Σὲ δεύτερο ἑνικὸ
Κατερχόμην, λοιπὸν ἀγαπητὴ Ἄλφα, προψὲς τὴν κλίμακα (ἀπὸ τὸν πρῶτο ὄροφο στὸ ἰσόγειον) μὲ ὕφος ἀνάμικτο ἀπὸ στὺλ ξιπασμένου τσιφλικᾶ καὶ τὴν χύδην συμπεριφορὰ ἑνὸς ὀρεσίβιου τσοπαναρέου· μόνο ἡ γκλίτσα στοὺς ὤμους μοῦ ἔλειπε τοῦ κιαρατᾶ!
Καί ἔτσι ὄπως φλοῦ στὰ γνωστὰ καθημερινὰ μέρη, ταξίδευε ἡ ματιά μου, τὴν κόρη τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀπεπλάνησαν κάτι γιοματάρικα, στρουμπουλά, μεγαλοπρεπὴ ὀπίσθια. Ἀνῆκον σὲ μιὰν μελαχροινὴ μανταμίτσα ἀγνώστων λοιπῶν δεδομένων, ἡ ὁποία ἐφυμάριζεν εἰς τὸν χῶρον τῶν καπνιστῶν.
Πρέπει νά σοι ὁμολογίσω πὼς ὁ κύλινδρος ἀπὸ καπνὸ στὰ χείλη της μοῦ δημιουργοῦσε μιὰν ἐπιτακτικότητα περὶ ποιοτικῆς ἀνελίξεως τῶν πραγμάτων, ἀνοργάνων μὰ ὀργανικῶν ποὺ πρέπουν γιὰ στόματα γυναικῶν. Στὸ κατόπι, καθὼς
τὸ τσοπάνικο μὲ κυρίευσε καὶ μοῦ ζητοῦσε κἄνα κατσικάκι, εἶπα νὰ ζητεύσω περαιτέρω λεπτομερείας.
Ἤμαθα τὸ λοιπόν, ντῆερ Ἄλφα, πὼς
πρόκειται περὶ
μανταμίτσας ἐξ ἀλλοδαπῆς ἥτις ἔχει ἀφιχθεῖ γιὰ κάτι σεμινάρια, ὦ ναί. Μάλιστα, παραφύλαγα γιὰ ὥρα ἔξω ἀπὸ τὸν καμπινὲ τοῦ τμήματος καὶ ὅταν φάνηκε νὰ προσεγγίζει, σκάσας μύτη πρὸς τὸ μέρος της, τὸ ἔπαιξα ὀλίγον κονιόρδικα, τῆς χαμουγέλασα καὶ ἔπιασα μάλιστα τὸ ἄκρον τοῦ γείσου τοῦ βέγκε τρίλιμπί μου. Καὶ ὄχι μόνον! Ὄχι!
Τῆς εἶδα ἐπίσης, τὰ πολὺ προχὼ παπουτσάκια της, εἰς τὸ κατώφλι σας ἀγαπητὴ Ἄλφα, ὅτε χαιρετήθημεν
σὲ γλῶτταν βαρβαρικὴν καὶ ἐσκέφθην πὼς τὸ ἀβὰν γκάρντ στυλάκι της θὰ ὑφίσταται καὶ στὰ ἐσωρουχάκια της, αὐτὰ ποὺ καλύπτουσιν γλουτοὺς κάτσε καλὰ οἱ ὁποῖοι, ὑποθέτω, πὼς πρέπει νὰ ξέρουν περισσότερα κι ἀπὸ τὴν wikipedia.
Πολὺ ἐαρινὴ ἀνατριχίλα - σὲ λέω - ἡ τύπισσα! Τὴν βλέπω τώρα νὰ ἔχει ἁπλωθεῖ στὸ κάθισμα καὶ νὰ παίζει μὲ ἕνα τσουλούφι τοῦ μαλλιοῦ της καὶ φτιάχνω εἰκόνα της/μας, νὰ χουλαντρίζει ὁμοίως τούφα ἀπὸ τὰ δικά μου μαλλιά (τὰ κατσαρὰ ὅμως, ἔτσι;) στὰ μετά, ὅταν θὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ τὸ πιτσίλισμα καὶ θὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν χαύνωση τοῦ πέρατος, ἴσως καὶ μὲ ἕνα τσιγαράκι παρέα.
Πωπώ! Ἄν εἶμαι τώρα ἔτσι, νὰ νοιώθω βαρὺ τὸν ἀνδρισμό μου καὶ νὰ τριγυρνῶ στὸ τμῆμα, πλήρης αἰδοῦς μήπως καὶ φανεῖ τὸ τοῦ παντελονιοῦ μου φούσκωμα σὲ ὅλες ὑμᾶς, τί θὰ κάνω τὴν ἄνοιξη ὁπότε οἱ χυμοί μου θά ἐξέρχωνται δίκην δακρύων ἀπό τὰ βλέφαρά μου, ὡσὰν συντριβάνι τῆς Τρέβητος; Τὸ δίχως ἄλλο, θὰ θέλω διαρρήδην ἔντονα κι ἀπεγνωσμένα καὶ δύσκαμπτα καὶ πρόστυχα καὶ αἰσχρὰ καὶ ἐνήλικα νὰ τῆς ψέξω ἐγκελαδικῶς τὴν προφανῶς ξυρισθεῖσα σχισμή. Ὦ ναί, θά τῆς τήν πέσω κι ὅ,τι θέλει ἂς γίνει· σμπούτσαμ!
Ἐλπίζω νά βοηθήσεις λίγο. Πῶς; Μέ κάτι ἀνεπαίσθητες σποντοκουβέντες σὲ
τσιγαροσυζητήσεις, γιά τό ὅτι τήν ἔχω μεγάλη π.χ. (βέβαια ἄν καί ἐφόσον πᾶνε ὅλα καλά, θὰ ἀπογοητευθεῖ πολύ καὶ θὰ περιεργευτεῖ μάλιστα μὲ τὴν ἄποψή σου περὶ μεγέθους μὰ δὲν γαμιέται;), γιά σπουδαῖον πνευματικόν βάθος, περί
γνώσης παρασκευῆς (ἴσως καὶ Σαββάτου) σπάισυ λαδολέμονου σέ γουβαρλάκια καί τά τοιαῦτα. Γνωρίζω βεβαίως πὼς κινεῖται
στὶς συντεταγμένες τοῦ οὕτω δὴ ὑπὸ ταύτης τῆς
αἰτίας πρῶτον μὲν τὸ ἁλίσκεσθαι ταχὺ αἰσχρὸν νεμόμισται, ἵνα χρόνος ἐγγένηται,
ὃς δὴ δοκεῖ τὰ πολλὰ καλὼς βασανίζειν, ἀλλὰ τὰ χάπια ἔντια δὲν εἶναι μόνον γιὰ
πέριξ τὴν Mulholland Drive.