βόρται μὲ τὸ μάτζικ μπὰς
Ἔβαλα βότσαλα στό στόμα μου σήμερις τό πρωί, ἔκλεισα καί τό δεξί ῥουθούνι μὲ
πράσινη πλαστελίνη (ἀπό τά παιγνίδια τῆς ἐγγονῆς) καί πῆρα τελέφωνο τόν Γιάννη.
Μ’αὐτά τά καραγκιοζιλίκια, ὑποκρίθην τόν ἄρρωστο στόν Γιάννη (ὅπου Γιάννης εἶναι
ὁ ἀφεντικός μου στό πρακτορεῖο εἰσαγωγῆς ῥωσίδωνε χορευτριῶνε πού διατηροῦμε
στήν πλατεία Βάθη κάθε βράδυ καί ὥρες 22:30 μὲ 23:45, Μαίζωνος καί Μάρνη γωνιά,
εὐπρόσδεκτοι ἐστέ ἅπαντες ὑμεῖς, ἐλάτε κερνᾶμε καί νερατζάκι – ὄχι καλέ, τί σέ
ποῖον ὄροφο ῥωτᾶτε, δὲν εἴμεθα σέ ὄροφο, ὄξω ἐργαζόμεθα, στό ὕπαιθρο, σέ
παγκάκι τῆς πλατείας - ἔτσι κάνουμε γκεζί μὲ τούς φιλόμουσους, μά καί
ξέμπαρκους, οἰκονομικούς ἀναζωογονητὰς τῆς ἑλληνικιᾶς οἰκονομίας μετανάστες - ὑφίσταται
καὶ παραμένει ὡστόσο ἡ ὑμῖν πρόσκλησις) πταρνίστην μάλιστα τόσο δυνατά μπάς καί
μὲ σίγουρα πιστεύσει ὁ ταραμάς! Μουσκέψας τό λεπόν τό αὐτί του, μᾶλλον τόν ἔπεισα.
Βιαζόταν μάλιστα νά μὲ κλείσει - μπορῶ νά φανταστῶ γιατί μά δὲν πρέπει νά σᾶς
τό πῶ.
Καί κλείσαμε. Καί ἤμουν ἐλεύθερος ἰατροῦ. Ὡραῖααααα!
Φύσηξα τήν πλαστελίνη χαμαί καί ἔφτυξα κεῖ παραδίπλα τοῦ χαμαί, τά βότσαλα.
Κροταλιάσαντα στό μωσαϊκό καθώς ἔπεφταν τοῦτα στό πάτωμα, τσουλήσαντα καί
τσουγκρίσαντα μάλιστα σέ κάτι μεταλλικά κεῖ πέρα ἀφημένα σερβίτσια ἀπό σέξ σόπ,
ξύπνησαν τήν παρά μοῦ κοιμωμένη Σβετλάνα, ἡ ὁποία ἀνέλαβε μιάν δυσαρεσκείας ἔκφραση
στό πρόσωπο, μὲ τό πρησμένο μάτι ἴσα πού ἄνοιξε – σάν χείλη πρησμένα
κατακόκκινα καί ὑγρά, ἔτοιμα γιά βεντούζα.
Ἄ! Ἐδῶ εἶσαι
μωρή;!
Ἡ Σβετλάνα.
Εἶχε ξεμείνει στό σπίτι μου ἀπό τήν προηγουμένη, ὅταν γιά κάμποσες ὧρες εἶχε
ἀναλυθεῖ σὲ κομανέτσειες φιγοῦρες ὥστε νά μὲ πείσει πώς στράκες θά ἔκανε τό
γραφεῖο ἄν τήν προσλαμβάναμε. Καί μὲ πιρουέτες ἐπιδόσεων χώρας τοῦ κάποτε
παραπετάσματος, μὲ ἕνα ὕφος λιγωτικῶς παρακλητικόν, προσγειωνόταν πάνω μου,
κούμπωνε στήν ὄρθιά μου ἀνατομία καί μοῦ ἔλεγε ὅσο μποροῦσε καθαρά, καθ’ὅσον ἀσθμαίνουσα
κάργα:
Κύτταξε πῶς,
δές πόσο πνίγω τόν λαγῶον σου! Φαντάσου με δι’ὁμοίων φιγούρωνε, στήν πλατεία
Κουμουνδούρου νά ψυχαγωγῶ τόν εὐγενεστάτης φυσιογνωμίας ἐκεῖ κόσμον!
Ναί! Ναί! ΝΑΙ!
Ἔτσι τῆς φώναζα πώς συνεφώνουν γιά τό πόσο δίκιο εἶχε καθώς βασάνιζε τό
τρωκτικάκι μου στό ὁποῖον πάνω στήν κούνια μπέλα τοῦ κατάφερε ἐν τέλει, ἔμετο!
Συνεφώνησα καί γρήγορα ἕνα συγχαρητήρια προσλαμβάνεστε κι ὅσο πρόλαβα νά
τήν δῶ νά ἐπιχαίρῃ διότι ἔγειρα πλάγια κι ἄρχισα νά κοιμᾶμαι...
Μά σήμερα, πού ἔχει στάνταρ τήν ὑγρή ὑπογραφή μου στήν πυγή καί στόν
λάρυγγά της, δέσασα γάιδαρον, τό παίζει ζόρικια καί δυστροπεῖ πού τήν
ξυπνήσαμε, κατάλαβες κύριε;
Ὥρα νά φεύγῃς.
Ναί, θά σοῦ τηλεφωνήσω.
Θά τῆς τηλεφωνήσω μά δὲν θά ἔχω μονάδες καί μέσῳ ἀναπάντητων θά τῆς ζητήσω
νά μοῦ γράψει φορές τετρακοσίους τό ἐπανάληψις μήτηρ μαθήσεως. Πότε; Μπορεῖ αὔριο
τὸ πρωί, ὄχι ὅμως τώρα τό ἀπόγευμα.
Διότι σήμερις τό ἀπόγευμα... Λόγος σοβαρός νά μήν πάω στήν δουλειά. Κι ἄς
δυστροπήσουν κάπως οἱ ἀνασυντάξαντες τὴν ἑλληνικιὰ γεωργία, οἰ περιθάλψαντες τὶς
γιαγιάδες σας,οἱ κτίσαντες σπίτια.
Σοβαρὸς λόγος λέμε!
Δύο φρεσκότατοι «ντράιβερς» ἀναμένουν πάνω στὸ γραφεῖο μου νὰ τοὺς
γαργαλίσω μὲ σαλιωμένα δάχτυλα!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα