Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

κι ἐσὺ κι ἐγὼ


Φάσις πρώτη: 

ἔκανα, ποὺ λές, λάικ σ’ἐκείνη τὴν ὡσὰν τὸν τοῦ Ντάλλας Τζέυ Ἂρ φῶτο σου (μιᾶς καὶ τὸ ἀναφέραμε ψὲς) κι εἶδα ἐν μέσῳ ἄλλων λαϊκιστῶν, μιὰν καινούργιας ἐσοδείας πόζα τῆς σταρένιας Παναγιᾶς!

u know who σὲ μιὰ θερινὴ πόζα, μὲ μαγιὼ κι ἔκθετη μιὰ φλὰτ κοιλίτσα!

Πωπὼ πωπώ!

Μιλᾶμε ὅτι εἶναι πολὺ βεζούβιος, too sexy, καυσώνεια καυλώνια μὰ καὶ καυλώνεια καυσώνια (ἐπίρρημα τὸ πρῶτο, ἐπίθετο τὸ δεύτερο σὲ κάθε σὲτ) ἡ μανταμίτσα.

Πωπὼ πωπὼ πρέπει, πρέπει κάπως, κάπως πρέπει νά.



Φάσις πρώτη πλάς: 

Ἀγαπητά μου παιδιά.
Μόλις γύρισα ἀπό τὸ μεγαλοσουπερμάρκετ, ὁπόθεν ἀγόρασα 4 λεμονάδες ζῆροου, δημητριακά καί ἔκλεψα ἕνα λιποσάν μέ γεύση φράουλα (μάλιστα ἡ περιγραφή εἶναι fruity sparkle, μιά ἀποθέωσις gay ἀξεσουάρ. Ὡστόσο, πρίν τό βαφτίσουμε ἐντελῶς πούστικο, πρέπει νά πῶ, ὅτι ὅταν τό ἔλυσα γιά τό ἀλείψω στά χείλια, τό χρώμα του, ἕνα σκοῦρο μπορντοβυσσινὶ θυμίζει τὸ ἀντίστοιχο χρώμα μιᾶς κατερεθισμένης βαλάνου ὅταν ἔχει ἀπελευθερωθῇ ἀπὸ τὸ σάρκινο μπουφανάκι της καὶ γδέρνει μπαινοβγαίνοντας, τὰ ἐσωτερικὰ τoιχώματα κάποιου ὑγροῦ καὶ λαχανιασμένου κόλπου).








Φάσις δευτέρα:

Ὑψιπετῶς πλατωνικέ ἔρωτά μου, σύ πού ξυπνᾷς τίς μελισσοῦλες ἀπό τόν χειμερινό λήθαργο σπρώχνοντάς τες στόν ἄοκνο ἀγῶνα ἀποκομιδῆς τῆς γύρης ἀπό τά λουλουδάκια, ἀνεκαθένιε νταλγκά μου, αἰτία ἑπτακοσίων τριανταδύο ὀνειρώξεων (μόνον ἐντός τοῦ 2012), παντοτινὲ καϋμέ μου, ἀνίατο μαράζι μέ συνεχεῖς αἰολικούς ἀναστεναγμούς, κατά τήν κατάκλιση ἐσχάτη εἰκὼν πρό τοῦ νυκτερινοῦ ταξιδιοῦ στά πεδία τοῦ Μορφέως, τσίγλκισμα ὑπογάστριο, τελικά μᾶλλον θά φύγω μέ τό δικό μου ἁμάξι.



Φάσις σχεδὸν οἰκεία


Solo Atenas

Λοιπόν, ἐγὼ τὴν πιέζω νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε τὸ ῥηγιούνιον τοῦ ἀμέρικαν πάι. Πρόκειται γιὰ μιὰ πραγματεία σχετικὴ μὲ τὸ στατικὸ τῆς ἀέναης φυγῆς. Σχεδὸν ποιητικὴ ποὺ ἀσφυκτιᾷ στὰ συμβατικὰ ὅρια μιᾶς κινηματογραφικῆς ταινίας, περίπου καθ’ὅλην τὴν διάρκειά της, ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀμφίδρομα δίνεται στὸν θεατὴ μὰ καὶ αὐτὸν ἀπομυζεῖ προσπαθώντας νὰ δώσῃ ἀπάντηση στὸ ἀνεκαθένιο ἐρώτημα:

Πόσες κουταλιὲς ζάχαρη στὸν γκαϊφέ; 

Τέλος πάντων εἶχα ἐκδόσει καὶ εἰσιτήρια γιὰ τὸ μέγα αὐτὸ λοιπὸν τῆς τέχνης πόνημα, μουσάκι κουλτούρας εἶχε φυτευθῇ στὸ πρόσωπόν μου, μιὰ πίπα εἶχε κωλυωθῇ στοὺς ὀδόντες καὶ εἷς μπερὲς καπέλωνε αὐτὸ τὸ φεστιβὰλ πχιότητας. Ἤμανε στὶς ὀκτὼ ἀκριβῶς ἔξωθεν τῆς οἰκίας της καὶ κόρναρα καναροειδῶς. Μερικὰ δεύτερα καπακιστί, σβῆσαν τὰ φῶτα στὸ σαλόνι της, ἠκούσθη ὁ γέρος της νὰ κραυγάζῃ κάτι γιὰ κάποιον τζιτζιφιόγκο, προικοθῆρα, λιμοκοντόρο (μὰ κι ἄλλος περίμενε νὰ τὴν πάρῃ;) καὶ φάνηκε στὸ ξωπορτικὸ νὰ κατεβαίνῃ τροχάδην τὴν κλίμακα.

Κοριτσάκι;

Πλησιάσαμε τὰ προσώπατά μας καὶ ἐκτὸς ἀπὸ πολλὰ σιελικὸ φιλί, τὴν ἔσταξα μὲ μπόλικη ἄκουα βέλβα. Μὰ στοὺς χειμάρρους τοῦ ἀποσμητικοῦ αὐτοῦ, ἀντελήφθην κάποια ῥεύματα δακρύων.

Κοριτσάκι; Τί ἔχεις; Ποιός; Ὁ μοῦλος ὁ πατέρας σου; Χά! Θὰ τὸν τσακίσω τὸν μπούστη! Θὰ τοῦ δείξω ἐγώ! Τώρα ὅμως ἀφέσου! Ξέχνα τον, τὸν μπουρτζόβλαχο! Ἠρέμησε! Εἶσαι μαζύ μου τώρα, δίπλα στὸν σκοτώνω! Πέμψε στοὺς θεοὺς τοῦ αἰωνίου οὐρανοῦ, εὐχαριστίες ποὺ σὲ ἀξίωσαν νὰ εἶσαι παρέα μου! Καὶ τί σοῦ ἔχω ἀπόψα! Τάξε μου! Τάξε μου νὰ σὲ πῶ!

Καὶ τὴν εἶπα, παρότι μοῦ ἔταξε ὅ,τι μοῦ ἔκανε κάθε φορὰ ποὺ συναντιόμασταν, στὸ ἁμάξι, σὲ μιὰ κούρμπα τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὴν εἶπα! Καὶ τῆς ῥουφιάνας, ἄμεσα καὶ πιτσιφυτιλάτα τὰ δάκρυα χάθηκαν, στέγνωξαν τὰ μάγουλα. Στέγνωξαν καὶ τσαλακώθηκαν σὲ γέλιο.

Τί σοφὴ ἐπιλογὴ ῥὲ μπαγλαμά!

Καὶ μὲ ἀπείλησε ἡ καρακαλτάκα! Πὼς ἂν δὲν ἀγνοούσαμε παύλα ἀπορρίφταμε τὴν πρότασή μου, δὲν θὰ εἶχε τσιριμίρι στὸ τουτοὺ ὅταν θὰ σχολάγαμε ἀπὸ τὴν βόλτα! Πωπώωω! Καὶ ὄχι μόνον - πρότεινε κάτι ἄλλο. Τὸ ἤκουσα λίγο μπερδεμένος, θιγμένος φυσικά, μπορεῖ κι ἀνόρεγος. Μὰ μὲ τὸν νοῦ μου στὴν κατακλείδα τῆς βολτός, ἀπεδέχθην ἐν τέλει τὸ γοῦστο της, ἐκφρασθὲν ὡς ἐδάφιον τοῦ 20-1! Τὸ Ἀκροπὸλ στὴν Ταξιαρχῶν, ἀφιεροῦτο σὲ Μπουνιουέλ.

