Πέμπτη, Αυγούστου 14, 2008

Μερίδιο στήν σκιά.

Μὲ τὴν Κλημεντίνη γνωριστήκαμε τὴν περίοδον τοῦ πανεπιστημίου. Δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς τὸ πότε – ἐξάλλου δὲν ἤμην ποτὲ ὁ τύπος ποὺ χάραζε ἡμερομηνίες σὲ παγκάκια ξεδιαντρόπων ἀλσυλίων – ἀλλὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων καταλή ἤρχισεν ἡ κολλεγιά, θαρρῶ. Σὲ μιὰ συνέλευση, στὸ ἀμφιθέατρο «Ἄγης Στίνας» καθόμην στὴν πλευρὰ τῶν παραθύρων, σὲ μιὰ μονὴ σειρὰ καθισμάτων τὴν ὁποίαν οὐδεὶς προετίμα, ἄγνωστον πουρκουά. Εἶδα τὴν Κλημεντίνη νὰ ἀφήνῃ τὸ προεδρεῖον καὶ νὰ μὲ πλησιάζῃ, μὲ βῆμα γοργό, σὰν νὰ κατηφόριζε βουκολικὰ κάποιο χωριάτικο μονοπατάκι. Κατ’ἀρχὰς νόμισα ὅτι ἐκτιμήσασα τὴν πολιτική μου ἄποψι, ἐρχόταν ἵνα μοῦ δώσῃ τὸν λόγο πρὸς τὴν διαφώτισιν τῶν συναδέλφων – συμφοιτητῶν. Εἶχα πέσει ἔξω (ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἴχαμε ἀλλάξει τὴν παραμικρὰ κουβέντα γιὰ νὰ γνωρίζῃ κάτι δικό μου) τὴν ἠνόχλει ὁ ἥλιος, ἡ ἀπότομος τακτοποίησις τῶν κουρτινῶν ῥάπισε τὴν εὐδιαθεσία μου. Ἀντὶ διαφωτίσεως, σκοταδισμὸς ἐπεκράτησε καὶ μάλιστα ἐντὸς αἰθούσης καταληψιασμένου πανεπιστημίου! Λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ συγγνώμη της ὥστε νὰ διέλθῃ τοῦ μέρους ἔνθα καθόμην καὶ ἤμην ἀραχτός, τὴν εἶδα νὰ σκαλώνῃ τὴν ματιά της λίγο στὸ θρανιάκι μου. Δὲν ἔδωσα σημασία, προφανῶς ἤθελε νὰ ἀποφύγῃ νὰ διασταυρωθῇ τὸ βλέμμα της μὲ τὸ δικό μου τὸ σαλιάρικο τὸ ὁποῖον προηγουμένως εἶχε εἰκονικῶς μοιρογνωμίσει τὶς ὀκάδες τοῦ θεόβαρου στήθους της τοῦ μὲ ἀνεξίτηλες ἐπιρροές.

Εἶχα λαθεύσει.

Μετὰ ἀπὸ τὸ πέρας τῆς συνελεύσεως, ὁπότε καὶ ἀπεφασίσθη βεβαίως ἡ συνέχισις τῆς καταλήψεως [ἥτις νομοτελειακῶς, θὰ ὡδήγει εἰς τὴν προλεταροποίησιν τῶν πρυτάνεων (τῆς Κλημεντίνης ἰδέα ἦταν τούτη ἡ προσθήκη στὰ πρακτικὰ ὡς κατακλεὶς)] κι ἀφοῦ ὡρκίσθημεν στὴν ἐπαναστατικὴ διάθεση τῆς κωλοτρυπίδας τοῦ Ἄρη Βελουχιώτη, διελύθημεν ἠσύχως. Στοὺς διαδρόμοι, ὡστόσο, ὑπῆρχε ἕνα σούσουρο, κυκλοφοροῦσε βλέπεις μιὰ ἰλλουστρασιὸν μπροσούρα μὲ τὴν φθινοπωρινὴ κολλεξιὸν μαρξιστικῆς γκαρνταρόμπας παρακαλῶ καὶ σύμπαν τὸ σοσιαλιστικὸ μελίσσι γύριζε πέριξ τοῦ ἀγωνιστικοῦ πρεταπορτέ.

Σὲ ἕνα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν, δὲν θὰ ἔδινα σημασία σὲ σκουντήγματα καὶ σπρωξιὲς ἀλλὰ ἕνα ἐξ αὐτῶν ἦτο λίαν ἐπίμονο ῥὲ γαμῶτο. Καὶ λίγο πρὶν τὸ σκούντηγμα γίνῃ βιαιοπραγία, γύρισα. Ἦταν ἡ Κλημεντίνη (χάδι ἦταν, χάδι!) ἡ ὁποία μὲ ἕνα ἀσθμαῖνον ἐπιτέλους μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ μανίκι. Ζήτησε νὰ τὴν ἀκολουθήσω, μ’ὡδηγοῦσε αὐτή, ἕνα παράξενο πρᾶμμα, δὲν χρειαζόταν νὰ σκουντήξῃ κανέναν γιὰ νὰ προχωρήσῃ ἀπρόσκοπτα σ’αὐτὸν τὸν γιομάτο κόσμο διάδρομο. Σταμάτησε σὲ μιὰν ἀπόμερη πόρτα, τὴν ἄνοιξε, μπῆκε καὶ δοκίμασε νὰ τὴν κλείσῃ, βλέποντάς με ὅμως νὰ στέκωμαι στὸ κατώφλι κοντοστάθηκε ἀποροῦσα. Ἦταν ἡ αἴθουσα τοῦ ΕΓ τῆς ΚΕ τῆς συντονιστικῆς ἐπιτροπῆς καταλήψεως τοῦ Φλωρακείου Πανεπιστήμιου (σὶκ) Ἀθήνας (σὶκ), τὸ ἄβατο τῶν ἀβάτων, τὸ πανθίερον μετερίζι τῶν ἀγώνων (γιὰ τὴν ἐκ τῶν ἔσω ὑπονόμευση τοῦ καθεστῶτος) χῶρος στὸν ὁποῖον ἐπετρέπετο πρόσβασις μόνον στοὺς μεμυημένους, τοὺς πρωτοπόρους τῆς μαρξιστικῆς – ἐπαναστατικῆς δράσεως! Κι ἐγώ, καλούμην νὰ εἰσέλθω εἰς αὐτὸ τὸ μέρος!

Δὲν εἶχε πατάκι ἀλλὰ κάπου ἔπρεπε νὰ σκουπίσω τὰ πόδια μου – τυχὸν εἴσοδος ἄνευ τῶν προβλεπομένων κινήσεων ἴσως καὶ νὰ μοῦ κολλοῦσε τὴν ῥετσινιὰ τοῦ ἀντεπαναστάτου! Καὶ κάτι τέτοιο σὲ ποιόν; Σὲ μένα;! Τὸν λυσσασμένο θεριστὴ τῶν ἀπανταχοῦ ὀπορτουνιστῶν, τὸν ἐπικεφαλὴς τῶν λοῦμπεν ἀκτιβιστῶν, τὸν ἀμοραλιστὴ προστάτη τῆς κοινωνικῆς διαπάλης;! Ζαμαί!

Τὸ ῥίσκαρα ὡστόσο καὶ εἰσῆλθον. Ἡ Κλημεντίνη ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ μοῦ πρότεινε νὰ καθίσω. Συστηθήκαμε, ἔμαθε δηλαδὴ τὸ δικό μου ὄνομα, ἦρθε κοντὰ καὶ κάθισε, ἔγειρε δηλαδὴ σὲ μιὰ παρακειμένη βιβλιοθήκη, ἦταν χάρμα (ὄχι ἡ βιβλιοθήκη) ὀφλαθμοῦ (ναί, τὸ γράφω μπερδεμένα διότι ἐκείνη τὴν στιγμὴ σὲ τέτοια κατάσταση ευρισκόμην· θυμάμαι καθαρά ότι είχα χάσει τήν μπάλα). Φοροῦσε ἕνα ὑποκάμισο “Μάο” σὲ χρῶμα ὅμοιο μὲ αὐτὸ κουράδας καλοταϊσμένου τε καὶ παχυσάρκου ἀστοῦ, χωρίς ἰδιαίτερη φόρμα, κάποιο κόψιμο, μιὰ πιέτα δηλαδή. Ἀπὸ κάτω, παντελόνι μᾶλλον μπέζ, δύο νούμερα μεγαλύτερο τοῦ κανονικοῦ, ἐμφανῶς ταλαιπωρημένο, καθαρό πάντως. Ναί, ἐνδυματολογικῶς ἦταν γιὰ κλάμματα ἀλλὰ ῥὲ γαμῶτο, είχε αυτό τὸ κάτι, διέθετε αὐτὸ τὸ ἔξτρα δηλαδής, τὸ εἶχε μωρέ, πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ περιγράψω; ΔΙΕΘΕΤΕ ΒΥΖΑΡΕΣ λέωωω! τί νὰ πρωτοπῶ, φῆμες (αἵτινες μέσα μου, πρῶτο ἐξαμήνοθεν, ἔπαιζαν ῥόλον πορνοταινίας) λέγαν ὅτι εἶχε ἀπορριφθῇ στὶς εἰσαγωγικὲς τῆς Στρατιωτικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Φροῦνζε λόγῳ γιγαντομαστίας. Ἦτο εὐδιάκριτον ναί, ἀκόμη καὶ μέσῳ ἑνὸς ἀπαισίου ὑποκαμίσου ἔστω τῆς τρέντυ φίρμας «intercommunautaire». Κι ἐγὼ καθόμην ἐκεῖ ἀπέναντί της, ὑπὸ ἑνὸς αὐστηροῦ πορτραίτου τοῦ Ντουρούντι προσπαθὼν νὰ συγκρατήσω χειμαρρῶδες κύμα ἐναλλακτικοῦ γουργουρίσματος γιὰ αὐτὴν τὴν ἀναπάντεχη μεσημβρινὴ ἐξέλιξη.

«“Περᾶστε ἀπὸ τὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα γιὰ μιὰ ὑπόθεσή σας”. Κάτι τέτοιο σκέφτεσαι καὶ γελᾷς; Ἔ, αὐτὰ δὲν συμβαίνουν ἀκόμα, ἔξω προσέτι ἐπικρατεῖ ἡ Ἀντίδρασις, ὄχι ὅμως γιὰ πολύ! Ὁσονούπω θά... Τέλος πάντων... Τί λέγαμε;»

Δὲν λέγαμε τίποτε, ἐγὼ ἐσωμονολογοῦσα, τὴν ἔβλεπα καὶ ἔλιωνα, δὲν εἶχε ξανακάτσει γὰρ περίπτωσις νὰ βρεθοῦμε τόσον ἐγγύς, μάλιστα ἦτο καὶ ποιοτικὴ ἡ ὑπέρβασις! Ποιοτικὴ διὸ πάντοτε τὴν ἀντίκρυζα ὡς ταπεινὸς ψηφοφόρος, κουκὶ καθισμένο στὴν πλατεία, ἄβουλος ἀκροατὴς καθὼς αὐτὴ ἰντελιγκετσιακῶς δονοῦσε τὰ πλήθη φωνάζοντας, προστάζοντας, καθοδηγώντας, ἀνακοινώντας καὶ (τοὐλάχιστον ἐμένα) καυλώνοντας (ἔστω ἐκ τοῦ μακρόθεν) ἀφοῦ τὸ στῆθος της (ἐσαεὶ ὀνείρωξίς μου) ἐπάλλετο μεγαλοπρεπῶς ὡς μεμβράνη τυμπάνου σὲ παρελάσεις στὴν ἐρυθρὰ κρεμλινικὴ πλατεία. Τώρα τὴν ἔσχον ἐνώπιόν μου κι αὐτὴ χαμογελοῦσε. Εἶχε ἀφήσει στὴν ἄκρη αὐτὸ τὸ σύνηθές της, τὸ ντεκαυλὲ ὕφος, τὸ γιομάτο νουθεσίες περὶ συνεποῦς μαρξιστικῆς στάσεως. Εἶχε μάλιστα σταυρώσει τὰ πόδια, τὰ χέρια καὶ εἶχε χαμόγελο ὄχι τὸ συνηθισμένο της σὰν δῆλα δη τὸ τῶν τοξοτῶν τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ ἀλλὰ σὰν τὸ τοῦ ἀγγελακίου (σὶκ) τοῦ Ῥαφαέλλο. Πῆρε ἕναν φάκελλο (κλειστὸ) καὶ μὲ πλησίασε.

Κάθησε δίπλα μου ἀλλὰ ἀνασηκώθηκε ἀπότομα, ἀπότομα κι ἠλεκτρισμένα. Ἡ κολώνια της – «ῥεβολουθιονάρε», τί ἄλλη; -στὰ ῥουθούνια μου ἀναδεύτηκε μὲ κάτι ἀπὸ ταραχὴ καθὼς τὴν ἠσθάνθην πλάι μου. Τέλος πάντων, ἐπανῆλθε κρατώντας δύο κοῦπες γιομάτες γάλα καρνέησον – μὲ παράσταση στὰ φλυτζάνια τὸν Μπελογιάννη νὰ μειδιᾷ στὸν παπαράτσι τῆς ἐποχῆς.

«Ὄχι ἀκριβῶς γκροτέσκο περιβάλλον τὸ ἐδῶ γύρω ἀλλὰ μιὰ προσομοίωσις τοῦ μέλλοντος τὸ ὁποῖον εἶναι κατακόκκινο, φίλε μου! Οἱ μοναρχοφασίστες in real life μ’αὐτὴν τὴν ἀνοχή, ἔχουν ὑπογράψει τὴν καταδίκη τους, λαδώνουν τὶς λαιμ»

Ἦταν φανερό, εἶχε πατηθῇ πάλι τὸ κουμπί της καὶ σόλαρε σὲ αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε νὰ νοιώθῃ τόσο περήφανη! Νὰ εἶναι ἐπικεφαλὴς σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ κομμούνα, νὰ (προσπαθῇ νὰ) ὑλοποιῇ τὴν ἱστορικὴ ἀποστολὴ τῆς ἐργατικῆς τάξεως καὶ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται.

«Γιατί μὲ φώναξες ἐδῶ, τί μὲ ἤθελες;»

Ἡ ἐρώτησίς μου τὴν συνέφερε μιὰ στάλα, ἀπεκδύθη μιᾶς φαιᾶς προλεταριακῆς ἐσάρπας καὶ προσεδαφίσθη.

«Πρίν, στὸ ἀμφιθέατρο, ὅταν πῆγα γιὰ τὶς κουρτίνες, πρὶν ντέ, στὴν συνέλευση ἐκεῖ ὅπου κάθε φορὰ δυναμικὰ θέτουμε τὰ θεμέλια τῆς ἐπαναστατικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῆς μάζας ὥστε νὰ τσακίσουμε κάθε στοιχεῖο, κάθε ἄτομο ποὺ θὰ σταθῇ ἐμπόδιο στὴν πραγμάτωση τῆς σοσιαλιστικῆς κοινωνίας ὅπως τὴν ὀνειρευόμ»

«Κλημεντίνη! Κάτι ἄλλο ξεκίνησες νὰ μοῦ λές... »

«Ἄχ! Συγγνώμη! Ἔχω ἀπορροφηθῇ πολύ. Μὴ μὲ συνερίζεσαι! Μᾶς πιέζουν κι ἀπὸ τὴν κόβα... Λοιπόοοον...»

Πωπώ, εἶχε πρόβλημα, πρόβλημα σοβαρὸ κι ἐγὼ εὐρισκόμην στὸ βεληνεκές της... Ναί, ε ἶ χ ε πρόβλημα ἀλλὰ εἶχε καὶ ΒΥΖΑΡΕΣ λέωωωωω συνεπῶς ἄξιζε ἕνα κάποιο ῥίσκο, σιγὰ τὸ πρᾶμμα στὴν τελικὴ νὰ’οὖμ’...

«Πρόσεξα λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ καθόσουν στὸ τραπεζάκι, νὰ’χῃς, μαζὺ μὲ ἕνα σημειωματάριο καὶ κάτι κλειδιά, ἕνα δισκάκι».

«Ναί. Δίσκος μὲ τὰ ἐπεισόδια τοῦ Νίλς...»

«...Χόλγκερσον! Εἶχε καὶ μιὰ ζωγραφιούλα ἀπ’ἔξω – ἔτσι μοῦ τράβηκε τὴν προσοχὴ – καβάλα στὴν Ἄκα! Δὲν μποροῦσα νὰ σοῦ μιλήσω ἐκείνη τὴν στιγμή, εἴχαμε βλέπεις σὲ ἐκκρεμότητα τὸ ζήτημα τῶν τεταρτοδιεθνιστῶν καὶ τάς ἐθνικιστικὰς παρεκκλίσεις των! Ἂν εἶναι δυνατόν! Τὸ διανοεῖσαι; Ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ αὐτοαποκαλοῦνται συνεχισταὶ τῆς λενιστικῆς παραδόσεως, ῥίχνουν νερὸ στὸν μύλο τοῦ πατριωτισμοῦ. Ἀλλὰ ἔχουσιν γνώσιν οἱ φύλακες. Οἱ ἄοκνοι ὑπερασπιστὲς τῆς προλ»

«Κλημεντίνη! Κλημεντίνη; Κλημεντίνηηηηη! Ναί, ἔχω τὸν Νίλς, τὰ ἐπεισόδιά του, ὅλα τὰ ἐπεισόδιά του.»

Δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ κάποιες ἐμμονές. Ἦταν σὲ παροξυσμό, εἶχε γείρει λίγο τὸν κορμό της ἀλλὰ τὸ πιὸ τρομακτικὸ ἦταν τὸ βλέμμα της. Θολό, στὸ κενό, ἀβλέφαρο, σὰν νὰ κυττοῦσε, νὰ ἀπελάμβανε αἱμάτινους χειμάρρους ἀπὸ σφαζόμενα καπιταλιστικὰ γυναικόπαιδα. Φαινόταν ἐξημμένη στὸν ἀνώτατο βαθμό, ἦταν ξεκάθαρο, οἱ θηλές της εἶχαν αὐθαδιάσει καὶ καμακώσει κάποια ὑποκάμισα σημεῖα δημιουργώντας πρόβλημα στὸν χῶρο. Στὴν αὐτιστικὴ κίνηση τοῦ κορμιοῦ της καθὼς ἐξετέλει φαντασιακῶς τὸ προλεταρικόν της καθῆκον ἐκτελώντας καπιταλιστὲς ὑπερήλικες, νόμιζα ὅτι οἱ ῥῶγες της θὰ μοῦ γαργαλήσουν τὴν πλάτη (κάθε ἔννοια χωροταξικῆς ἰσορροπίας μποροῦσε νὰ καταστρατηγήση ἕνα τέτοιο στῆθος!). Γαργαλητὸ ἀπὸ τὶς ῥῶγες της, μιὰ σπουδαία, μιὰ καταλυτικὴ τροχοπέδη στὸ νὰ ἀρχίσω νὰ τρέχω ἀφήνοντάς την πίσω νὰ ῥοβεσπεριάζῃ κατὰ βούλησιν...

«Ὅλα τὰ ἐπεισόδια; Ὅλα; Ἄχ! Ἔχω βαρεθῇ τὸ Μπόλεκ καὶ Λόλεκ, ἴσως ὁ Νὶλς νὰ ἀποτελέσῃ τήν μόνη μου παρασπονδία στὸ δωρικῶς τε καὶ σοσιαλιστικῶς ζῆν καὶ φέρεσθαι. Θὰ μοῦ τὸ δανείσης;»

Τῆς τὸ δάνεισα βεβαίως, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ ἀλλέως. Τὸ ἔδωσα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, μὲ τὴν εἰλικρινὴ συγκατάθεση νοὸς καὶ ἰμέρου (;;;). Ἡ Κλημεντίνη ἐκτιμήσασα τὴν ἀνιδιοτελή μου προσφορὰ μὲ προσεκάλεσε νὰ τὸ παρακολουθήσωμε ὁμοῦ. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ὅταν κατὰ τὶς μικρὲς ὦρες ἔδρασε ἕνα περίεργο βοτάνι ποὺ ἔριξα στὸ λικέρ της, ἔνοιωσα σὰν νὰ ἦταν ἡ πρώτη μου φορά, ἐξάλλου ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ καθ’ἣν συνήντησα ἕναν ταιριαστὸ συνδυασμὸ ποσότητος καὶ ποιότητος χωρὶς τὸ ἕνα νὰ λειτουργῇ εἰς βάρος τοῦ ἄλλου. Ἦταν ἡ ἀρχὴ μιᾶς ὡραίας φιλίας καὶ ὅ,τι ἄλλο κρύβεται σὲ συναντήσεις μὲ κόκκινο κραςὶ καὶ ὀστρακοειδὴ θαλασσινὰ μὲ ὁμοίου χρώματος σάλτσα.

Μείναμε ἀρκετὸ καιρὸ μαζύ, χρόνια δηλαδή, ἔ ὄχι καὶ πολλά, περάσαμε ὅμορφα, ἀκόμα καὶ τώρα θυμᾶμαι τὰ πάντα μὲ πολλὴ εὐχάριστη διάθεση κυρίως δὲ τὴν ἐπιδεξιότητά της τὶς καθαρὲς Δευτέρες μὲ τὸν χαρταετὸ καὶ τὸ χουλάντρισμα τῆς καλούμπας, τὴν ἄφθαστη πετυχεσιά της στὴν ἀναλογία μπέηκον μανιταριῶν σὲ ἕνα κάποιο σπαγγέτι καὶ τοὺς πρωτόγνωρους λαρυγγισμοὺς καὶ φωνές της ὅταν τῆς δάγκωνα τὶς θηλὲς (ἄχ! Τί θηλές!) ἐκφέροντας ταυτόχρονα – μὲ βραχνὴ φωνὴ - λίγες οἱ μέρες σας, τσανακογλεῖφτες τῆς μπουρζουαζίας! Εἴχαμε χωρίσει ἐπειδὴ νὺν καὶ ἀεὶ προέχει ἡ ἀφοσίωσις στὸν ἀγώνα καὶ τὸ ὅραμα γιὰ τὸ κόκκινο μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτή, ἔσπευσε ἐθελόντρια στὴν Κούβα ἵνα μαζεύῃ καπνὸ καὶ νὰ πατᾷ μοῦστο. Ὅταν γύρισε ἤμην ἥδη ἀρραβωνιασμένος. Καίτοι ἡ μνηστή μου ἦταν ἡ (μοναδικὴ) θυγάτηρ τοῦ κοτζάμπαση τῆς πόλεως, ἡ Κλημεντίνη δὲν ἀρνήθη νὰ συνεχίσῃ νὰ ἔχῃ μιὰν εἰλικρινῶς φιλικὴ σχέσι μαζύ μου.

Τὴν βλέπω ἐνίοτε. Περιοδικῶς.

Αἰτία (ἢ μήπως ἀφορμή;) ὁ Νὶλς Χόλγκερσον.

Μοῦ τὸν ζητᾷ καὶ ἐγὼ τῆς τὸν δίνω. Ἠρνήθην καὶ ἀρνοῦμαι μέχρι καὶ τώρα νὰ τὸν ἀντιγράψω σὲ ἕνα δικό της dvd. Ἁπλούστατα, ὅποτε τὴν πιάνει ἐπιθυμία νὰ τὸν δῇ σπεύδω στὴν οἰκίαν της. Θὰ στὸν φέρω ἐγώ, τῆς λέω καὶ πάντα ἔτσι συμβαίνει. Σχεδὸν πάντοτε, λίγο πρὶν ὁ ξανθὸς ἥρως αῦτοῦ τοῦ τρομεροῦ σάγκα μικρύνῃ, μεγαλώνει ἡ ἐπιθυμία μου καὶ ἡ ἐπιθυμία της νὰ θυμηθοῦμε τὰ παλιά. Δὲν κομβιώνει κανεὶς τὸ pause, λιγουλάκι τὴν φωνὴ χαμηλώνουμε καὶ ἀναπολοῦμε.

Λίγες οἱ μέρες σας, τσανακογλεῖφτες τῆς μπουρζουαζίας!





8 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger son of a lion είπε...

Έξοχα! Ως "βυζαντινολόγος", θα επικροτήσω την υπομονή του κυρίου στα μαρξιστικά φληναφήματα...

15/8/08, 12:28 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger dgalanis είπε...

προδότη της ιδεολογίας

κι όλα αυτά μόνοκαι μόνο επειδή είχε βυζάρες

τσ τσ τσ

15/8/08, 7:21 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger The Motorcycle boy είπε...

Ρε δοτέ προβοκάτορα -δεν έχουν μούστο στην Κούβα! Αναρωτιέμαι τι κρύβεται πίσω από αυτή την παραπληροφόρηση που παρέχεις! Η αντίδραση; Το κατεστημένο; Οι ρουφήχτρες του αιμάτου του λαού;
Ή απλώς μούλιασες στα ξύδια κατά τη διάρκεια των διακοπών σου και δεν έχεις συνέλθει ακόμα;

18/8/08, 8:59 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger xylokopos είπε...

Το μέγεθος του βύζου μπορεί να το ψυλιαστείς, την ποιότητά του, ωστόσο, και τη ρογοδιαγραφή είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να τα ψυχανεμιστείς κάτω από τα μαοϊκά σακάκια. Είμαι ειδικός και κατέχω. Έχω κάνει χειμώνα στο χαρμπίν στους μείον 25, περατζάδα δίπλα στον παγωμένο ποταμό, άπειρες μαοικές πυτζάμες, ούτε ένα ευδιακρίτως διαγραφέν βυζορόγι. Στάνταρ.

Οπότε, τείνω να συμφωνήσω με τον μότορ ότι παραπληροφορείς.

υγ. γαμάτο κειμενάκι, ο Νιλς τα σπάει, το όνομα Κλημεντίνη παραπέμπει σε ονείρωξη του Ντε Σαντ.

19/8/08, 7:10 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Τέσσερα, Τί ντί ντί ρι ντί ντί ρί ντί ντίιιιι
Ηλιογέννητε,τί βυζαντινολόγος ακριβώς; Έχουτε καί διατριβή έπ’αυτώ; Μεγάλη υπομονή κι επιμονή! Άξιζε τόν κόπο ωστόσο!

Έλα μωρέ μάνι! Τί ιδεολογίες καί τά ρέστα!

Μότορ, άσε μέ νά τό απολαύσω!

Ξυλοκόπε μάυ λάβ, νομίζω ότι η ανάλυση, οι παράμετροι πού αναφέρετε δημιουργούν πληγή ανίατη στό κύρος μου! Μπορείτε νά μέ αποκαλείτε πλέον, Σπύρο Χατζάρα!

19/8/08, 9:52 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger xylokopos είπε...

Δεν ήθελα να σε πληγώσω, μάι μπαντ! Εντωμεταξύ, ο μότορας με την Κούβα και συ με τη γιγαντομαστία είστε λίβινγκ εξάμπλς ότι τα πάθη πρέπει να γίνονται σεβαστά, όπως έλεγε κι ο Κλάους Κίνσκι. Ή κάποιος άλλος τέλως πάντων.

19/8/08, 11:21 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger The Motorcycle boy είπε...

Τα πάθη πρέπει να γίνονται εξίσου σεβαστά με τα λάθη.

Πάντως Βαγγέλακα, τελικά κατανόησα την αναφορά του μούστου ως Κουβανέζικου προϊόντος. Μήπως θέλεις να υπαινιχθείς οτι ο Κάστρο είναι μουστόγερος; Εεεεε;;; Χαχαχα

19/8/08, 1:45 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Ξυλοκόπε, σεβαστά! Σεβαστάααααα!

22/8/08, 11:25 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats