Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012

ἀλληλεγγύη

Χμμμμ...

Χμ...

Καὶ ξανὰ χμ...

Ὄχι.

Ὄχι στὸ σπίτι.

Γιὰ νὰ μοῦ φούντωναν πάλι τὰ τόσα πάθια;

Ἄλλαξα διαταγὴ κινήσεως καὶ φορτωθεὶς μπόλικα παραπάνω χιλιόμετρα, πετάχθην ὀλίγον ἔξωθεν τοῦ ἄστεος.

Σὲ ἕνα ξοχικό.

Ἦταν ἤδη βράδυ γιὰ ἐπισκέψεις μὰ δὲν ὑπάρχουν ντροπὲς μὲ τὸν Λαέρτη, τυπικότητες καὶ τὰ ῥέστα ἤτοι πάλι μὲ ἄδεια χέρια ἦρθες ῥὲ γιοῦφτο;

Ἡ πόρτα φυσικὰ μὲ ἀνοικτὰ τὰ πόδια σὲ κάθε περαστικοῦ τὴν βούληση μὰ τί νὰ τσακώσῃς παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος;

Δὲν σκούπισα τὰ πόδια μου, βοηθοῦσε καὶ ἡ ἀνυπαρξία χαλακίου φυσικά, οὔτε χτύπησα κάποιο (οὐ πόσοι ἀλλὰ ποῦ) κουδούνι. Μπῆκα.

Καθόταν στὸ ἂς ποῦμε σαλόνι, ἐπὶ τοῦ τζακιοῦ.

Χωρὶς φῶτα, μόνον μιὰ δυνατὴ φωτιὰ ξεσκοτείνιαζε τὸν χῶρο.

Πλησίασα. Μπορεῖ καὶ νὰ ἔβηξα τροχιοδεικτικῶς.

Οὔτε μοίρα δὲν κίνησε τὸ κεφάλι του.

Μὲ τὸ ἕνα χέρι γέμιζε τὸ ποτήρι μὲ ἀψέντι βιολογικῆς καλλιεργείας, στὸ ἄλλο εἶχε τὴν μασιὰ καὶ χαμούρευε τὰ πύρκαυλα κούτσουρα.

Τὸν χαιρέτησα.

Κι ἀντιχαιρέτησε μὲ ἕνα ἔχει ποτήρι στὸν νεροχύτη.

Μὲ κέρασε.

Μὰ πράμμα δὲν μοῦ εἶπε, τὸ βλέμμα σταθερὰ στὴν φλόγα κεῖ.

- Τί ἔχεις Λαερτάκο μου κι εἶναι βαρὺ τὸ δείλι;
Κι οὔτε ματιὰ δὲν μοῦ ’ριξες, θλιμμένο σου τὸ χείλι!
Σὲ ἀπόσταση μὲ διατηρεῖς, κοντὰ στὸ ἕνα μίλι!
Ὁμίλει μου, τί σὲ βαρυγκομᾷ, γιὰ θὲς κἄνα σταφύλι;

- Δὲν εἶναι ὁ καιρὸς τοῦ σταφυλιοῦ, ἀνίδεε φιλάρα
Μὰ τοῦ τεμπέλη τὰ φυτὰ στοῦ κήπου τὴν αὐλάρα
Μαρούλι, λάχανο, πρασὶ καὶ φυσικὰ καρότο
Νὰ σοῦ τὰ φτιάξ’ σαλατικὸ οὐάου γαμάτο πρῶτο!

- Ἐντάξει βάλε μου βαθμὸ ῥεζίλικο μικρούλι
δὲν μοῦ ἀξίζει ἔπαινος μὰ μόνο καραούλι
ἀπολογίας ξέσπασμα σοῦ στέλνω στὰ σταράτα
Τὸν πόνο σ’ τώρα νὰ μοῦ πῇς καὶ ἄσε μου τὰ σάπια!


Φάνηκε νὰ πείθεται ἀπὸ τὶς ἐκλάμψεις τῆς ῥίμας καὶ στράφηκε πάνω μου. Τράβηξε τὴν ἐσχάτη τοῦ ποτοῦ τζούρα καὶ σηκώθηκε. Τὸν ἠκολούθησα.

Βγήκαμε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ προχωρήσαμε στὴν αὐλή.

Κατευθυνθήκαμε σὲ κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ θερμοκήπιο. Ἐν τάξει ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθείς.

Μέσα ἐκεῖ λοιπόν, οὔυυυυυυ, μπόλικα φυτὰ πάρα πολλὰ λέμε, τί νὰ σᾶς περιγράφω τώρα, δὲν τὰ ἤξερα.

Μόνο κάτι λαχανικὰ γνώριζα σὲ μιὰν ἄκρη, μαρούλια ἦταν θαρρῶ καὶ ἐκεῖ στάθηκε ὁ Λαέρτης.

Ἐκεῖ στάθηκε καὶ ἔβγαλε ἕναν ἀναστεναγμὸ ποὺ ἔσβησε τὴν Μεγάλη Ἄρκτο.

- Τί ἔχεις Λαερτάκο μου κι εἶναι βαρὺ τὸ δείλι;
Μήπως ὁ κάματος βαρὺς τῆς πρ
- Ὦ σταμάτα τὶς πίπες τώρα μὲ τὰ ποιήματα! Ὄρεξη ποὺ τὴν ἔχεις! Κύττα!


Καὶ μοῦ ἔδειξε!

Βασικὰ ἤθελα νὰ τοῦ κάνω τσαμπουκά, νὰ τοῦ τραβήξω λίγο τὰ πέτα ποὺ μοῦ ὡμίλησε τοιουτοτρόπως ἀλλὰ ἄνευ ὑπερβολῆς ἦταν στὰ ὄρια μιᾶς κατατονικῆς κατάθλιψης καὶ δὲν ἔλεγε μαγκιά.

Καὶ κύτταξα.

Ἐκεῖ κάτω, μερικὰ μαρουλάκια, σὲ καλὴ ἀνάπτυξη ἤντουσταν, φαινοντουστάνε ἐπίσης δυνατά, ἔχοντα μπόλικη ἰσχὺ μέσα τους μὰ τὰ ἀπόξω φύλλα τους κάτι λεκέδες μαύρους διέθετον. Λὲς καὶ μόλις εἶχαν φάει κρουασὰν σοκολάτα (ἢ μήπως καμιὰ βάφλα;) καὶ ἀδηφάγος λαιμαργία ἔστελνε στὸ παλτὸ ὀλίγον ἀπὸ γέμιση, τί νὰ πῶ;

Καθομαστάνε πάνω ἀπὸ τὰ μαρουλάκια λοιπὸν καὶ ψέλναμε μανιάτικα μοιρολόγια, ὄχι ἐγώ, ἐγὼ ἔχω ἀλλεργία στὴν Μάνη καὶ σὲ πληθυσμοὺς μπασταρδεμένους ἀπὸ αἷμα ῥομά, ἀλλὰ ὁ Λαέρτης.

Καλὰ τὶς πήγαινε τὶς ὁμοιοκαταληξίες ὁ κιαρατάς!

Κάποια βλογημένη στιγμή, στέρεψαν τὰ δάκρυα – τὰ ὁποῖα σημειωτέον ἔπιπταν στὰ μαρούλια (νὰ θυμηθῶ νὰ μὴν φάω ἀπὸ αὐτὰ ὅταν καὶ ἐφ’ ὅσον μὲ καλέσει – πωπὼ μαρούλια μπολιαζμένα ἀπὸ δάκρυα ὁροθετικοῦ πάσχοντος ἀπὸ τρίτου βαθμοῦ βλεννόροια, μπλιὰχ) καὶ ἐπιστρέψαμε στὴν βάση μας.

Τὰ κούτσουρα εἶχαν χάσει κάθε ὑγρὸ καὶ κάπνιζαν χαυνωμένα. Κυττοῦσαν τὸ ταβάνι καὶ ψέλλιζαν αἰώνιους ὅρκους πίστης.

Σταθήκαμε ὄρθιοι.

Ὀλίγον τελετουργικά.

Ἔφερε τὸ τσίπουρο καὶ πολὺ ἐπίσημα μοῦ σέρβιρε.

Πρῶτα σὲ ἐμένα.

Μετὰ σὲ αὐτόν.

- Ὑγίαινε Λαερτάκο!
- Ὑγίαινε Βαγγέλακα!
- Καὶ ταχεία ἀνάρρωση στὰ μαρουλάκια σου!
- Εἴθε!


Καὶ γκλούπ!

Μετὰ ἀπὸ δεκατέσσερα γκλοὺπ (μὲ κάτι ἄκυρες τσιγαροσυζητήσεις ἀνάμεσα) ἦταν ὥρα νὰ πάρω τὸν ποῦλο.

Σηκώθηκα μὲ κόπο ἀπὸ κάτου. Ὁ Λαέρτης εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ· χάμω πεσμένος, στὴν γιομάτη στάχτες τοῦ τζακιοῦ κουρελού, ῥοχάλιζε καὶ τοῦ τρέχαν τὰ σάλια. Ποιός νὰ ἤξερε τί ὄνειρο ἔβλεπε ὁ καημένος!

Μοῦ ἐγεννήθη μιὰ θερμοτάτη συμπάθεια ἔτσι ποὺ τὸν ἔβλεπα, βρώμικο ἄρρωστο ταλαιπωρημένο.

Καὶ καθὼς ἔφευγα, ξεχάσας κάθε βάσανο ποὺ μοῦ εἶχε γαμήσει τὴν ἡμέρα, ἀπεφάσισα νὰ τὸν βοηθήσω.

Γιὰ τὴν ἵαση τῶν μαρουλακίων ντέ!

Ἀνέβασα μάλιστα σὲ βίδεο τὰ ἀρρωστούλια του.

Καὶ ἔκτοτε, εἰδήμονες ψάχνω νὰ μὲ ποῦν διάγνωση.





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats