σινεκριτικιὰ ποιότητος
Εἶναι ὄχι ἡ γνωστή, ἡ ἀπωθητική,ἡ μιλλένιουμ, ἡ πολύβουη Μύκονος, μὰ ἡ Μύκονος ὅπως τὴν ξέρουμε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ παμμεγίστου διανοητοῦ καὶ ἀποδελτιωτοῦ - σταχυολογητοῦ τῶν ἀνθρωπίνων, Ζάχου Χατζηφωτίου. Τὴν ἀπολαμβάνουμε γιὰ πολὺ βραχὺ διάστημα, στὸ κλείσιμο τοῦ πρώτου φὶλμ τοῦ Μπόρν, ἀκριβῶς ἀμέσως μετὰ ἀπὸ μιὰν γεμάτη ὁμίχλη Οὐάσιγκτων. Μύκονος σὲ πανοραμικά πλάνα μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τοῦ γαλάζιου· οἱ μῦλοι, οἱ ὁρμίσκοι, οἱ ἀμμουδιές. Τὰ κύματα χαϊδολογᾶνε τὶς ἀκτές, οἱ ἀέρηδες ψάχνουν ὤμους νὰ γαργαλίσουν κι ὁ ἥλιος παλαίει μὲ ἀνθηλιακὰ διψήφιων μονάδων προστασίας.
Ὁ ἥρως, ἔχοντας γυρίσει ὁλάκερη τὴν Εὐρώπη προσπαθώντας νὰ βρεῖ ἄκρη λίαν τζαναμπέτικου μίτου, κάτι ἐπιτυγχάνει τελικῶς. Κι ὡς ἑαυτῷ δῶρο, σπεύδει στὴν ἀγαπημένη του (ἀπορίας ἄξιον τί βρῆκε πάνω της, τί γὰρ εὕρη τις σὲ τύπισσα μὲ βυζιὰ ὡσὰν ὄχι μανταρίνια μὰ φλύδες αὐτῶν [μαζωμένες μάλιστα στὴν ἄκρη τοῦ πιάτου καθὼς ἀποφάγαμε]) ἡ ὁποία μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, τὸν εἶχε βοηθήσει στὸν μίτο ποὺ λέγαμε. Ἡ ὁποία ἀγαπημένη, ὀλίγον τί πλάνητας, ἔχει ἀράξει Μυκόνῳ, διαθέτουσα κατάστημα θερινοῦ ἐπιτηδεύματος καὶ ἴσως καὶ νἄχει ψιλοξεχάσει τὸν ἥρωα, καθ’ὄσον τὸ φυζίκ της καὶ ὅ,τι ἀποπνέει, κάνει ξεκάθαρο πὼς τοὐλάχιστον ὀκτὼ συντάγματα πεζικοῦ ἔχουσιν ἀπολαύσει τὶς τρεῖς ὁπές της. (κάντε μόνοι σας τὴν διαίρεση γιὰ νὰ ὑπολογίσῃτε πόσοι ὁπλίται ἀναλογοῦν στὴν κάθε ὀπήν· θεωρήσατε δεδόμενο τὸ δώδεκα στρατιῶται ἀνὰ διμοιρία). Ἀλλὰ ὄχι, ἡ τύπισσα εἶναι σαπωνοφοβικὴ ἀναρχοάπλυτη, δὲν θὰ τὸ ἔδινε ποτὲς σὲ στρατοκράτορες, μὰ δὲν εἶναι ἐκεῖ ἡ κόμπλα, ὄχι! Διότι εἶναι σαφές! Θυμᾶται πάντα τὸν ἥρωα καὶ τὸν σκέπτεται καὶ τὸν νοσταλγεῖ καὶ τὸν καρτερεῖ καὶ τὸν θέλει καὶ τὸν ἀγαπᾷ καὶ τόσα ἄλλα ῥήματα ποὺ παθαίνει γυναῖκα ὅταν δεῖ ἄντρα μὲ φράγκα στὸ πορτοφόλι καὶ μιὰ τσουτσοῦ στοιχειωδῶς ἐνεργοῦσα.
Τὸ τέλος τοῦ ἔργου λοιπόν, εἶναι ἡ ἄφιξίς του ἐκεῖ μὲ μιὰ πεθυμιάρικη ἀγκαλιά, ἡ ὁποία ἐπιστεγάζεται μὲ τὸ ἔξοχο τραγούδι τοῦ Moby, ὅπερ τὄπαμε, εἶναι ἔξοχο. Ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα τέλη (sic) παρότι ἡ ταινία, χμ... ’ντάξει, καλοῦλα ἦταν - ἂν ὑπῆρχε πρωταγωνίστρια μὲ μεγαλύτερα βυζιά, οἱ ἀξιώσεις θἄσαντε μεγαλύτερες, εὐθέως ἀνάλογα ποσά, ὅπερ ἀριθμητικὴ ἕκτης δημοτικοῦ:
Στὸ δεύτερο φίλμ, ἡ συνταγὴ παραμένει ἡ ἴδια, τὸ τέλος εἶναι ἐξίσου ὡραῖο. Ὁ ἥρως μανθάνει τὸ ἀληθινό του ὄνομα ἀπὸ τὴν ἐπικεφαλῆς τῆς ὑπηρεσίας του ποὺ τὸν καταδιώκει, ἡ ὁποία ἐπικεφαλίδα εἶναι πιὸ δεκτικὴ ἀπέναντί του, πιὸ ἀνεκτική, πιὸ θετικὴ καὶ ἐπιδιώκει συνάντηση μὲ τὴν πάρτη του. Πρόκειται γιὰ μιλφόνι ἢ μᾶλλον κούγκαρ παλαιᾶς κοπῆς ἡ ὁποία προφανῶς γνωρίζει πόσο καλὰ δουλεύει τὴν νυχτερίδα του ὁ ἥρως, δεδομένης τῆς πρόσβασης ποὺ ἔχει στὸν φάκελλό του. Παρακολουθοῦμε τὸν τηλεφωνικὸ διάλογο, ἔλα, γειά σου, σὲ λένε Ἀρτέμη, ἐγεννήθης τότες, δὲν παίζει συγγνώμη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία παρὰ μόνον ὂφφ δὲ ῥέκορντ, ὅ,τι ἀκοῦμε τέλος πάντων, ἀπὸ ἕνα ξαναμμένο νυμφίδιο λίγο πρὶν δακτυλώσει τὸν ἀχινό της σὲ ποταπὸ φόουν σέξ. Ὁ Μπόρν, πάντως, πολὺ μούρη, μᾶς γυρίζει τὴν μούρη του προφὶλ ἀριστερὸ καὶ μὲ τὴν ἀτάκα του, καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι κάπου, ὁπόθεν παίρνει μάτι τὸ ἐν λόγῳ κούγκαρ: «Ξεκουράσου μαντάμ. Φαίνεσαι κουρασμένη», τῆς λέει κατακλειδικῶς καὶ ἐπιλογίως. Ξεκουνιέται ἀποτόμως καὶ μὲ βῆμα ταχὺ ἵνα μὴ τὸν ἐντοπίσωσιν οἱ πρακτόροι, μὲ τὴν τσάντα ἐεεεεεεεεπ’ ὤμουυυυυ, μπαίνει, χάνεται στὸ μελίσσι πολυσυχνάστου λεωφόρου τῆς Νέας Ὑόρκης. Ὁ φακὸς τῆς καμερὸς ἀποζουμάρει, σηκώνεται ψηλά, ἕνα φανάρι ἀπὸ πορτοκαλὶ γίνεται ἐρυθρὸν κι ἀρχινᾷ πάλι ὁ Μόμπης:
Εἰς τὸ τρίτον κι ἔσχατον ἔργο, ἡ ἐνορχήστρωση ἀλλάζει, σὲ ἕνα τέλος ὅπου ὅλοι οἱ κακοὶ συλλαμβάνονται. Μὰ πουθενὰ ὁ ἥρως· ἔχει πυροβοληθεῖ καὶ πέσει σὲ κάποιο ποτάμι. Δὲν ξέρουμε τί ἀπέγινε. Μήπως κοιμᾶται πλέον μὲ τὰ ψάρια ὅπως ὁ Λοῦκα Μπράσι; Μὴ ζορίζεσαι, ἡ τριλογία ἔφθασε στὸ τέλος της, τὸ χάππυ ἒντ ἀναπόφευκτο. Τὸν βλέπουμε ἀκίνητο καὶ μᾶλλον ἀναίσθητο μέσα στὰ βαθιὰ νερά τοῦ ποταμοῦ κάπου εἰς τὸ Μανχάτταν. Πίσω καὶ παραλλήλως, ἀκούγονται οἱ εἰδήσεις, ἀπόπου μαθαίνουμε τὶς ἐξελίξεις. Καὶ ξαφνικά, σὰν νὰ τὸν τσίμπησε μυίγα καφεϊνέ, ξυπνᾷ καὶ ἀρχίζει νὰ κολυμπᾷ πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄ! Ὑπάρχει καὶ μιὰ τύπισσα ἡ ὁποία, μαζὺ μὲ ἐμᾶς, παρακολουθεῖ τὴν τηλεόραση καὶ τὰ νέα. Χαμογελᾷ ὅταν ἀκούει ὅτι ἀγνοεῖται ὁ Μπὸρν καὶ τὸ πτῶμα του, μαντεύουσα ὅτι – τέλος πάντων, μικρόβυζη (καὶ αὐτὴ) ἡ τύπισσα κι ὡς ἐκ τούτου ἀνάξιαι λόγου περαιτέρω ἀναφοραί:
Καὶ ἐπειδὴ κόβεται ἀποτόμως τὸ μόμπειο πόνημα, ἐδῶ ὁλάκερο τὸ ᾆσμα του:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα