Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

in media res

Ὁ μαστρο Γιάννης, συνταξιοῦχος ἀεριτζής, ἤτοι ἀπασχοληθεὶς ἐπὶ ἔτη τριακόντα ἒξ στὸν σαγηνευτικὸ δημόσιο τομέα, θεώρησε ἑαυτὸν λίαν μάχιμον ὥστε νὰ ἀφεθῇ στὴν μαλακία τοῦ συνταξίου βίου κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ὁποίου, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἔρχονται ἀπρόσκλητοι καὶ σωρηδὸν καὶ ὁμαδὸν (ἕνεκα τῆς μητρὸς πάσης κακίας, ἀργίας) ὅλαι αἱ ἀσθένειαι.

Διέκοψε λοιπὸν ἐν τῇ γενέσει της τὴν τριετὴ συνδρομὴ στὸ σουντοκουμάστερ, ἠρνήθη συμμετοχὲς σὲ ἐκδρομὲς κάποιου φυσιολατρικοῦ συλλόγου τῆς γειτονιᾶς του καὶ παρέπεμψε στὶς καλένδες ἐξέταση psa. Τοῦτα ἤντουσταν τὰ εὔκολα, τὸ ῥάδιον ἦτο ἡ εὕρεσις ἡδέος μὰ κυρίως λακεδαίμονος παρέργου γιὰ νὰ παραμείνῃ ἐνεργὸς σὲ κάτι ποὺ δὲν ἤξερε ὡστόσο πῶς νὰ τὸ ἀποκαλέσῃ.   

Κι ἐπειδὴ ἡ ἄγνοια κατὰ πὼς λὲν οἱ γραμματιζούμενοι, εἶνε δύναμη, τὸ ἄφησε λίγο μοιρολατρικά, μόνο του νἀρχόταν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρός· πάνω ποὺ θὰ ἔσπευδε στὸ κοντινό του περιπτέρι ν’ἀγοράσῃ ἀμερικάνικα σταυρόλεξα, ἔσκασε μύτη μιὰ πολλῶν ἀμπὲρ καὶ βὰττ ἔμπνευσις, τεσσεράμισυ ἑκατοστὰ βορειοδυτικῶς τοῦ ἀμφιβλυστροειδοῦς του. Πέταξε τὸ τσιγάρο μ’ὅση δύναμη τοῦ ἐπέτρεπε ὁ ἀντίχειρας μὲ τὸν μέσο του καὶ ἀρχίνησε, ἀφέθηκε νὰ κατηφορᾷ πρὸς Πειραιᾶ μὲ μιὰ φόρα ζηλευτή. Διῆλθε τῆς Λεύκας, ἔπιασε τὰ παλιατζίδικα στὴν Ῥετσίνα, βγῆκε στὴν Ἱπποδαμείας καὶ κούμπωσε σταὐλάκι τῆς Φίλωνος. Ἐκεῖ, ἡ ἀδράνεια, ἡ φόρα του διήρκεσε μέχρι λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον. Σταματήσας, ἠγέρθη, ξεσκόνισε τὸ καίτοι τόση κωλοπερατζάδα ἔτι μὲ τσάκιση παντελόνι του καὶ ἔφερε γυροβολιὲς τρεῖς τὸ κεφάλι του. Σταυροκοπήθηκε ἕνεκα Ἅγιος ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκεῖ μαγαζιά καὶ τἀπεφάσισε.

Στὰ κάποτε σεπτὰ μετερίζια τῆς Τρουμπὸς ἔριξε τὴν ζαριὰ καὶ τοῦ κάθησε σερμπέτι - ἴσως ἐπειδὴ τὸ ξετύλιξε ξεάγχωτα. Κι ἔγινε σὲ χρόνο ντετὲ νάμπερ οὐὰν μαστρωπὸς τοῦ Πειραιῶς, κατές! Ἐν ὀλίγοις καὶ χωρὶς σπάισυ λεπτομερείας, σύμπασαι αἱ φερέλπιδες κοπέλαι κατέφθανον ἀπὸ ὅλην τὴν ἐπικράτειαν ἵνα καταθέσωσιν αὐτῷ τὰ διαπιστευτήριά των εἰς ἀριθμούς. Ἀριθμοὺς τρεῖς χωρισμένους μὲ παύλα, ἀριθμοὺς τρεῖς, διψήφιους.

Ἦταν περίοδος ποὺ κρίσις κτύπησε καὶ τὶς τράπεζες· ἤγουν κτυπήθηκα κι ἐγώ, μέγα, μεῖζον μᾶλλον στέλεχος μεγίστης τραπέζης τῆς πρωτευούσης· ὀκτάωρος ἐξέκιουτιβ πωλῶν πιστωτικάς. Γειά σας, ὀνομάζομαι Εὐάγγελος Λουτρὸς καὶ σᾶς καλῶ ἀπὸ τὴν Μπαρμπουτομπάνκ· τὸν κύριο Μασταπιάνη παρακαλῶ. ἐσεῖς; Κύριε Μασταπιάνη, τράπεζά μας, ἐλέγξασα τὰ ἑβδομήκοντα ὀκάδων κοιτάπια ἑβραίων χρηματιστῶν ἀνεκάλυψε πόσο φερέγγυος ἐστέ! Πρὸς τοῦτον ἐξέδωσε ἠσπέσιαλλυ δι’ὑμᾶς μιὰ καρτούλα μούρλια! Λέγε ῥὲ πότε νὰ στὴν φέρωμε; Ὄχι, δὲν πᾶμε νὰ στὴν φέρουμε, μὴν κάνῃς τὸν δύσκολο, ἄιντε!

Ἡ κρίσις λοιπόν. Μᾶς ἔκοψε τὸ ΚΨΜ στὴν ταράτσα τοῦ μπαρμπουτομεγάρου κατ’ἀρχάς, ἐν συνεχείᾳ εὐνούχισε κάποια μπόνους, σταμάτησε τὸ φρὴ κωλόχαρτο στοὺς καμπινέδες, μέχρι τὶς ματιὲς στὰ εὐδιάκριτα διὰ τῶν λινῶν φουστῶνε σπαγκάκια μιᾶς ἀνάφτρας -ὀνόματι Γιάννα- συναδέλφισσας μᾶς περιόρισαν οἱ ψηλὰ ἱσταμένοι καθ’ὅσον σᾶς ἀλλοπροσαλιάζει καὶ θέλετε ἄλλα, κουφάλες! Ἡ κρίσις. Ἡ ὁποία κατέφθασε γιὰ τὰ καλὰ κυριεύσασα ἕναν μόρτη ἀπὸ τὸ τμῆμα προσωπικοῦ ὅστις κάποιο πρωινὸ μὲ ὕφος Ἀνέστη Βλάχου μὲ εἶπε: Πέρνα ὄξω ῥέ!

Καὶ πέρασα· ἀμίλητα βούτηξα σὲ ἕναν μαίανδρο πανικοῦ τὸν ὁποῖον ὡστόσο δὲν ἐξεδήλωσα πουθενά· δὲν ἤθελα να μαρτυρήσω πουθενὰ τὸ ἀπολυτίκιό μου. Οὔτε κἂν ἕνα τραπουλοπαίγνιδο δὲν τέλεψα στὸν ὑπολογιστή, μὰ οὔτε καὶ τὰ χαρτιά μου δὲν πῆρα ἀπὸ ἕνα πανάρχαιο συρτάρι. Δὲν χαιρέτησα ἀρλεκινοειδῶς κανέναν συνάδελφο – μηδὲ τῆς νυμφογιάννας ἐξαιρουμένης – καὶ μὲ ἐπίπεδο σχολικιᾶς παράστασης ὑποκριτικὸ τόνισα πὼς πάω γιὰ τυρόπιττα καὶ ῥώτησα θέλετε κάτι; Ἔσουρα ἔξω μεγαλοπαρασκευάτικα βήματα ῥυθμῷ σὶκ τράνζιτ γκλόρια μούντι κι ὅταν βεβαιώθηκα πὼς πιὰ δὲν μὲ ἔβλεπε κανείς, ἔπεσα ν’ἀποθάνω!

Γύρισα σπίτι καὶ ἀποποιήθην πάσης δραστηριότητος κοινωνικοποιήσεως, ἔστω μιὰν κολοβὴ κι ἐλλιπῆ καὶ τζούφια ποὺ διέθετα. Ἄφησα μούσια, νύχια, μαλλιὰ καὶ μικροργανισμοὺς πάνω μου, διέρρηξα πᾶσα ἐπαφὴ μὲ ἄλλους δίποδους ἄπτερους καὶ πλατυώνυχους καὶ κυττοῦσα γιὰ ὧρες μπορεῖ καὶ μέρες ἀτέλειωτες τὸ ταβάνι μήπως κι ὁ μάστορας εἶχε παραφωνίσει στὰ φῖ τῶν γύρω γύρω γύψινων τοῦ ταβανιοῦ.

Ἀνησύχησαν οἱ κάποιοι ποὺ μὲ ἤξεραν καί...τέλος πάντων τί κάνουν κάποιοι ποὺ ἀνησυχοῦν γιὰ ἕναν ἄλλον κάποιον; Δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ, δὲν φύεψα ποτὲς μέσα μου τέτοια συναισθήματα γιὰ τὸν πλησίοντα ἀλλὰ μᾶλλον καταλαβαίνετε. Κατήντησαν ἐνοχλητικοί, σὰν οἴστρῳ κοπρόγατα κάτω ἀπὸ παραθύρι σ’ὥρα μικρή. Ὄχι γιὰ νὰ ἰσιώσω κάτι ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς διώξω ἀπὸ πάνω μου ποὺ σὰν γκόμενα ὅρκους αἰωνίου ἀγάπης δίδουσα, εἶχαν κολλήσει, τοὺς εἶπα πὼς θὰ ἀποταθῶ σὲ κἄναν εἰδικό. Ἐντάξει τώρα;

Ξετύλιξα ὅ,τι εἶχα ἀκούσει-δεῖ-μάθει ἀπὸ τὸν Ἄλλαν Στιούαρτ Κόνινσμπεργκ, εἶδα ὅτι διέθετε κάποια κανονάκια εἰσέτι τὸ βιβλιάριον ὑγίειας μου καὶ τὸ φίξαρα. Ἔκλεισα ῥαντεβοὺ γιὰ κάπου στὸ ἄστυ, σὲ πολυκατοικία τοῦ καιροῦ τῶν ἀντιπαροχῶν μὲ ἀνελκυστῆρα καγκελόφρακτο καὶ στὴν εἴσοδο, τεθνεῶτο πόστο θυρωροῦ. Εἰσῆλθον, χαιρετίστηκα, ξάπλωσα σὲ σκληρὴ καριόλα φτηνῆς δερματίνης καὶ ἕνας ἀξύριστος χτικιάρης μοῦ ζήτησε, ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τὸν λαιμό του ἀπὸ φλέμμα πίσσας 10 mg νὰ τοῦ πῶ.

«Τί;»
«Μιλῆστε.»
«Ναὶ ἀλλὰ τί;»
«Ξεκινῆστε.»
«Πόθεν;»
«Ναὶ ναί.»

Ἦταν προφανές, δὲν μὲ ἄκουγε κι ἐγὼ δὲν τὸν ἔβλεπα, πίσω μου ἦταν καὶ πόσο κοπιῶδες μοῦ ἔκανε νὰ στρίβω λαιμὸ κεφάλι μάτια κόρες πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ μάθω τί ναὶ ἀλλὰ τί πόθεν. Τέλος πάντων, δὲν ἔχω ποτὲ ἐμπιστοσύνη σὲ τεκταινόμενα πίσω μου, ἐλλοχεύοντα μάλιστα κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί καὶ τίναξα καλὰ πολὺ καλὰ τὰ πόδια μου βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἰατρεῖο.

Ἡ κλασσικὴ παθολογίας ἰατρικὴ δὲν βρῆκε κάτι νὰ μοῦ πῇ ἐπίσης. Τριγλυκερίδια χαίροντα ἄκρας ὑγίειας, χοληστερόλη ὁμοίως, πίεση καρδίας κοιμωμένης ἄρκτου, ῥοὴ αἱμάτου u know where προβλεπομένη, οὐρικὸ ὀξὺ ἀκριβῶς στὸ ἑπτά, ἀναπνευστικὸ ὡσὰν τῆς Χάιντι στὰ ὄρη τῶν Ἅλπεων, δὲν βρίσκω κάτι νέε μου. Μία ἀπὸ τὰ ἴδια ἔμαθα (σχεδὸν δηλαδὴ) κι ἀπὸ ἕναν ἰατρὸ τῆς ὁμοιοπαθητικιᾶς ὁ ὁποῖος μάλιστα ἤθελε νὰ πληρωθῇ καίτοι ζητοῦσε νὰ κόψω καφέ, τσάι καὶ κοκακόλα. Ὁρίστε; Ναὶ σοῦ λέω.

Κι ἀφοῦ τὰ ἱπποκράτεια ἀπεδείχθησαν πομφόλυγες εἶπα νὰ ξεστρατίσω λίγο τῶν χαρτογιακαδίστικων. Πῆγα σὲ μάγισσες, πῆγα καὶ σὲ χαρτορίχτρες. Τζίφος· ἤπια ὅμως καφεδάκι. Πλάτεψα τὸ πεδίον ἀναζητήσεως λύσεως θορρώντας ἄνω· ζήτησα ἀπαντήσεις ἀπὸ τὸν πρωτοπρεσβύτερο τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ ὀσίου Παταπίου στὸ Βαλτέτσι Ἀρκαδίας μὰ κι αὐτὸς συμβουλευθεὶς μάλιστα τὸν ἡγούμενο, μοῦ τόνισε παραιτούμενος πὼς θολαὶ αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου. Δὲν τὸ ἄφησα ἔτσι πάντως. Ἀπευθύνθην καὶ σὲ ἄλλα δόγματα· στὸν ἐν Ἀθήναις ἐκπρόσωπο τῆς Ἁγίας Ἕδρας, καρδινάλιο Λεοπόλδο, ἀλλὰ κι αὐτὸς μὲ τὸ βλέμμα κάπου ψηλὰ ἀναφέρθηκε στὸ ὅτι κι ἡ λοξάδα εἶνε ἄσκηση νοός. Ἐμένα λὲ ῥέ; Ἄοκνα κι ἀέναα, ἐντρύφησα στὰ μυστήρια τοῦ τριαδικοῦ θεοῦ, τὸ φιλιόκβε καὶ τὰ συγχωροχάρτια καὶ ἔτσι ἔφθασα μέχρι ἕνα ἀθήνησι τσιράκι τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Καντέμπουρυ. Τὸ ὁποῖον πάντως δὲν ἀφέθηκε νὰ παραπέμπῃ τὰ πάθια μου σὲ ζαριὲς τοῦ θεοῦ· μοῦ ἔδωσε θεραπεία, τσάκω ἀραιωμένο χλώριο καὶ βούτα το σὲ νερό. Κάθε ἡμέρα, τρὶς πρὸ τοῦ μάμ, πίε καὶ θὰ μὲ θυμηθῇς. Τὸν ξέχασα, δώδεκα δεύτερα μετά, αὐτὸν καὶ τὴν συστασοπρότασή του μόλις ἔκλεισα τὸ τηλέφωνο. Στὴν πολυπολιτισμικιὰ Ἀθήνα, τὴν πλήρη ἀλλοθρησκῶνε μεταναστῶνε, τῶν ἀναζωγοωνητῶν τῆς θαλερᾶς ἡμῶν οἰκονομίας, ηὗρα ἕναν κελεμπιάτο μούση στὸν ὁποῖον ὑπεσχέθην ὅτι θὰ περιτετμηθῶ ἂν θὰ μὲ βοηθοῦσε, μὰ κεῖνος πρῶτα πρῶτα:
«Πόσες ἡμερησίως φορὲς δέρνεις τὴν γυναίκα σου;»
«Δὲν ἔχω γυναίκα.»
«Φύγε ἀνώμαλε, χάσου!» 
Κι ἔφυγα, χάθηκα πρὶν νὰ προλάβω νὰ τοῦ πῶ πὼς ἂν εἶχα, σαφῶς καὶ θὰ τὴν ἔδερνα ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶχε περισσέψει καμιά, ἂχ Γιάννα!

Ἀπελπισθεὶς κάργα, ζήτησα βοήθεια μέχρι ἀπὸ ἕναν χασομέρη πιστὸ τοῦ Μανιτοῦ μὰ -ὀρθὴ ἡ μαντεψιὰ ὑμῶν- ἄκαρπες οἱ προσπάθειές μου! Μιὰ γειτόνισσα σμυρνιά, δὲν εἶδε τίποτε στὰ ταρώ, μὰ οὔτε κι ἕνας ὑλιστὴς περιπατοφιλόσοφος – κάργα μπήτνικ καὶ πολὺ μποὲμ – ἐδυνήθη κάτι νὰ ἐξηγήσῃ ὁ ἄθλιος!

Τί χρείαν ἄλλων τεκμηρίων ἤθελα γιὰ νὰ κλειστῶ πιότερο στὸ καβούκι μου οἰκουριστὶ καὶ νὰ συνεχίσω νὰ παρατηρῶ τὶς λαθροχειρίες τοῦ μάστορα στὸ ταβάνι τοῦ σπιτιοῦ μου; Μὰ παραμόνευαν φίλοι καὶ γνωστοὶ οἱ ὁποῖοι –τὴν ἔβλεπα γὼ τὴν δουλειὰ– θὰ ἐπανέκαμπταν περισσότερο ἀδενοσπάστηδες. Γι’αὐτὸ καὶ ὑπὸ μάλης τσάκωσα τὸ δισάκι μου καὶ ἀπέφευγα τὸ σπίτι ὅσο γινόταν περισσότερο. Ὅλως κατασταλτικῶς, κατέφυγα εἰς ὅ,τι σοφὸ ἔχει εἰπωθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις· ὄργανα τρίχορδα γιὰ τὴν ἀκρίβεια, σὲ μελωδίες τέως ἱνδικές. Ἄλλωστε, ἐν οἴνῳ ἡ ἀλήθεια.

Μιὰ σειρὰ βραδιῶνε, πνίγων τὸν ἄνεργο καημό μου σὲ κουρτάκια ὧν οὺκ ἔσται ἀριθμὸς σὲ κάποιο ταβερνεῖο, τὴν εἶδα ἀπέναντί μου. Ἕνα βράδυ ἦταν. Μᾶς χώριζαν κάμποσα μέτρα, μερικὰ τραπέζια καὶ ὀλίγα κορμιά, τόσα ποὺ διέκρινα μόνον τὸ ἀριστερό της προφὶλ κι αὐτὸ ὅταν ἔσκυβε γιὰ νὰ μιλήσῃ στὴν παρέα της, ἕναν ἀλώπεκα κύριο, ἐμμηνοπαυμένο ἔτη τέσσαρα. Χαμογελοῦσε συχνὰ (τοῦτο τὸ ἔβλεπα ὅποτε ἔφευγε ἕνας ἀνάμεσας ψηλὸς μελαχροινὸς γιὰ κατούρημα) ἔπινε ὡσὰν σιφώνι μπανιέρας [διακρινόμενο (ὄχι τὸ σιφώνι, τὸ περιστατικὸ) τὶς φορὲς ποὺ μιὰ μεταξὺ ἡμῶν πληθωρικιὰ κυρία σηκωνόταν γιὰ χορὸ] μὰ δὲν εἶχα μάτια πάρεξ τοῦ μπούστου της ὅπερ μεγεθυνόταν ἔτι μᾶλλον διότι μπροστά του ἦταν μιὰ μαλαματίνα.

Καὶ μὲ ἔπιασε νταλγκάς. Γιὰ τὴν μανταμίτσα.

Καὶ ὅλο καὶ κάθε μέρα (βράδυ δηλαδὴ) πάγαινα ἐκεῖ.

Στὸ καπηλειὸ ντέ.

Καὶ προσπαθοῦσα μουλωχτὰ νὰ καβατζώνω τραπέζι κοντά της, ὅλο περισσότερο πλησίον της. Οὕτως, λιγόστευαν οἱ σκόπελοι ποὺ μᾶς χώριζαν. Ἄλλαζαν λοιπὸν τὰ κόζα της. Μπορεῖ νὰ μὴν χαζολογοῦσε σὲ αὐτιὰ καβαλιέρων της [οἵτινες ἄλλαζαν κάθε βράδυ (ὄχι σωβρακοφανέλες) ἁπλὰ κάθε φορὰ ἦταν ἄλλος διαφορετικὸς] μπορεῖ νὰ μὴν χαμογελοῦσε ἀμήχανα καὶ διεκπεραιωτικά, μπορεῖ νὰ μὴν ἔπινε σὰν τσιπούρα τοῦ ἀργοσαρωνικοῦ ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μποῦστο της, ὤι ὤι μάνα’μ’! Παρέμενε ἀναλλοίωτο ἐντυπούμενο σὰν στῖγμα σὲ μπράτσο μούτσου σὲ γρὶ γρὶ τῆς νήσου Ψυτταλείας.

Φαῦλος κύκλος κι ἐγὼ δὲν ξέρω πόσα βράδια, τὴν εἶχα ψωνίσει – μιλᾶμε γιὰ ζόρια ὄχι ἀστεῖα. Ἕνα βράδυ μὲ φεγγάρι καὶ καημὸ τί νὰ σᾶς λέω, ἀφοῦ ζήτηξα λίγο κοκκινέλι ἀκόμα, τ’ἀπεφάσισα. Πετάχτην σὲ ἕνα κοντινὸ ΑΤΜ, ἀνέσυρα ὅ,τι φράγκο ὑπῆρχε στὸν λογαριασμό μου καὶ ἐπέστρεψα παρέα μὲ μιὰν ἀψίδα νὰ! Θὰ ζήλευαν κι οἱ Φλάβιοι! Φώναξα στὸ παιδί ὅπερ ἦλθε ἄνευ κοκκινελίου καὶ μὲ ἀπολογητικὸ ὕφος γιὰ τὴν καθυστέρα. Μὴ σκᾷς, τὸν εἶπα καὶ τὸν ἐνεφάνισα ἕνα πεντακοσαρικάκι. Γιὰ σγοῦψε. Κι ἔσγουψε. Καὶ τοῦ εἶπον!

«Τὸ πλέον εὔκολο!»

ἔτσι μοῦ ἀπεκρίθη, μὲ ἄφατη βεβαιότητα· ἔφερε καὶ τὸ κοκκινέλι ὁ ἀπίθανος. Κι ὡς μεζέ, τσιμπουκομεζὲ θὰ ἐδυνάμην νὰ εἴπω, ἦλθε καὶ ἡ...

«Μαρία Αἰγυπτία, χάρηκα.»

Ἒ νὰ σᾶς πῶ πόσο χάρηκα, πλεονασμὸς μέγας καὶ πλείων! Καθήσαμε καὶ παρέα (πλὴν τοῦ διαβοήτου κοκκινελίου) μὲ μαλαματίνα (ἀπαραίτητο φετὶχ) φυστίκια, μορταδέλα καὶ τηγανητὴ κουτσομούρα, μιλούσαμε μιλούσαμε μιλούσαμε μέχρι ποὺ ξεθύμανε ἡ ὀρχήστρα στὸ πάλκο ἥτις φεύγουσα, μοῦ ἔδωκε τὸ κλειδὶ καὶ μιὰ σκούπα γιὰ νὰ κλείσω μὰ καὶ καθαρίσω τὸ μαγαζί.

«Τοὺς πούστηδες, Μαρία Αἰγυπτία!»

Φύγαμε κυνηγημένα ἀπὸ τὸ καπηλειό· τοῦτο μὲ ἔκανε νὰ τῆς σφίξω τὸ χέρι πατερναλίως. Παντοῦ σκοτεινὰ καὶ δὲν ἤξερα ποῦ! Τροχιοδεικτικῶς ἀφέθην σὲ μιὰν ἁλμυρὴ αὕρα καὶ σὲ ἔξι λεπτὰ ἤμαστε στὰ βραχάκια τῆς Πειραϊκῆς. Πήδηξα ἕνα κιγκλίδωμα, τὸ πήδηξε κι αὐτὴ ἠγνοήσασα τὸ προτεινόμενο χέρι μου καὶ κυλήσαμε στὶς ἀρχαῖες πέτρες. Σκούπισα φυσώντας φυσώντας φυσώντας πολὺ μίαν ἐξ αὐτῶν ἵνα καθήσῃ καὶ ἡ τζουτζούκα σὲ καθαρὰ στασίδια. Κάθησα κἀγὼ καὶ ἀτένισα ἐκεῖ ψηλὰ τὸ ἄπειρο, τὸν ἔναστρο οὐρανὸ μαρσάροντας ἕνα κάτι ἀνυπέρβλητα ῥομαντσάδικο ἵνα τὴν ἰντριγκάρω κάπως!

Μὰ ἀπότομα ἔγειρα τὸ κεφάλι, διέκοψα ἀδόξως κι ἔστειλα τὴν ματιά μου κάτω. Ἡ Μαρία Αἰγυπτία εἶχε σκύψει, πείραζε τὴν ζώνη μου καὶ καθόλου δὲν ἄκουγε γιὰ τὸ θάμβος τῶν ἀστέρων. Ἡ ζώνη μου ὡστόσο ἦταν σφιγμένη κατὰ τὰ δέοντα, οὐδεὶς λόγος εὐτακτοσύνης - μὰ τί κάνεις; Δὲν τὴν τακτοποιοῦσε, τὴν χαλάρωνε, τὴν ἔλυνε καὶ γρήγορα σὰν μὲ χέρια τῆς θεᾶς Κάλλι ξεκούμπωσε τὸ φερμουὰρ καὶ ἀνέσυρε στὸ σεληνόφως τὸ μάντρα μου.

«Μαρία Αἰγυπτία; Μαρία Αἰγυπτία;!»

Πάλευα, σὰν ἀπελπισμένος ναυαγὸς μὲ τὰ κύματα, πλήρης ἀπορίας μὲ ὅ,τι συνέβαινε. Τῆς ἀπωθοῦσα τὰ χέρια ἀπὸ τοὺς διδύμους μου μὰ πρὶν καλὰ καλὰ τῆς τὰ ἀπιθώσω πάνω της, ἕνα σχεδὸν τρίτο μὲ γαργαλοῦσε. Κι ὅταν νουθετοῦσα κι ἐκεῖνο, τὸ κεφάλι της ἔπεφτε πάνω μου, κάτω μου δηλαδὴ καὶ ἄρχιζε ἕναν χορὸ τῶν ἐρυθρόδερμων, παρακλήσεως γιὰ βροχή.

«Μαρία Αἰγυπτία; Μαρία Αἰγυπτία;! Μὰ τί σὲ ἔπιασε, μοῦ λές;!»

Τὸ λὲς τὸ ἐξέφερα τόσο δυνατὰ ποὺ πείστηκε γιὰ τὸ ἀληθὲς τῆς ἀντίδρασής μου καὶ πάγωσε.

«Ἔ;»
«Τί ἔ, Μαρία Αἰγυπτία;»
«Ἔ;»
«Μὰ πρέπει νὰ σοῦ πῶ γιὰ τοὺς ἀστερισμούς, γιὰ τὴν πλοκὴ τῶν οὐράνιων μαργαριταριῶν καὶ τὴν ὁσονούπω παλίρροια ἕνεκα ἡ γιομάτη Σελήνη! Κι ἐσύ...»
«Ἔ;»

Δὲν καταλάβαινε τίποτε! Καὶ τὴν κυρίευσε ἕνας ὑστερικὸς γέλως ποὺ τὴν πῆρε καὶ τὴν σήκωσε! Τὴν ἔστελνε πίσω δηλαδή, νὰ πηδήσῃ πάλι τὸ κιγκλίδωμα, νὰ φύγῃ, χωρὶς οὔτε ἕνα γειά!

Πανικοβλήθην τόσο ποὺ ἔβλεπα τὰ καπούλια της νὰ δίνουν ῥυθμὸ καὶ νὰ τελεσιδικοῦν (σ)τὸ φευγιό της, στὸ σχεδὸν ἔκλασε ἡ νύφη, σκόλασε ὁ γάμος κι ἔτρεξα πίσω της. Πάνω ποὺ ἄνοιγε τὰ σκέλη της γιὰ τὸ ἀποχαιρετιστήριο ἀκροβατικὸ τὴν πρόλαβα καὶ μπέρδεψα τὰ δάκτυλά μου στὰ δικά της, τὸ δεξί μου χέρι, στὸ ἀριστερό της. Γύρισε ἀπότομα καὶ μὲ φίλησε, ἔχωσε τὴν γλῶττα της στὸ στόμα μου καὶ ἔπλεξε ἕνα θριάμβιο συμπέρασμα.

Ἐντάξει τώρα, μικρέ μου;

Κι ἐγὼ μὲ τὴν γλῶττα μου μουδιασμένη κατέφερα νὰ τῆς πῶ πὼς ντάξει, μὲ ἔπεισε, θὰ τῆς δινόμουν!

Φθάσαμε πολὺ γρήγορα στὸ τσαρδί – ἄλλωστε λίαν ἐγγὺς ἡ Κρεμμυδαροῦ – μπήκαμε ἀσθμαίνοντες στὸ δωμάτιό μου, ἀφοῦ πρῶτα φιλούμενοι τε καὶ χαμουρούμενοι σκουντουφλούσαμε στὶς γλάστρες τῆς αὐλῆς. Αὐλὴ γιομάτη βασιλικοὺς καὶ γεράνια, ἀσβεστωμένη αὐλὴ ἀπὸ τὰ χέρια μου κάποιο Κυριακῆς πρωινό, ἄχ, παληκάρι ποὺ εἶμαι, πειραιωτάκι καὶ ὀλυμπιακός, τίμιο δουλευταράδικο τὴν ὑγειά μου νὰ ἔχω μόνον καὶ ὅλα τὰ ἄλλα... Τὴν ὑγειά μου καὶ νὰ ἤξερα ποιός εἶνε ὁ πατέρας μου, κάπου στὸ Ἀμέρικα τώρα, πρὸ 26 ἐτῶν ἐδῶ μὲ τὸ ἕκτο στόλο καὶ τώρα κάπου στὸ Ἀμέρικα.

