Παλαιότης
Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες θὰ ἔπρεπε (ἐκεῖνο τὸ πρωὶ) νὰ ἤμουν σ’αὐτὸ τὸ γνωστὸ κατατονικὸ στάδιο διότι τέλος πάντων τί περισσότερο ἐνδιαφέρον νὰ διέθετα γιὰ μιὰν (ἔστω στὴν ἀρχή της) ἡμέρα ὅταν ἤδη εἶχα φάει πρωϊνό, πρωϊνὸ μάλιστα ὑπερπαραγωγή;
Μὰ ὄχι.
Μιὰ κἄποια ὄρεξη τὴν διέθετα - διότι ἤμαστε ἔξω· ὥρα 09:43 περίπου. Ἤμαστε ἔξω, βολταρίζαμε, γυρνοβολούσαμε.
Στὸ σταυροδρόμι τῶν Sodu καὶ Seinu μὲ σκούντηξε, ἐμένανε ποὺ πάντα περπατῶ μὲ τὸ κεφάλι κάτω μήπως καὶ εὑρῶ κἄνα εὐρὼ καὶ μοῦ ἔδειξε τὸν μόλις ἐμφανισθεὶς σταθμὸ στὴν θέα μας.
Ἦταν ὡραῖος – μᾶλλον θὰ ντρεπόταν γιὰ τοὺς καμπινέδες του.
Στὰ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ σταθμοῦ: κόσμος, ἁμάξια καὶ ὅ,τι στοιχειοθετεῖ τὴν εἰκόνα ὀργανικῶν καὶ ἀνόργανων ποὺ κινοῦνται γιὰ τὰ πρὸς τὸν ἐπιούσιον. Ἕνα σκηνικὸ ἐλαφρῶς χαῶδες.
Καὶ δὲν μᾶς ἐπείραζε καθόλου! Καθόλου, διότι βιαζόμασταν μὲν τουριστικῶς δέ. Ἤτοι 25 στὶς 365!
Διήλθομεν τὴν αἴθουσα μὲ τὰ γκισέ, βγήκαμε στὶς ἀποβάθρες καὶ ἀμέσως μέσα, στὸ τραῖνο. Ἡ ταχεία ἦταν ἄδεια ἀλλὰ δὲν ἤμαστε καὶ τόσο βέβαιοι, διότι ἦταν ἔτσι ἀρχιτεκτονισμένη ὥστε νὰ μὴν (εὐκόλως) βλέπῃς τοὺς παραδιπλανοί. Καθήσαμε ἔναντι καὶ ἐν τάξει, κοιτάζαμε ἔξω, κοιτάζαμε μέσα, ὄχι ἀκριβῶς σὰν παιδιὰ ποὺ μπῆκαν σὲ μέρος πρωτόγνωρο καὶ ἄκρως ἐντυπωσιακὸ ἀλλὰ μᾶλλον δὲν εἴχαμε νὰ ποῦμε κἄτι, ἐγὼ δῆλα δη, ἴσως καὶ ἡ ἄλλη.
Τέλος πάντων, ἐξεκίνησε τὸ τραῖνο, μαζύ του καὶ αὐτὴ ἡ εὐχάριστη αἴσθηση, ἡ μακρὰν τοῦ μπουμποὺμ μπουμποὺμ ἠλεκτρικοῦ πειραιῶς κηφισίας, καθὼς τὸ νοιώθεις νὰ κυλᾷ σὰν σὲ σκάφη μὲ μέλι, χωρὶς κανένανε κραδασμό, καμιὰν ἀνατάραξη. Μὲ φροντίδα τοῦ αὐχένος σὲ βελουτὲ ταπετσαρίας κάθισμα καὶ ἔξω τὸ βλέμμα σὲ ἡπειρωτικό, κυρίως, τοπίο ὅπου τὸ πράσινο ἔπαιζε σὲ δύο ποικιλίες. Ἡ ἔναντί μου, ἀφοσιωμένη εἰς τὸν ὁδηγὸν περὶ Λιθουανίας καὶ τῶν ἀξιοθεάτων πλησίον τῆς πρωτευούσης, πετοῦσε τὸ βλέμμα πότε ἔξω, πότε σὲ ἐμένα. Κυρίως ὅμως, στὶς τουριστικὲς πληροφορίες, στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλιάριον – μὰ τί ἐπιμέλεια κι αὐτή!
