Στὸ νομοτελειακὸ τοῦ καφὲς +
τσιγάρο=τάση γιὰ χέσιμο ὑπάρχει ἕνα κάτι ἄλλο πιὸ σιγουράκι: ἡ ἐπιλεκτικότητα τῆς ἀριστερῆς σκέψης. Αὐτὴ ἡ ἐπιλεκτικότης,
σὲ θέματα ὀλίγον τί χαρντκόρ, φιλτράρεται ἀπὸ μιὰν αἰδώ.
Ὅταν παραδείγματος χάριν, τίθεται
ζήτημα βίας (σὲ πολλὰ καὶ διάφορα ἐπίπεδα) τότε προσπαθεῖ αὐτὴ ἡ Ἀριστερὰ νὰ
μὲ λένε ῥίζο κι ὅπως θέλω τὰ γυρίζω πρὸς χάριν ἑνὸς οὐμανίζοντος καθωσπρεπισμοῦ.
Δηλαδή, μετὰ ἀπὸ μπόλικη μὴ ἀμπελοφιλοσοφία,
καταλήγει πὼς ἡ βία ἑνὸς φασίστα πρὸς τὸν χῖ ψῖ ἐχθρό του εἶναι κακή, ἑνῷ ἡ βία
ἑνὸς κομμουνιστῆ εἶναι καλή, ὑπὸ τὸ πρίσμα πάντοτε τῆς ὑποκειμενικῆς της κρίσης
- ἀναπόφευκτο τοῦτο.
Προφανῶς καὶ ἴσως, αὐτὸ τὸ
μοντέλο, ὅταν ἀπευθύνεται σὲ μετριοπαθεῖς κεντρώους ἂς ποῦμε, οἱ ὁποῖοι ἀπεχθάνονται
τὸ ἴδιο τὰ δύο ἄκρα, νὰ μὴν πείθῃ.
Κι ἔτσι, κάποιοι πρωτοπόροι ἀπὸ
τὴν ἰντελιγκέντσια τῶν ἀπολογητῶν τῆς κόκκινης τρομοκρατίας κάνουν ἕνα βῆμα
παραπάνω καὶ ἀλλάζουν τὰ μέχρι τώρα δεδομένα.
Συγκεκριμένα, ἡ πανεπιστημιακὸς
Ἄννα Φραγκουδάκη, σὲ συνέντευξή της, τονίζει κάτι τὸ ὁποῖον μάλιστα τίθεται ὡς ὑπέρτιτλος:
Δηλαδὴ καὶ προφανῶς, ἡ βία ὡς ἔκφραση
κρὸ μανιὸν συμπεριφορᾶς, ἡ βία ὡς οὔτε κἂν ἔσχατον μὰ ἀπαράδεκτον μέσον ἐπίλυσης
διαφορῶν, ἡ βία ὡς ἀπομεινάρι πιθηκισμοῦ εἶναι στὴν οὐσία της ἀκροδεξιά. Ὅποιος
κι ἂν τὴν μετέρχεται.
Δηλαδὴ καὶ μᾶλλον, ἡ ῥοβεσπιέρειος
τρομοκρατία εἶναι προφανῶς ἀκροδεξιὰ ἢ μήπως δὲν εἶναι βία; Ἡ ἀπόπειρα
δολοφονίας τοῦ Βλαδιμήρου ἀπὸ τὴν Φάνια Καπλάν; Αὐτὴ εἶναι στάνταρ ἀκροδεξιά
καίτοι ἡ Φάνια προσπαθοῦσε ντρίμπλες ἐξ ἀριστερῶν. Τὸ στενὸ μαρκάρισμα τῶν
ντουρουντικῶν ὑπὸ τῶν σταλινικῶν; Ἀκροδεξιὰ κι αὐτὴ ἐκτὸς κι ἂν δὲν εἶναι βία.
Μὰ ἡ Φραγκουδάκη δὲν μπαίνει σὲ
τέτοιες χρονοβόρες καὶ μυαλαπασχολοῦσες καταστάσεις ἀνάλυσης. Ἡ πανεπιστημιακὸς
διατείνεται πὼς αὐτὴ ἡ βία καθ’ἑαυτὴ εἶναι ἀκροδεξιά.
Ἀκόμη κι ἂν ὁ Σπάρτακος, ὁ Ἔνγκελς,
ὁ Πουλαντζᾶς, ὁ Μπέρια, ὁ Κροπότκιν, ὁ Μπανιᾶς, ὁ Μόρ, ὁ Κουφοντίνας, ὁ
Καστοριάδης, ὁ Τρότσκι, ὁ Μπέρια, ὁ Τζουμάκας, ὁ Γκράμσι σὲ κάποια φάση τους εἶχαν
ἕνα κάτι νευροφυτικό, τοῦτο αὐτομάτως μπορεῖ νὰ χαρακτηριστῇ ὡς ἀκροδεξιὰ ἀπόκλιση.
Δὲν χρεώνεται στὴν ἀριστερά τους καριέρα.
Πανεπιστημιακὸς
μεταμοντερνίζει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ξεφεύγει τῆς ἴσως κοπιώδους προσπάθειας
καθαγιάσεως τῆς ἀριστερῆς βίας ὅταν καὶ διότι καὶ ποὺ αὐτὴ γίνεται γιὰ τὸ καλό
μας – ἐνίοτε μάλιστα γιὰ τὸ καλό μας ἐρήμην μας ἢ καὶ εἰς βάρος μας! Χωρὶς πολλὲς
ξῆγες, βαπτίζει ἀκροδεξιὰ κάθε εἴδους βία.
Φυσικά, δεδομένης τῆς
προϊστορίας τῆς σχέσης τῆς ἐν λόγῳ μαντὰμ μὲ τὴν ἀκροδεξιά, ἡ μόνη ἐξήγηση γιὰ αὐτὸ
τὸ παραπάνω σκέπτεσθαί της μπορεῖ νὰ προκύψει ἂν ἐντρυφήσεις σὲ περὶ
ψυχοπαθολογίας συγγράμματα, γιὰ ψυχωσικὰ σύνδρομα, γιὰ κατατονικὲς μονομανίες.
Οἱ καιροὶ ὅμως δὲν εἶναι γιὰ
κάτι τέτοια, κολλάει ἄλλωστε μιὰ τέτοια ἀρρώστεια κι ἄντε νὰ βρῇς κάποιον νὰ σὲ
τρίψῃ γιὰ νὰ γειάνῃς.
Ἀλλὰ ἔστω! Ἀκόμη κι ἄν τὴν εἴχαμε
«περάσει» μικροὶ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ κι ἀνοσία διαθέταμε πιά, πόσο νὰ ἀσχοληθῇς τελικῶς
μὲ τὴν Φραγκουδάκη ὅταν στὸ ἄρθρο αὐτό, σὲ μιὰ λεζάντα σὲ φωτογραφία της, τὸν
καιρὸ τῶν σπουδῶν της (ἐπὶ ἐπαναστάσεως 21ης Ἀπριλίου) στὴν Γαλλία
(πωπώ, ἄλλη μιὰ προλετάρια ἀναντὰμ παπαντὰμ) γράφει:
Μοῦ ἔφερναν δάκρυα τὰ τζιτζίκια ἐπειδὴ
τὰ δικά μας εἶχαν δικτατορία.
rofl
Ναὶ ναί. Τῆς ἔφερναν δάκρυα τὰ
τζιτζίκια ἐπειδὴ τὰ δικά μας εἶχαν δικτατορία.
Καὶ πῶς θὰ τσιγαρίσῃς τώρα τὸν
κυμᾶ ὅταν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κρεμμύδια, δάκρυα σοῦ φέρνουν καὶ τὰ τζιτζίκια;