Seriously?
Ἄρχισα μὲ
μεγάλες προσδοκίες τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ἁδριανοῦ. Πρῶτον
καὶ κύριον: ἐδωρίσθη ἀπὸ πρόσωπο ἀγαπημένο ποὺ ξέρει τὰ γοῦστα καὶ χούγια μου –
γιὰ νὰ μιλήσουμε ἑλληνικῶς. Tὸ ἱστορικὸ μυθιστόρημα μοῦ ἀρέσει ἐνῷ θέλγομαι καὶ ἀπὸ τὴν
ἐποχὴ ποὺ μπερδεύει τὰ πόδια της στὴν ὕστερη ἀρχαιότητα.
Ξεκινώντας νὰ τὸ διαβάζω, σχεδὸν ἀμέσως, ἀνέτρεξα στὶς πρῶτες σελίδες ὅπoy ἡ ταυτότης τοῦ ἔργου: (μεταξὺ ἄλλων:) 1976.
Ἔτσι ἐξηγεῖτο! Ἔτσι ἐξηγιόταν τὸ ὅτι τὸ βιβλίον, ἡ μετάφρασις δῆλα δη, εἶναι
γεμάτη ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς (λέγε με καὶ ἀγκυλώσεις) ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἔπρεπε νὰ
βρεθοῦμε στὶς 180 μοῖρες ἔναντι τοῦ γλωσσικοῦ τύπου ποὺ μιλοῦσαν οἱ χουντικοί.
Κι ἔτσι στὴν σελίδα 17 εἶδα τὸ «ἐκ πραγμάτων» (ἂν δὲν κάνω λάθος) νὰ γίνεται «ἀπὸ
τὰ πράγματα».Τρεῖς σελίδες μετά, προκύπτει αὐτὸ τὸ ξεπάτωμα μὲ τὴν κατάληξη τῶν
ἐπιρρημάτων, νὰ κάνουμε τὸ «ως», «α» γιὰ νὰ ἐπιτελέσουμε τὸ δημοτικιστικὸ καθῆκον,
σόρρυ, καθήκοντο. Ἔτσι, διαβάζουμε τὸ ἑξῆς: «ἀναγορεύοντάς τες σύγχρονα
λιγότερο ἀπαιτητικὲς» συγχρόνως θὰ ἀπέδιδε σκοταδιστής τις μεταφραστής. Ὁμοίως,
τὸ «σύγχρονα» σκάει μύτη δύο σελίδες μετά. Ἐξέλιξη ἄνευ ἀπλοποίηση δὲν νοεῖται
(σήριουσλυ;) ὁπότε στὴν 23η σελίς, βλέπουμε ἕνα «κατότερου» καὶ ἐνῷ μᾶς ἔχει γιὰ
τὰ καλὰ βάλει στὴν φάσι ἡ μεταφράστρια ὅτι θὰ γκώσουμε σὲ ψυχάρειες ἀγκυλώσεις
σὲ ὅλο τὸ ἔργο της, στὴν ἐντελῶς (σόρρυ, ἤπρεπε «ἐντελὰ») ἐπομένη
σελίδα μᾶς παρουσιάζει ἕνα «νὰ μὲ κάνει ἀπρόσβλητον» αἰφνιδιάζοντάς μας κάργα,
μὲ τούτονα τὸν σχεδὸν ἐστὲτ λογιοτατισμό! Ἀκόμα καὶ ὅταν ἕπεται λέξις ἀρχομένη ἀπὸ
κ, π, τ, (ἡ λέξις καπότα εἶναι μιὰ μπακαλίστικη μέθοδος γιὰ θυμόμαστε τὸ
γκανόνα) τὸ «νῖ» δὲν τίθεται πιά! Ἐπανερχόμεθα πάντως στὰ κατ’’αρχὰς (μᾶλλον καὶ
κατ’ἀρχὴν). δύο σελίδες μετά, προκύπτει τὸ «ποὺ ἔχουμε μάθει
ὑπερβολικὰ ἀπόξω». Ἔ; Τὸ «ἀπό μνήμης» παραεῖναι καλοῦ γένους, γι’αὐτὸ
ἂς τὸ ξεκατινιάσουμε. Στὴν 28η σελίδα παρατηροῦμε σὲ μιὰν μόλις πρόταση, αὐτὸ τὸ διπολικό. «ὅταν
τὸ αἷμα ἀρνιέται καὶ δὲν πάλλει στὶς ἀρτηρίες». Εἰκοσιμία σελίδες μετά, προκύπτει
ἕνα λόγιον μούρλια: «γιὰ τὴν σύνθεση τῆς θαλασσινῆς ἰλῦος». Σοῦπερ! Μάτογα!