Σταύρωνα πόδια, ἔβγαζα ὑποδήματα, τὰ ἅπλωνα στὸ κάθισμα, τὰ ἀμολοῦσα στὰ δικά της λακτώντας τὸν ὁδηγό, χαζολογοῦσα, μαρτυροῦσα τί μούρλια ἤμουν! Ὥσπου ὅ,τι εἶδον, ἦταν ἄκρως ἠλεκτριστικὸν καὶ «Σήκω! Σήκω! Φθάσαμε»! Πετάχτηκα πάνω, φόρεσα παντοφλιστὶ τὰ ὑποδήματα, ἔπιασα τὸ παλτό, τὸ καπέλο, τὴν τσάντα καὶ ῥωτοῦσα «τὰ πῆρες ὅλα, τὰ πῆρες ὅλα»; Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ πανικὸς ἐπειδὴ εἶδον σὲ πινακίδα περίοπτον τὸ «trakai»· εἴχομεν φθάσει, τρακάϊ μαζὺ μὲ ἕνα κἄτι ἄλλο, Senieji, Senieji Trakai. Πεταχτήκαμε ἔξω λοιπόν, κατρακυλήσαμε μὲ φροντὶς τὰ τέσσερα ἀπότομα σκαλάκια καὶ «ἐν τάξει; τὰ πῆρες ὅλα, τὰ πῆρες ὅλα»; Τὰ εἶχε πάρει ὅλα, ναὶ καὶ ἦταν ὥρα νὰ ἠρεμήσουμε τέλος πάντων, νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἀρχὴ τῆς βόλτας, νὰ κοιτάξουμε γύρω μας, κἄτι ποὺ μᾶς εὐκόλυνε καὶ τὸ φευγιὸ τῆς ταχείας. Ἡ ὁποία (ἀπουσία ἐμποδίου) μᾶς ἔδειξε ἐν τούτοις, ἕνα μέρος σὰν φαρουεστίζουσα χανσενικὴ τοποθεσία, σὰν λιγνιτιστὶ ἀπαλλοτροιωθὲν Πτολεμαΐδι χωριὸ - μὰ ποῦ εἶναι τὸ κάστρο;
Ἐκεῖ γύρω, ὑπῆρχε μόνον ἡ μοναξιά! Καμία σχέσις μὲ πόλιν πληθυσμοῦ 5-6 χιλιάδων ἀνθρώπων! Ἔσπευσα εἰς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σταθμοῦ ἵνα ῥωτήσω, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τὸ κενό. Κλειδωμένες οἱ θύρες. Κόσμος; Ὁ τίποτας! Ἀλλὰ ὄχι, νά ποὺ ἄλλο ἕνα ζευγάρι· ἔψαχνε κι αὐτὸ πύργους καὶ πολεμίστρες καὶ λίμνες.
Ἀπελπισθεὶς λίαν, τοὺς προσέγγισα - τί ἔγινε ῥὲ παιδιά; Ψάχνετε κι ἐσεῖς πόλι, κάστρο καὶ λίμνη, τὴν Γκαβλὲ μὲ τὄνομα; Ναί! Τὴν ἔψαχναν κι αὐτοί! Ἀνοίξαμε ὁμοῦ χάρτες καὶ τζιπιὲς καὶ δὲν πῆρε πολὺ νὰ διαπιστώσωμε ὅτι εἴχομεν σταματήσει εἰς τὸν προηγούμενον τοῦ δέοντος σταθμοῦ. Τρακάϊ, ὁ τερματικὸς καὶ δέων, Senieji Trakai ὁ πρίν, ὁ ἐκεῖνος ὅστις ἤμαστε τώρα/τότες. Γιὰ πρὸς ἴασιν, πρὸς ῥέφαν, πουθενὰ σημάδια κώμης, χωρίου, οἰκισμοῦ κλπ κλπ καὶ ὡς ἐκ τούτου κἄποιο ταξί! Τὸ δὲ ἑπόμενο τραῖνο τίς οἷδε πότε θὰ ἀφικνοῦτο! Ὄθεν, ξεκινήσαμε πεζῇ γιὰ τὸ Τρακάϊ! Μπορεῖ ἡ ἀπόστασις νὰ μὴν ἦτο ἀμελητέα ἀλλὰ εὐτυχῶς ἡ κλίσις ἀνύπαρκτος! Σὰν νὰ πορπατοῦσες σὲ ποδηλατοδρόμιον! Τὸ μέρος ὅμορφο, ὁ καιρὸς καλότατος. Καὶ ἦταν ἐκ τῶν ΗΠΑ τὸ ἄλλο ζεῦγος, μὲ καταγωγὴ ἐκ τῆς Λιθουανίας. «Ἄ, ναί;» ῥώτησε ἡ δίπλα μου, «ὅπως στὸν ἐλαφοκυνηγό, ἔ;»
«Τὸ μποιόν;» μᾶς ἠρώτησε ὁ ἀνὴρ τοῦ ζεύγους.
«Τὸν ἐλαφοκυνηγό, ὅπου στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου, πρὶν ἀπὸ τὸ μπόλεμο τοῦ Γουϊετνάμ, στὴν πόλι ἐκείνηνα, στὸ γάμο...»
Καὶ ἐξηγοῦσε ἡ καημένη ἡ μάϊνε, μὰ ἔτρωγε ἀπανωτὰς ἀρνήσεις καὶ τὴν σκούντηξα ὅπως ἐκείνη ἐμὲ πρὸ τοῦ σταθμοῦ καὶ τὴν εἶπα μὴ ταλαιπωρεῖσαι, αὐτοὶ καὶ Μέρυλλ Στρίπ, ντὲ Νίρο θὰ ἀγνοῶσιν ἐνῷ δὲν θἆναι ἀπίθανο νὰ μὴν γνωρίζωσιν τί ἐστὶ κινηματογράφος.
Ἀλλὰ ἦσαν συμπαθῆ παιδιὰ - καὶ ἐμεῖς σιγά, ὄχι καὶ Μπακογιαννόπουλοι! Ἡ κοπέλα δὲ χαμογελοῦσε συνεχῶς καὶ δὲν μιλοῦσε καθόλου, θὰ τὴν εἶχε σοκάρει αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία ποὺ μόλις εἶχε ξεκινήσει· τὸ ὅτι καὶ ἡμεῖς εἴχομεν ὁμοίως πράξει καὶ λαθεύσει μᾶλλον δὲν διόρθωνε τὰ πράγματα.
Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ τὸ σκεφτήκαμε, ἐγὼ δῆλα δη τὸ ἐσκέφθην, ἐμένα ἐπεσκέφθη ἐκείνη ἡ λαμπρὰ ἰδέα ἥτις βεβαίως δὲν δύναται νὰ ἀναφερθῇ εἰς τὸ βλὸγ τοῦτο μὲ τοὺς χιλιάδες ἑκατομμυρίων ἐπισκεπτῶν καθημερινῶς, ἵνα μὴ κλαπῇ καθ’ὅσον δὲν ἔχει ἔτι καταχωρηθῇ στὸ ἁρμόδιον πρωτοδικεῖον,
Γιὰ τοὺς ἱστορικοὺς τοῦ μέλλοντος ὅμως, γιὰ τοὺς ἐρευνητὰς οἱ ὁποῖοι θὰ καταγράψουν τὴν πορεία τοῦ _______ - ἀπὸ τὴν γένεσή του μέχρι καὶ τὴν πραγμάτωση ἀνάπτυξη – σὲ ντοκυμανταῖρ μεγάλων δικτύων τηλοψίας, δὲν θὰ πρέπει νὰ κρύψωμεν μερικὰ ὀλίγα τινὰ ὅπως:
27 χιλιόμετρα δυτικῶς τῆς Βίλνας εἶναι τὸ Τρακάϊ, μέρος λίαν ἑλκυστικὸν γιὰ μιὰν μονοήμερον. Ὁ (1) senieji* Trakai (ἔνθα εἴχομεν ἐκ παραδρομῆς ἀποβιβασθῇ) ἀπέχει ἀπὸ τὸν (σταθμὸν) Τρακάϊ 3,5 χιλιόμετρα, ὁ ὁποῖος (2) σταθμὸς Τρακάϊ ἀπέχει (καὶ ἐξυπηρετεῖ προφανῶς) τῆς νήσου ἔνθα τὸ κάστρον, ἄλλα 2,8. Εἰς ὅλα αὐτά, περιέχεται χρόνος ἀρκετὸς ὁ ὁποῖος σὲ κόσμο μὲ μιὰ ἐλαφρὰ κρίσιν ἄγχους ἕνεκα τὸ μπερδευτικόν, ἐπιδρᾷ ἐποικοδομητικῶς βάσει ἐνστίκτου αὐτοσυντηρήσεως εἰδικῶς διότι συνγελάζεται κόσμο ξένο μὲν μὲ τοῦ αὐτοῦ πολιτισμικοῦ πεδίου δέ.
* Τί ἐστὶ Senieji;
Παράρτημα διαμαντάκι!
ἰδοὺ αἱ στάσεις:
Ἀρχή Vilnius
Paneriai
Vokė
Lentvaris
Senieji Trakai
Τέλος Trakai