σοῦπα μοῦπες
ἂν ἀρχίσωμε τὰ ῥομάντια μούντια, τὴν γαμησάμεν ἡμεῖς οἱ ἀπάτριδες τῆς πορφυρᾶς καὶ καθίδρου ὁριζοντιστὶ ἀπωλείας θερμίδων ἕνεκα ἡ λύσσα γιὰ τσιριμίρι...
... καὶ τελικὰ θὰ καθόμαστε νὰ γράφουμε ποιήματα ἵνα ῥίξωμεν γκομενέτε τινά, μὲ προϊόντα εὐκοιλίου νοός, διφορούμενα τὸ δίχως ἄλλο:
περατωθέντων τῶν μιαρῶν σοῦπα μοῦπες
γρασάρισα τὸ κλόουν μονότροχο ποδήλατο
ἔψαξα τὴν σέλα του στὶς τσέπες τοῦ νέφους τοῦ Ὄορτ
μὲ κουρασμένο βλέμμα νοερὸ
ἀποστραφὲν τῆς βυζοχαράδρας
αὐτῆς ἐκείνης τῆς κόρης
τῆς ἄρτι γυρισάσης ἐκ τῆς πολεοδομίας
καθὼς ἔσιαχνε σχέδια γιὰ τὸ κάστρο τὸ ἡμῶν
κοιτώντας τὰ μαράζια τῆς ἠδονῆς
σὲ θνῆσκον choochoni φλέβας ἀδειανῆς
ἀρχειοθετοῦσα (ἡ) νειρομένη κουτσομοῦρες
ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κεκτημένων ut possidetis
(ἐγράφη ἐντελῶς τώρα μήπως καὶ προλαβαίνω νὰ ἀποσείσω τὴν σύμπαντος ἰσορροπίαν ἀπειλοῦσα μεταστροφή κἄποιωνε)