Προσπαθῶ νὰ σκεφτῶ τὴν τύπισσα ποὺ μεταφράζει τὸ «ἀπὸ μνήμης» σὲ «ἀπόξω» νὰ ἐπιλέγει
τὸ «ἰλὺς» ἀντὶ τοῦ «λάσπη» καὶ δυσκολεύομαι νὰ τὴν κάνω εἰκόνα, ὁμολογῶ. Δύο βῆτα στὸ κρεβ(β)άτι; Ἐν τάξει, εἴμεθα στὸν καθαρεύοντα
δακτύλιον. Στὴν σελὶς 76 διαβάζομε: «γνώριζε τὴν Ῥώμη ἄπειρα καλὰ» καὶ πρέπει νὰ
κονφεσάρω ὑμῖν ὅτι δὲν τὸ πολυπιάνω. Ἄπειρα λιγότερο; Σὰν νὰ λέμε ὁλοκληρωμένη ἡμιπροστασία;
Ὅπως ὑπάρχει ἐνδελεχῶς παρ’ὀλίγον (δηλαδὴς καὶ ἤγουν ἐνδελεχὰ παρὰ λίγο;). Ἐλάχιστα
πιὸ κάτω, μιὰ ἀποκάλυψις μούρλια! Ἂχ αὐτὴ ἡ ἐπιθέτων κλῖσις εἰς ης ης ες! «Στομφώδη
ἢ ντροπαλοῦ καὶ σχεδὸν πάντα ἀόμματου συζύυγου». Μπορεῖ νὰ εἶσαι ὁ πιὸ μαλλιαρὸς
δημοτικιστής, ὁ πιὸ λιμανίσιος, ὁ πιὸ λαϊκός, ὅ,τι πιὸ λοῦμπεν κεκλοφοράει στὴν
πιάτσα, μπορεῖ καὶ νἆσαι ὁ πλέον ἀρτηριοσκληρωτικὸς καθαρευουσιάνος, ἀλλὰ τί
γίνεται μὲ τοὺς κανόνες; Πρέπουν γιὰ ὄχι; Γιὰ ἡ λαλιὰ τοῦ χαμάλη κατὰ Ψυχάρην, ἐπιτρέπει
καὶ δικαιολογεῖ οἵους δεμεμελισμούς; Ἀπάντηση δὲν ἔχω· ἕνας ταπεινὸς ἀναγνώστης
εἶμαι, προσχηματικὸς μάλιστα, καθ’ὅσον τὰ ἀληθὴ κίνητρα ἀναγνώσεως λίαν χαμερπῆ.
Σελὶς 82: «μπαλλόνια». Ξένη λέξις, πρόσφυγας δῆλα δη, μὲ δύο σύμφωνα; ’Ντάξει,
τὸ 76 γράφαμε τὴν πετόσφαιρα ὡς βόλλεϋ – μετὰ τὸ 88-89 ἂς ποῦμε τὸ κάναμε βόλεϊ.
Στὴν αὐτὴ σελίδα ἕνα ὅμοιον τοῦ σελίδι 28 «πάλλει» - ἔχομε τὸ ῥῆμα «στέργω». Πολὺ καλοσιδερωμένο
μοῦ κάνει, θεωρῶ ὅτι δημοτικιστὶ τὸ ἁρμόζον θὰ ἦταν τὸ «μέσα εἶμαι (δικέ μου».
Στὴν 86 σελίδα, ἡ μετάφράστρια μοῦ καθίσταται ἐρωτεύσιμος καὶ ἕνας ἵμερος νὰ μὲ
τὸ συμπάθειο, μοῦ αἱματώνεται γι’αὐτήνανε: «ἐξετέλεσα τοὺς χειρότερους». Ἡ συλλαβικὴ
αὔξησις σὲ παρελθοντικοὶ χρόνοι, εἶναι θέμα ταμπού· ὰν τὴν θέσεις, ἂν τὴν
χρησιμοποιήσεις, γίνεσαι αὐτομάτως, καθηγητὴς βυζαντινολόγος μὲ phd σὲ
διαρθρώσεις ἀποχετευτικῶν δικτύων. Tὸ βιβλίο πάντως δὲν εἶναι μόνον ὅ,τι λανσάρεται στὶς ἱστιοσελίδες (sic) τῶν βιβλιοπουλειῶν (πάλι sic). ἡ σελὶς 57 περιέχει μιὰ στάλα σεμιναρίου αὐτοβελτιώσεως: «Στὰ χρόνια τῆς ἐξάρτησής μου, ἡ ὑποταγή μου ἔχανε ὅ,τι πιὸ πικρό, ἀκόμα καὶ ὅ,τι πιὸ ἀναξιοπρεπὲς εἶχε, ἂν συμφωνοῦσα νὰ τὴν δῶ σὰ μιὰ ὠφέλιμη ἄσκηση. Διάλεγα …..» Τέλος πάντων, λέει κι ἄλλα, ὡραῖα, εὔστοχα, ἑλκυστικὰ καὶ
νοοτσιγλιστικά, ἀξίζει! Στὸ 105 διάβασα κἄτι ποὺ μὲ ἔκανε νὰ ἀναθεωρήσω ἐκεῖνα
τὰ περὶ βυζαντινολογίας, συλλαβικῶν αὐξήσεων, τὰ ἰλῦος καὶ τὰ ῥέστα: «τὴν ὑπομονετικιὰ
ὁμάδα τῶν γυναικῶν» - ΟΚ, ἑλληνικιὰ γραμματικιά· ἴσως νὰ ἦταν μιὰ ἀναφορὰ στὸ σκερτσῶδες
«ἀπαιτητικιὰ» ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ντίνος Ἠλιόπουλος στὴν Μάγδα Τσαγκάνη, στὸ «γκαρσονιέρα
γιὰ δέκα» (https://www.youtube.com/watch?v=Hd5Jk50LSgs) - ντάξει, ἂν
τὸ ἔργο γυρίστηκε μετὰ τὴν μετάφραση, μὴν σκᾶμε, ὁ χρόνος ἰδωμένος γραμμικὰ εἶναι
ὅ,τι κίβδηλο στὴν ἀνθρώπινη δραστηριότητα ἐξαιρέσει τῶν πρωταθλημάτων τοῦ ὀλυμπιακοῦ.
Τρεῖς σελίδες μετά, ἡ μεταφράστρια ἀποδεικνύεται [ἀποδείχνεται ἂν θεωρεῖται (ὄχι
ἐσεῖς, τρίτο πρόσωπο ἑνικοῦ) λόγιον τὸ πρὶν] σινεφὶλ τοῦ ἑλληνικοῦ σινεμοῦ. «Τὰ
ἔργα τὰ πιὸ ξωτικά, μοῦ φαινότανε μάταια» Καὶ μοῦ θύμισε τὸν Βουτσᾶ στὸ «Ὁ Γόης»
νὰ εἰσέρχεται γαμπρίζων εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ μέλλοντος πενθεροῦ μαζὺ μὲ τὸν
κολλητό του, τὸν Ἐξαρχάκο καὶ νὰ τὸν ῥωτᾷ: Ποῦ ἦταν αὐτὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ; (λεπτομέρειες
περὶ ἐκεινοῦ τοῦ βραδιοῦ ὃ ἀναφέρει ὁ Βουτσᾶς, περιττόταται καθ’ὅσον θεωρεῖται βέβαιον
ὅτι ἔχουτε δεῖ καὶ ὅτι γνωρίζουτε τὴν πλοκὴ - ἂν ὄχι, κλείσατε τὸ παρὸν τώρα καὶ
ἀναζητήσατε, παρακολουθήσατε τὸν ἔργο. Καὶ ὁ Ἐξαρχᾶκος νὰ ἀπαντᾷ: «Θὰ Κοιμόννντανε
(sic)» Χὰ καὶ χὰ καὶ χά, λέγω! Γαμῶ! Γελᾷς
ποταπέ; Μὲ ῥώτησε ὁ δαίμων τῆς βιβλιοδεσίας καὶ μοῦ ἀνέσυρε ἄλλοθια τῆς διπολικῆς
μου διαταραχῆς. Μία σελίδα μετά, διάβασα: «ποὺ δὲν εἶχε γίνει μπορετὸ νὰ συμπεριλάβουνε
στὰ μηνύματά τους» καὶ θέλησα νὰ στείλω τὸ βιβλίο νὰ μπιστήξει στὸ μπιὸ γκοντινὸ
ντοῖχο καὶ ὕστερις νὰ τεθῇ ὡς κλουβιῶν χαρτὶ γιὰ τὰ καναρίνια μου ποὺ δὲν ἔχω.
Μὰ μπορετό; Ποιός στὸν poocho, ἔξαλλος δημοτικιστὴς βγαλμένος ἀπὸ τρελλὲς
ὀνειρώξεις μέλους τῆς ΟΜΛΕ, ὑπερτάτου γκρούπυ τοῦ Πάλλη, θὰ ἔκανε τὸ δυνατὸ(ν),
μπορετό; Τεσπά, συνεχᾶμε. Στὴν 110 σελίδα βλέπουμε πάλι τὸ εὐφωνικὸν νῖ νὰ τίθῃται
σὲ ἕνα ἐπίθετο καίτοι ἕπεται τὸ μόριον νά. Στὴν ἴδια σελίδα, ἡ μεταφράστρια ἀποδεικνύεται/ἀποδείχνεται
χαμουτζοῦ: «μέθαγε». Ἐπ’ἴσης στὴν 110η σελίδα: «κυττοῦσε» ὀρθογραφία
Ἑστίας. «ἔνοιωθα» οὐάου, γουστάρω κάργα τὸ «ἔνοιωθα» μὲ ὂ μικρὸν καὶ ἰῶτα! Στὴν
ἴδια σελίδα, ἠχορρύπανσις: «ἀσκήμαινε». «Καυχιότανε», «ἀρνιόταν» κατὰ τὸ
κοιμόντανε, μὴν γράφωμε τὰ ἴδια! Τὸ τελικὸ νῖ ἀποσυντόνιζε τὴν τὴν μετάφρασιν πονήσασα:
«σὰν καλὸς ὑπάλληλος, σὰ μεγάλος πρίγκηπας» - σελ. 111 καὶ δύο σελίδες μετά: «ἔκρινε
σὰν τὸν πιὸ κατάλληλον». Στὴν 117η σελίδα εἶδον ἕνα ῥῆμα ποὺ καὶ ἐμοὶ
διετάρραξε τὴν γραμμικὴν φορὰ τοῦ χρόνου: «ποὺ θὰ εἶχαν τραινάρει γιὰ χρόνια». Ἔλα!
Ὑφίστατο τὸ «τραινάρω» ὡς λέξις παρελκυστισμοῦ στὸ μέσον τῆς δεκαετίας τοῦ 70; Καὶ
μάλιστα μὲ αι! Μιὰ σελίδα μετά, καταρρακώνουμε τὰ περὶ συλλαβικῆς ἢ χρονικῆς αὐξήσεως.
Ἡ ἐπιστρεατεύσασα ἕνα «ἐξετέλεσα» κρίνει ὡς παράταιρο τὸ «ἀνέθεσα» καὶ τὸ κάνει
«ἀνάθεσα»: «ἀμέσως ἀνάθεσα στὸν σύντροφό μου». Συνεχίζει στὸν μαλλιαρισμό, βυσσοδομοῦσα
εἰς τὰ ὀνόματα ποὺ πέρα ἀπὸ γλωσσικὲς μορφές, τὸ ὄνομα εἶναι ὄνομα. Μεράκια
λαϊκὰ τὴν στέλνουν στὴν Ἀλεξάντρεια μὲ τὸ ντρ (καὶ ὄχι νδρ) ὅπως τὸ ἐξέφερε ὁ
συνεπώνυμος Εὐάγγελος στὸ ἐκεῖνο τὸ ἄσμα περὶ τῶν νέων τῆς Ἀλεξάντρας. Στὴν 119η
σελίδα: «ἐκεῖνοι οἱ χαμηλῆς ποιότητας ἕλληνες ἐξερέθιζαν τοὺς ἀντιπάλους τους»
- ἐξερέθιζαν, μάλιστα, ἀνάθεσα καὶ ἐξερέθιζαν. Λίγο πιὸ κάτω, ἕνα ἐντελῶς
λόγιον. Ποῖα ἡ χρεία διαλυτικῶν ὅταν προηγεῖται τόνος; Καμμία. Ναί, ἀλλὰ ἡ «ΕΣΤΙΑ»
πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ὅταν ἦταν τῆς μοδός, ἔγραφε «τρόϊκα». Ἀχρείαστο τὸ διαλυτικὸ ἀφ
οὗ τονίζεται τὸ ο μικρόν. Τερτίπια καθαρευουσιάνων θὰ μὲ πεῖς, ΟΚ ναί, ἀλλὰ διαβάζουμε
«πλάϊ πλάϊ». Πάλι καλὰ ποὺ μιὰ σελίδα μετά, στὸ «πρὶν ἀνέβω καὶ πάλι πρὸς τὸν
βορρᾶ» δὲν τονίζει τὴν λέξη ὡς ἑξῆς: «βοῤῥᾶς» κατὰ τὸ θαῤῥος, ἄῤῥεν! (Γαμάτο αὐτὸ
πάντως, ἔεε;). Στὴν σελίδα 121 ἕνα κἄτι ποὺ… Βγάζετε νόημα; «Πρώτη μου ἐνέργεια
ἦταν νὰ διαλύσω τὶς κολῶνες τοὺς νουμίδες ἀνιχνευτές του». Δὲν κατήλαβα τίποτις.
Πιὸ μετά, ὀξύνει τὸ υ ψιλὸν τοῦ «κύμα» ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης τὸ περισπᾷ! Ἔ, μύγα
μήσω, τοῦτο εἶναι αἰτία πολέμου! Κῦμα ῥὲ μοῦτρα! Σελὶς 127 «μὲ ἐξεθείαζαν», σελὶς 130 «ὁ ναὸς μιᾶς αὐτοκράτειρας θεϊκιᾶς ἀπὸ
τώρα». Δύο νῖ στὸ «βρεταννικές», σελίδι 134 καὶ στὴν 139 μοῦ γίνηκε ξεκάθαρο! Ἔριχνε
νερὸ στὸν μύλο τῶν καθαρευουσιάνων, χρησιμοποιοῦσα (ἡ μεταφράστρια, ὄχι ῥῆμα παρατατικὸ)
μιὰν ποῦρα δημοτικιστικὴ (λέξη) ἀλλὰ σκέτη ἠχορρύπανση. «Ἐκδικιόταν». Ἐπ’ἴσης, ἐν
αὐτῇ τῇ σελίδι «θὰ ἤθελα νὰ ἀνάβαλλα». Κατεβάζει ταχύτητα ὄμως γιὰ νὰ ῥολάρει τὸ
τουτού, ἐλάχιστα πρὸ τοῦ κρημνοῦ: «Εὔρισκα» υ ψιλόν, ὄχι βῆτα! Πέρα ἀπὸ τὴν
στείρα καὶ κενὴ καταγραφὴ δειγμάτων ἀκραίας δημοτικιᾶς καὶ (ὑπερόχου) καθαρευούσης,
προκύπτουν καὶ κἄποια ἄλλα! Ὑπάρχει μιὰ παθογένεια ἐσχάτως, σὲ πολλοὺς συγγραφεῖς,
σὲ πολλὲς ἐκδόσεις, σὲ πολλὲς μεταφράσεις: Ἀνωτελειαφοβία! Σπάνια βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖται
αὐτὴ ἡ παῦσις καίτοι σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶναι ταμάμ. Π.χ.: «Εἴμουνα
συνηθισμένος στην ποικιλία τῆς τροφῆς, στὸ βρετανικὸ (ἕνα νῖ) χυλὸ ἢ στὸ ἀφρικανικὸ
καρπούζι. Μιὰ μέρα ἔτυχε νὰ δοκιμάσω τὸ μισοσάπιο κυνῆγι ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτώτερος
μεζὲς ὡρισμένων γερμανικῶν πληθυσμῶν». Νομίζω, πὼς ἀνάμεσα στὸ καρπούζι καὶ τὸ
μιά, δὲν θὰ ἦταν παράταιρη μιὰ ἄνω τελεία! Ὑπῆρξαν φορὲς ποὺ νόμιζα ὅτι ἡ μεταφράστρια
μᾶς ἐδούλευε, σὲ μία βεβαιώθηκα ὅτι ἔσπαγε πλάκα. Ἕνα ἐπιχείρημα
καθαρευουσιάνων ποὺ κἄποτε εἶχα δεῖ εἶχε
νὰ κάνει μὲ τὸν ἐκδημοτικισμὸ τοῦ πύραυλος καὶ ὑδραυλικά· φωτιοσωλήνας καὶ
νεροσωλήνικα. Ἔ, κἄτι τέτοιο, εἶδον στὴν 150ὴ σελίδα: «γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα πεζοδρόμιο
ἢ ἕναν νεροσωλήνα». Τέσσερις σελίδες μετά, ὅμως: «πρωτοστατοῦν ὁ ὑδραυλικὸς καὶ
ὁ χτίστης» καὶ σὲ ἄλλη μιά: «ὑδρευτικὸ σύστημα». Στὴν 195 ἡ φάσις γίνεται γτπκ,
(ἢ γιὰ νὰ εἴμεθα εὐπρεπεῖς: γιὰ τὸν φαλλὸν ἱππαστὶ) «Αὐτὴν τὴν φορά, δὲ βρῆκα
τίποτ’ἄλλο ἀπ’αὐτὴν ἔξω ἀπὸ μιὰ μικρὴ γούρνα». Ὑποψιάζομαι μὲ τὸ διαμέτρηματος
ζειμπέκικου χοροῦ μιᾶς ψείρας σὲ κορυφὴ κεφαλῆς δημοτικόπαιδος, μυαλό μου πὼς ἡ
μετάφρασις ἐκδημοτικίζει τὸ «ἐκτὸς» μὲ ἔννοια πλήν. Καὶ τὸ ἐκτὸς γίνεται ἔξω (πάλι
καλὰ ποὺ δὲν ἔγινε «ὄξω», οὐχὶ ἀπίθανον ἀφ’ οὗ... Ὅρα σελίδα 26! «ποὺ ἔχουμε
μάθει ὑπερβολικὰ ἀπόξω»). Ὅπως ὅμως τὸ διαβάσω, ἐννοιολογικῶς μοῦ κολλάει ἐπ’ἴσης
πὼς... «δὲν βρῆκα τίποτε ἔξω ἀπὸ τὴν γούρνα»! Ὁ συγγραφεὺς ἰσχυρίζεται πὼς βρῆκε
μόνον τὴν γούρνα· τίποτε ἄλλο. Ἐκτὸς τῆς γούρνας, δὲν βρῆκα κἄτι. Ἀλλὰ γράφοντας,
«ἔξω ἀπὸ τὴν γούρνα, δὲν βρῆκα τίποτε», μὲ παραπέμπει στὸ ὅτι ἔψαχνα στὴν οὕτως
εἰπεῖν ξερωγὼ παραλία τῆς γουρνὸς, γιὰ κἄναν μπάμπακα, τίποτε πεταλίδες, κἄναν ἀχινὸ
- ἂν καὶ αὐτὰ τὰ δυὸ ἔσχατα προτιμοῦσιν ἁλμυρὰ πεδία καὶ στίβους, «δὲν βρῆκα
τίποτε ἔξω, ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς γούρνας». Ὅ,τι ἐξέμεσα μὲ ὅ,τι διάβασα, ἐκείνηνα
τὴν στιγμή, ἐναπόκειται σὲ παραβίαση τῆς
συνθήκης τῆς Γενεύης ἀλλὰ καὶ περὶ ἀσέμνων, ὁπότε δὲν τὸ προχωρῶ. Στὴν 197 πάντως,
ἔχομε μιὰν χρονικὴ αὔξηση· τὸ ο μικρὸν γίνεται ω μέγα, ἤγουν «συνώδευαν». Καὶ
στὴν διακόκια σελὶς εἶδον ἕνα «ἔριξα» μὲ δύο ῥό! «ἔρριξα»! Στὴν 238, βλέπουμε ἕνα
«ὅλα ἦταν καλόδεχτα» - λὸλ τὸ εὐπρόσδεκτα εἶναι πολὺ καθαρευουσιάνικο, δὲν τὸ
σακουλεύεται ὁ λαός». Στὴν 377 (σελίδα) σκάει κἄτι πολὺ δυνατό! «Τὸ ἐπεισόδιο τῆς
μύησης στὸν Μίθρα εχει ἐφευρεθεῖ», μεταφράζει ἡ Χατζη Νικολῆ Ἰωάννα καὶ
σκέπτομαι ὅτι παίζει μᾶλλον ἔνα ἔλλειμμα σὲ ἀποδόσεις ἐννοιῶν. Διότι (μᾶλλον) ἐφευρίσκω
ἕνα κἄτι ἀπτόν, ἐργαλεῖον, φυστικοαιγινιοθραύστη
π.χ. ἀλλὰ ἐπινοῶ μιὰ ἰδέα, μιὰ ἄποψη, ἕνα ἐπεισόδιον, κἄτι ποὺ φιλοξενεῖται σὲ σκέψεις καὶ μυαλά. Μᾶλλον. Στὸ 391 «ἀποθανατίσει»
- τότες ἤντουνα πολὺ ἐνωρὶς καὶ δὲν ξέραμε ἔτι γιὰ αἰολικὸν ἀσκὸν καὶ ἀπὸ + ἀθανατίζω
= ἀπΑθανατίζω. Ντάξ, δεκτόν. Ἦτον εὐχαρίστησις ἀπὸ ἔνα σημεῖον καὶ ὕστερις νὰ σημαδεύωμε
τὸ τὸ δίχως ἄλλο, ἐπιτηδευμένο διπολικὸ σκηνικὸ περὶ γλωσσικῶν ἀκροβασιῶν. Εὐχαρίστησις
καὶ ἡ παρέα μὲ τὸ βιβλίο καθ’ἐαυτόν. Πάντως, συγγνώμη ποὺ θὰ τὸ εἴπω, ἀλλὰ εἶναι
τέσσαρες σκάλες κάτω ἀπὸ τὸ ἀνυπέρβλητο, ἀξεπέραστο, πρότυπο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ τοῦ Γκὸρου
τοῦ Βιντάλου. Ὁ ὁποῖος (ἰουλιανός, ὄχι ὁ Βιντὰλ) ὑπερέχει κυρίως διότι διαθέτει
λίαν νόστιμον καὶ σὶκ χοῦμορ! Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀπὸ’μένα εἶναι
ΝΑΙ.