Ἡ Μαρία Αἰγυπτία, γυναίκα, ἀνίδεη περὶ τὰ ποδοσφαιρικὰ δὲν καταλάβαινε, δηλαδὴ δὲν ἄκουε κἄν, ἀπὸ μέσα μου τὰ ἔλεγα. Μὲ λαϊδικὸν ζῆλον, μὲ πέταξε τόσο πεζὰ στὸ κρεββάτι, ἦλθε πάνω μου καὶ σὲ περίπου 14 λεπτὰ μὲ εἶχε ἀφυδατώσει. ῎Ἤμεθα ἀμφότεροι ὕπτια καὶ κλινήρεις - ἀμίλητοι καὶ καπνίζοντες. Ἐγὼ σὲ ἀγλαὴ εὐδαιμονία, ἂχ μωρὲ ἔτσι εἶνε τὸ κοκό; Νὰ τὸ κάνω πιὸ συχνά! Ἔσβησε τὸ τσιγάρο καὶ γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου. Πρέπει νὰ φύγω. Ἀπὸ τώρα; Κι ἤθελα τόσο νὰ ἔτρωγα αὔριο ποὺ ἤδη ἦταν σήμερις, πρωινὸ ἀπὸ τὰ χέρια της! Πρέπει νὰ φύγω μοῦ ξανάπε, μὲ ὕφος κάπως ἐρωτηματικὸ σὲ ἕνα δεξὶ φρύδι ἀνασηκωμένο. Κάτι περίμενε καὶ ἂχ πόσο πολὺ – καίτοι μὲ ταλάνιζε τὸ σύνδρομον τοῦ νεκροῦ σπέρματος – ἔνοιωσα λιγωμένα γι’αὐτὴν ποὺ προφανῶς περίμενε ἀπὸ μένα:

«Θὰ σὲ ξαναδῶ;, σοῦ ἄρεσε;, μ’ἀγαπᾷς;»

Τῆς τὰ εἶπα ὅλα μαζύ, χωρὶς σειρά, ἄναρχα, λαχανιασμένα, μὲ λαχτάρα γιὰ νὰ καταλάβῃ κι αὐτὴ πόσο πολὺ τὴν εἶχα ἐρωτευτῇ καὶ τὸ δίχως ἄλλο, αὔριο κιόλας (ποὺ ἦταν ἤδη σήμερα) θὰ τὴν παρουσίαζα στὸν μπαμπᾶ μου ἂν τὸν ἤξερα, ἂχ ἕκτε στόλε!

Μὰ ἡ Μαρία Αἰγυπτία, ἀντὶ ἐρώτων κι ὅρκων ἐνώπιον τοῦ Σατύρου καὶ τοῦ Πανὸς κάτι μοῦ ῎ἔλεγε γιὰ λεφτά, γιὰ ἀμοιβή, γιὰ τὸ ῥεγάλο της.

«Τί νόμιζες ῥὲ μπάμια; Πὼς ἦρθα γιὰ τὰ ὡραῖα σου μάτια; Ἄιντε τελείωνε, δὲν ἔχω ὅλη τὴν νύχτα γιὰ προλόγους!»

Λεφτά; Μὰ λεφτὰ δὲν εἶχα ὁ καψερός! Τὸ ἔσχατο πεντακοσάρικο τὸ εἶχα δώκει στὸ παιδὶ γιὰ νὰ μοῦ κάνῃ γκεζὶ μ’αὐτήν!

«Τί λεφτά; Τί λὲς Μαρία Αἱγυπτία;»
«Λεφτὰ ῥὲ! Λεφτένια! Ὥστε ψόφιος κοριός; Τώρα θὰ δῇς!»

Κι ἔπιασε τὸ τηλέφωνο της, τὸ πίεσε σὲ καίρια σημεῖα καὶ πρὶν προλάβῃ νὰ τὸ ἀφήση χάμου, ἡ πόρτα ἄνοιξε λίγο πιὸ ἀλέγκρο ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἀνοίγει συνήθως ἡ κυρα Μαριγούλα, ἡ σπιτονοικοκυρά μου ὅταν μοῦ φέρνῃ σιδερωμένα τὰ σώβρακα. Δυὸ φουσκωτοὶ καλησπέρισαν, μὲ σήκωσαν καὶ ἀφοῦ μὲ τὸ στανιὸ μὲ ἄφησαν νὰ ῥίξω ἕνα σὸρτς πάνω μου, συστημένο μὲ ἔσουραν πρὸς Τρούμπα μεριά, σὲ μέρη ἄγνωστα μέχρι τὰ τότε.

Μπουκάραμε σὲ ἕνα ἡμιυπόγειο, μὲ μουσικὲς ἀπὸ τὴν Γιαουντὲ καὶ κόσμο ἐπίσης ἐκ τῆς ὑποσαχάριας Ἀφρικῆς. Φῶτα ἰωδικά, καπνοί, ἱδρωτίλα. Μὰ γρήγορα ἀφήσαμε αὐτὸ τὸ εἰδυλλιακὸ περιβάλλον καὶ περάσαμε στὰ ἐνδότερα. Σ’ ἕνα μεγάλο δωμάτιο, φωτεινότατο, καθαρὸ μὲ βιβλιοθῆκες γύρω καὶ γραφεῖο ποὺ θὰ ζήλευε κι ὁ σιὸρ Παραπραστανίτης, γνωστὸς ἀκαδημαϊκός, ὑποστηρίξας μάλιστα σύριζα στὶς παρελθοῦσες ἐκλογές. Στὴν δερμάτινη πολυθρόνα ἐκάθητο κάποιος σένιος θεῖος ποὺ εἶχε στὰ χέρια του δελτία στοιχήματος. Καὶ χωρὶς νὰ πάρῃ τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ Τόρκουεϊ – Λὶντς ἠκούσθη νὰ λέῃ:

«Ὥστε αὐτὸς εἶνε ὁ μαγκάκος;»

Αὐτὸς ἤμουν, γιὰ μένα ῥωτοῦσε μὰ οἱ διακομιστές μου εἶχαν γίνει καπνός κι οὐδεὶς τοῦ ἀπήντησε.

Τέλος πάντων, ἀνέλαβα ἐγὼ ἀπαντήσεις, παρακλήσεις, ἱκεσίες καὶ γρήγορα κατάλαβε (τί καλὸς ὁ μαστρο Γιάννης!) ὅτι εἶχα τὸ ἀκαταλόγιστο, (μὲ) πίστεψε ὅτι οὐδὲν τὸ πονηρὰ τρακαδόρικο καὶ μάλιστα ἡ συμπάθειά του (πονευθεὶς ἀπὸ τὸ ἀνεργιλίκι μου) ἔγινε τόση, ποὺ μοῦ προσέφερε δουλειά, ὢ ναί!

Δουλειὰ στὸ μαγαζί του, ναί.

Γενικῶν καθηκόντων· ἀπὸ δοκιμαστὴς κοριτσιῶν μέχρι ἐπιστάτης καθαριότητος κι ἀπὸ κόφτης εἰσιτηρίων στὸ γκισέ, κρεμμυδοκουβαλητής.

Ὅμορφα, μὲ μισθουλάκι λίαν καλλιεπὲς ἀπέχον μάλιστα παρασάγγας ἐκεινοῦ τοῦ κολοβοῦ τε καὶ μιζέρου στὴν τράπεζα. Μὲ τὰ τυχερά μου βεβαίως, καθ’ὅσον ἀρχίνεψα καὶ γνώριζα κόσμο καὶ κοινωνικοποιούμην σὲ βαθμὸ τέτοιο ποὺ νὰ μπορῶ νὰ κυττῶ κοπέλα εὐθέως στὰ μάτια χωρὶς νὰ χρειάζῃται ἁλκοὸλ ἀπὸ τὰ πρίν. Μοῦ μάθαινε τὰ δέοντα κόλπα γιὰ μιὰν ἀκαταμάχητη μασκουλίνια στάση – φυσιογνωμικὴ ἀλλὰ καὶ ἐκ βαθέων ἐσωτερικὴ – ἡ Μαρία Αἰγυπτία σὲ νύκτες ἀναδουλειᾶς. Κερνᾷ τὸ μαγαζὶ γλυκιέ μου ἔλεγε καὶ πιάνοντάς με ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ ἔσουρνε στὴν ἀποθήκη ἔνθα καβατζωνόμαστε καὶ πάνω στὰ ἐξαφίαλα κιβώτια μὲ μάθαινε τόσα ποὺ συσσωρευώμενα μὲ ἔφτιαχναν μούρλια ἀρσενικό, τόσο ὥστε θὰ ψάρωναν ἐνώπιόν με, μπραρουτοκαπνισμένοι ἥρωες φιλμῶνε νουάρ.

Θἄτανε ἐκείνη τὴν νύκτα ποὺ ἡ Μαρία Αἰγυπτία μοῦ ἀπένειμε τὸν κότινο τῆς τεστοστερόνης, δὲν ἔχεις ἀνάγκη πιὰ τίποτε ἄλλο, κοῦκλε, σὲ παραδίδω στὴν κοινωνία, πλήρης ἐπάρσεως γιὰ τὸ ἐπίτευγμά μου! Πωπώ, χαρᾶς εὐαγγέλια ὅλα τοῦτα, εἶχα χεστῇ ἀπὸ τὴν ἱκανοποίησή μου, θὰ ἄνοιγα καὶ σαμπάνια μάλιστα μὰ καθόμασταν σὲ κάτι ταπεινὰ κόκκινα κρασιά! Τί ἄλλο ἤθελα πιά; Πλὴν τῆς τελειοποιημένης ἐντρυφήσεως στὰ ἀφροδίσια, ἡ Μαρία Αἰγυπτία μὲ εἶχε εἰσαγάγει καὶ στὴν μαρξικὴ ὁρολογία μὲ ὅλα τοῦτα τὰ ποιοτικῆς ἀνέλιξης κατόπιν συνεχῶν ποσοτικῶν σωρεύσεων! Τί ἄλλο ἤθελα πιά; Ἕνα φιλὶ ἔτσι στὸ ξενέρωτο; Μοῦ ἔδωκε ἕνα τέτοιο, ποῦρα μητρικὸ καὶ μὲ ἔστειλε στὸ καλό. (Αὐτὴ παρέμεινε γιὰ ἐντατικὰ στὸν Ὀμάρ, συνάδελφο ἐπὶ τῆς καθαριότητος).

Μὲ ὕφος βετεράνου πρωταγωνιστοῦ ταινιῶν δι’ἐνηλίκους μπασταρδεμένο μὲ μορφασμοὺς ψωνισμένου πὸπ στάρ, γύρισα στὴν δουλειά μου, στὸ πόστο μου μᾶλλον, στὸ μπὰρ δηλαδή. Γύρισα δὶς πέριξ τοῦ ἄξονός μου καὶ ἔκοψα ἀνθρωπογεωγραφία τῶν θαμώνων. Σκότη. Στράφηκα καὶ στὴν γωνιά, στὸ ὑπερυψωμένο θεωρεῖο ἔνθα ὁ Ῥαμίζ. Γοργὰ τὰ βήματά μου πρὸς τὰ ’κεῖ, φύγε Ῥαμίζ. Ἔφυγε ὁ Ῥαμὶζ καὶ κάθησα γὼ στὰ ντέκς. Κύλησα πλουτωνικῶς ἕνα κομβίο καὶ σίγησαν ἀπότομα τὰ γοῦφερ. Νεκρικὴ παντοῦ ἡ σιγή, ἀκούγονταν μόνον οἱ τραχειὲς ἀνάσες ξαναμμένων νηστικῶν σερνικῶν καθὼς γοήτευαν ἐπαγγελματίες τοῦ ἔρωτος· ἂν πρόσεχες λίγο ἀκόμα μπορεῖ καὶ νὰ ἄκουγες τὴν πίεση στὶς ἵνες τῶν βαμβακερῶν ἐσωρούχων ἀπὸ ξεχασάντων τὸ ἄθλημα φαλλούς. Σιγὴ καὶ βλέμματα πάνω μου. Πάνω στὰ σφυρίγματα τοῦ ὄχλου, σήκωσα τὸν δεξιό μου δείκτη, τὸν ἔτεινα στὸν Πάβελ, ὑπεύθυνο φωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν κατάλαβε καὶ πολλὰ ἀλλὰ τὸ πέτυχε ὁ τσάκαλος. Ἔκλεισε τὰ φῶτα καὶ στὸ στριγγλιστικό μου ἅιντε, τὰ ἄνοιξε ἀπότομα, ἐκπληκτικὰ ταυτόχρονα μὲ μιὰ ἐκκωφαντικὴ ἔναρξη ἑνὸς μπίτ. Ὅλοι στὴν πίστα, κυττοῦσαν ἀκίνητοι περίεργα, μὲ κυττοῦσαν περίεργα καθὼς ἄλλαζα τόσο ῥηξικέλευθα τὸ ῥεπερτόριο ἑνὸς καταστημάτου τῆς Τροῦμπας. Μπορεῖ καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ δυὸ μυστακοφόροι ἐκ Παλαιᾶς Κοκκινιᾶς, φορτηγατζῆδες, νὰ μοῦ πετάγανε βάλε πάλι Περπινιάδη ῥὲ χάλια ἀλλὰ μιὰ Καρυάτιδα, μιὰ Καρυάτις ἔνσαρκη, καλοκρεατωμένη στὰ δέοντα σημεῖα, ψηλοπυγάτη, πυρόξανθη μὲ μιὰ λινὴ φούστα νὰ καλύπτῃ ἀναδεικνύοντας ὅλα τὰ ἄλλοθι στρεητισμοῦ, μὲ μουλωχτό, σιγανὸ καὶ ὅσο μοῦ ἐπέτρεπε τὸ ἡμίφως νὰ δῶ, ἐπιτηδευμένα συνεσταλμένο βῆμα προσέγγισε λικνιζομένη, τὸ οὕτως εἰπεῖν, κέντρο τοῦ χώρου. Ὅλοι οἱ ὑποψήφιοι ἀγορασταὶ αἰσθανόμενοι ἕνα κῦμα μουγκρητοῦ στὴν φλέβα τοῦ ὀργάνου των, στάθηκαν ἀκίνητοι καὶ ἔφτιαξαν μᾶλλον ἀσυναίσθητα, ἕναν κύκλο γύρω της, παρακολουθοῦντες λιγωμένοι. Ἡ κόρη μὲ τὰ χέρια πότε στὴν ἔκταση, πότε στὴν διάταση ἀκολουθοῦσε τὶς προσταγές, τὰ γυρίσματα καὶ τοὺς ῥαχιαίους τῶν ἠχείων, χορεύοντας τόσο αἰσθησιακὰ ποὺ ἔκανε τοὺς κάθε ἄλλο ἀπὸ ἄβγαλτους, συναδέλφους μου νὰ στρέφουν ἀλλαχοῦ τὸ βλέμμα, κοκκινίζοντας καθὼς οἱ προβολεῖς τοῦ Πάβελ τοὺς μαρτυροῦσε. Γώ, χύσας πρὸ ἐννέα λεπτῶν, δὲν εἶχα τόσο ἔντονα συνδεδεμένη τὴν εἰκόνα της μὲ τὸ ὑπογάστριό μου· τὴν κυττοῦσα ἁπλῶς, ἐντυπωσιασμένος φυσικὰ ἀπὸ τὶς κορδέλες της. Καὶ τὸ λινὸ φουστανάκι της. Ὅπερ, ἔστω στὰ σκοτάδια, φαινόταν νὰ καλύπτῃ δυὸ ἀμαζόνια καὶ τὸ δίχως ἄλλο, γνωρίζοντα πάμπολλα, ὀπίσθια.

Τὸ ἅσμα εἶχε μπόλικα δεύτερα γιὰ νὰ τελειώσῃ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς θαμῶνες κι ἴσως καὶ τὸν Πάβελ ὁ ὁποῖος ἔπαιζε τζιβιτζιλιάρικα μὲ τὸν προβολέα καὶ τὸ γενέθλιο λίκνο τῶν σκελῶν τῆς κοπέλας. Κι ὅταν λυτρωτικὰ ἔστειλε τὸ φῶς, ἴδιο μὲ ἐκεῖνο τὸ περιστεράτο στὸν Ἱορδάνη πρὸ κάμποσων αἰώνων, στὸ πρόσωπό της - ἡ Γιάννα! Γουρλώθηκαν τὰ μάτια μου, ἐξητμίσθη πᾶσα χαυνωμένη σαρκικὴ διάθεση καὶ κόλλησα σ’αὐτήν. Ἡ ὁποία Γιάννα, μὲ μέτωπο πρὸς τὰ μένα, ἐξακολουθοῦσα τὸν χορὸ στὸν ἴδιο κολασμένο ῥυθμό, μὲ κυττοῦσε καὶ χαμογελοῦσε, χαμόγελο μὲ πλεῖστες σημασίες· ὅσες κι οἱ ἐτικέτες μπύρας στὸ ψυγεῖο τοῦ Μοχάμεντ.

Κυττοῦσα παντοῦ ψάχνοντας παντοῦ νὰ εὕρω τὸν Ῥαμὶζ νὰ τοῦ δώσω τὴν σκυτάλη μὰ πουθενά, μωρὲ λὲς νὰ εἶχε τελειώσει ὁ Ὀμάρ; Ἔπρεπε νὰ τὸν βρῶ λέμε γιὰ νὰ κατέβαινα καὶ νὰ χόρευα τὴν Γιάννα, ἔτοιμος ἤμανε νὰ ἀφήσω ἔκθετα τὰ ντὲκς ἀλλὰ ἐκεῖ πέρα, ὥρα μία καὶ τέταρτο ἦταν ὁ μαστρο Γιάννης ὁ ὁποῖος ἀκούσας τὰ ἀλλότροια τῶν συνήθων, βγῆκε νὰ δῇ τί καὶ πῶς. Φαινόταν· ἔσμιξε τὰ χείλη κι ἔκλεισε τὸ μάτι, σωραῖος μοῦ ἔκανε, χαμογέλασα κι ἐγὼ ποῦ εἶνε ὁ Ῥαμίζ;  Ἀγωνία καὶ ἵδρως, σὰν νὰ κατουριόμουν κιόλας – πουθενὰ ὁ Ῥαμίζ. Ὅλο τοῦτο ὡστόσο δὲν πῆγε στράφι. Ἡ Γιάννα, βλέποντας νὰ μὴν τὴν κυττῶ, νομίσασα ὅτι ἀλλαχοῦ ἡ προσοχή μου, γιὰ νὰ μοῦ τὴν νεμηθῇ ἐκ νέου, ἐντατικοποιοῦσε τὶς βόλτες της, αὐξάνοντας τὶς μοῖρες τῆς κλίσεως τοῦ σωμάτου της κάνοντας μάλιστα τρεῖς πελάτας νὰ σπεύσουν στὸ ἀποχωρητήριο ἵνα ῥίξουν λίγο νερὸ στὸ πρόσωπό των – ἅπαντες πάντως, ἐπαναδιέτασαν τὴν θέσιν τῶν γεννητικῶν των ὀργάνων στὸ παντελόνι τους.  

«Γιάννα;»
«Τί κάνεις καλέ μου;»
«Ἐσύ; Ἐδῶ;»
«Ἡ κρίσις χρυσέ μου, ἡ κρίσις! Συμπληρώνω τὸ εἰσόδημα, ἐκκρεμεῖ γὰρ ἕνα δάνειο τί νὰ σοῦ λέω...»
«Ἐσύ; Ποῦ χάθηκες, ἀλητάκο;»

Ἡ Γιάννα! Ναί, εἶχα βρεῖ τὸν Ῥαμίζ, ὅστις εἶχε ἐπαναφέρει τὸ ἀμανετζίδικο ῥεπερτόριο ὅπερ εἶχε ἐπαναφέρει τὸν κόσμο σὲ πιὸ κόσμια συμπεριφορά, διότι ἡ Γιάννα πλέον ἦταν μαζύ μου ὁμοτράπεζη κάπου ἀπόμερα – καὶ τί σαϊτικὰ βλέμματα εἰσέπραττα ἀπὸ ὅλους!

«Στὴν ὑγιειά σου!»
«Ποῦ χάθηκες, τσόγλανε;»
«…»
«Οὔτε γειὰ δὲν εἶπες τότες ποὺ ἔφυγες!»
«…»
«Καὶ ἐντάξει στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ σὲ μένα;»
«…»
«Στὴν ὑγιειά σου!»
«Στὴν ὑγιειά μας!»

Ἡ Γιάννα! Ἡ κρίσις. Δὲν τοὺς εἶχε διώξει ὅλους ἐκ τῆς τραπέζης μὰ εἶχε νανέψει τὸν μισθό τους καὶ πῶς θὰ τὰ ἔβγαζαν πέρα μὰ καὶ πῶς θὰ τὰ ἔβαζαν πάλι ἐδῶ; Καὶ μὲ ἕνα βιογραφικὸ ποὺ ἀρχίναγε ἀπὸ διάφανα παντελονάκια καὶ συστάσεις διαθέσιμες ποὺ τέλευαν σὲ κολοβὰ καχεκτικὰ ἐσώρουχα, ἡ ἄφιξίς της στὴν ὁμόρρυθμον τοῦ μαστρο Γιάννη ἦταν μιὰ νομοτελειακὴ κατάληξις. Καὶ γιὰ μένα κατάληξις. Μὲ μπόλικα ἐφόδια ἀπὸ τὴν μεγάλη τῆς Μαρίας Αἰγυπτίας σχολὴ φάνταζα σχεδὸν ὁ ἰδανικὸς ἀνήρ. Οἱ ὧρες ποὺ τρώγαμε ὁμοῦ στὸ μαγαζὶ μᾶς ζύμωσαν καὶ μᾶς ἔκαναν νὰ ἀποζητήσουμε περαιτέρω ζύμωσιν σὲ κάποια πιὸ ἔξω. Ταιριάξαμε καὶ σὲ αὐτά, καθ’ ὅσον ὁμοειδῆ γοῦστα στὰ φαγιά, στὰ περὶ τέχνης, στὰ ἀθλητικά. Κάτι βόλτες σὲ ἀλσύλια μὰ καὶ παραλίες, ὅπου παραβγαίναμε σὲ τρέξιμο καὶ σκάγαμε στὸ γέλιο ὅταν ὁ μὲν προλάβαινε τὸν δὲ ἦταν τὸ τελειωτικό. Κι ὅταν μάθαμε ὅτι ὑπανδρεμένοι ὑπαλλῆλοι τσιμπᾶνε ἕνα ἐπιδοματάκι, εἴπομεν νὰ τὸ προχωρήσουμε. Κατ’ἀρχὰς δὲν τὸ κατάλαβα, κατόπιν μὲ εἶπε ὅτι μποροῦμε οἱ δυό μας, μεταξύ μας νὰ τὸ κάνουμε. Καὶ ἔσπευσα νὰ τὸ πῶ, ζητώντας μάλιστα καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ μαστρο Γιάννη.

Εἶχα ἐπ’ὤμου ὅλα τὰ δέοντα δικαιολογητικά, χαρτιὰ ἀπὸ μητροπόλεις, γνωματεύσεις ἰατρῶν, ἔντυπα ἀπὸ κοινωνικὲς ἀσφαλίσεις ὅταν πῆγα στὸ ἀφεντικό. Ἦταν, ὡς εἴθισται, πάνω ἀπὸ ἔνα δελτίον στοιχήματος ὅταν μπούκαρα στὸ γραφεῖο του.

«Τί ἔμαθα, μικρέ; Τ’ἀπεφάσισες; Ποῦ πᾷς ὠρέ! Ῥώτα κι ἐμᾶς πρῶτα!»
«Εἶσαι παντρεμένος μαστρο Γιάννη; Δὲν τὸ ἤξερα!»
«Ἤμανε! Κάποτε... Ἀλλὰ τὸ γεύτηκα καὶ ξεύρω!»

Ἄφησε παράμερα τὸ δελτίον τοῦ στοιχημάτου καὶ πῆρε τὰ χαρτιά μου μπροστά του.

Διεκπεραιωτικὰ τὰ ἔβλεπε.

Τὰ διάβαζε πετάδην.

Μέχρι ποὺ σκάλωσε κάπου. Καὶ μὲ κύτταξε. Καὶ μὲ ῥώτησε:

«Ἀπὸ ποῦ εἶσαι εἴπαμε;»
«Ἀπὸ τὸν Γερολιμένα τῆς Μάνης. Ἡ μάνα μου.»
«Ὁ πατέρας;»
«…»
«Ἄ! Συγγνώμη… Γερολιμένας; Γερολιμένας. Νταβατζάκου; Νταβατζάκου. Τοῦ Λαυρέντη; Τοῦ Λαυρέντη. Γεννηθεῖσα τῷ 1937; Γεννηθεῖσα τῷ 1937. 1937!»

Μόνος του ῥωτοῦσε, μόνος τοῦ ἀπαντοῦσε, μόνος του διεπίστωνε. Δὲν ἦταν λογικὸ ἀλλὰ φαινόταν νὰ τοῦ εἶναι κοπιώδης ἡ διαδικασία. Τόσο ὥστε νὰ γεμίσῃ τὸ ποτήρι του καὶ νὰ μὴν προτείνῃ καὶ σὲ μένα ὁ ἀνέκαθεν γαλαντόμος μαστρο Γιάννης.

Τραβώντας τιτάνια τζούρα, σηκώθηκε ξαφνικά, ἔριξε μάλιστα τὴν καρέκλα χάμω, ἔτσι ἀπότομα ποὺ ἠγέρθη. Ἔφερε μιὰ ἡμιγυροβολιὰ τοῦ γραφείου. Μὲ προσέγγισε. Ἀπίθωσε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου. Τοὺς ἔσφιξε. Μὲ σήκωσε.

Ἤμουν μπροστά του. Ἄκουα βέλβα παρέα μὲ οἰνόπνευμα καὶ ὀλίγον ἀπὸ καπνό. Φφφφφφ καὶ πῶς τὰ βαριόμανε τὰ συγχαρίκια! Κι αὐτός… Καίτοι δὲν ἐνθουσιάστηκε στὴν ἀρχή, συγχαρίκια ἐπίσημα μάλιστα, τώρα!

«Γυιέ μου!»
«Ὁρίστε;»
«Γυιέ μου λέω!»
«Ἔ;»
«Ἐγὼ εἶμαι! Ὁ πατέρας σου!»
«Μά…»
«Ὢ ναί! Ἐγὼ εἶμαι!»
«Μά…»
«Φίλα με!»
«Μὰ ἡ μαμά μου μοῦ ἔχει πεῖ…»

Ὁ μαστρο Γιάννης ἐν ὅλαις ταῖς λεπτομερεῖαις μοῦ ἀφηγήθη ὅλο τὸ στόρυ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ στοιχημάτιζες πρωτιὰ σὲ διαγωνισμοὺς σεναρίων, ἀλλὰ ἡ ἀληθινάδα του σὲ ἔκανε νὰ μὴν τὸ ἐχθρεύεσαι. Ἤμουν λέει τὸ προϊὸν ἑνὸς κατηραμένου ἔρωτος· πολιτικὰ γινάτια δὲν ἐπέτρεψαν συμπεθεριάσματα σὲ καιροὺς χαλεπούς. Γνώριζαν τὸ ἀδύνατον τῆς κολλεγιᾶς κι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μου, συνειδητοποιημένοι ἀμφότεροι γιὰ τὸ ἀδύνατον, ἄλλωστε αὐτοὶ ἦσαν οἱ φανατικοὶ τῆς ὑπόθεσης, οἱ γέροι τους ἀπολιτίκ, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ζοῦσαν τέλος πάντων. Μὰ κάποιο, λέει, βράδυ (ἂχ αὐτὰ τὰ βράδια!) στὰ ὤπα καὶ τὰ γιάλα ἑνὸς γλεντιοῦ σὲ ἕνα μακρύ, λέει, τραπέζι στὴν κοινὴ αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ τους, ἔγινε, λέει, τὸ κακό. Κάμποσα μιλιγκρὰμ ἁλκοὸλ περισσότερα τοῦ δέοντος, γιὰ τὴν μάνα μου, καὶ μιὰ βραδυτὴς κατὰ τὴν ἐμπράγματη ἐφαρμογὴ τοῦ διαιωνιστικοῦ ἐνστίκτου ἀπὸ τὸν πατέρα μου, συνέλαβαν τὸν ἐμένα. Τὰ περὶ ἀμερικανοῦ ναύτου ἦσαν πίπες τῆς μάνας σου, ἄλλωστε μὲ μιὰ πίπα δὲν πιάνει παιδί, τάδε ἐπακριβῶς ἔφη ὁ μαστρο Γιάννης ἄρτι ἀφιχθεὶς κι ὡς πατὴρ ὁ ἐμός. Γιὰ κύττα ῥέ, ὁ μαστρο Γιάννης μπαμπάς μου! Κι ἔτσι, βρέθηκα, πλὴν γαμβρὸς ἐπὶ τῆς κλίμακος τῆς ἐκκλησίας, νὰ ἔχω νὰ μεριμνήσω καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμα ἄτομο στὸ γαμησιάτικο γλέντι (καθ’ὅτι γάμος ἐν στενῷ κύκλῳ, δὲν εἴχαμε προνοήσει τὸν ἀφεντικὸ). Βρέθηκα, πλὴν γαμβρός, καὶ ἄρτι ἀνακαλύψας τὸν ἔκπαλε χαθέντα πατέρα! Διετέλων ἐν συγχύσει καθὼς ἕσχον τὸν μαστρο Γιάννη μπαμπά μου ἐνώπιόν μου, ἕναν μαστρο Γιάννη μὲ ὑγρὲς παρειές, κλίση ματιῶν ὅλως μελὸ καὶ κλαψουρίσματα ἀναζητήσεις ἐρυθροῦ σταυροῦ. Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, πῶς νὰ (τοῦ) φερθῶ, τὰ χέρια μου ἕωλα, σχεδὸν ἀμέα, λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὰ πήγαινα θωπευιστὶ στὴν φαλάκρα του καὶ κλάψε νὰ ξεθυμάνῃς μαζὺ μὲ πρόθυμο ὦμο ἀλλὰ ὅλα τοῦτα...

Ὅλα τοῦτα μοῦ θύμισαν σκέφτομαι καὶ γράφω, πῶς πέρασα τὸ σαββατοκύριακο στὴν ἐξοχή καὶ ἐκτὸς ἀπὸ μιὰν φυλλοκάρδια ἀνατριχίλα, μιὰ ὀξεία παραίτηση μὲ κυρίευσε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ὅλα τοῦτα. Μιὰ μεγάλη εὐθύνη μοῦ βάρυνε τὸν εὐτυχῶς ἔτι ἄνεργο ὦμο μου καὶ αἰσθάνθηκα πρὸς στιγμὴν μιὰ ἀνεκλάλητη ἐπιθυμία νὰ παρατήσω τὸν μαστρο Γιάννη καὶ τὶς δύο ἰδιότητές μου ἔναντί του, νὰ ἐξαφανιστῶ ὣς κι ἀπὸ τὴν Γιάννα καὶ νὰ φύγω. Ἐν τούτοις, τὸ δέον τῆς κουμπαριᾶς μὲ τὴν Μαρία Αἰγυπτία μὲ ἀπέτρεψε ἀπὸ τὸ ἀπονενοημένο αὐτὸ διάβημα ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀπρόσμενη ἐξέλιξη, ἐλαφρῶς προσοδοφόρος…  

Τὸ ὑπουργεῖο Προεδρίας σᾶς παρακαλεῖ ἅμα τῷ περατώσει τῆς ἀναγνώσεως νὰ μὴν πετάξετε τὸ ἀνὰ χείρας φυλλάδιον. Παρακαλοῦμε, δώσατε τὴν εὐκαιρία καὶ σὲ ἄλλον συμπατριώτη μας νὰ τὸ διαβάσῃ κι ἀντιληφθῇ πὼς ἡ κρίση γεννᾷ πάντα εὐκαιρίες.



2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger xylokopos είπε...

Νταβατζάκος από Γερολιμένα,

αχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαααα!

5/9/12, 4:47 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

:-) :-) :-) :-)

εἶναι κάτι ποὺ ἔκλεψα ἀπὸ τὸν Ἀλφόνσο.

Λέγαμε κάτι γιὰ πειραιῶτες μανιάτες καὶ κατέβαζε:

ὁ Νταβατζάκος, ὁ Σκοτωμενάκος, ὁ Περιστροφάκος κλπ κλπ.

χαχαχαχα!

5/9/12, 7:21 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats