Τρίτη, Φεβρουαρίου 25, 2014

Σὲ δεύτερο ἑνικὸ


Κατερχόμην, λοιπὸν ἀγαπητὴ Ἄλφα, προψὲς τν κλίμακα (π τν πρτο ροφο στ σόγειον) μὲ φος νάμικτο π στλ ξιπασμένου τσιφλικ κα τν χύδην συμπεριφορὰ νς ρεσίβιου τσοπαναρέου· μόνο γκλίτσα στος μους μο λειπε το κιαρατ

Καί τσι πως φλο στὰ γνωστὰ καθημερινὰ μέρη, ταξίδευε ματιά μου, τν κόρη τν φθαλμν μου πεπλάνησαν κάτι γιοματάρικα, στρουμπουλά, μεγαλοπρεπ πίσθια. νκον σὲ μιὰν μελαχροιν μανταμίτσα γνώστων λοιπν δεδομένων, ποία ἐφυμάριζεν ες τν χρον τν καπνιστν. Πρέπει νά σοι ὁμολογίσω πὼς κύλινδρος π καπν στὰ χείλη της μο δημιουργοσε μιὰν πιτακτικότητα περ ποιοτικς νελίξεως τν πραγμάτων, νοργάνων μὰ ργανικν πο πρέπουν γιὰ στόματα γυναικν. Στ κατόπι, καθς τ τσοπάνικο μὲ κυρίευσε κα μο ζητοσε κνα κατσικάκι, επα νὰ ζητεύσω περαιτέρω λεπτομερείας. 


μαθα τ λοιπόν, ντῆερ Ἄλφα, πς πρόκειται περ μανταμίτσας ξ λλοδαπς τις χει φιχθε γιὰ κάτι σεμινάρια, ναί. Μάλιστα, παραφύλαγα γιὰ ρα ξω π τν καμπινὲ το τμήματος κα ταν φάνηκε νὰ προσεγγίζει, σκάσας μύτη πρς τ μέρος της, τ παιξα λίγον κονιόρδικα, τς χαμουγέλασα κα πιασα μάλιστα τ ἄκρον τοῦ γείσου το βέγκε τρίλιμπί μου. Κα χι μόνον! χι


Τς εδα πίσης, τὰ πολ προχ παπουτσάκια της, ες τ κατώφλι σας ἀγαπητὴ Ἄλφα, τε χαιρετήθημεν σὲ γλτταν βαρβαρικν κα σκέφθην πς τ βὰν γκάρντ στυλάκι της θὰ φίσταται κα στὰ σωρουχάκια της, ατὰ πο καλύπτουσιν γλουτος κάτσε καλὰ ο ποοι, ποθέτω, πς πρέπει νὰ ξέρουν περισσότερα κι π τν wikipedia. 


Πολ αριν νατριχίλα - σὲ λέω - τύπισσα! Τν βλέπω τώρα νὰ χει πλωθε στ κάθισμα κα νὰ παίζει μὲ να τσουλούφι το μαλλιο της κα φτιάχνω εκόνα της/μας, νὰ χουλαντρίζει μοίως τούφα π τὰ δικά μου μαλλιά (τὰ κατσαρὰ μως, τσι;) στὰ μετά, ταν θὰ χει λοκληρωθε τ πιτσίλισμα κα θὰ πολαμβάνουμε τν χαύνωση το πέρατος, σως κα μὲ να τσιγαράκι παρέα


Πωπώ! ν εμαι τώρα τσι, νὰ νοιώθω βαρ τν νδρισμό μου κα νὰ τριγυρν στ τμμα, πλήρης αδος μήπως κα φανε τ το παντελονιο μου φούσκωμα σὲ λες μς, τί θὰ κάνω τν νοιξη πότε ο χυμοί μου θά ξέρχωνται δίκην δακρύων πό τὰ βλέφαρά μου, σὰν συντριβάνι τς Τρέβητος; Τ δίχως λλο, θὰ θέλω διαρρήδην ντονα κι πεγνωσμένα κα δύσκαμπτα κα πρόστυχα κα ασχρὰ κα νήλικα νὰ τς ψέξω γκελαδικς τν προφανῶς ξυρισθεῖσα σχισμή. ναί, θά τς τήν πέσω κι ,τι θέλει ς γίνει· σμπούτσαμ! 


λπίζω νά βοηθήσεις λίγο. Πς; Μέ κάτι νεπαίσθητες σποντοκουβέντες σὲ τσιγαροσυζητήσεις, γιά τό τι τήν χω μεγάλη π.χ. (βέβαια ν καί φόσον πᾶνε λα καλά, θὰ πογοητευθε πολύ κα θὰ περιεργευτε μάλιστα μὲ τὴν ποψή σου περὶ μεγέθους μὰ δὲν γαμιέται;), γιά σπουδαον πνευματικόν βάθος, περί γνώσης παρασκευς (ἴσως καὶ Σαββάτου) σπάισυ λαδολέμονου σέ γουβαρλάκια καί τά τοιατα. Γνωρίζω βεβαίως πὼς κινεῖται στὶς συντεταγμένες τοῦ οὕτω δὴ ὑπὸ ταύτης τῆς αἰτίας πρῶτον μὲν τὸ ἁλίσκεσθαι ταχὺ αἰσχρὸν νεμόμισται, ἵνα χρόνος ἐγγένηται, ὃς δὴ δοκεῖ τὰ πολλὰ καλὼς βασανίζειν, ἀλλὰ τὰ χάπια ἔντια δὲν εἶναι μόνον γιὰ πέριξ τὴν Mulholland Drive.
 
 
 
 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2014

σινεκριτικιὰ ποιότητος



Εἶναι ὄχι ἡ γνωστή, ἡ ἀπωθητική,ἡ μιλλένιουμ, ἡ πολύβουη Μύκονος, μὰ ἡ Μύκονος ὅπως τὴν ξέρουμε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ παμμεγίστου διανοητοῦ καὶ ἀποδελτιωτοῦ - σταχυολογητοῦ τῶν ἀνθρωπίνων, Ζάχου Χατζηφωτίου. Τὴν ἀπολαμβάνουμε γιὰ πολὺ βραχὺ διάστημα, στὸ κλείσιμο τοῦ πρώτου φὶλμ τοῦ Μπόρν, ἀκριβῶς ἀμέσως μετὰ ἀπὸ μιὰν γεμάτη ὁμίχλη Οὐάσιγκτων. Μύκονος σὲ πανοραμικά πλάνα μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τοῦ γαλάζιου· οἱ μῦλοι, οἱ ὁρμίσκοι, οἱ ἀμμουδιές. Τὰ κύματα χαϊδολογᾶνε τὶς ἀκτές, οἱ ἀέρηδες ψάχνουν ὤμους νὰ γαργαλίσουν κι ὁ ἥλιος παλαίει μὲ ἀνθηλιακὰ διψήφιων μονάδων προστασίας.

Ὁ ἥρως, ἔχοντας γυρίσει ὁλάκερη τὴν Εὐρώπη προσπαθώντας νὰ βρεῖ ἄκρη λίαν τζαναμπέτικου μίτου, κάτι ἐπιτυγχάνει τελικῶς. Κι ὡς ἑαυτῷ δῶρο, σπεύδει στὴν ἀγαπημένη του (ἀπορίας ἄξιον τί βρῆκε πάνω της, τί γὰρ εὕρη τις σὲ τύπισσα μὲ βυζιὰ ὡσὰν ὄχι μανταρίνια μὰ φλύδες αὐτῶν [μαζωμένες μάλιστα στὴν ἄκρη τοῦ πιάτου καθὼς ἀποφάγαμε]) ἡ ὁποία μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, τὸν εἶχε βοηθήσει στὸν μίτο ποὺ λέγαμε. Ἡ ὁποία ἀγαπημένη, ὀλίγον τί πλάνητας, ἔχει ἀράξει Μυκόνῳ, διαθέτουσα κατάστημα θερινοῦ ἐπιτηδεύματος καὶ ἴσως καὶ νἄχει ψιλοξεχάσει τὸν ἥρωα, καθ’ὄσον τὸ φυζίκ της καὶ ὅ,τι ἀποπνέει, κάνει ξεκάθαρο πὼς τοὐλάχιστον ὀκτὼ συντάγματα πεζικοῦ ἔχουσιν ἀπολαύσει τὶς τρεῖς ὁπές της. (κάντε μόνοι σας τὴν διαίρεση γιὰ νὰ ὑπολογίσῃτε πόσοι ὁπλίται ἀναλογοῦν στὴν κάθε ὀπήν· θεωρήσατε δεδόμενο τὸ δώδεκα στρατιῶται ἀνὰ διμοιρία). Ἀλλὰ ὄχι, ἡ τύπισσα εἶναι σαπωνοφοβικὴ ἀναρχοάπλυτη, δὲν θὰ τὸ ἔδινε ποτὲς σὲ στρατοκράτορες, μὰ δὲν εἶναι ἐκεῖ ἡ κόμπλα, ὄχι! Διότι εἶναι σαφές! Θυμᾶται πάντα τὸν ἥρωα καὶ τὸν σκέπτεται καὶ τὸν νοσταλγεῖ καὶ τὸν καρτερεῖ καὶ τὸν θέλει καὶ τὸν ἀγαπᾷ καὶ τόσα ἄλλα ῥήματα ποὺ παθαίνει γυναῖκα ὅταν δεῖ ἄντρα μὲ φράγκα στὸ πορτοφόλι καὶ μιὰ τσουτσοῦ στοιχειωδῶς ἐνεργοῦσα.

Τὸ τέλος τοῦ ἔργου λοιπόν, εἶναι ἡ ἄφιξίς του ἐκεῖ μὲ μιὰ πεθυμιάρικη ἀγκαλιά, ἡ ὁποία ἐπιστεγάζεται μὲ τὸ ἔξοχο τραγούδι τοῦ Moby, ὅπερ τὄπαμε, εἶναι ἔξοχο. Ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα τέλη (sic) παρότι ἡ ταινία, χμ... ’ντάξει, καλοῦλα ἦταν - ἂν ὑπῆρχε πρωταγωνίστρια μὲ μεγαλύτερα βυζιά, οἱ ἀξιώσεις θἄσαντε μεγαλύτερες, εὐθέως ἀνάλογα ποσά, ὅπερ ἀριθμητικὴ ἕκτης δημοτικοῦ: 





Στὸ δεύτερο φίλμ, ἡ συνταγὴ παραμένει ἡ ἴδια, τὸ τέλος εἶναι ἐξίσου ὡραῖο. Ὁ ἥρως μανθάνει τὸ ἀληθινό του ὄνομα ἀπὸ τὴν ἐπικεφαλῆς τῆς ὑπηρεσίας του ποὺ τὸν καταδιώκει, ἡ ὁποία ἐπικεφαλίδα εἶναι πιὸ δεκτικὴ ἀπέναντί του, πιὸ ἀνεκτική, πιὸ θετικὴ καὶ ἐπιδιώκει συνάντηση μὲ τὴν πάρτη του. Πρόκειται γιὰ μιλφόνι ἢ μᾶλλον κούγκαρ παλαιᾶς κοπῆς ἡ ὁποία προφανῶς γνωρίζει πόσο καλὰ δουλεύει τὴν νυχτερίδα του ὁ ἥρως, δεδομένης τῆς πρόσβασης ποὺ ἔχει στὸν φάκελλό του. Παρακολουθοῦμε τὸν τηλεφωνικὸ διάλογο, ἔλα, γειά σου, σὲ λένε Ἀρτέμη, ἐγεννήθης τότες, δὲν παίζει συγγνώμη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία παρὰ μόνον ὂφφ δὲ ῥέκορντ, ὅ,τι ἀκοῦμε τέλος πάντων, ἀπὸ ἕνα ξαναμμένο νυμφίδιο λίγο πρὶν δακτυλώσει τὸν ἀχινό της σὲ ποταπὸ φόουν σέξ. Ὁ Μπόρν, πάντως, πολὺ μούρη, μᾶς γυρίζει τὴν μούρη του προφὶλ ἀριστερὸ καὶ μὲ τὴν ἀτάκα του, καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι κάπου, ὁπόθεν παίρνει μάτι τὸ ἐν λόγῳ κούγκαρ: «Ξεκουράσου μαντάμ. Φαίνεσαι κουρασμένη», τῆς λέει κατακλειδικῶς καὶ ἐπιλογίως. Ξεκουνιέται ἀποτόμως καὶ μὲ βῆμα ταχὺ ἵνα μὴ τὸν ἐντοπίσωσιν οἱ πρακτόροι, μὲ τὴν τσάντα ἐεεεεεεεεπ’ ὤμουυυυυ, μπαίνει, χάνεται στὸ μελίσσι πολυσυχνάστου λεωφόρου τῆς Νέας Ὑόρκης. Ὁ φακὸς τῆς καμερὸς ἀποζουμάρει, σηκώνεται ψηλά, ἕνα φανάρι ἀπὸ πορτοκαλὶ γίνεται ἐρυθρὸν κι ἀρχινᾷ πάλι ὁ Μόμπης:




Εἰς τὸ τρίτον κι ἔσχατον ἔργο, ἡ ἐνορχήστρωση ἀλλάζει, σὲ ἕνα τέλος ὅπου ὅλοι οἱ κακοὶ συλλαμβάνονται. Μὰ πουθενὰ ὁ ἥρως· ἔχει πυροβοληθεῖ καὶ πέσει σὲ κάποιο ποτάμι. Δὲν ξέρουμε τί ἀπέγινε. Μήπως κοιμᾶται πλέον μὲ τὰ ψάρια ὅπως ὁ Λοῦκα Μπράσι; Μὴ ζορίζεσαι, ἡ τριλογία ἔφθασε στὸ τέλος της, τὸ χάππυ ἒντ ἀναπόφευκτο. Τὸν βλέπουμε ἀκίνητο καὶ μᾶλλον ἀναίσθητο μέσα στὰ βαθιὰ νερά τοῦ ποταμοῦ κάπου εἰς τὸ Μανχάτταν. Πίσω καὶ παραλλήλως, ἀκούγονται οἱ εἰδήσεις, ἀπόπου μαθαίνουμε τὶς ἐξελίξεις. Καὶ ξαφνικά, σὰν νὰ τὸν τσίμπησε μυίγα καφεϊνέ, ξυπνᾷ καὶ ἀρχίζει νὰ κολυμπᾷ πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄ! Ὑπάρχει καὶ μιὰ τύπισσα ἡ ὁποία, μαζὺ μὲ ἐμᾶς, παρακολουθεῖ τὴν τηλεόραση καὶ τὰ νέα. Χαμογελᾷ ὅταν ἀκούει ὅτι ἀγνοεῖται ὁ Μπὸρν καὶ τὸ πτῶμα του, μαντεύουσα ὅτι – τέλος πάντων, μικρόβυζη (καὶ αὐτὴ) ἡ τύπισσα κι ὡς ἐκ τούτου ἀνάξιαι λόγου περαιτέρω ἀναφοραί: 



Καὶ ἐπειδὴ κόβεται ἀποτόμως τὸ μόμπειο πόνημα, ἐδῶ ὁλάκερο τὸ ᾆσμα του:



Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014

κυάμων ἐρωτεύεσθαι



Φαίνεται νὰ ἔχει μπεῖ βαθέως τὸ ἀγγούρι στὸν πάτο αὐτοῦ τοῦ μορφώματος ἀπὸ πασόκους καὶ ἀναρχοάπλυτους καὶ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα.

Μέχρι κειμενάρα κάθησε κι ἔφχιαξε γεμάτο μὲ στοιχεῖα ἐντελῶς παιδικιὰ ἔκθεση, ὕφος μειρακίου ὅτι δὲν ἔκανα ἐγὼ τὴν φασαρία τὸ μεσημέρι κατὰ τὴν μεσημβρινὴ κατάκλιση μὰ ὁ Γιαννάκης! (ἢ μᾶλλον, γιὰ νὰ κάνουμε πιὸ ταιριαστὸ μὲ τοῦ Σύριζα τὸ σκηνικό: δὲν ἔκανα ἐγὼ φασαρία μὰ ὁ Τζαμὰλ)

Σὰν παιδὶ ποὺ ἔχει πιαστεῖ μὲ τὴν μερέντα νὰ στάζει ἀπὸ τὸ στόμα κι αὐτὸ νὰ κλαίει σκαιῶς φωνάζοντας ὅτι δὲν ἔφαγε καθόλου σοκολάτα, στέκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν μερικανοεβραϊκὴ ἐπιτροπὴ καὶ προσπαθεῖ προσπαθεῖ προσπαθεῖ νὰ σώσει ὅ,τι γίνεται (λέγοντας βεβαίως οὐκ ὀλίγα ψέμματα ἐπιτιθέμενος στὴν ἑλληνικὴ ἀκροδεξιά, συνήθης στρατηγικὴ αὐτὴ ἄλλωστε τοῦ Συριζὰ κι λοιπῶν ἄλλων ἀσπόνδυλων.)

Κι ὅλο τοῦτο τὸ σφιξοκώλι διότι γνωρίζει βεβαίως ὅτι οἱ μάδερφάκερς αὐτοὶ δὲν ἀστειεύονται. Δὲν εἶναι χαχόλοι ἔλληνες ἀκροδεξιοί, ψιλογραφικοί, ἴσως καὶ ἀριστεροὶ προβοκάτορες πεοκροῦστες. Αὐτοὶ οἱ ἀμερικανοεβραῖοι σὲ βάζουν κάτω καὶ σοῦ γαμοῦν τὰ μάτια μέχρι νὰ πεῖς ῥόζα.

Καὶ πόσα γοῦστα θὰ ἔχουν τώρα ποὺ σίγουρα, κωλοσφιγμένοι κάργα, θὰ ἔχουν χάσει τὸ εἰρωνικὸ γελάκι (ποὺ χαρακτηρίζει κάθε φλῶρο τσιριζοκομμουνιστὴ) καὶ θὰ περιμένουν ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀμερικανοεβραϊκὴ πούτσα ἡ ὀποία περιφέρεται σκληρὴ καὶ ἀδηφάγα, λιγωμένη γιὰ ἑλληνογενὴ μὲν ἑλληνοφοβικὸ δὲ κῶλο - ὁ ὁποῖος, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν εἶναι καὶ τόσο παρθένος.

Καί...

Τώρα τὸ κατάλαβαν οἱ παραμένοντες στὸ ΠαΣοΚ, πὼς σὲ ὅλα μέσα γιὰ τὰ ψηφαλάκια ἀπὸ τὴν Συριζά; Ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο ῥάντισμα ἀπὸ βρεγμένο βασιλικὸ σὲ ἕναν κάποιο ἁγιασμὸ στὴν κούτρα τοῦ Ἀλέξεως ὅστις ἔκλινε ἡγουμενίστικο μετὰ φόβου Θεοῦ, γόνυ, δὲν τὸ θυμοῦνται; Πάντως, δὲν ἀργεῖ ποὺ κάτι συμπαθείας θὰ ἀναφέρει καὶ γιὰ τὸν βασιλέα, ὁπότε στάνταρ, θὰ τσιμπήσει καὶ τὸ δικό μου τὸ κουκί!

Σάββατο, Φεβρουαρίου 01, 2014

jfoi


blog stats