Ἕνα παράταιρο γιὰ Νοέμβρη ἡλιόλουστο πρωινὸ σὲ ἕναν ἐξώστη κάποιου καφὲ στὴν Καστέλλα, εἶχα γνώρισει τὴν Δανάη. Μὲ τὸ βλέμμα μου στραμμένο πρὸς τὸ μέρος της λόγῳ τοῦ ἐπιθετικοῦ μεσουράνιου ἥλιου, θέλοντας καὶ μὴ ἔβλεπα τὴν κάθε της κίνηση. Κυττοῦσε τὸν μπλὲ ὁρίζοντα, εἶχε στὰ χέρια της ἕνα βιβλίο, τοῦ ὁποίου τὸ χρῶμα τῆς σαγρέ του ῥάχης μοῦ ἦταν πολὺ οἰκεῖο. Φοροῦσε κατάμαυρα γυαλιὰ καὶ ἕνα βέγκε μαντήλι ταιριαστὸ στὰ ὁμόχρωμα μαλλιά της. Μὲ ἕνα μεγάλων γιακάδων πουκάμισο καὶ μιὰ φούστα τσιγγάνικη μοῦ θύμιζε ὅ,τι ἀνέκαθεν μὲ ἔθελγε. Τὴν προσέγγισα, τὴν κύτταξα καὶ χαμογέλασα συγκρατημένα. Ἐκείνη σὰν νὰ μὴ μὲ εἶδε, συνέχισε νὰ βολτάρῃ τὸ νύχι της στὴν γραμμωτὴ ἐπιφάνεια τοῦ βιβλίου μὲ τὸ πρόσωπο στὴν ἐκτυφλωτικὴ λόγῳ τῶν ἀντανακλάσεων, θάλασσα. Ἔσπασα τὴν σιωπή, πρωτορωτώντας την τὸν τίτλο δείχνοντας τὸ βιβλίο καὶ κατόπιν τῆς εἶπα τὸ γειά. Κι αὐτή, σὰν νὰ ἀντελήφθῃ ἐκείνην μόλις τὴν στιγμὴ τὴν παρουσία μου, σήκωσε τὸ πρόσωπο καὶ μοῦ ἀπηύθυνε ἕνα χαμόγελο ποὺ σκέπασε τὴν ἀντηλιά. Προσπάθησα νὰ συνεχίσω τὸ σχόλιο γιὰ τὸ βιβλίο, κυττώντας ὅμως τὴν περισπωμένη τῶν χαμοχειλιῶν της, σκάλωσα σὲ ἕνα σημαδάκι στὸ κάτω της. Ἡ ὀφθάλμια περιήγηση στὰ χαρακτηριστικά της συνεχίστηκε μὲ ὁρυμάγδινη τέρψη. Κατάφερα πάντως νὰ ρωτήσω κάτι γιὰ τὸ βιβλίο, ἔσκυψα καὶ στράβωσα τὸ κεφάλι μου κυττώντας πρὸς αὐτό, προσπαθώντας νὰ πείσω γιὰ τὸ εἰλικρινὲς κίνητρο τῆς προσέγγισής μου.
Καὶ ἦταν εἰλικρινὲς – τοὐλάχιστον μέχρι τότε. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἤθελα νὰ ῥωτήσω περισσότερα γιὰ τὸ μονολεκτικοῦ τίτλου βιβλίο ἀλλὰ καθὼς τὴν κυττοῦσα στὸ πρόσωπο, ξανάφθασα στὸ ἐπιχείλιο σημαδάκι. Σκάλωσα γιὰ δυόμιση δισεκατομμύρια στιγμὲς τὸ βλέμμα μου ἐκεί, ἕνα κάτι σὰν ντεζαβοῦ, μιὰ περίεργη αἴσθηση, ἐνοχλητικὴ πολὺ διότι ξεκινοῦσε βαριὰ ἀπὸ τὸ ὑποσυνείδητο πρὸς τὸ συνειδητὸ καὶ λίγο πρὶν μοῦ τρυπώσῃ στὸ μυαλὸ καὶ ἀναπαρασταθῇ τελικὰ ὡς εἰκόνα καὶ λέξη – ἢ λέξεις – ξαναγυρνοῦσε ἀτελέσφορο στὰ πρότερα ἄγνωστα κι ὁμιχλώδη πεδία. Αὐτὸ τὸ σημαδάκι. Μία στιγμὴ μετά, βλέποντας προφανῶς τὴν ἄνοιας ἔκφρασή μου, ἡ Δανάη ἔσμιξε τὸ μέρος τὸ ὁποῖο μοῦ εἶχε καθηλώσει τὴν προσοχὴ καὶ τό’κρυψε ἀπευθύνοντας ἐρωτηματικὰ ἕνα λοιπόν. Τοῦ νῖ ἀρθρωθέντος κι ἐπαναφέροντας τὰ χείλη της στὴν φυσική των θέση, πάλι ἐκεῖ, τὸ στίγμα κάτω δεξιὰ νὰ μοῦ θυμίζῃ κάτι, τί; Δὲν ἦταν ὥρα πάντως γιὰ ἀναμόχλευση ἐδαφίων τοῦ ὑποσυνειδήτου, μοῦ εἶχε ζητήσει νὰ καθήσω κι ἐγὼ τὸ βιβλίο καὶ τὴν μπὲζ ῥάχη του ν’ἀδράξω, νὰ ψηλαφίσω.
Ὅταν ἀκριβῶς μισὴ στιγμὴ μετὰ ἀλλὰ μὲ τὸν ἥλιο νά’χῃ δύσει, ἄδεια ποτήρια στὸ τραπέζι καὶ πολλά παραδωμένα κι ἐξουθενωμένα τσιγάρα στὸ σταχτοδοχεῖο, τῆς ἀνέφερα ὅτι ἦταν ὥρα νὰ φύγω, αὐτὴ ἴσιωσε τὰ μαῦρα της γυαλιὰ καὶ μὲ εὐχαρίστησε γιὰ τὴν παρέα. Τὸ εὐχαριστῶ της ὅμως, φιλτραρισμένο ἀπὸ τὸν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο ἦχο τοῦ νυχιοῦ της στὸ σκληρὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου μὲ τίτλο μόνο μιὰ λέξη ἀκούστηκε σὰν ἀντίρρηση στὴν ἀναχώρησή μου. Τὴν εἶδα νὰ προτάσῃ μιὰ στάλα, μὲ χροιὰ παιδιαρίσματος τὸ κάτω χεῖλος της παραπονιάρικα, φανερώνοντας βεβαίως τὸ σημαδάκι. Ἡ ἔκφρασή της αὐτὴ ὡστόσο, αὐτὸς ὁ παιδικὸς μορφασμὸς κι ὅ,τι ἐπώδυνα μοῦ προκάλεσε ἀνασκαλεύοντας πάλι τὸ ἄγνωστο μέσα μου, μὲ ἔκανε αὐτὴν τὴν φορὰ νὰ μὴν κολλήσω καθόλου στὸ στίγμα τοῦ χειλιοῦ της. Ἦταν ἀνεξήγητη αὐτὴ ἡ οἰκειότητα ποὺ ἔνοιωθα κυττώντας την, μὲ παραξένεψε. Μὲ παραξένεψε καὶ μὲ φόβισε. Ἐντελῶς ἀπρόσκοπτα ἔσπευσα στὴν ἔξοδο μὲ μιὰν ἐξατμίζουσα καληνύχτα πίσω μου.
Τὸ βράδυ ποὺ ἀκολούθησε, τὴν νύκτα μᾶλλον, εἶχα ἕναν βαρὺ ὕπνο καίτοι τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες δὲν μποροῦσα συνεχόμενα νὰ κοιμηθῶ φυσιολογικῆς ποσότητας ὧρες. Τὴν ἐν λόγῳ νύκτα ὅμως εἶχα ὕπνο χωρὶς καμιὰν διακοπὴ – ὕπνος ἀδιάλειπτος καὶ τοῦτο, λόγῳ ἑνὸς ὀνείρου. Κάπου σὲ μέρος ἄγνωστο ἀλλὰ ὄχι ξένο, μὲ εἶδα νὰ περιτριγυρίζωμαι ἀπὸ συγγενεῖς· ἄλλους μικροῦ κι ἐλαχίστου ἀριθμοῦ συγγενείας κι ἄλλους μεγαλυτέρου, μερικοὺς οἰκείους καὶ κάποιους ἐντελῶς ἀγνώστους. Παρατηρώντας τὴν συμπεριφορά τους ἀπέναντί μου, δὲν μοῦ πῆρε ὥρα νὰ ἀντιληφθῶ ὅτι ἤμουν νήπιο, συνεχεῖς ἀγκαλιὲς γάρ, φιλιὰ καὶ ὅ,τι κάνεις σὲ ἕνα φουντούκι, ναί, ἔτσι μὲ ἔλεγε μιὰ μελαχροινὴ ποὺ κάποτε θὰ τῆς φυσιογνωμέμοιαζα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χάδια ποὺ γρήγορα μὲ κούρασαν, καὶ τὶς πολυλογίες γιὰ θέματα ποὺ δὲν καταλάβαινα, κάποιες παρατηρήσεις καὶ περιορισμοὶ γιὰ τὸ βεληνεκὲς τῶν μοναχικῶν μου (τὸ αὐτάδελφο ἦταν μονίμως σὲ ἀγκαλιές, μὴ δυνάμενο προσέτι νὰ περπατήσῃ) σουλάτσων ἀπὸ ἕναν ὅμορφο ἀλλὰ καὶ αὐστηρὸ ἄντρα, πολὺ μοῦ στενοχωροῦσαν τὸ πρωὶ κι ἐμένα. Πλήρης ἀπογοήτευσης ἄκουσα μιὰν ἐντελῶς ἄγνωστη ἀλλὰ μὲ σπουδαία ἐπιρροὴ στὴν μελαχροινὴ τροφὸ τοῦ βρέφους ἀδελφοῦ μου νὰ παρεμβαίνῃ: Βρὲ καλέ μου Χ., μὴν ἀνησυχῇς! Χωράφια εἴμαστε ἐδῶ ἀκόμη στὴν Ἀρ.......... ! Ἄσε τὸ παιδὶ νὰ παίξῃ! Ἀκολούθως, ἕνα βλέμμα τῆς στὸν κόρφο φέρουσας τὸ αὐτάδελφον πρὸς στὸν περιορίζοντά με, ἔκανε τὰ πράγματα πιὸ εὔκολα.
Στὴν ἀρχὴ πονηρῶς σκεπτόμενος δὲν ἐκμεταλλεύθηκα ὅ,τι μοῦ παρέσχε ἡ ἄνετη ῥυμοτομία καὶ ἡ ἀραιὴ οἰκοδόμηση τῆς Ἀρ......... Περέμενα ἐκεῖ μαζὺ μὲ τοὺς συγγενεῖς, ποζάροντας σὲ θολὰ σήμερα χάρτινα θυμητήρια. Πιὸ μετὰ ἀπαγκιστρώθηκα ἀπὸ μιὰν ἡλικιωμένη μὲ μυρωδιὰ ἀντίδωρου καὶ κύλησα πρὸς τὸ ὅριο τοῦ οἰκοπέδου. Παρακειμένως, ἦταν ἀνοικτὴ ἡ σιδερόπορτα τὴν ὁποίαν δρασκέλισα χωρὶς νὰ κυττάξω πίσω. Ὑπῆρχε ἀκόμα ὥρα γιὰ τὸ πρωὶ ἐκεῖνο καὶ διεφάνῃ τελικὰ ὅτι θὰ ἄλλαζε ἡ διάθεσή του· μαζὺ κι ἡ δική μου. Βγῆκα παραέξω καὶ ἔπιασα νὰ περπατῶ.
Οἱ δρόμοι πράγματι ἦσαν μεγάλοι, αὐτοκίνητα δὲν κυκλοφοροῦσαν πολλά, σταθμευμένα δὲ καθόλου καὶ ὄντως, σπίτια ἀραιὰ μὲ ἀρκετὲς ἀλάνες ἀνάμεσά τους καὶ παιδικὲς χαρὲς σὰν τὴν δική μου ὅταν ἀντίκρυσα μία τέτοια. Πέρασα τὴν συρματόπορτά της πλησιάζοντας κι αὐτὴν τὴν φορὰ κύτταξα πίσω. Ἐρημιά. Γύρισα πάλι μπροστὰ καὶ εἶδα τὰ πάντα μὲ λαιμαργία. Δὲν εἶχε πολυκοσμία, ἀρκετή ὅμως γιὰ νὰ μὴν μπορῶ νὰ συμμετέχω ἄνετα σὲ κάθε μέρος. Κόσμος στὴν τσουλήθρα, παιδιὰ στὴν τραμπάλα καὶ στὶς κούνιες. Ἡ ἡλικία μου ἦταν τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπισπεύσῃ λίγο τὸν ἐρχομὸ τῆς χαρᾶς – ἀντιθέτως. Συνεχῶς σπρωχνόμουν καὶ ὀπισθοχωρούσα στὶς σειρές – κυρίως ἀπὸ μεγαλυτέρους. Εἶχε περάσει ὄχι λίγη ὥρα κι ἐγὼ ἀκόμα ἄπραγος κι ὡς ἐκ τούτου μουρτζούφλης. Ὥσπου τὸ πῆρα ἀπόφαση ὅτι δὲν θὰ χαιρόμουν ἐκεῖνο τὸ πρωί. Ξανάκανα ἕναν γύρο νὰ δῶ τὰ παιγνίδια, νἄ’χω νὰ λέω στοὺς μεγάλους οἱ ὁποῖοι σίγουρα θὰ μὲ περίμεναν μὲ ὑπομονὴ καὶ χαμόγελα καὶ γύρισα ἀπότομα πρὸς ἐκεῖ ὅπου νόμιζα ὅτι ἦταν ἡ ἔξοδος, γιὰ νὰ φύγω. Κάποιο γέλιο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἀκούγονταν ἐκεῖ γύρω ἀπομονώθηκε καὶ ἦρθε πολὺ κοντὰ σὲ μένα. Τόσο ὥστε νὰ συγκρουστῶ μὲ ἕνα, ναὶ ὅλο στὰ ῥὸζ ἦταν, κοριτσάκι τὸ ὁποῖο δὲν σταμάτησε νὰ γελᾷ ἀκόμα καὶ ὅταν ἔπεσε στὸ ἔδαφος. Γελοῦσε. Ἄρα εἶχε παίξει ἀρκετὰ σὲ κούνιες καὶ τραμπάλες. Ἐγὼ ὅμως καθόλου. Καὶ ἦταν σίγουρα μικρότερο, ναί, σίγουρα μικρότερο, φαινόταν. Μεμιᾶς θυμήθηκα ὅλη τὴν καταπίεση ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐδῶ, τὸ ὅτι δὲν τσουλήθρηκα, δὲν γύρω γύρω καὶ ἀνακάλυψα τρόπο κατευνασμοῦ μου. Ἅρπαξα μερικὰ χαλίκια ἀπὸ κάτω καὶ τὰ πέταξα μὲ ὅση δύναμη εἶχα στὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ. Ἔτρεξα ἔξω καὶ παρότι μὲ τρόμαξαν μερικὲς φωνὲς καὶ κάποιες ἀπαρχὲς μωρουδιακοῦ κλάμματος, δὲν ἐπιβράδυνα καθόλου. Ἡ διαδρομὴ τῆς ἐπιστροφῆς μοῦ φαινόταν γνώριμη, εἶχα ἀπομακρυνθῇ ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν πλὴν ἐμοῦ παιδικὴ χαρὰ καὶ συνέχιζα τὴν τρέχινη πορεία μου μέχρι ποὺ ἐντελῶς ξαφνικὰ δύο χέρια μ’ἅρπαξαν καὶ μὲ σήκωσαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
Ξύπνησα ἀργὰ μὲ περίσσεια ὕπνου καὶ σηκώθηκα ἀκόμα ἀργώτερα σκεπτόμενος τὸ ὄνειρο ἐκεῖνο. Δὲν εἶχα ξαναδεῖ ποτὲ κάτι τέτοιο ἀλλὰ πόσα ὄνειρα δὲν εἶναι πρωτόφαντα καὶ παράξενα; Ὡστόσο ἡ ἐπιρροή του ἦταν ἰδιαίτερη. Ἀφοῦ σηκώθηκα, πῆγα καὶ ἄρχισα νὰ σκαλίζω φωτογραφίες. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ ψάξιμο βρῆκα δύο – τρεῖς ἀπὸ μιὰν ἐπίσκεψη τῆς οἰκογένειάς μου πρὶν ἀπὸ ἀρκετά κάποτε σὲ μιὰ συγγενῆ τῆς μητέρας μου. Σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτές, τὸ φόντο ἦταν ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικό· φαινόταν ὅλη ἡ αὐλή, μέρος τοῦ δρόμου ἀλλὰ καὶ τῆς εὑρύτερης περιοχῆς.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ξαναπῆγα στὸ καφέ. Ἡ Δανάη ἦταν πάλι, ἴσως στὸ ἴδιο σημεῖο, ἴσως, πάντως ἦταν καὶ πάλι στραμμένη πρὸς τὴν θάλασσα. Κάποια σύννεφα εἶχαν ἀλλάξει τὰ χρώματά της καὶ κρῶζοι ἀπὸ θαλασσοπούλια τάραζαν τὶς ἐπίσης νεφελώδεις μουσικὲς ποὺ ἀκούγονταν. Χωρὶς καθυστέρηση πῆγα στὸ τραπέζι της καὶ τὴν χαιρέτησα. Δὲν περίμενα νὰ μοῦ τὸ προτείνῃ, κάθησα καὶ περίμενα νὰ μὲ κυττάξῃ. Εἶχε διαφορετικὰ τὰ μαλλιά της, ἄχ ἦταν πολὺ ὅμορφη, προσπαθοῦσα νὰ βρῶ κάποιο ψεγάδι ἀκόμα καὶ τὶς στιγμὲς ποὺ ἔκρυβε τὸ σημαδάκι της, ἀλλὰ κάθε της ἔκφραση ξεπερνοῦσε σὲ ὡραιάδα τὴν προηγούμενη. Τῆς πρότεινα νὰ πηγαίναμε κάπου ἀλλοῦ ἀλλὰ ἐκείνη μὲ τ’ ἄσβεστο προσέτι ἀπὸ τὸ τοῦ γειά σου χαμόγελού της ἀρνήθηκε κι ἔτσι ἀδιαμαρτύρητα κάθησα ἐκεῖ, μαζύ της.
Τοῦτο συνέβη ἀρκετὰ ἀπογεύματα. Πάντα στὸ ἴδιο σημεῖο. Κάθε ἡμέρα οἱ μόνες ἀλλαγὲς ἦσαν οἱ πάνω της. Στὰ ῥοῦχα της καὶ τὸν τρόπο χτενίσματός της ἀλλὰ μὲ ἕνα μόνιμο ἄρωμα ποὺ ἄφηνε ἀπολειφάδια φούξια χρώματος στὸ πρόσωπο. Χρησιμοποιοῦσα πάντα τὸν ἀναπτήρα της, ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ αὐτήν, τὸν κρατοῦσα σφιχτὰ ὥστε νὰ νέμωμαι ἔστω παράδοξα τὸ ἄρωμά της καὶ ἔτσι, μετά, κουβαλοῦσα κάτι δικό της μαζύ μου. Ἤθελα νὰ τὴν ἀκούω νὰ μοῦ μιλᾷ γιὰ τὸν ἑαυτό της, τὸ παρελθόν της, τὰ γοῦστα, τὶς απόψεις της, παρότι νόμιζε ὅτι ἐνίοτε δυσανασχετοῦσα καὶ βαριόμουν. Μὲ τὴν πάροδο ἀρκετῶν βραδιῶν, ἐκφράζοντάς μου κάποιες ἐπιφυλάξεις καὶ προβληματισμούς, γιὰ νὰ τὴν πείσω ὅτι λάθευε, τῆς ζήτησα κάτι περισσότερο, τῆς ζήτησα τὸ τηλέφωνο ὥστε καὶ οἱ νύχτες νὰ γεμίζουν μὲ περιγραφὲς καὶ διηγήσεις γιὰ ὅ,τι μπορεῖ νὰ φέρῃ ὁ ῥοῦς μιᾶς κουβέντας.
Ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου νὰ ἐμμονεύεται χωρὶς κάποια ἐξήγηση γιὰ ὅλη αὐτὴν τὴν γκροτέσκο κατάσταση. Ἤθελα πολὺ συχνὰ νὰ τῆς προτείνω νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀσυνήθιστη κι ἀλλόκοτη ἐπαφὰ ἀλλὰ κατόπιν ἀντιρρήσεών της στὴν ἀρχή, δὲν τὸ ξαναέθιξα. Μοῦ ἀρκοῦσε ὅ,τι συνέβαινε – κι ὅπως συνέβαινε – καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ χαλάσω μὲ ἀμφιβόλου κατάληξης ἐπιμονές μου. Μοῦ ἀρκοῦσε ἄλλωστε νὰ τὴν ἀκούω νὰ λέῃ διάφορα, χαζὰ κάπου κάπου, τὰ ὁποῖα ὅμως ἐπειδὴ στὴν ἄρθρωσή τους συνέδραμε τὸ σημαδάκι στὸ χεῖλος της, τὰ ἄκουγα στὴν πραγματική τους διάσταση· λέγαν σ’ἀγαπῶ_σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ_σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ_ σ’ἀγαπῶ.
Δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ τῆς πῶ κάτι ἀνάλογο, δὲν εἶχα ἄλλωστε κάποιο σημάδι ὥστε νὰ βοηθήσῃ λίγο τὴν συστολή μου καὶ νὰ τῆς δείξω αὐτὸ ποὺ ἔνοιωθα. Μᾶλλον ὅμως τῆς ἦταν ξεκάθαρο ἀφοῦ πολλὲς φορές, κατόπιν βεβαίως τῆς ἐπίδρασης ἀπὸ τὸ σημάδι στὸ χεῖλος της μοῦ ἀπαντοῦσε: ἐγὼ πιὸ πολύ!_ ἐγὼ πιὸ πολύ!_ ἐγὼ πιὸ πολύ!_ ἐγὼ πιὸ πολύ!_ ἐγὼ πιὸ πολύ!_ ἐγὼ πιὸ πολύ!
Μετὰ ἀπὸ τέτοιες συναντήσεις, μὲ προβλημάτιζε ἕντονα αὐτὴ ἡ ἀνέλιξη τῆς ἐπαφῆς μας. Μοῦ δημιουργεῖτο ἕνα αἴσθημα ἔλλειψης, μιὰ ἐντύπωση τέλματος καὶ ἤθελα νὰ ἀλλάξῃ ἡ κατάσταση. Ἤθελα νὰ γίνω κι ἐγὼ μέρος τῶν μελλοντικῶν της ἀναμνήσεων. Δὲν τῆς ἀνέφερα ὅμως τὶς σκέψεις μου ποτέ, ἤθελα νὰ τὴν ἐκπλήξω μὲ κάποια μου κίνηση ἡ ὁποία ἐξάλλου θὰ ἀπεδείκνυε τὰ θέλω μου.
Γι’αὐτὸ καὶ κάποια στιγμή, μὲ κάποιον τρόπο, βρέθηκα στὸ σπίτι της. Προηγουμένως, παρέμενε πεισματικὰ ἀντίθετη στὶς προτάσεις μου ἀλλὰ εἶχε περάσει καιρὸς πολὺς μὲ συναντήσεις μας στὸ καφὲ μόνο κι ἤθελα νὰ κάνω ἕνα βῆμα παραπάνω. Μπαίνοντας ἔνοιωσα πολὺ περίεργα παρότι βρισκόμασταν – ἔστω ὅπως βρισκόμασταν – ἐδῶ κι ἀρκετὸ καιρό. Ἡ Δανάη μὲ ὑποδέχθηκε θερμά, χωρὶς ὥστόσο τὸ χαμόγελό της ἀλλὰ πάντα μὲ τά μαῦρα της γυαλιά. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν ἄκουσα διαφορετική, χαρακτήριζε ἄστοχη κίνηση νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ καὶ μοῦ κατελόγιζε κάποια τὰ ὁποῖα δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω διότι ὁ χῶρος της διέθετε μιὰ αὐθυποβολὴ ποὺ μὲ καθήλωνε. Συνέχιζε σὲ ἕναν ἤπια ἐπιθετικὸ τόνο ὁ ὁποῖος πάντως διόλου δὲν μὲ ἀνησυχοῦσε μέχρι ποὺ πλησιάζοντάς την, εἶδα ὅτι κάτι εἶχε βάλει στὸ κάτω χεῖλος της· κάπως, μὲ κάποιον τρόπο προσπαθοῦσε νὰ ἰάνῃ τὴν ἀνέκαθεν πληγή. Μὲ τρόμαξε βλέποντάς το, μὲ τρόμαξε περισσότερο κι ἀπ’ ὅσα μοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἤθελε νὰ μὲ ξαναδῇ, ὅτι λάθευα σὲ ὅ,τι ἄκουγα καὶ καταλάβαινα ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὅτι ἐγὼ εἶχα πλάσει τὸ σημαδάκι, δὲν ὑπῆρχε κἄν, τῆς φαντασίας μου ἦταν γιὰ νὰ ἀκούω αὐτὰ ποὺ ἤθελα νὰ ἀκούω.
Τὸ σημαδάκι ὅμως ἦταν ἐκεῖ. Μποροῦσα νὰ τὸ διακρίνω ἀκόμα κι ἔτσι, ἄλλωστε σὲ κάποιους ἀφορισμοὺς τῆς Δανάης, ἄκουγα κάποιες προσπάθειές του νὰ θέλουν νὰ τὴν διακόψουν καὶ νὰ μὲ καθησυχάσουν. Παρέμενα σιωπηλός, τὴν ἄκουγα βεβαίως ἀλλὰ περίμενα. Περίμενα τὸ ἐπιχείλιο στίγμα νὰ ἀκουστῇ, περίμενα σίγουρος ὅτι θὰ εἰσακουσθῇ. Ὥσπου ἡ Δανάη, τράβηξε αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε κρύψει τὸ σημαδάκι, τὸ αποκάλυψε καὶ τὸ χτύπησε, τὸ τσίμπησε, τὸ ἔγδαρε κι αὐτὸ σὰν ἀπόστημα μάτωσε δημιουργώντας της μιὰ τέλεια ἄρθρωση στό: Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!_ Δὲν σ’ἀγαπῶ!
Σιωπὴ ἀπλώθηκε στὸ δωμάτιο παρότι φώναζε. Προσπαθώντας νὰ συνειδητοποιήσω τί εἶχα ἀκούσει, τὴν πλησίασα κι ἄλλο. Σχεδὸν πανικοβλημένα τῆς ζήτησα νὰ μοῦ τὸ ξαναπῇ κυττώντας με στὰ μάτια. Κι ἐκείνη, διστακτικὰ κατ’ἀρχάς, ἀποφασισμένα ἐν συνεχείᾳ, βγάζοντας τὰ μαῦρα γυαλιὰ μοῦ τὸ εἶπε - μὲ μάτια κενὰ κι ἄψυχα, μὲ νεκρὰ μάτια.
Δὲν σ’ἀγαπῶ.
Δὲν εἶχα ὑποψιαστῇ ποτέ, δὲν εἶχε περάσει ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦ μου ὅτι ἡ Δανάη ἦταν τυφλή. Ὅτι ζοῦσε ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα στὴν σκιά. Ὅτι σὰν τὸν πλατωνικὸ μῦθο ἔβλεπε μόνο σκιὲς καὶ καθ’ὅλο τὸ – κοντινὸ – της παρελθὸν τὸ μὲ ἐμένα μέσα, ζοῦσε, κινεῖτο, δροῦσε εἰσπράττοντας μόνο σκοτεινιὰ σὲ περιβάλλον καὶ ἀνήλιαγες συνθῆκες. Δὲν μπόρεσα νὰ τῆς καταλογίσω τίποτε, κράτησα γιὰ τὸν ἑαυτό μου τὴν ἀποκάλυψη ἐκείνου τοῦ ὀνείρου καὶ κατὰ τὰ κελεύσματά της πορεύτηκα.
Τὸ σημαδάκι ὅμως θὰ γειάνῃ.