας τὸ κάτωθι: