στὸ ἀλέγκρο νὰ ποῦμε
Συγγνώμη
δηλαδή, ἀφοῦ ὅλοι κυττᾶνε τὸ μπροστὰ τεφτέρι τους καὶ οὐδενεὶς στάλα βλέμματος
δὲν ῥίχνει στὸν ὄρθιο θεῖτσο, ποῖος ὁ λόγος ὑπάρξεώς του; Ἄσε ποὺ ἡ κίνηση τῶν
χεριῶν του δὲν μαρτυρᾷ κάποια γνώση τινός, κάποια δεξιότητα, κάποια ἐπαφὴ μὲ
κάτι τέλος πάντων ῥὲ παιδί μου! Ἔτσι κουνάω κι ἐγὼ τὰ χέρια μου ὅταν θέλω νὰ
στεγνώσουν ἢ ὅταν παλεύω νὰ πετάξω τὴν πρωινὴ τσίμπλα.
Λοιπόν, δὲν εἶχα τι νὰ τῆς ἀπαντήσω εἰς ὅλα τοῦτα της τὰ εὔλογα τὰ ὁποῖα μάλιστα μὲ ἔσμπρωξαν σὲ μιὰ δυσκολοτάτη θέση! Θέσιν ἐκ τῆς ὁποίας ὡστόσο μὲ ἀνέσυρε ἕνα ξυνισμένο σσσσς ἀπὸ ἕναν παρακείμενο κύριο ἐνοχληθέντα κάργα ἀπὸ τὸ σούσουρο ποὺ κάναμε ἐν μέσῳ πονήματος κάποιου ἰταλοῦ μουζικοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως.
Παρακολουθήσαμε τὸ ἔργο σιωπηλοί, ἐγὼ ὡσὰν βρεγμένη γάτα, ἐκείνη μὲ σηκωμένα τὰ μανίκια γιὰ μετά, ῥέστα νὰ γυρεύσῃ ἀπὸ τὸν τύπο ποὺ μᾶς στηλίτευσε τὸ ἀστοιχείωτον. Κι ὅλην τὴν ὥρα σκεπτόμουν, προσεπάθουν νὰ μὲ πείσω, στοιχεῖα νὰ εὕρω, πὼς κάτι θὰ συνείσφερε κι ὁ μαέστρος στὴν ὅλη ὀρχήστρα· δὲν μπορεῖ στὸ τσάμπα νὰ τὸν εἶχαν ἀνὰ τὸν κόσμο, τόσες καὶ τόσες ὀρχῆστρες, σὲ τόσες καὶ τόσες χῶρες, τόσα καὶ τόσα χρόνια, τί στὸ καλὸ πιά! Ἄσε ποὺ ὅλο τὸ χειροκρότημα στὸ τέλος, σ’αὐτὸν πήγαινε, τυχαῖο ὅλο τοῦτο; Παρὰ ταῦτα, δὲν μοῦ φαινόταν τόσο κουλὴ ἡ παρατήρηση τῆς διπλανῆς μου, δὲν εἶχα ἀπάντηση νὰ τῆς δώσω, ὄχι ὅτι μοῦ τὴν ζητοῦσε ἐκείνη τὴν στιγμή, φαινόταν κι ἀπορροφημένος ὁ κύριος τοῦ δίπλα μου γιὰ νὰ μὲ ξανασώσει.
Ἀρκετὴ ὥρα μετά, περιμέναμε γιὰ ταξὶ σὲ ἔρημο δρόμο ἔξωθεν τῆς ὀπερός, σχολιάζοντες τὰ περὶ τῆς παραστάσεως. Δὲν εἴπαμε, δὲν εἶπε λέξη γιὰ τὸν μαέστρο - ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε καὶ κάποιο σκιάχτρο κοντά μας, πρόθυμο νὰ μᾶς ἐγκαλέσει στὴν τάξη. Τὸ ταξὶ βρέθηκε, ἡσυχία κι ἐκεῖ, καθ’ὅσον εἴχαμε ζυμωθεῖ στὸν τρόμο τοῦ πρὶν κι ἔτσι ψιθυρίζαμε μόνον, τὶς κουβέντες μας. Κουβέντες ἀνούσιες δηλαδή, ἔτσι γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα ταξιμετρίως, μπορεῖ καὶ νὰ σχολιάσαμε τὸ κατιτὶς ἀπὸ τὴν προηγηθεῖσα παράσταση – πάντα μὲ τὸν φόβο μὴν ἀκουστοῦμε.
Θὰ ἀνέβεις γιὰ ἕνα ποτό; ῥώτησε, προέτεινε (ὅ,τι εἴχαμε φθάσει) κι ἄλλη ἀρκετὴ ὥρα μετὰ κι ἐγὼ εἶπα ναί, παρότι ἦταν ἰσόγειο τὸ τσαρδί της, ἀπὸ κάποια ταινία θὰ τὸ ξεσήκωσε, πόσο πιὸ ντεμὲκ πιά! ἐσκέφθην λίγο ἀκαίρως κακεντρέχικα. Βολέψου, μὲ εἶπε, ὅταν εἴχομεν μπεῖ στὸ σαλόνι, πάω νὰ φέρω ποτήρια, ἔρχομαι. Κάθησα στὸν καναπέ, βούτηξα τὸ κεφάλι μου ἀνάμεσα στὴν μασχάλη καὶ τὸ στῆθος πρὸς ἔλεγχον λαθρομυρωδιᾶς, εἶδα σὲ καθρέπτη, τὸ εἴδωλό μου μὲ ἀνοικτὸ στόμα καὶ μὲ κλειστὰ δόντια γιὰ τίποτε ἀπομεινάρια τῶν φυστικιῶν, ’ντάξει κοῦκλος ἤμανε, φόρεσα καὶ σταυροπόδι ἄνεσης.
Ἦρθε μὲ δύο ποτήρια στὸ ἕνα χέρι καὶ τσουλούφια μαλλιῶν στὸ ἄλλο, ἦταν στὸ κεφάλι της τὸ ἄλλο χέρι δηλαδὴ καὶ ἔφχιαχνε τὸ μαλλὶ λίγο ἀνέμελα, λίγο ἀφηρημένα μὰ πολὺ ἐπιτηδευμένα. Προσπαθοῦσε νὰ μαρτυρήσει μιὰν δυσκολία, μιὰν ἀμηχανία, ἕναν δισταγμὸ μὰ ὅλα αὐτὰ τὰ γυναικεῖα εἶναι γνωστὰ σὲ κάθε ἄντρα ἀπὸ τὴν τρυφερὰ ἡλικία τῶν ὀκτώ, ὅταν πρωτοπαρουσιάζονται στὴν πέμπτη δημοτικοῦ, μικτοῦ βεβαίως σχολειοῦ.
Τὸ ἁλκοὸλ βοήθησε καταλυτικὰ στὸ νὰ ἀντέξω τὶς μαλακίες της αἱ ὁποῖαι ἄρχισαν νὰ πίπτωσιν κατὰ ῥιπάς· δὲν θὰ τὶς ἄντεχα διαφορετικά, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴν μάπα μου νὰ σχηματίζει μορφασμοὺς τί λοξὴ ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τηροῦσα σιγὴν κουτσομούρας σὲ κάθε ἀποστροφὴ τοῦ λόγου της ὁ ὁποῖος ἄρχιζε καὶ κατέληγε σὲ φιλιππικοὺς κατὰ τῶν ἀντρῶν, τοῦ σεξιστικοῦ φαλλοκρατικοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ῥατσιστικιᾶς κενωνίας. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Τὸ στόμα της, τὰ χείλη, ἐνίοτε κι ἡ γλῶσσα σχημάτιζε πύρινα λογύδρια γιὰ ἄτομα τοῦ παρελθόντος της μὰ ἐγὼ διασκεδαστικῶς προσπαθοῦσα νὰ προοϊκονομήσω τὰ χείλη της καὶ τὴν δέουσα στρογγυλάδα των ἐπὶ τοῦ πέους μου, τὴν γλῶσσαν της ἐπίσης νὰ μοῦ θίγει καὶ γαργαλᾷ τὸ ἄνθος τοῦ κακοῦ. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Τὸ στῆθος της συνταρασσόταν κάθε ποὺ ἀνακαλοῦσε ἄστοχες παρατατικὲς ἐπιλογές, δημιουργώντας μου προσομοιώσεις κατὰ τὶς στιγμὲς ποὺ θὰ ἀγκομαχιστὶ διείσδυα στὸν μόνο λόγο ποὺ εἶχα δεχθεῖ ποτὸ καὶ νὰ ἀνέβω γι’αὐτὸ παρότι τὸ σπίτι της ἦταν ἰσόγειο. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Χειρονομοῦσε λὲς κι ἀπευθυνόταν σὲ ἀλλόγλωσσο, οἱ παλάμες της, οἱ βραχίονές της ὅλο σὲ ἀλέγκρο τέμπο προσπαθοῦσαν νὰ μὲ πείσουν (ἴσως κι αὐτὴν) γιὰ τὸ ὅτι σύμπας ὁ πλανήτης εἶναι μαλάκας πλὴν ἐκείνης βεβαίως. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου.
Δὲν εἶναι ἀστεῖο; μὲ ῥώτησε σταματώντας ἀπότομα, περδομένη ἕνα δήθεν γελάκι: Κάνω τὰ χέρια μου ὅπως ὁ μαέστρος πρίν! Μὰ δὲν μὲ συνοδεύει τίποτε μελωδικό, παρὰ μόνον οἱ κλάψες μου. Ἔχω ζαλιστεῖ… Θὰ μὲ συγχωρήσεις; Κι ἔγειρε στὸν καναπέ, ξαπλώνοντας τὸν αὐχένα της σὲ ἕνα μαξιλαράκι, βλέποντας τὸ ταβάνι.
Εἶχε μόλις εὐφημίσει ἕνα δὲν σὲ διώχνω ἀλλὰ φύγε. Μὰ ἐγὼ εἶχα ὑποστεῖ ψυχολογικὸ βιασμὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα διαθέτουσα τὰ θεματάκια της, ἔτσι ἄνευ τιμήματος δὲν ἐπ’οὐδενὶ θὰ ἀποχωροῦσα, ἄσε μας κουκλίτσα μου. Βούτηξα· εἶσαι τόσο ὅμορφη, τῆς πέταξα μὲ τὸ ἲ τοῦ ὅμορφη νὰ πνίγεται στὸ στόμα της, μεταξὺ τῆς γλώσσας της καὶ τοῦ δεξιοῦ ὅπως μπαίνουμε κάτω τραπεζίτου. Τὰ χέρια μου πῆγαν πάνω της, μάλαξαν μὲ τρυφερότητα ὁρεσιβείου τσοπάνη ἐπισκεψάντος οἶκο ἀνοχῆς τῶν Φαρσάλων· μὲ τὸ δεξί μου πόδι ἄγαρμπα τῆς ἔσπρωξα πρὸς τὰ ἔξω τὸ ἀριστερὸ καὶ προσγειώθηκα πάνω, ἀνάμεσά της τριβάμενος κουνάμενος τὸν ἐπὶ τόσα ὥρα καημό μου.
Ἦτο λίαν ὁμιλητική, ὄχι ὅμως μὲ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς· οἰμωγὲς ξεθύμαινε, ἀναστεναγμοὺς καὶ παροτρύνσεις μονοσύλλαβες. Κινεῖτο ἐλαφρῶς στὸν σκοπὸ τῆς μέθης μας καὶ τηρῶσα κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ ἔβλεπε ἀγγίζοντάς με στὴν πλάτη, τὸ στῆθος, τὰ ὀπίσθια, τὴν λεκάνη παραμελώντας ἐπιδεικτικῶς τὸν ἀφανὴ ἥρωα τῆς βραδιᾶς τὸν δι’οὗ τὰ πάντα ἐγένοντο. Κυμάτιζε λὲς καὶ τῆς ἔθιγε τὰ σκέλη κάποιος διόνυσος γραῖγος, ἐξιδανικεύοντας τὴν θέση μου ἐκεῖ. Δυνατὰ μὲ συγκρατοῦσε καὶ μὲ τραβοῦσε νὰ κολλήσω πάνω της κάθε μου σημεῖο· νὰ ταυτοποιηθῇ σὲ ἀντίστοιχο δικό της. Ἡ γλῶσσα της στὸ στόμα μου, εἶχε ἀκρίβεια ὀδοντιατρικοῦ ἐργαλείου· τὴν συνώδευαν ἦχοι οὐχὶ τροχοῦ μὰ κάποιων κατάβαθων καὶ φυλλοκάρδιων παραπόνων της καθὼς ἀντιπάλευαν κάποιοι δικοί μου ζωώδεις ἦχοι. Τότε ἐμφιλοχώρησαν τὰ χέρια μου στὸ ὕψος τοῦ στήθους μας.
Ἠγέρθην καὶ ἀφιερώθην στὸ ὑποκάμισόν της, στὰ κομβία μᾶλλον καὶ τὴν καίουσα ἀνάγκη νὰ ἀποκομβιωθοῦν μὲ τὴν μικροτέρα δυνατὴ ζημία. Ἡ θέα τοῦ στηθοδέσμου κι ὅ,τι ἀνεδείκνυε κρύβοντας μοῦ κατασίγασε τὸ φεῦ τῶν δύο ξηλωμένων κουμπιῶν. Προσπάθησα νὰ τὴν κυττάξω, νὰ μὴν μαρτυρήσω τόσο τὴν λιγουρία μου μὰ δὲν τὰ κατάφερα. Ξάπλωσα πάνω τους, ἔφερα τὴν κεφαλὴ ἐκεῖ καὶ ἔκανα ὅ,τι θὰ ἔκανε ἕνας νυσταγμένος γιὰ στρῶμα, πεινασμένος γιὰ ψωμί, διψασμένος γιὰ νερό, παραμελημένος γιὰ στοργή, παραμονεμένος γιὰ συμπάθεια, παρεξηγημένος γιὰ κατανόηση. Λύσας τὰ ἐμπόδια πρὸς μία κατάφαση κι ἀποδοχή, ἔμεινα ἐκεῖ νὰ σχηματίζω μὲ τὴν γλῶσσα μου νιχιλιστικοὺς πίνακες νταντά.
Μιὰ τρικυμία τάραξε τὶς σφαῖρες τῶν μαστῶν της καθὼς ἀνακάθισε τὴν λεκάνη της, σηκώνοντας τὴν φούστα της. Προσέτρεξε πρὸς βοήθειαν καὶ ἡ χείρ μου ἵνα πρὸς τὴν ἀντίθετον κατεύθυνσιν στείλει τὸ ἐσώρουχόν της μὰ τοῦτο ἐξέλιπεν, εἶχε ἐλαφρυνθεῖ αὐτοῦ τὴν στιγμὴν ἐπιστράτευσης τῶν δύο ποτηριῶν καθὼς ἤμην σίγουρος πὼς φοροῦσε πρίν. Μὲ χάλασε λίγο ἡ εὐκολία της, ἡ πρόθεση - ἀπόφασή της νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν πρῶτο τυχόντα διαρκείας ἑπτὰ ἡμερῶν – τόσο τὴν ἤξερα. Μὰ ἡ θέα τοῦ γυαλιζομένου στήθους της μοῦ ῥάπισε τὴν ἀφέλεια. Εἶσαι τόσο ὅμορφη, ξανάπα, ὦ σὲ τέτοιες στιγμὲς γινόμουν τόσο ὁμιλητικός, τόσο ῥομαντικός, θὰ ἔλεγα κι ἄλλα μὰ δὲν ἔπρεπαν ὑπερβολές. Βούτηξα πάλι στὸ στῆθος της, ἄλλαξα τὴν τάση ἀπὸ νταντὰ σὲ μπαρὸκ καὶ ἔψαξα γιὰ πεταλίδες. Ντῷ μεταξύ, σλάλομ ἔκανα μεταξὺ τσαλακῶν στὰ κάτω ῥοῦχα γιὰ νὰ εὕρω τὴν δέουσα θέση εἰς ὅ,τι εἶχε μόλις ἀποκαλύψει μιὰ ἀνηφορίσασα φούστα.
Ἔβαλε τὰ χέρια της ἐκεῖ κοντὰ καὶ ἄρχισε μὲ τὴν ζώνη μου. Κατόπιν στὰ τέσσαρα κουμπιὰ τοῦ παντελονιοῦ. Ὦ, αὐτὴ ἡ προσοχή της ἀκόμη καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἦταν ἀκμαιοτάτη· δὲν ἄγγιζε καθόλου τὸν ὁλονὲν τρανούμενο σύντροφό μου, ὁ ὁποῖος περίμενε μ’ἀδημονία στὰ κόκκινα. Σηκώθηκα, βοήθησα καὶ φανέρωσα χωρὶς ντροπὴ τὰ φτηνά ὅσο καὶ ταπεινὰ κίνητρά μου τῆς ἀποδοχῆς τῆς πρότασης νὰ ἀνέβω γιὰ ἕνα ποτὸ καίτοι ἔμενε σὲ ἰσόγειο διαμέρισμα. Πλησίασα κάπως ἀνακούρκουδα σὲ σημεῖον ἀναπνοῆς τὴν ὁποίαν ἔπνιξα διὰ τοῦ πέους μου. Τὸ αὐλάκι τῆς γλώσσας της, σκισμένης μάλιστα γλώσσας, ἕνα φιλόξενο ἀπάγκιο γιὰ τὸν ἀγιάτρευτο μῦ μου. Ἦταν σειρά της νὰ ἀναλωθεῖ σὲ κατάθεση προτιμήσεων περὶ τῶν εἰκαστικῶν. Συγκεχυμένες σιελικὲς στάμπες πάνω μου, σὰν πίνακας τοῦ Μονέ, στὸ σύνολο μόνον διέκρινες τὴν ἁρμονικὴ σύνθεση. Κινήθηκα ἀνάσκελα, ἦρθε πάνω μου, ἀνάποδα ὅμως καὶ συνεχίσασα νὰ μοῦ φτιάχνει τοπία μὲ χρυσάνθεμα ποὺ κάλυπταν μιὰν ἔπαυλη ξεπεσμένων ἀριστοκρατῶν κάπου στὴν Φλάνδρα. Μοῦ παραχώρησε καθημένη στὸ πρόσωπό μου, τὸν καμβά της ἵνα συνεχίσω συρρεαλιστικὰ νὰ τῆς τέμνω καὶ χαράζω καὶ διχοτομῶ τὴν κλειτορίδα της.
Οἱ ἦχοι μας εἶχαν ἕναν ῥυθμὸ ὁ ὁποῖος κατηύθυνε τὶς γλῶσσες, τὰ δάχτυλά μας – μπορεῖ καὶ τὸ ἀνάποδο. Ἀνελισσόταν πάντως, ἀνελισσόταν καὶ ἀπητεῖτο κάτι περισσότερο, διότι πλέον κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Ἔκανα μιὰν κίνηση τῆς λεκάνης, τῶν ποδιῶν, τὸ ἀντελήφθη καὶ σηκώθηκε γιὰ νὰ ἀμέσως ξαπλώση ὑπτίως.
Κινήθηκα κι ἐγώ, ἔλαβα τὴν καλλιτέρα θέση, πῆγα πάνω της, εἶσαι ὅμορφη τῆς εἶπα πάλι σὲ μιὰν ἔκρηξη τρυφερότητος ἐνῷ ταυτοχρόνως, περιόδευα τὴν παλάμη στὸ ὄργανό μου γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ δέον του. Εἶσαι ὅμορφη καὶ γλύστρησα διεισδύοντας μέσα της. Αἰφνιδιάσθην μὲ τὴν θερμότητα τοῦ χώρου καὶ τὴν ὀλισθηρότητα καὶ κοντοστάθηκα νὰ τὸ φιλοσοφίσω τὸ θέμα, ἐν τέλει ἄξιζε ἡ φάσις γι’αὐτὸ τὸ ποτάκι ποὺ εἶχα ἀνέβει παρότι τὸ σπίτι της ἦτο (καὶ εἶναι δηλαδὴ) ἰσόγειο. Ὦ, ναί, ἄξιζε λέγω ὑμῖν καὶ χώθηκα ἔτι μᾶλλον νὰ ἀνακαλύψω ἄλλοθι χειμῶνος. Ἐγκλιματισθείς, ἀποκτήσας θάρρητα, συνέχισα. Μέσα ἔξω, ἔξω μέσα, ῥάθυμα μὰ καὶ πεισματάρικα, ἐγωϊστικὰ καὶ παραιτημένα, θυμωμένα καὶ τρυφερά, ἀπότομα καὶ χαυνωμένα. Κι ὅλη αὐτὴν τὴν ὥρα, ὦ Θεοί! Νὰ βγάζει ὅ,τι ἦχο διαθέτει τὸ βασίλειον τῆς αἰδοῦς.
Στὴν χαυνωμένη κίνησή μου, ῥουθούνιζε. Στὴν ἀπότομη, στρίγγλιζε. Στὴ τρυφερή, γουργούριζε. Στὴν θυμωμένη, δαγκωνόταν. Στὴν παραιτημένη, ἀναστέναζε. Στὴν ἐγωϊστική, φώναζε. Στὴν πεισματάρικη, δαγκωνόταν. Στὴν ῥάθυμη, προστυχογελοῦσε.
Μὰ ὅλα τοῦτα στεφανώνοντο ἀπὸ φωνὲς εὐχαρίστησης κι ὅ,τι ἄλλο ἁρμόζον συναίσθημα, φωνὲς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ ἄριες ἀπὸ ὄπερες, φωνὲς μὲ κλειστὰ μάτια κι ἐγὼ συνέχιζα ἀλλάζοντας κατὰ τὸ δοκοῦν τὴν παλέτα τῶν κινήσεών μου. Ὥσπου ἕνα σκούντηγμα μοῦ ἀπέσπασε ἐλαφρῶς τὴν προσοχή. Στράφηκα πίσω - ἀπὸ ἐκεῖ προήρχετο τὸ σκούντηγμα – καὶ εἶδα τὸν ξυνίδη κύριο διπλανό μου στὸ πολὺ πρίν, στὴν σκηνή τότε, στὴν παράσταση ντέ! Δὲν εἶπε τίποτε· γούρλωσε τὰ μάτια σὲ μιὰ ἔκφραση ἀποτρόπαιας ἀποδοκιμασίας καὶ κούνησε τὶς παλάμες. Συνοφρυώθηκα μὴν καταλαβαίνοντας πρᾶμμα μὰ γιὰ μιὰ στιγμή τοῦτο. Ἀντελήφθην σούμπιτα, τοῦ ἔκλεισα τὸ μάτι, χαιρέτησα καὶ στραφεὶς μπροστά, χαμήλωσα πάνω της. Ἡ κίνησίς μου ἦτο ἤρεμος καὶ δύουσα. Οἱ φωνὲς ὅμως συνεχίζοντο.
Εἶδες καλή μου; Στὸ ἡμίφως καὶ μὲ κλειστὰ μάτια, δὲν βλέπεις τὸ τσουτσούνι μου μὰ αὐτὸ σὲ κάνει νὰ βγάζεις τέτοιες κορῶνες. Εἶδες καλή μου, ἂχ εἶσαι ὅμορφη, στὸ εἶπα; Εἶδες καλή μου, κατάλαβες τώρα, ὅτι ἀδίκως κακολόγησες τὸν μαέστρο ἀπόψε ἐπειδὴ κανενεὶς δὲν ἔβλεπε;
Εἶσαι ὄμορφη, στὄπα; – πώπω τὸ εἶχα παρακάνει μὲ τὴν πολυλογία μου ἀπόψε!
Λοιπόν, δὲν εἶχα τι νὰ τῆς ἀπαντήσω εἰς ὅλα τοῦτα της τὰ εὔλογα τὰ ὁποῖα μάλιστα μὲ ἔσμπρωξαν σὲ μιὰ δυσκολοτάτη θέση! Θέσιν ἐκ τῆς ὁποίας ὡστόσο μὲ ἀνέσυρε ἕνα ξυνισμένο σσσσς ἀπὸ ἕναν παρακείμενο κύριο ἐνοχληθέντα κάργα ἀπὸ τὸ σούσουρο ποὺ κάναμε ἐν μέσῳ πονήματος κάποιου ἰταλοῦ μουζικοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως.
Παρακολουθήσαμε τὸ ἔργο σιωπηλοί, ἐγὼ ὡσὰν βρεγμένη γάτα, ἐκείνη μὲ σηκωμένα τὰ μανίκια γιὰ μετά, ῥέστα νὰ γυρεύσῃ ἀπὸ τὸν τύπο ποὺ μᾶς στηλίτευσε τὸ ἀστοιχείωτον. Κι ὅλην τὴν ὥρα σκεπτόμουν, προσεπάθουν νὰ μὲ πείσω, στοιχεῖα νὰ εὕρω, πὼς κάτι θὰ συνείσφερε κι ὁ μαέστρος στὴν ὅλη ὀρχήστρα· δὲν μπορεῖ στὸ τσάμπα νὰ τὸν εἶχαν ἀνὰ τὸν κόσμο, τόσες καὶ τόσες ὀρχῆστρες, σὲ τόσες καὶ τόσες χῶρες, τόσα καὶ τόσα χρόνια, τί στὸ καλὸ πιά! Ἄσε ποὺ ὅλο τὸ χειροκρότημα στὸ τέλος, σ’αὐτὸν πήγαινε, τυχαῖο ὅλο τοῦτο; Παρὰ ταῦτα, δὲν μοῦ φαινόταν τόσο κουλὴ ἡ παρατήρηση τῆς διπλανῆς μου, δὲν εἶχα ἀπάντηση νὰ τῆς δώσω, ὄχι ὅτι μοῦ τὴν ζητοῦσε ἐκείνη τὴν στιγμή, φαινόταν κι ἀπορροφημένος ὁ κύριος τοῦ δίπλα μου γιὰ νὰ μὲ ξανασώσει.
Ἀρκετὴ ὥρα μετά, περιμέναμε γιὰ ταξὶ σὲ ἔρημο δρόμο ἔξωθεν τῆς ὀπερός, σχολιάζοντες τὰ περὶ τῆς παραστάσεως. Δὲν εἴπαμε, δὲν εἶπε λέξη γιὰ τὸν μαέστρο - ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε καὶ κάποιο σκιάχτρο κοντά μας, πρόθυμο νὰ μᾶς ἐγκαλέσει στὴν τάξη. Τὸ ταξὶ βρέθηκε, ἡσυχία κι ἐκεῖ, καθ’ὅσον εἴχαμε ζυμωθεῖ στὸν τρόμο τοῦ πρὶν κι ἔτσι ψιθυρίζαμε μόνον, τὶς κουβέντες μας. Κουβέντες ἀνούσιες δηλαδή, ἔτσι γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα ταξιμετρίως, μπορεῖ καὶ νὰ σχολιάσαμε τὸ κατιτὶς ἀπὸ τὴν προηγηθεῖσα παράσταση – πάντα μὲ τὸν φόβο μὴν ἀκουστοῦμε.
Θὰ ἀνέβεις γιὰ ἕνα ποτό; ῥώτησε, προέτεινε (ὅ,τι εἴχαμε φθάσει) κι ἄλλη ἀρκετὴ ὥρα μετὰ κι ἐγὼ εἶπα ναί, παρότι ἦταν ἰσόγειο τὸ τσαρδί της, ἀπὸ κάποια ταινία θὰ τὸ ξεσήκωσε, πόσο πιὸ ντεμὲκ πιά! ἐσκέφθην λίγο ἀκαίρως κακεντρέχικα. Βολέψου, μὲ εἶπε, ὅταν εἴχομεν μπεῖ στὸ σαλόνι, πάω νὰ φέρω ποτήρια, ἔρχομαι. Κάθησα στὸν καναπέ, βούτηξα τὸ κεφάλι μου ἀνάμεσα στὴν μασχάλη καὶ τὸ στῆθος πρὸς ἔλεγχον λαθρομυρωδιᾶς, εἶδα σὲ καθρέπτη, τὸ εἴδωλό μου μὲ ἀνοικτὸ στόμα καὶ μὲ κλειστὰ δόντια γιὰ τίποτε ἀπομεινάρια τῶν φυστικιῶν, ’ντάξει κοῦκλος ἤμανε, φόρεσα καὶ σταυροπόδι ἄνεσης.
Ἦρθε μὲ δύο ποτήρια στὸ ἕνα χέρι καὶ τσουλούφια μαλλιῶν στὸ ἄλλο, ἦταν στὸ κεφάλι της τὸ ἄλλο χέρι δηλαδὴ καὶ ἔφχιαχνε τὸ μαλλὶ λίγο ἀνέμελα, λίγο ἀφηρημένα μὰ πολὺ ἐπιτηδευμένα. Προσπαθοῦσε νὰ μαρτυρήσει μιὰν δυσκολία, μιὰν ἀμηχανία, ἕναν δισταγμὸ μὰ ὅλα αὐτὰ τὰ γυναικεῖα εἶναι γνωστὰ σὲ κάθε ἄντρα ἀπὸ τὴν τρυφερὰ ἡλικία τῶν ὀκτώ, ὅταν πρωτοπαρουσιάζονται στὴν πέμπτη δημοτικοῦ, μικτοῦ βεβαίως σχολειοῦ.
Τὸ ἁλκοὸλ βοήθησε καταλυτικὰ στὸ νὰ ἀντέξω τὶς μαλακίες της αἱ ὁποῖαι ἄρχισαν νὰ πίπτωσιν κατὰ ῥιπάς· δὲν θὰ τὶς ἄντεχα διαφορετικά, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴν μάπα μου νὰ σχηματίζει μορφασμοὺς τί λοξὴ ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τηροῦσα σιγὴν κουτσομούρας σὲ κάθε ἀποστροφὴ τοῦ λόγου της ὁ ὁποῖος ἄρχιζε καὶ κατέληγε σὲ φιλιππικοὺς κατὰ τῶν ἀντρῶν, τοῦ σεξιστικοῦ φαλλοκρατικοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ῥατσιστικιᾶς κενωνίας. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Τὸ στόμα της, τὰ χείλη, ἐνίοτε κι ἡ γλῶσσα σχημάτιζε πύρινα λογύδρια γιὰ ἄτομα τοῦ παρελθόντος της μὰ ἐγὼ διασκεδαστικῶς προσπαθοῦσα νὰ προοϊκονομήσω τὰ χείλη της καὶ τὴν δέουσα στρογγυλάδα των ἐπὶ τοῦ πέους μου, τὴν γλῶσσαν της ἐπίσης νὰ μοῦ θίγει καὶ γαργαλᾷ τὸ ἄνθος τοῦ κακοῦ. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Τὸ στῆθος της συνταρασσόταν κάθε ποὺ ἀνακαλοῦσε ἄστοχες παρατατικὲς ἐπιλογές, δημιουργώντας μου προσομοιώσεις κατὰ τὶς στιγμὲς ποὺ θὰ ἀγκομαχιστὶ διείσδυα στὸν μόνο λόγο ποὺ εἶχα δεχθεῖ ποτὸ καὶ νὰ ἀνέβω γι’αὐτὸ παρότι τὸ σπίτι της ἦταν ἰσόγειο. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Χειρονομοῦσε λὲς κι ἀπευθυνόταν σὲ ἀλλόγλωσσο, οἱ παλάμες της, οἱ βραχίονές της ὅλο σὲ ἀλέγκρο τέμπο προσπαθοῦσαν νὰ μὲ πείσουν (ἴσως κι αὐτὴν) γιὰ τὸ ὅτι σύμπας ὁ πλανήτης εἶναι μαλάκας πλὴν ἐκείνης βεβαίως. Ἐγὼ κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου.
Δὲν εἶναι ἀστεῖο; μὲ ῥώτησε σταματώντας ἀπότομα, περδομένη ἕνα δήθεν γελάκι: Κάνω τὰ χέρια μου ὅπως ὁ μαέστρος πρίν! Μὰ δὲν μὲ συνοδεύει τίποτε μελωδικό, παρὰ μόνον οἱ κλάψες μου. Ἔχω ζαλιστεῖ… Θὰ μὲ συγχωρήσεις; Κι ἔγειρε στὸν καναπέ, ξαπλώνοντας τὸν αὐχένα της σὲ ἕνα μαξιλαράκι, βλέποντας τὸ ταβάνι.
Εἶχε μόλις εὐφημίσει ἕνα δὲν σὲ διώχνω ἀλλὰ φύγε. Μὰ ἐγὼ εἶχα ὑποστεῖ ψυχολογικὸ βιασμὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα διαθέτουσα τὰ θεματάκια της, ἔτσι ἄνευ τιμήματος δὲν ἐπ’οὐδενὶ θὰ ἀποχωροῦσα, ἄσε μας κουκλίτσα μου. Βούτηξα· εἶσαι τόσο ὅμορφη, τῆς πέταξα μὲ τὸ ἲ τοῦ ὅμορφη νὰ πνίγεται στὸ στόμα της, μεταξὺ τῆς γλώσσας της καὶ τοῦ δεξιοῦ ὅπως μπαίνουμε κάτω τραπεζίτου. Τὰ χέρια μου πῆγαν πάνω της, μάλαξαν μὲ τρυφερότητα ὁρεσιβείου τσοπάνη ἐπισκεψάντος οἶκο ἀνοχῆς τῶν Φαρσάλων· μὲ τὸ δεξί μου πόδι ἄγαρμπα τῆς ἔσπρωξα πρὸς τὰ ἔξω τὸ ἀριστερὸ καὶ προσγειώθηκα πάνω, ἀνάμεσά της τριβάμενος κουνάμενος τὸν ἐπὶ τόσα ὥρα καημό μου.
Ἦτο λίαν ὁμιλητική, ὄχι ὅμως μὲ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς· οἰμωγὲς ξεθύμαινε, ἀναστεναγμοὺς καὶ παροτρύνσεις μονοσύλλαβες. Κινεῖτο ἐλαφρῶς στὸν σκοπὸ τῆς μέθης μας καὶ τηρῶσα κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ ἔβλεπε ἀγγίζοντάς με στὴν πλάτη, τὸ στῆθος, τὰ ὀπίσθια, τὴν λεκάνη παραμελώντας ἐπιδεικτικῶς τὸν ἀφανὴ ἥρωα τῆς βραδιᾶς τὸν δι’οὗ τὰ πάντα ἐγένοντο. Κυμάτιζε λὲς καὶ τῆς ἔθιγε τὰ σκέλη κάποιος διόνυσος γραῖγος, ἐξιδανικεύοντας τὴν θέση μου ἐκεῖ. Δυνατὰ μὲ συγκρατοῦσε καὶ μὲ τραβοῦσε νὰ κολλήσω πάνω της κάθε μου σημεῖο· νὰ ταυτοποιηθῇ σὲ ἀντίστοιχο δικό της. Ἡ γλῶσσα της στὸ στόμα μου, εἶχε ἀκρίβεια ὀδοντιατρικοῦ ἐργαλείου· τὴν συνώδευαν ἦχοι οὐχὶ τροχοῦ μὰ κάποιων κατάβαθων καὶ φυλλοκάρδιων παραπόνων της καθὼς ἀντιπάλευαν κάποιοι δικοί μου ζωώδεις ἦχοι. Τότε ἐμφιλοχώρησαν τὰ χέρια μου στὸ ὕψος τοῦ στήθους μας.
Ἠγέρθην καὶ ἀφιερώθην στὸ ὑποκάμισόν της, στὰ κομβία μᾶλλον καὶ τὴν καίουσα ἀνάγκη νὰ ἀποκομβιωθοῦν μὲ τὴν μικροτέρα δυνατὴ ζημία. Ἡ θέα τοῦ στηθοδέσμου κι ὅ,τι ἀνεδείκνυε κρύβοντας μοῦ κατασίγασε τὸ φεῦ τῶν δύο ξηλωμένων κουμπιῶν. Προσπάθησα νὰ τὴν κυττάξω, νὰ μὴν μαρτυρήσω τόσο τὴν λιγουρία μου μὰ δὲν τὰ κατάφερα. Ξάπλωσα πάνω τους, ἔφερα τὴν κεφαλὴ ἐκεῖ καὶ ἔκανα ὅ,τι θὰ ἔκανε ἕνας νυσταγμένος γιὰ στρῶμα, πεινασμένος γιὰ ψωμί, διψασμένος γιὰ νερό, παραμελημένος γιὰ στοργή, παραμονεμένος γιὰ συμπάθεια, παρεξηγημένος γιὰ κατανόηση. Λύσας τὰ ἐμπόδια πρὸς μία κατάφαση κι ἀποδοχή, ἔμεινα ἐκεῖ νὰ σχηματίζω μὲ τὴν γλῶσσα μου νιχιλιστικοὺς πίνακες νταντά.
Μιὰ τρικυμία τάραξε τὶς σφαῖρες τῶν μαστῶν της καθὼς ἀνακάθισε τὴν λεκάνη της, σηκώνοντας τὴν φούστα της. Προσέτρεξε πρὸς βοήθειαν καὶ ἡ χείρ μου ἵνα πρὸς τὴν ἀντίθετον κατεύθυνσιν στείλει τὸ ἐσώρουχόν της μὰ τοῦτο ἐξέλιπεν, εἶχε ἐλαφρυνθεῖ αὐτοῦ τὴν στιγμὴν ἐπιστράτευσης τῶν δύο ποτηριῶν καθὼς ἤμην σίγουρος πὼς φοροῦσε πρίν. Μὲ χάλασε λίγο ἡ εὐκολία της, ἡ πρόθεση - ἀπόφασή της νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν πρῶτο τυχόντα διαρκείας ἑπτὰ ἡμερῶν – τόσο τὴν ἤξερα. Μὰ ἡ θέα τοῦ γυαλιζομένου στήθους της μοῦ ῥάπισε τὴν ἀφέλεια. Εἶσαι τόσο ὅμορφη, ξανάπα, ὦ σὲ τέτοιες στιγμὲς γινόμουν τόσο ὁμιλητικός, τόσο ῥομαντικός, θὰ ἔλεγα κι ἄλλα μὰ δὲν ἔπρεπαν ὑπερβολές. Βούτηξα πάλι στὸ στῆθος της, ἄλλαξα τὴν τάση ἀπὸ νταντὰ σὲ μπαρὸκ καὶ ἔψαξα γιὰ πεταλίδες. Ντῷ μεταξύ, σλάλομ ἔκανα μεταξὺ τσαλακῶν στὰ κάτω ῥοῦχα γιὰ νὰ εὕρω τὴν δέουσα θέση εἰς ὅ,τι εἶχε μόλις ἀποκαλύψει μιὰ ἀνηφορίσασα φούστα.
Ἔβαλε τὰ χέρια της ἐκεῖ κοντὰ καὶ ἄρχισε μὲ τὴν ζώνη μου. Κατόπιν στὰ τέσσαρα κουμπιὰ τοῦ παντελονιοῦ. Ὦ, αὐτὴ ἡ προσοχή της ἀκόμη καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἦταν ἀκμαιοτάτη· δὲν ἄγγιζε καθόλου τὸν ὁλονὲν τρανούμενο σύντροφό μου, ὁ ὁποῖος περίμενε μ’ἀδημονία στὰ κόκκινα. Σηκώθηκα, βοήθησα καὶ φανέρωσα χωρὶς ντροπὴ τὰ φτηνά ὅσο καὶ ταπεινὰ κίνητρά μου τῆς ἀποδοχῆς τῆς πρότασης νὰ ἀνέβω γιὰ ἕνα ποτὸ καίτοι ἔμενε σὲ ἰσόγειο διαμέρισμα. Πλησίασα κάπως ἀνακούρκουδα σὲ σημεῖον ἀναπνοῆς τὴν ὁποίαν ἔπνιξα διὰ τοῦ πέους μου. Τὸ αὐλάκι τῆς γλώσσας της, σκισμένης μάλιστα γλώσσας, ἕνα φιλόξενο ἀπάγκιο γιὰ τὸν ἀγιάτρευτο μῦ μου. Ἦταν σειρά της νὰ ἀναλωθεῖ σὲ κατάθεση προτιμήσεων περὶ τῶν εἰκαστικῶν. Συγκεχυμένες σιελικὲς στάμπες πάνω μου, σὰν πίνακας τοῦ Μονέ, στὸ σύνολο μόνον διέκρινες τὴν ἁρμονικὴ σύνθεση. Κινήθηκα ἀνάσκελα, ἦρθε πάνω μου, ἀνάποδα ὅμως καὶ συνεχίσασα νὰ μοῦ φτιάχνει τοπία μὲ χρυσάνθεμα ποὺ κάλυπταν μιὰν ἔπαυλη ξεπεσμένων ἀριστοκρατῶν κάπου στὴν Φλάνδρα. Μοῦ παραχώρησε καθημένη στὸ πρόσωπό μου, τὸν καμβά της ἵνα συνεχίσω συρρεαλιστικὰ νὰ τῆς τέμνω καὶ χαράζω καὶ διχοτομῶ τὴν κλειτορίδα της.
Οἱ ἦχοι μας εἶχαν ἕναν ῥυθμὸ ὁ ὁποῖος κατηύθυνε τὶς γλῶσσες, τὰ δάχτυλά μας – μπορεῖ καὶ τὸ ἀνάποδο. Ἀνελισσόταν πάντως, ἀνελισσόταν καὶ ἀπητεῖτο κάτι περισσότερο, διότι πλέον κουνοῦσα συγκαταβατικῶς τὴν κεφαλή μου. Ἔκανα μιὰν κίνηση τῆς λεκάνης, τῶν ποδιῶν, τὸ ἀντελήφθη καὶ σηκώθηκε γιὰ νὰ ἀμέσως ξαπλώση ὑπτίως.
Κινήθηκα κι ἐγώ, ἔλαβα τὴν καλλιτέρα θέση, πῆγα πάνω της, εἶσαι ὅμορφη τῆς εἶπα πάλι σὲ μιὰν ἔκρηξη τρυφερότητος ἐνῷ ταυτοχρόνως, περιόδευα τὴν παλάμη στὸ ὄργανό μου γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ δέον του. Εἶσαι ὅμορφη καὶ γλύστρησα διεισδύοντας μέσα της. Αἰφνιδιάσθην μὲ τὴν θερμότητα τοῦ χώρου καὶ τὴν ὀλισθηρότητα καὶ κοντοστάθηκα νὰ τὸ φιλοσοφίσω τὸ θέμα, ἐν τέλει ἄξιζε ἡ φάσις γι’αὐτὸ τὸ ποτάκι ποὺ εἶχα ἀνέβει παρότι τὸ σπίτι της ἦτο (καὶ εἶναι δηλαδὴ) ἰσόγειο. Ὦ, ναί, ἄξιζε λέγω ὑμῖν καὶ χώθηκα ἔτι μᾶλλον νὰ ἀνακαλύψω ἄλλοθι χειμῶνος. Ἐγκλιματισθείς, ἀποκτήσας θάρρητα, συνέχισα. Μέσα ἔξω, ἔξω μέσα, ῥάθυμα μὰ καὶ πεισματάρικα, ἐγωϊστικὰ καὶ παραιτημένα, θυμωμένα καὶ τρυφερά, ἀπότομα καὶ χαυνωμένα. Κι ὅλη αὐτὴν τὴν ὥρα, ὦ Θεοί! Νὰ βγάζει ὅ,τι ἦχο διαθέτει τὸ βασίλειον τῆς αἰδοῦς.
Στὴν χαυνωμένη κίνησή μου, ῥουθούνιζε. Στὴν ἀπότομη, στρίγγλιζε. Στὴ τρυφερή, γουργούριζε. Στὴν θυμωμένη, δαγκωνόταν. Στὴν παραιτημένη, ἀναστέναζε. Στὴν ἐγωϊστική, φώναζε. Στὴν πεισματάρικη, δαγκωνόταν. Στὴν ῥάθυμη, προστυχογελοῦσε.
Μὰ ὅλα τοῦτα στεφανώνοντο ἀπὸ φωνὲς εὐχαρίστησης κι ὅ,τι ἄλλο ἁρμόζον συναίσθημα, φωνὲς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ ἄριες ἀπὸ ὄπερες, φωνὲς μὲ κλειστὰ μάτια κι ἐγὼ συνέχιζα ἀλλάζοντας κατὰ τὸ δοκοῦν τὴν παλέτα τῶν κινήσεών μου. Ὥσπου ἕνα σκούντηγμα μοῦ ἀπέσπασε ἐλαφρῶς τὴν προσοχή. Στράφηκα πίσω - ἀπὸ ἐκεῖ προήρχετο τὸ σκούντηγμα – καὶ εἶδα τὸν ξυνίδη κύριο διπλανό μου στὸ πολὺ πρίν, στὴν σκηνή τότε, στὴν παράσταση ντέ! Δὲν εἶπε τίποτε· γούρλωσε τὰ μάτια σὲ μιὰ ἔκφραση ἀποτρόπαιας ἀποδοκιμασίας καὶ κούνησε τὶς παλάμες. Συνοφρυώθηκα μὴν καταλαβαίνοντας πρᾶμμα μὰ γιὰ μιὰ στιγμή τοῦτο. Ἀντελήφθην σούμπιτα, τοῦ ἔκλεισα τὸ μάτι, χαιρέτησα καὶ στραφεὶς μπροστά, χαμήλωσα πάνω της. Ἡ κίνησίς μου ἦτο ἤρεμος καὶ δύουσα. Οἱ φωνὲς ὅμως συνεχίζοντο.
Εἶδες καλή μου; Στὸ ἡμίφως καὶ μὲ κλειστὰ μάτια, δὲν βλέπεις τὸ τσουτσούνι μου μὰ αὐτὸ σὲ κάνει νὰ βγάζεις τέτοιες κορῶνες. Εἶδες καλή μου, ἂχ εἶσαι ὅμορφη, στὸ εἶπα; Εἶδες καλή μου, κατάλαβες τώρα, ὅτι ἀδίκως κακολόγησες τὸν μαέστρο ἀπόψε ἐπειδὴ κανενεὶς δὲν ἔβλεπε;
Εἶσαι ὄμορφη, στὄπα; – πώπω τὸ εἶχα παρακάνει μὲ τὴν πολυλογία μου ἀπόψε!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα