Τετάρτη, Μαρτίου 27, 2013

μικρὰν ὄχι γιὰ πάντα



Στὴν ἀρχὴ ἤμανε γλυκός σὲ ποσότη προκαλοῦσα θάνατον σὲ δύο λόχους διαβητικῶν· σκέτη δυοκυβικάτη δεξαμενὴ μὲ πετιμέζι στὰς ἀποθήκας τοῦ Χατζῆ ἀναμένουσα κουρκουμπίνια!

 

Ἤμανε ἐπίσης ὁ κάλλιστος πελάτης τῶνε ἀνθοπωλείωνε. Τί ῥόδα, τί ὀρχιδέας, τί πλουμερίας, τί τί τί - ἄσμα τοῦ Γεωργίου Ἀλκαίου εἶχα καταντήσει τὶς φορὲς ποὺ πάγαινα αὐτοῦ καὶ ἠγόραζα λέλουδα!

 

Ὅσο δὲ γιὰ τὰς κοινωνικὰς ἡμῶν ὑποχρεώσεις κι ἐξόδους... Μέγας δανδῆς γενόμανε, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἅπαντες ἔστρεφον θαυμαστικὸν βλέμμα καθὼς τὴν εἶχα ἀλὰ μπρατσέτα καὶ εἰσερχόμεθα στὰ ξημερωματικὰ κέντρα ἵνα ἀκροασθῶμεν Κοντολάζο καὶ Γερολυμάτο!

 

Καὶ ὅλα τοῦτα γιὰ τὴν Γερτρούδη!

 

Κόρη εἰκοσαεπτὴν, σεπτὴν κόρην ἀπὸ οἰκογένεια παλαιὰ τῶν Ἀθηνῶν ἀναγομένη στοὺς φράγκους τοῦ 15ου αἰῶνος τὸ στόρυ τῆς ὁποίας ἀνελύθη διεξοδικῶς στὸ πολυσέλιδο τερζάκειο πόνημα. Μόλις εἶχε τελέψει ἕνα μεταπτυχιακὸν ἐπὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματικῆς ἱστορίας τὴν περίοδον τῶν καρμπονάρων καὶ ἤθελε νὰ ξεσκάσει ὀλίγον τί...

 

Δηλαδὴ νὰ τὸ ῥίξῃ λίγο ἔξω. Πρέπει νὰ τονιστῇ πὼς αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ ῥίξῃ ὄξω δὲν ἦταν ἐντελῶς τὸ ἴδιο, μὰ ξαδερφάκι τοῦ ἄλλου τὸ ὁποῖον στὸ πλαίσιον τοῦ ξεσκάσματος, ἤθελε νὰ δώσῃ.

 

Νὰ τὸ δώκῃ στὸν πρῶτο τυχόντα χωρὶς πολλὲς προϋποθέσεις καὶ περγαμηνές.

 

Ἔκατσε λοιπὸν φάση καὶ ἕνα βράδυ ποὺ περίμενε στὴν σειρὰ γιὰ νὰ δῇ τὸ ῥόδα τσάντα καὶ κοπάνα next generation, ἤμουν μπροστά της. Μπόρεσα νὰ διακρίνω διάφορα ὅπως πὼς ἦταν μόνη της καὶ μόνος νὰ παγαίνῃς νὰ δῇς κάποιο ἔργο σημαίνει ἐνσυνείδητη ἐπιλογή, ὄχι τί νὰ δοῦμε μωρό μου ἀπόψε, ἂ ἔχει αὐτὸ τὸ ἀμερικάνικο, μπαίνουμε νὰ τὸ δοῦμε; Ἔνοιωσα μιὰ ὑψιπετὴ συγκίνηση ποὺ ὑπῆρχε κι ἄλλος ἄνθρωπας ἐκτιμήσας τέχνην κινηματογραφικιὰν (ἤμην κι ἐγὼ μόνος) καὶ γύρισα ὀλίγον ἀποτόμως προτείνων αὐτῇ νὰ τὴν τρατάρω σάμαλι.

 

Μὰ δὲν ἔχει σάμαλι τὸ κυλικεῖον ἀντέτεινε καὶ γέλασε συγκρατημένα ὡσὰν τὴν πριγκηπέσσα Ἰζαμπὼ ὅταν τὴν γαργαλοῦσε ὁ σιὸρ Διονύσιος.

 

Τῷ ὄντι, σάμαλι δὲν εἶχε τὸ πρόγραμμα μὰ εἶχε πρωτιά, ἤμανε ὁ πρῶτος τυχόντας κι ἔτσι στὸ διάλειμμα τοῦ ἔργου βρεθήκαμε σὲ ἕναν καμπινὲ ἡ ἡσυχία τοῦ ὁποίου διεκόπτετο ἀπὸ τὸ φυσητήρι γιὰ τὰ χέρια, κόσμος γὰρ πολὺς πλενότανε καὶ μᾶς ἀποσποῦσε τὴν προσοχὴ ἐνόσω ἤμανε σκυμμένος μὲ τὰ γόνατα στὸ λερὸ πάτωμα καὶ τὸ κεφάλι μου ἀνάμεσα στὰ πόδια της νὰ τῆς παιδεύω τὴν κλειτορίδα μὲ τὴν γλῶσσα μου. Μοῦ τράβαγε τὰ μαλλιὰ καθὼς κατέβαζα ταχύτητα καὶ πατίναρα στὴν ὑγρὴ κι ὀλισθηρὴ ἐπιφάνειά της καὶ παραξενευόμην μὲ τὴν στάση της, μωρὲ χαλιέται; Μὰ διόλου δὲν χαλιόταν. Τοὐναντίον διεκατέχετο ἀπὸ φίλαθλον πνεῦμα ἡ ὁποία τὴν ἔκανε νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κινηθῇ πρὸς τὸ φερμουὰρ τοῦ παντελονιοῦ μου. Μὰ εἶχε παρέλθει ὥρα, εἶχαν ἀκουστῇ καὶ μπόλικα κουδούνια, ξανάρχιζε δηλαδὴ τὸ ἔργον! Καὶ ἤπρεπε νὰ πᾶμε, ἔλα πᾶμε Γερτρούδη, μὰ σὲ παρακαλῶ ἄφησέ με!

 

Κι ἀπὸ ἐκεῖ ἄρχισε θέμα, φτιάξαμε κατάσταση, γινήκαμε ζεῦγος! Φυσικὰ τῆς τὸν ἔδωσα τσιμπούκι (κεῖνο τὸ ἀπωθημενάτο) μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία - μὴ μᾶς πῇ καὶ μαλάκες!

 

Καὶ ἤμουν γλυκὸς πολύ, ῥομαντικὸς περισσότερο καὶ πρέπων περισσότατο.

 

Στὴν ἀρχή.

 

Διότι τώρα ποὺ ἔχει περάσει λίγο ὁ καιρὸς μὲ παρατηρῶ νὰ ἔχω ἀπωλέσει λίγο αὐτὸ τὸ κάτι ποὺ κάποτε ἔκανε τὴν φλέβα τοῦ πέους μου νὰ πάλλεται ὅταν τὴν ἔβλεπα.

 

Κι ἔτσι ἀπὸ λουλούδια, τῆς φέρνω μόνον δεντρολίβανο νὰ ῥίξῃ σὲ καμιὰ τηγανιὰ ἐνῷ ἡ γλυκύτητά μου ἔχει χαθῇ σὲ ἄλλοθι θερμιδομετρήσεων. Ὅσο γιὰ τὶς ἐξόδους, τῇ προφάσει τῆς κρίσεως, ἡ μόνη ἔξοδος ποὺ βλέπει πιά, εἶναι αὐτὴ τοῦ κινδύνου στὴν ἐφορία ὅταν πηγαίνῃ νὰ κανονίσῃ κάτι κληρονομικά.

 

Τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι τὸ σὲξ ὅπως προεῖπα. 

 

Νοιώθω σὰν δεκαετίας πεντήκοντα ἀρραβωνιασμένη κόρη ποὺ πρέπει νὰ ἀπωθήσῃ τὸν μόλις φάγαντα θαλασσινά, μνηστήρα της διότι φυλάσσεται τὸ πολυτιμότερον. Ὡσὰν ὑπανδρεμένη ποὺ θωρεῖ τὸν ἄντρα της νὰ κλάνῃ καὶ ἀνακαλεῖ βάρναλη καθὼς νόμιζε ἡ δύστυχη πὼς δὲν θὰ γενόταν ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι! Ὡσὰν δὲν ξέρω τί – τὸ σίγουρο εἶναι πὼς ἔχω ἐπικληθῆ τόσες φορὲς πονοκέφαλο γιὰ νὰ γυρίσω πλευρὸ καὶ νὰ μήν, ὥστε ἡ Γερτρούδη προσέφυγε σὲ κάποιον γνωστό της ἰατρὸ φοβουμένη πὼς οἱ ἡμικρανίες μου ἐνέχουν κάτι σοβαρότερο. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί μοῦ συμβαίνει, αὐτὸ τὸ νὰ μὴν τὴν θέλω, νὰ μὴν ἐνδίδω εἰς τὰ βραδινά της τερτίπια συνεχίζοντας νὰ παρακολουθῶ πολιτικὲς συζητήσεις γιὰ τὴν κρίση πανευρωπαϊκῶς. Κάποτε ἦταν τόσο διαφορετικά, τώρα τζίφος. Οἱ ἐπιδόσεις μου εἶναι σὰν τὶς κυριακάτικες ἐφημερίδες· μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα κι αὐτὴ ξεφυλλιστικῶς διότι προέχουν τὰ δῶρα, περιοδικὰ μὲ συνταγὲς καὶ τὰ λοιπά.

 

Ξεφυλλιστικῶς πάει νὰ πῇ μὲ πολὺ μικρὰ διάρκεια ἐπὶ τῆς ἐφημερίδος καὶ χωρὶς νὰ διαβάζῃς τὶς βαθυστόχαστες ἀναλύσεις τέως μπολσεβίκων. Δηλαδὴ ἐπὶ τοῦ πρακτέου, ὅπως ξεφυλλίζω σύντομα τὴν ἐφημερίδα, ἔτσι σύντομα, γιὰ λιγελάχιστη ὥρα ἀφιερώνομαι σφυροκοπώντας ὁμοιοπαθητικῶς τὴν τριχωτὴ πληγή της κι ὅπως δὲν πολυκαλοδιαβάζεις τὶς ἀναλύσεις, ἡ ποιότης τοῦ ἐργαλείου μου δὲν εἶναι ἡ δέουσα ἄκαμπτος καὶ ἀρτηριοσκληρωτική.

 

Δηλαδὴ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, γαμήσι πάσχον ἀπὸ πρόωρη ἐκσπερμάτιση καὶ μὲ πρωταγωνιστὴ τσουτσούνι ὄχι πρέπον σκληρό. Δηλαδὴ ἄσ’τα νὰ πᾶνε, δηλαδὴ πῶς καταντήσαμε ἔτσι, λοχία; Κι ἐπειδὴ ὅλο αὐτὸ ἄρχισε νὰ μονιμοποιῇται, δὲν ἄργησε ἡ Γερτρούδη νὰ προβληματίζεται καὶ νὰ μοῦ ἐκφράζῃ ὅλα αὐτὰ τὰ μαράζια, φωνακτῶς.

 

Πόσα δίκια εἶχε καὶ πόσο ἀστραχὰν φάνηκα ποὺ πόνταρε πάνω μου πρωτοτυχόντεια... Μὰ τί νὰ ἔκανα; Τὴν ἤθελα ἀκόμα, τὴν ἤθελα πολύ, μπορεῖ σωματικῶς ὄχι καὶ τόσο μὰ τῆς γούσταρα τὰ λοιπά της, τὰ λοιπὰ μωρέ, τὰ λίγο λιγότερο χαμαιτυπικά, τὰ καθημερινά της ἐννοῶ, κάποια εὐτελῆ, ἀκόμα καὶ τὰ βυζιά της, τὰ βαριὰ βυζιὰ μὲ τὶς εὐαίσθητες ῥῶγες ποὺ στέκονταν τόσο συμμετρικῶς στὴν θηλαία ἄλω... Ἀλλὰ τοῦτο ὄχι ὡς τεκμήριο ἔλα πιὸ κοντά, ἀλλὰ ὡς θυμητήρι ὀφθαλμοπορνίας. Διότι ὑπῆρξαν φορὲς ποὺ χειρογλυκάθηκα βλέποντάς την ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα καθὼς ἔπαιρνε τὸ μπάνιο της...

 

Τὴν ἤθελα λοιπὸν καὶ προβληματιζόμην τόσο, φοβόμανε πὼς δὲν θὰ ἀργοῦσε νὰ μοῦ δώκῃ τὸ καπέλο μου νὰ τραβήξω γι’ἄλλες πολιτεῖες μὰ οἱ κρίσεις πανικοῦ μὲ ταλανίζουν σὲ ὅλα τὰ μέσα μαζικιᾶς μεταφορᾶς ὁπότε...

 

Ὁπότε ἤπρεπε τρόπον νὰ εὕρω νὰ ῥεφάρω! Ἤπρεπε!

 

Θὰ ἦταν κάποια Τετάρτη σαρακοστῆς, συμφωνηθεῖσα ἡμέρα ἄνευ πηδήματος διότι σὺν τοῖς ἄλλοις ἤμεθα ἔτι ἀνύμφευτοι... Καθόμανε στὸν ὑπολογιστὴ καὶ σχολίαζα πίνακες τῆς γνωστῆς σουρρεαλιστικιᾶς ζωγράφου Eden Mor. Μὲ ταλαιπωροῦσε φυσικὰ τὸ ἄγχος τῆς Γερτρούδης καὶ σκεπτόμην τρόπους διορθωμάτων. Ξάφνου, τὸ ὡρολόγιον κάτω δεξιὰ πέταξε μιὰν εἰδοποίησιν πὼς σὲ ἡμέρας ὀλίγας θὰ κατάπινε κάτι σπῆντες καὶ θὰ πεταγόταν μίαν ὥραν μπροστά. Μὰ ναί, πῶς δὲν τὸ εἶχα σκεπτῇ! Πωπὼ εὐκαιρία! Αὐτὸ θὰ ἔκανα, ἦταν πολὺ σπουδαῖο!

 

Ἀφήνοντας ἀπόξω τὶς κομποδεματικὲς ἀνησυχίες μας περὶ τῶν λεφτῶν, τὴν ἔβγαλα (τὸ ἑπόμενο βράδυ) μιὰν βόλτα. Περπατήσαμε στὸ κέντρον τῆς πόλεως ὑπὸ τῆς αὑρὸς ἑνὸς μὲ πολλὲς ὁρμὲς νυκτολέλουδου καὶ προσεγγίσαμε τὸν βράχον τὸν ἱερόν. Ἡ ἄνοιξις ἔστω ἐντὸς τεσσαρακοστῆς μοῦ ἄλλαξε κάπως τὰ συνηθίσματα καὶ τῆς ἔπιασα τὸ χέρι. Ξαφνιάστηκε αὐτὴ (ὄχι ἡ σαρακοστή, ἡ Γερτρούδη) καὶ μὲ κύτταξε. Πρόλαβα νὰ δῶ στὸ πρόσωπό της νὰ χάνηται ἡ ἔκφρασις ἀνίας καὶ διεκπεραιωτισμοῦ καὶ νὰ ἀναλαμβάνῃ μορφασμὸν ἐκπλήξεως μὲ ὀλίγη ἀπὸ λαχτάρα καὶ νοσταλγία.

 

Ἂχ Γερτρούδη… Ἄχ...

 

Τὰ ἐπιφωνήματά μου εἶχαν ἕνα κάτι ἀπὸ ἐπίσκεψη σὲ ὀδοντίατρο καὶ αὐτή, μητρικῶς κάπως, μὲ ἀγκάλιασε, μᾶλλον μὲ ἔσφιξε στὴν ἀγκάλη της. Νοιώσας τὰ γιομάτα, τὰ βαριά μαστάρια της πάνω μου, ἠσθάνθην μιὰν ἀναγκαιότητα ἐπίσης νὰ μὲ βαραίνῃ (ὄχι περισσότερο ἀπὸ τὰ στήθη της βεβαίως) καὶ νὰ μοῦ τονίζῃ πὼς πρέπει νά!

 

Ἂχ Γερτρούδη… Ἄχ...

 

Προχωρήσαμε τὸ λεπὸν καὶ τῆς ἠγόρασα μαλλὶ τῆς γριᾶς ἀπὸ πλανόδιον ζαχαροπλάστη μὰ στὸ αἴτημά της γιὰ καλαμπόκι, ἠρνήθην. Θὰ σὲ κόψῃ τὴν ὄρεξιν, μωρό μου. Καὶ λίγο πιὸ μετά, σὲ χλιδάτο ταβερνεῖον, ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ παρθενῶνος καὶ τὴν ἐπήρρειαν οἴνου ἐρυθροῦ, ἄρχισα τὴν ξομολόγα.

 

Ἂχ Γερτρούδη… Ἄχ... Πόσο λίγος σοῦ στέκομαι πιά, καίτοι μὲ τιτανώδεις προσδοκίας ξεκίνησες μαζύ μου ὅταν ἀπεφάσισες πὼς εἶμαι ὁ πλέον ἁρμόζος γιὰ νὰ τοῦ πίνῃς τὸ σπέρμα καὶ νὰ σοδομίζησαι ὑπ’αὐτοῦ τρὶς μηνιαίως περίπου. Μὴν νομίζεις πάντως, κι ἐγὼ σχέδια πολλὰ ἔσχον δι’ἡμᾶς καὶ πόσο πονῶ ἀλήθεια ὦ Θεοί, ὑμεῖς ποὺ στέρξατε στὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ τῆς παλλάδος ἀθηνᾶς ἐκεῖ δίπλα μας, κεῖ δίπλα Γερτρούδη, ἐκεῖ κύττα, τὴν Ἀκρόπολη ἐννοῶ μωρό μου, ἐντάξει; Μπράβο, τὸ πέτυχες! πόσο πονῶ ποὺ χρόνον παρατατικὸν χρησιμοποιῶ πιὰ γιὰ μᾶς τοὺς δυό!

 

Ἡ Γερτρούδη, καθὼς μὲ ἤκουγε, εἶχε χαμηλωμένα τὰ μάτια μὰ ἤβλεπα, μποροῦσα νὰ τῆς τὰ βλέπω ὑγρά. Καὶ δὲν ἦταν ἡ κίβδηλη γυναικεία συγκίνησις, μποροῦσα νὰ καταλάβω ἀληθινότητα διότι ἔτσι ὑγρή, ὁμοίως γυαλίζουσα ἦταν κι ἡ κλειτορίδα της τὶς φορὲς τὶς κάποτε ποὺ τὰ γαμήσια ἡμῶν ἦταν συγκονιστικὰ καὶ διέθετον κάτι ἀπὸ west coast production. Ἔνοιωσα βαριὰ τὴν ὑποχρέωση νὰ συνεχίσω καὶ συνέχισα! Ἤπια κράσον κόκκινον ὁ ὁποῖος συνέδραμε στὴν εὐκολοτέραν κίνησιν τοῦ αἱμάτου στὶς ἀρτηρίες μου κι ἔτσι ἐπεστρατεύθη ὁ πόδης μου σὲ τρυφερὲς μαλάξεις τοῦ δικοῦ της πόδη μέχρι κεῖ πάνω, στᾶς παρυφᾶς τῶν γλουτῶν της. Νομοτελειακῶς ἐγκατέλειψα τοὺς παρατατικοὺς καὶ ἔπιασα νὰ ἐνεστωτίζω, νὰ μελλοντίζω. Ἔπρεπε νὰ διορθώσω κάπως τὴν φτιάξη, νὰ προσπαθήσω γιὰ τὴν σχέσιν ταύτην, νὰ μὴν παραιτηθῶ μὰ νὰ συνεχίσω νὰ παλαίω ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα πρὸς περαιτέρω εὐδοκίμησίν της. Ἔλεγα, ἔλεγα καὶ τί δὲν ἔλεγα ὁ πούστης, τὸ κρασὶ μὲ ἔκανε νὰ ἔχω ῥοδανίσει οὐχὶ μόνον τὴν γλῶσσα, μὰ μέχρι καὶ τὰ πόδια μου εἶχαν γίνει περισπωμένες καὶ μπορέσαντες νὰ βροῦν ἕναν ἰσθμόν, ἀφίχθησαν στὰ πεδία τοῦ κόλπου της Γερτρούδης ἔνθα βοηθοῦσαν ὥστε νὰ μὲ κυττάξῃ. Κι ὅταν μὲ κύτταξε...

 

Πᾷς στοίχημα λοιπόν; Ὄχι πές μου, πᾷς; Λέγε! Καὶ τῆς ἔσφιγγα λίγο ἀλογομουροειδῶς τὸ χέρι τὸ μέχρι πρότινος σφιγγάμενο παρακλητικῶς.

 

Ἔλα μωρό μου, δὲν εἶναι ἀνάγκη! Μὴν σὲ παρακαλῶ. Δὲν εἶναι ἀνάγκη!

 

Μὰ ἐγὼ εἶχα πάρει φόρα καὶ τὸ ἔβαλα τὸ στοίχημα! Πῆγε τὸ στοίχημα πὼς θὰ τὸ ἴσιωνα! Ὄχι τὸ στοίχημα μὰ τὸ στραβὸ τὸ θέμα μας.

 

Τὸ ὁποῖον ὅμως στοίχημα, ἤθελε κάμποσες ἡμέρες γιὰ νὰ λάβῃ χῶρα.

 

Οἱ ὁποῖες μέρες ἦλθον καὶ παρῆλθον. Καὶ περατώθη τὸ στοίχημα... Περατώθη...

 

Μὰ ἐν τέλει δὲν ἐπιβεβαίωσαν τὴν τότε, στὸ ταβερνεῖο σιγουριά μου, πὼς ὅλα θὰ ἄλλαζαν στὸ ἑξῆς Γερτρούδη, ὅλα θὰ ἄλλαζαν! Τέτοια τῆς εἶχα πεῖ! Καὶ συνοδείᾳ κράσου καὶ τύρου, συνέχισα λέγων:

 

Κι ἂν γαμιόμεθα πλέον στὴν χάση καὶ στὴν φέξη, ἂν δὲν σὲ ἱκανοποιῶ πιὰ διότι ὁ πέος μου δὲν διαθέτει σκληράδα Τασσῶς Καβαδία μὰ ἀνεκτικότητα Ἑλένης Ζαφειρίου καὶ ἀντέχει μόνον νὰ δῇ κατοστάρι ὀλυμπιακῶνε ἀγώνωνε κι ὄχι μαραθώνιο, δὲν θέλω νὰ μοῦ ἀπελπίζεσαι. Ὄχι ἐπειδὴς θὰ πρέπῃ νὰ συμβιβαστῇς μὰ αὐτά, ὄοοοχι, μὰ θὰ ἀλλάξουν, ναί, θὰ ἀλλάξουν, εἴπαμε τὸ πήγαμε τὸ στοίχημα! Πῶς θὰ ἀλλάξωσιν, δὲν εἶναι τοῦ παρόντος κι οὔτε θέλω νὰ σοῦ δημιουργήσω ἐλπίδες φροῦδες πὼς ἄρδην ὅλα θὰ ἀλλάξουν! Μὰ σιγὰ σιγὰ θὰ διορθωθοῦν! Ἄλλωστε τὸ πήγαμε τὸ στοίχημα, ἂμ πῶς!

 

Λίγες ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὸ γεῦμα ἐκεῖνο καὶ λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ σήμερα, ὅταν εἶχε φθάσει ἡ μέρα τοῦ στοιχημάτου, ὅλα ἦταν στὴν τσίλια ἐτοιμαζμένα. Ἔνοιωθα σὰν ἀθλητὴς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν κρίσιμον τελικὸν καὶ ἄρχισα νὰ παίρνω νόμιμα καὶ βιολογικὰ συμπληρώματα διατροφῆς ἤτοι φουντούκια. Καὶ σπόρους κουκουναριοῦ. Καὶ σύκα σὲ μπὼλ μὲ κρύο νερό. Καὶ τζίντζερ. Καὶ μοσχοκάρυδο. Καὶ μέλι. Καὶ ἀβοκάντο. Συνεβουλεύθην ἐπίσης κάτι γιόγκι διανοητὰς περὶ ἐλέγχου τῶν γενετησίων. Καὶ περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ ἦταν μέρα Σάββατον.

 

Ἡ Γερτρούδη εἶχε μαζευτῇ ἀπὸ νωρὶς στὸ σπίτι, εἴχομεν τακτοποιήσει τὰ ὤνια ἀπὸ τὴν λαικιὰν ἀγορὰν καὶ πλέναμε τὰ ζαρζαβατικά. Τὸ τρανζίστορ ἔπαιζε ἄζματα δεκατεσσαροφεβρουριανὰ καὶ ἡ κουζίνα εἶχε γιομίσει ἀχαλίνωτο ῥομαντισμὸ ὅπως μπορεῖ καὶ μεταδίδει ἕνα καταμεσοτραπεζῆς βάζο μὲ γλαδιόλες. Σὲ κάθε ἀλλαξιὰ νεροῦ τῶν πατζαριῶν, τῆς σιγοσφύριζα κάποια χατζηδάκειον μελωδίαν τὴν ὁποίαν ἐπιστέγαζα μὲ ἄνευ γλώττης ἀσπαζμόν. Στὰ φιλιὰ αὐτά, ἔβλεπα, ἔνοιωθα νὰ ἐλλοχεύῃ ἕνα σχεδὸν angufs in herba συναίσθημα κάτω χαμηλά μου καὶ τὸ ἀπολάμβανα. Ξέφευγε ὡστόσο τὶς φορὲς ποὺ ἀκουσίως πιτσιλιόταν ἡ Γερτρούδη, πιτσιλιόταν στὸ μποῦστο καὶ ἔφερνε πετσέτα νὰ σκουπισθῇ. Ἀπέστρεφα ἀλλαχοῦ τὸ βλέμμα καὶ πετύχαινα μιὰ ἀπροσκοπτιά.

 

Βάλαμε μιὰν πίττα στὸν φοῦρνο καὶ κινήσαμε νὰ ἐτοιμαζόμαστε γιὰ μιὰν βόλτα στὴν θάλασσα. Ἦταν διάχυτη αὐτὴ ἡ ἐπιτήδευση ποὺ βιώναμε μὴ ἀναφέροντες τίποτε γιὰ τὸ στοίχημα, γιὰ τὴν προσπάθειά μου τέλος πάντων, ἀνανήψεως τῆς παραπαιούσης σχέσεώς μας. Μιὰ ἀνατριχίλα στὰ νεφρά μου μὲ ἀποσυντόνισε λίγο κι ἔφυγα ἀπὸ τὸ δωμάτιο ὅταν γδύθηκε, ὅταν ἄλλαξε γιὰ νὰ φορέσῃ τὸ καλό της, σαββατιάτικο φόρεμα - ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα γιὰ νὰ μὴν μοῦ κουβαληθῇ προώρως ὁ δαίμων.

 

Καθ’ὁδὸν γιὰ τὰ νότια καθίσματα τῆς πόλεως, ἐπικαλούμην ὁδηγία καὶ σωφερία γιὰ νὰ μὴν γλυστρήσω στὰ ἀκκίσματά της. Σταθήκαμε σὲ ἕνα γαλακτοπωλεῖον, ἤπιαμε ἕναν καφέ, γὼ ἕναν δυνατὸν μὲ γιομάτους μῦες διπλὸν ἐσπρέσσο καὶ αὐτὴ δὲν ἔχει σημασία τί καὶ ἀγναντεύαμε τὸ πέλαγο. Εἶχε ἔκφραση, συμπεριφορά, στάση πολὺ οὐδέτερη, συγκαταβατική, ἄνετη μὰ ἐγὼ σὲ κάθε ποὺ ἄνοιγε νὰ πῇ τὸ παραμικρό, νόμιζα πὼς θὰ ἔλεγε γιὰ βγᾶλτε ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ ἕνα τεστάκι. Διετήρων ὡστόσο ψυχραιμία ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ αἱμία κινεῖτο σὲ μέρη ὀλίγον τί ἐπικίνδυνα. Πάντως, ἡ νευρικότης μου μὲ ἔστελνε συχνάκις στὴν τουαλέττα, ἤτοι ἡ κύστη κι ὁ προστάτης μου δὲν διέθετον ἀνοχὲς γιὰ τίποτε ἄλλα, ἡδεῖα πάρεργα τοῦ γείτονός των.

 

Εἶχε σουρουπώσει καὶ τὰ σχέδια τοῦ δύοντος ἡλίου ἦταν τέτοια ποὺ ἐπιδέξιος κάλαμος γραφέως θὰ τὰ μετέφερε ἐδῶ καλλιεπῶς μὰ οἱ προτεραιότητες ἀλλαχοῦ. Ἀφήσαμε ἡμιτελὲς τὸ θάμα τ’οὐρανοῦ. Φύγαμε. Ἠγοράσαμε γλυκὰ ἀπὸ διάσημον τοῦ ἄστεος ζαχαροποιεῖον, ξηροὺς καρποὺς ἀπὸ ἐκεῖ ἐπίσης καὶ φθάσαμε, ἀφοῦ πρῶτα κάναμε μεγάλες καὶ πολλὲς βόλτες, στὸ σπίτι ὥραν καλήν μὰ μικρὰν καὶ πλέον ἦταν Κυριακή, μιὰ δυὸ ὧρες της. Στὴν ἐξώθυρα, τὴν εἶπα πὼς λησμόνησα τὸν ἀναπτήρα μου στὸ ἁμάξι, ἀνέβα ἐσὺ κι ἔρχομαι κι αὐτὴ μπῆκε στὴν εἴσοδον ἀδιαμαρτύρητα καίτοι γνωστὸν ἀμφοῖν πὼς δὲν κάπνιζα μὰ τί εἶναι ἕνα τέτοιο ψεμματάκι ἐνώπιον τῆς στὴν κατάστασή μου κοινὴ ἀνεβασιὰ ἀνελκυστήρῳ;

 

Κι ἐνῷ ἐτοίμαζα τὰ σερβίτσια γιὰ τὶς πάστες καὶ τὸν ἡλιόσπορο, αὐτὴ σκοτείνιασε τὸ σαλόνι ἐτοιμάζοντας τὴν Φθινοπωρινὴ Σονάτα στὸ βίντεο. Ξαπλώσαμε στὸν καναπέ, ἁπλώσαμε τὰ σκέλη μας στὸ τραπεζάκι καὶ ἀρχίσαμε νὰ μασουλᾶμε σπόρια. Δαγκώθηκα βλέποντας τὸν πατέρα Βίκτωρα, νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ εἰς τὸν μύθον κρατώντας μιὰν πίπα μὰ γρήγορα τὸ φὶλμ μᾶς παρέσυρε σὲ κομπιάσματα στὸ στομάχι ξεχάσαντες οἱοδήποτε ἄλλο πιὸ κατσαρό. Ἡ ἐξέλιξις τοῦ ἔργου μᾶς δυσκόλευε περισσότερο αὐτὸ ποὺ λένε διασκέδαση καὶ μᾶς ἔφερε πιὸ κοντὰ κρύβοντας ὁ ἕνας, τον βραχίονά του, στοῦ ἄλλου, μᾶλλον ἀδελφικῶς τοῦτο ἀλλὰ τίποτε δὲν μᾶς ἀποσποῦσε ἀπὸ τὴν ταινία ἡ ὁποία σὺν τῷ χρόνῳ, στὰ σπαράγματα τῆς Ἑλένα, μᾶς ὕγρευε τὰ μάτια καὶ στὸ στόμα ἡ στυφὴ γεύση τῶν καταπιεσμένων δακρύων παραμόνευε τὴν κάθε ἑπομένη σκηνὴ μεταξὺ μάνας καὶ κόρης.

 

Μιὰ πάστα μωρό μου;

 

Τῆς ἔβαλα καὶ μοῦ ἔβαλα ἀπὸ μιὰ πάστα γιὰ νὰ ἐξισορροπίσουμε τὰ πεχὰ τοῦ σιέλου, τὴν τάιζα καὶ μὲ τάιζε, ἀπὸ σοκολατίνα σὲ ἀμυγδάλου καὶ τανάπαλιν μὲ τὰ πόδια πλέον συμμέτοχα τοῦ δράματος, εἶχε ἀποκαλυφθῇ μάλιστα καὶ ὁ καημὸς περὶ τοῦ Ἕρικ. Ὅταν κρασὶ ἔπιασε νὰ πίνῃ ἡ Εὔα, ζήτησε κι ἡ Γερτρούδη καὶ γρήγορα, παρασυρομένη ἀπὸ τὴν ἀπότομη καὶ φυλλοκάρδια ἐξομολόγηση τῆς παραμελημένης θυγατρός, ἔπιασε νὰ κλαίῃ κι ἡ ἴδια. Τὸ κλάμμα της ἦταν ἀθόρυβο, θὰ μποροῦσες νὰ ἀκούσῃς τὴν πορεία τῶν δακρύων στὰ μάγουλά της ἂν δὲν θρηνοῦσε κατηγορίες ἡ Εὔα στὴν ὀθόνη, πλέον κυττοῦσα διακριτικῶς, περισσότερο τὴν Γερτρούδη παρὰ τὸ φίλμ. Προσπαθοῦσα νὰ μαντέψω πόθεν προέκυπτε ὅλο αὐτὸ τὸ γοερὸ κλάιμμα, πόθεν ὁ χείμαρρος δακρύων, γιατί αὐτὴ ἡ ἀνάλωση σ’αὐτὸν τὸν ἐκ βαθέων θρῆνο. Φοβήθηκα, τρόμαξα πὼς ὅλα αὐτὰ ἦσαν προοικονομία ξεσπάσματός της ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ θνησκούσῃ σχέσει καὶ μαζεύτηκα γεμάτος τύψεις χωρὶς πάντως νὰ σταματήσω νὰ τὴν κυττῶ.

 

Ἀναφυλλητά της δὲν ἔπαυαν νὰ τὴν ταράσσουν σύγκορμα, μὲ φυσικὸ κι ἑπόμενο νὰ ἀναταράσσεται τὸ στῆθος της αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάποτε ἦταν ἡ αἰτία νὰ τὴν ἐρωτευτῶ χωρὶς βεβαίως νὰ παραγνωρίζω καὶ τὸ ὑπέρτατο γοῦστο της στὶς ταινίες. Τὸ στῆθος της, μεγαλοπρεπές, στητὸ καίτοι ἀνάσκελα ἦταν, κινεῖτο τρικυμιωδῶς σὲ ἕνα mayday προσωπικῆς ἀπελπισίας, ἔκθετο στὴν δέουσα γι’αὐτὸ φροντίδα. Ὦ, τοῦτο ἦταν τὸ τελειωτικό.

 

Μὴ ὑπολογίσας τὴν τηρῶσα πάστα (ἐντὸς πινακίου τοῦ καφὲ) χύμηξα πάνω της, φιλῶντας την, γλύφοντάς της τὰ δάκρυα, ῥουφῶντας κι αἰχμαλωτίζοντας τὴν γλώσσα της στὸ στόμα μου, μὲ τὰ χέρια μου νὰ συγκρατοῦν τὸ παραφερόμενο στῆθος της, νὰ τὸ μαλάζουν, νὰ τὸ καταχεριάζουν. Ἡ πάστα μᾶς εἶχε λερώσει μὰ ποιός νοιαζόταν; Κατηφόρισα στὸ μποῦστο της σηκώνοντάς τὴν μπλούζα ἄγαρμπα, ὁρμῶντας στὸ χαλαρωμένο σουτιέν, παίζοντας μὲ τοὺς μαστοὺς παιγνίδι ποὺ πάντα μοῦ ἄρεσε - τοῦ στηθοδέσμου καλύπτοντος τὸ μέρος ποὺ τόνιζε τοιουτοτρόπως τὴν ἐμμονή μου. Ἔσυρα τὸ σουτιὲν ψηλά, φέρνοντας στὸ ἡμίφως τοῦ σαλονιοῦ τὶς ῥῶγες οἱ ὁποῖες εἶχαν ἤδη ἐρεθιστῇ καὶ στόχευαν ψηλά. Ἔφερα τὸ γλυκό, τὶς πασάλειψα καὶ ἄρχισα νὰ τὶς γλείφω μὲ περιοδικὲς διακοπὲς γιὰ στόματι φιλιὰ στὴν Γερτρούδη διότι δὲν ἤθελα τέτοια ὥρα νὰ πάρω ἐγὼ ὅλες τὶς θερμίδες. Ἦταν πολὺ δύσκολο τὰ χέρια μου νὰ ἀφήσουν τὰ στήθη μόνα τους χωρὶς τὴν πρέπουσα ἄσκηση μὰ κλιμακωνόταν ὁ ἵμερος καὶ ἔπρεπε κάτι ἀνελλιχθιτικό. Τῆς ἔβγαλα χωρὶς προσοχὴ τὸ παντελόνι, μὲ χωρὶς προσοχὴ ἡ ὁποία συμπαρέσυρε καὶ τὸ ἐσώρουχο καὶ κίνησα τὰ δάκτυλά μου γιὰ τὸ σημεῖο ὅπου ἐνώνονταν τὰ πόδια της. Τὸ βρῆκα ἐξίσου συγκεκινημένον μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἰδιοκτήτη των καὶ ἀφοῦ ἀκροθιγῶς καὶ ἐλαφροίσκιωτα ἔθιξα τὴν σάρκινη ὑπόφυσή τῶν χειλέων, ἔσκυψα γιὰ νὰ παρηγορήσω τὰ ἁλμυρὰ τίνι τρόπῳ δάκρυα.

 

Οἱ βουτιὲς τῆς γλῶσσας συνεπικουρούμενες τῶν δακτύλων μου, διέρρηξαν τὴν σιωπή. (Εἶχε σταματήσει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ ἔργο). Ἄκουγα τὴν Γερτρούδη νὰ ἐκφέρῃ θολὰ κάποια ῥήματα σὲ προστακτικὴ ἔγκλιση. Δὲν καταλάβαινα ἐπ’ἀκριβῶς μὰ ἡ φθόγγιση προστακτικῶν ἦταν ἐυθέως ἀνάλογη τῆς ἐμβαπτίσεως τῶν δακτύλων μου στὸν ὐγρό της κόλπο. Διέκοψα ἀπότομα τὴν χειροδιείσδυση γιὰ νὰ ἀπελευθερώσω μιὰν ἔκπαλε γνωστὴ στύση ἀπὸ τοὺς ζυγοὺς στενοῦ παντελονιοῦ. Τὸ πέος μου σημάδευε τὴν Γερτρούδη, τὸ χεῖλος της γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ βεληνεκὲς τοῦ ὁσονούπω πηδακομένου σπέρματός μου θὰ τὴν εὕρισκε ἐκεῖ ἂν ἡ ἐδάφους ἀέρος ἐπιστασία τοῦ στήθους της δὲν σταματοῦσε τὶς στρατοκρατορικές μου βουλήσεις. Μὲ τράβηξαν δηλαδὴ τὰ στήθη της, κινήθηκα πάνω της, κάθησα στὴν λεκάνη της καὶ ἀφοῦ ἐπαιξα λίγο γιὰ νὰ τῆς μαρτυρήσω τὴν σαμψώνειο στύση μου, στάθηκα στοὺς μαστούς της. Σημάδεψα τὶς θηλές της, σχημάτισα ἐκεῖ ἕνα πεδίο ἀσκήσεων μὲ τὰ πρώιμα σπερματικὰ ὑγρά. Κατόπιν τὶς νουθέτησα μὲ ῥαβδισμοὺς διότι τόλμησαν πρὶν νὰ καταστρατηγίσουν τὰ σχέδιά μου καὶ καὶ καὶ καὶ καὶ ἡ Γερτρούδη ἀνέλαβε. Ἔπιασε τοὺς γιγαντομαστούς της καὶ ἀγκάλιασε τὸν φαλλό μου ὁ ὁποῖος παρεδέχθη τὴν ἦττα, παραδιδόμενος ἄνευ ὅρων στὰ παλινδρομικὰ καὶ ζαλιστικὰ καὶ ἰλιγγιώδη τους σχέδια μάρσαλλ. Ὦ, ἦταν δική μου σειρὰ νὰ ἀφεθῶ σὲ μονοφραστικὲς προτάσεις. Ῥήματα ξέρναγα χωρὶς νὰ προσέχω καθωσπρεπισμοὺς ἕνεκα ἡ κατάσταση, ῥήματα ὄχι σὲ προστακτικές, οὔτε δευτέρου προσώπου παρὰ μόνον μαρτυροῦσα στὴν Γερτρούδη τὴν ζάλη μου. Τὰ χέρια της ποὺ τηροῦσαν τὰ στήθια της τὰ αἰχμαλώτισαντα τὸ πέος μου, ἔπιασαν νὰ κινοῦνται γρηγορότερα κι ἐγὼ ἔνοιωθα νὰ σβήνω σὲ αὐτὸ τὸ ἀλισβερίσι ἀπωθημένων παθῶν. Μὰ ἀισθάνθηκα, ἐπίσης, νὰ κινῇ καὶ τὰ πόδια της, νὰ τὰ τρίβῃ ὁπότε συνερχόμενος κάπως, συναισθανόμενος τὴν κρισιμότητα ἐκείνης τῆς μέρας, ξημέρωμα 31ης Μαρτίου 2013, γύρισα πάλι στὰ γήινα κι ἐπανῆλθα ἀνάμεσα στὰ πόδια της.

 

Στεκόμουν στὰ χέρια μου ἐνόσω ἔβαζα ὅση δύναμη μποροῦσα στὴν λεκάνη μου ἡ ὁποία διὰ τοῦ φαλλοῦ μου προσέβαλλε τὸν κάθιδρο κόλπο της. Τὸ παραλήρημα μπορεῖ νὰ ἦταν τέτοιο ἀλλὰ μποροῦσα κατὰ τὴν ἔξοδο νὰ διατηροῦμαι ἐντὸς κι ἀφοῦ σταθεροποιούμην γιὰ ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου ἔμπαινα πάλι, σφυροκοποῦσα γιὰ τὴν ἀκρίβεια, πάλι καὶ οὕτω καθ’ἑξῆς. Σὲ κάθε εἴσοδο, τὸ στῆθος χόρευε σαλώμειο χορό, μὲ προσκάλεσε καὶ παρασύρθηκα. Χαλάρωσα τὰ χέρια μου, ἀφέθηκα πάνω της καὶ ἀφοῦ ῥούφαγα ὅσο μαστὸ μποροῦσα (ἐνόσω μὲ τὸ χέρι μου, γράπωνα τὸν ἄλλον) συνέχιζα τὴν βία κάτω της μὲ τὸν ἴδιο ὅπως πρὶν ῥυθμό. Οἱ ἀναστεναγμοί της πιὰ εἶχαν γίνει κραυγὲς ποὺ ὁρίζοντο ἀπὸ τὰ παιγνίδια στὸ στῆθος της καὶ τὴν διείσδυση στὸν κόλπο της. Οἱ φωνές της μοῦ μαστίγωναν τὰ νεφρὰ καὶ ἔνοιωθα νὰ χάνω τὸν κόσμο σὲ κάθε εἴσοδο μου μέσα της. Χάδια της στὸ κεφάλι, στὴν μέση, στὰ ὀπίσθιά μου ἔδιναν τέμπο ἀλλὰ προσέδιδαν καὶ μιὰν ἀκόμη περισσότερο αἴσθηση συντροφικότητος καθὼς τὴν γαμοῦσα δυνατά. Συνέχισα γιὰ ἀρκετὴ ὥρα (γιὰ τὰ δικά μου δεδομένα μάλιστα ἦταν τὸ δίχως ἄλλο σπουδαία ὑπέρβαση) νὰ μπαινοβγαίνω ὥσπου δὲν ξέρω γιατί, ἄφησα τὰ χάδια στὸ στῆθος της καὶ τὴν φίλησα στὸ στόμα κρατῶντας ἐκεῖ τὴν ἀνάσα μου, ξεκινῶντας νὰ τῆς λέω χωρὶς νὰ ἀκούῃ, πὼς τὴν θέλω πολὺ καὶ πὼς χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορῶ οὔτε στιγμή. Δὲν γινόταν βεβαίως νὰ μὲ ἀκούσῃ, μονολογοῦσα, σκέψεις μου ἦταν ἀλλὰ διάβασα στὴν κίνηση τῆς γλῶσσας της νὰ ἀπαντᾷ καθησυχαστικὰ ἕνα γιὰ πάντα.

 

Καὶ ἔχυσα. Ἔτσι ἀπότομα, δηλαδὴ ὄχι κι ἐντελῶς ἀπότομα, γιὰ ὥρα τὴν πηδοῦσα ἀλλὰ ἦταν λίγο περίεργη ἡ στιγμὴ τῆς ἐκσπερμάτισης, ἄλλωστε δὲν τὴν ἤκουσα νὰ βρωμομιλᾷ κάτι ποὺ ἀνέκαθεν μὲ τελείωνε. Εἶχα τελειώσει λοιπὸν καὶ δὲν μὲ ἄφησα καθόλου νὰ ἀπολαύσω τὸ οὕτως ἢ ἄλλως μετὰ ταχέως θνῆσκον διότι ἄρχισα νὰ μοιριολογάω γιὰ τὸ σύντομον τῆς συνουσίας, γιὰ τὸ ὅτι ὅ,τι εἶχα ὑποσχεθεῖ, ὅ,τι εἶχα σχεδιάσει, ὅ,τι εἶχα στοιχηματίσει, εἶχε πάει στὸν βρόντο, λόγῳ αὐτοῦ τοῦ βραχέος σὲ διάρκεια πηδήματος. Τὸ ὁποῖον ντάξει, συγκριτικὰ μὲ ἄλλες φορὲς ἦταν πολὺ μακρύτερο διαρκιστικῶς μὰ ἀπόλυτα ἂν τὸ ἔβλεπες πάλι λιγουλάκι ἦτο. Ἔγειρα προβληματισμένος δίπλα της χωρὶς νὰ πολυδίνω σημασία στὶς συνεχιζόμενες ὀργασμικές της κραυγές. Δὲν ἤθελα, δὲν ἤπρεπε νὰ καταλάβῃ τὶς μαῦρες σκέψεις μου οἱ ὁποῖες ὡστόσο διεκόπησαν ἐπειδὴ ἀντελήφθην νὰ σταματᾷ ἀποτόμως τὰ ἡδονῆς φθογγίσματά της. Σηκώθηκε στὴν μέση της, κύτταξε τὸ ῥολόι καί:

 

 

Ἀγάπη μου! Πηδιόμαστε μία ὥρα καὶ 3 λεπτά! 63 ὁλάκερα λεπτά! Ἀγάπη μου! Τί ἔγινε; Μωρό μου! Κέρδισες καὶ τὸ στοίχημα!

 

Ἦταν πλέον πάνω μου καὶ μὲ φιλοῦσε λὲς καὶ εἶχα κερδίσει στοὺς παραολυμπιακούς! Μὰ τί εἶχε γίνει; 63 λεπτά; 63; Δὲν γινόταν, δὲν ἦταν λογικό! Ποιοτικῶς ντάξει, γαμῶ ἀλλὰ σίγουρα ὄχι τόσου χρόνου! Τί στὸν ποῦτσο εἶχε συμβῇ;

 

Τὸ κατάλαβα ὅταν σηκώθηκε γιὰ τὴν τουαλέττα της. Τὸ ῥολόι εἶχε βουτήξει στὴν θερινὴ ὥρα. Ὅταν ἀρχίσαμε νὰ πηδιόμαστε ἦταν τρεῖς παρὰ δύο ἂς ποῦμε, ὅταν τελείωσα εἶχε πάει 4 καὶ τρία!

 

Καὶ πῆρα μιὰν μικρὰν προφανῶς παράταση.

 

Μικρὰν ὄχι γιὰ πάντα (sic)



Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

παρ'ὀλίγον ΝτιΚάνιο ἀλλὰ κλάιν



Σήμερα ὁ Λίνεν, πολιτικῶς τοποθετημένος στὰ ὄντως ἀριστερὰ (πολὺ ἀριστερότερα δηλαδὴ τῶν Κουβέλη, Λαλιώτη, Ψαριανοῦ, Tσίπρα, Κανέλλη) τονίζει σὲ συνέντευξή του ὅτι τὰ ῥατσιστικὰ φαινόμενα θὰ πρέπῃ νὰ ἀντιμετωπίζωνται ἄμεσα – δὲν φαίνεται ὡστόσο νὰ διευκρινίζει πῶς· φάλαγγα μήπως, αὐγὰ στὶς μασχάλες ἢ τίποτε μπατσιὲς θὰ γούσταρες νὰ μᾶς δώσῃς στοὺς ῥατσιστές, κώουτς;

Ἂχ βρὲ Κατίδη! Ἔκανες νὰ ξεσπαθώσῃ σύμπαν τὸ ἀντινάτσι σύμπαν αὐτὲς τὶς ἡμέρες· κάποιοι μάλιστα, οἱ ὁποῖοι ἂν εὕρισκαν τυχαίως μπάλα στὸν δρόμο, θὰ τὴν πήγαιναν ὡς μπόμπα, στὸ πλησιέστερο ὑποκατάστημα πυρήνων τῆς φωτιᾶς ἵνα μὴ τί ἀπόλλυται, ἔγιναν εἰδήμονες κι ἄρχισαν νὰ βγάζουν λόγους γιὰ τὸ ΑΕΚ. Τὸ τί συμβολίζει, ποῖο τὸ παρελθόν της, ποῖα ἡ ἱστορία της, μέχρι τὴν ἀπίστευτη μαλακία πὼς φασισμὸ βίωσαν οἱ πρόσφυγες ὅταν ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα, τόλμησαν νὰ ποῦν χωρὶς ντροπή.

Ἀλλὰ ἔστω, ὑποτιθέστω πὼς μᾶς βγαίνουν οἱ ἡμερομηνίες ἐκεῖ στὰ 1922 κι ὄντως, ἔζησαν τὸν φασισμὸ οἱ πρόσφυγες τὸν Αὔγουστο Σεπτέμβριο τοῦ ἐν λόγῳ ἔτους (διότι ἀμέ, μπορεῖ ὁ ἀδελφὸς Μπενίτο νὰ εἶχε εἰδοποιήσει τοὺς πελοποννήσιους αἱμομίκτες κι ἀρβανίτες κλεφταράδες πὼς κάτι μῆνες πρὶν εἶχε μπεῖ στὴν βουλὴ καὶ γνώριζαν οἱ παλαιοελλαδίται τί ἐστὶ φασισμὸς) ἢ ἐπειδὴ ἔνοιωσαν ῥατσισμὸ τότε, γιατί τοῦτο πρέπει νὰ μοῦ ἐνοχοποιῇ ἐπιλογὴ μιᾶς συγκεκριμένης πολιτικῆς στάσης ἡ ὁποία βάσει τῶν συνθηκῶν κρίνεται ὡς ἡ πλέον ἁρμόζουσα;

Count on me!


74,4

Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Ἐστία 19 Μαρτίου 1924








Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2013

in peace

Ἂααααχ Οὗγκο μου, μ’αὐτὸν τὸν καημὸ πῆγες, ποὺ δὲν ὡλοκληρώθηκε,ποὺ δὲν εὐοδώθηκε ἡ συνεννόησις μὲ τὸν Ἀλέξη τὸν Τσίπρα, νὰ τοῦ (μᾶς) στείλῃς τὰ πετρέλαιά σου!


Γαίαν ἔχοις ἐλαφράν, ἀξιομακάριστε ἀδελφὲ ἡμῶν!

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

Κουρευτῇτε σοσιαλιστικῶς.

τα μακριά μαλλιά μπορούν ακόμα και να «κλέψουν την πηγή της ενέργειας» κάποιου, λένε οἱ κομμουνιστὲς τῆς Βορείου Κορέας καὶ «προτείνουν» τὰ δέοντα κουρέματα, τὶς πρέπουσες κοὺπ βάσει τῶν ἀρχῶν τοῦ δημοκρατικοῦ συγκεντρωτισμοῦ κλπ κλπ κλπ. 
 
Ἄχ, ἡ νιότη τοῦ κόσμου, ὁ κομμουνισμός!

blog stats