Πολὺ βάσανο...
αἰγαῖο,
καλοκαίρι, θάλασσα, βουτιές. Κι ἀράζει
ἡ ἐναλλακτικὴ ὀλίγον ἀπὸ γκόμενα,
λέγε με πεταμεναπελπισμένη τέτοια,
κάπου σὲ μιὰν αἰώρα διαβάζουσα κάτι
εὐπώλητο μὲν ψαγμένο δὲ σκουπίδι
τελικὰ καὶ ἀποθεώνει τὴν φάσι τρέχω
ξυπόλητη πρὸς τὴν θάλασσα ἵνα ἀδειάσω
κύστη καὶ ἔντερο παχὺ πίσω ἀπὸ κάτι
βάτα, δεκατέσσαρα μέτρα μακρὰν τῆς
ἀκτογραμμῆς. Μὰ ἀκόμα κι ἂν διαθέτῃ
κάτι θελκτικὸ τὸ παραπάνω, νὰ πλένῃς
τὸν ἄρτι χέσαντα κῶλο σου στὸ ἐνάλατο
νερὸ δηλαδή, πῶς διαχειρίζεσαι τὰ
μύρια κουνούπια ποὺ σὲ τσιμποῦσιν σὲ
μέρη ποὺ δὲν φθάνουν τὰ χέρια σου καὶ
καὶ βλαστημᾷς ποὺ δὲν ἐγεννήθη
ὀκτάχειρ; Ἄσε δὲ ποὺ ἂν τὸ ἐρημονήσι,
τὸ γιομάτο οἴηση καὶ πλαστικὴ ἐπιτήδευση
νησί, διέθετε κέντρο ὑγίειας, κάποιον
ἰατρὸ τέλος πάντων, θὰ εἶχε μάθει ὅτι
ἥρπαξε οὐρολοίμωξη (τσιμπηθεῖσα ἀπὸ
κάποιους ἀναρχοάπλυτους καμπινγκάροντες
ἐκεῖ στὰ πέριξ – πρὸς τὸ παρὸν
διαθέτει κνησμὸν ἀνυπόφορον καὶ
καταρᾶται μόνον τὰ κουνούπια). Τὰ
βράδια, ἕνας παράσιτος τρακαδόρος ἔχει
αὐτοῦ κατσικωθεῖ καὶ ἐπειδὴ γνωρίζει
νὰ γρατζουνᾷ μὲ τὰ μακριὰ βρώμικα
νύχια του μιὰ κλεμμένη κιθάρα, τὸν
περιτριγυρίζει, δίδουσα ἅσυλο. Θὰ παίξῃ
τὸ νὰ μ’ἀγαπᾷς, θὰ παίξῃ καὶ πλιάτσικα,
διώχνοντας πᾶσα μία τσούχτρα καὶ
σαλούφα ἀπὸ τὸν αἰγιαλὸ ἀλλὰ – τέλος
πάντων, ἂς παύσω, μὴ γκρινιάζω. Ἄντε,
ἕνας αὔγουστος (περίπου) ἔμεινε γιὰ
νὰ πάῃ στὸν ὀξαποδὼ κι αὐτὸ τὸ
καλοκαίρι.