Βιριδιάνα  Ναζαρὶν  Τριστάνα

Μόνο μὲ 4 εὐρώ!








Φάσις Τρίτη:

Μὲ ἕνα ἀκατάπιωτο ἄγχος γιὰ τὴν μετὰ ἐπιστροφὴ - μὰ τί γινάτι κι αὐτὸ νὰ μὴν ὁδηγῇς! νὰ ἔχῃ ζέστη, ὑγρασία μᾶλλον, πολλὴ ὑγρασία νὰ κολλᾷνε τὰ ῥοῦχα πάνω μου κι ἐγὼ νὰ ἀνορέγωμαι, πολὺ νὰ ἀνορέγωμαι ἀλλὰ ἤσουν ἐσὺ παρὰ ἐμοῦ καὶ ἔπρεπε.




Φάσις τετάρτη

ἀπολογία

Καὶ λέει, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἕνας μελετητὴς [οἱασδήποτε μορφῆς (ἄνθρωπος, ἀνθρωποειδές, εἴτε κάποιος ἀλγόριθμος σὲ ἕνα πυκνωτάκι ὑπολογιστοῦ)] νὰ ἀναζητήσῃ στὶς ἱστοσελίδες κοινωνικῆς δικτύωσης κάποια δείγματα συμπεριφορᾶς, γραπτῶν· τῶν δραστηριοτήτων τῶν ἀνθρώπων τέλος πάντων στὸ facebook.

Καὶ μεταξὺ ἄλλων, στὰ σταθῇ καὶ σ’αὐτό.

Τὸ παραπάνω.

Στὸ ὁποῖον κάποια δηλώνει: Τὸ μόνο ποὺ θέλω τὰ Χριστούγεννα, εἶναι ἐσύ.

Κι ὁ ἐσὺ τῆς ἀπαντᾷ: Εὐτυχῶς ποὺ πέρασαν!

Πωπώ! Τί θὰ σκεφτῇ, βλέποντάς τοῦτο,  ὁ (ἄνθρωπος, ἀνθρωποειδές, ἀλγόριθμος σὲ πυκνωτάκι ὑπολογιστοῦ) ἐρευνητής;

Τώρα ποὺ τὸ καλοβλέπω γραμμένο, ἀναντίρρητο καὶ ἀρτηριοσκληρωτικό, πολὺ μὲ πληγώνει, πολὺ μὲ ταράσσει ἡ ἀπάντηση αὐτὴ καὶ κάτι πρέπει νὰ πράξω!

Θυμᾶσαι τί ἀκριβῶς δουλειὰ ἔκανε ὁ Γουΐνστων στὸ «1984»;

Σὲ πεῖσμα τῶν Ῥωμαίων γιὰ τὰ scripta manent καὶ τὸ ὅτι τὰ γραπτὰ μένουν καὶ σφυρηλατοῦν μιὰν ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια, ὁ ὀργουελικὸς ἥρως διόρθωνε, κατέστρεφε (ἐργαζόμενος στὸ Ὑπουργεῖον Ἀληθείας) κάθε τεκμήριο τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἰδεολογικὴ ὀρθοδοξία ποὺ ἐπέτασσε τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς τοῦ Μεγάλου Ἀδελφοῦ.

Νὰ τὸ διορθώσω λοιπόν;

Μερικὰ delete καὶ κάποια κλὶκς στὸ πληκτρολόγιον κι οὔτε γάτα, οὔτε ζημιά!

Νὰ τὸ διορθώσω;

Μπάαααα. Θὰ ξεφτυλιστῶ, ἐλλοχεύουν γὰρ λάθρες ματιές. Τί νὰ κάνω ὅμως; Πρέπει μιὰ εἰλικρινὴς συγγνώμη, προσπάθεια ἔστω αἴτηση λήψης τέτοιας. Μὰ ἀπορῶωωω, γιατί μοῦ βγῆκε τόσο πεζό, ἐγὼ εἶμαι εὐγενὲς καὶ ῥομαντικὸ (θυμᾶσαι οὐάου!) παιδί, γιατί ὅμως ἔτσι κυνικὰ σᾶς ἀπήντησα; Πρέπει νὰ ψάξω περισσότερο τί μὲ ταλάνιζε προχθές, νὰ δῶ στὰ σώψυχά μου, τί μὲ κυρίευσε κι ἀντέδρασα ἔτσι ὡσὰν πείσμων Ἀλαὶν Ντελλὸν παρὰ τῆς Σιμὸν Σινιορέ.

Εἶδα μόλις τὸ μερολόγιό μου, τίποτε τὸ ἰδιαίτερον πλὴν μιᾶς διαπιστώσεως ἡ ὁποία ὡστόσο ἦταν μέρες πρὶν παροῦσα καὶ δὲν μὲ πολυπείραξε.

Συνεπῶς; Τί μπορεῖ νὰ μὲ ἔκανε τόσο ἀναισθήτου; Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πιὰ - λὲς νὰ φέρθηκα ἔτσι, μὲ τὸ (γνωστὸ καὶ σὲ σένα) σύνδρομό μου ἐπειδὴ μόλις πρίν, τὸν εἶχα παίξει βλέποντας καὶ παρατηρώντας καὶ κυττώντας καὶ χαζεύοντας καὶ ἐλέγχοντας καὶ ἀπολαμβάνοντας ἀποκαλυπτικὲς φωτογραφίες φιλεναδῶν στὸ κωλοχανεῖο ποὺ ἀποκαλεῖται ἀγγλιστί, facebook? Μπορεῖ, εἶναι ἡ μόνη λογικὴ ἐξήγησις ποὺ δίδω!  

Ἄχ! Ἂς πάψῃ πιὰ ἡ ἐξομολόγησις! Τὰ δάκρυά μου καυτά, ἁλμυρὰ καὶ ὑπόχρωντα κατρακυλοῦν καὶ πίπτοντα στὸ πληκτρολόγιον, προκαλοῦν μικρᾶς ἰσχύος βραχυκυκλωματάκια, κινδυνεύει ἡ σωματική μου ἀκεραιότης! Συγγνώμη σοῦ ζητῶ - θὰ μὲ συγχωρήσεις;

Ὑπόσχομαι νὰ μοιάσω σὲ ἐκεῖνο τὸ παιδάκι ἀπὸ ἕνα παραμύθι τῶν ἀδελφῶν Γκρίμ, ποὺ κατόπιν προσευχῶν του, ἡ κάθε μὰ κάθε ἡμέρα μετὰ ἦταν Χριστούγεννα· μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὰ σιχαθῇ, νὰ τὰ βαρεθῇ καὶ νὰ καταλάβῃ ὅτι δέον νὰ ὧσιν μόνον ἅπαξ ἐτησίως! Ἐγὼ ὅμως ὑπόσχομαι νὰ μὴν καθόλου βαρεθῶ τὰ πρῶτα 78 τέτοια! Συγγνώμη!
Under the spreading chestnut tree
I sold you and you sold me—



Φάσις ψιλεσχάτη

Εσύ κάνεις σάν μαλακισμένο, ἤ μᾶλλον ὄχι, ξέρεις πῶς κάνεις ;
Σάν τό πουτανάκι πού μόλις ὁ γκόμενός του τῆς τό ἔχει ἀκουμπήσει κι αὐτή ἐντάξει, κάνει κέφι ἀλλά μήν τό δείξουμε, μήν τό φανερώσουμε καί μᾶς πεῖ εὔκολη.
Σάν τήν κότα πού τήν κυνηγᾷ ὁ κόκκορας καί σκέφτεται ἡ κότα:
Ἄν τοῦ κάτσω θά μέ ποῦν πουτάνα
Ἄν τοῦ ξεφύγω θά χάσω τό κοκό.
Τί κάνω;
 Ἄς σκοντάψω!
 Σάν πουτανάκι ἔκανες! Μή μοῦ ἅπτου! Κι ἐδῶ αὐτό, ἐκεῖ ἐκεῖνο. Πῶς νά τό κάνω, πῶς πρέπει, τί ὥρα; Τί ρέφερενς νάμπερ...
Τό πουτανάκι ἔχει ὅλο τό σπέρμα στό στόμα, ὁ γαμῖκος εἶναι ἀνάσκελα καί ἀπολαμβάνει τό μεγαλοπρεπές μόλις χύσιμο καί ἡ Ντέπυ ὁκλαδόν στό κρεβάτι, ἀναψοκοκκινισμένη ἀναρωτιέται: Νά τό καταπιῶ ἤ ὄχι;;;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats