Τσιγαράκι ελεύθερο!
Έν τώ μεταξύ, στό διάλειμμα, πάω στό καψιμί νά πάρω κάτι - όχι ότι πεινούσα ή διψούσα ή λαχταρούσα κάτι. Υπάρχει μιά ακαθόριστης προέλευσης προκατάληψη στούς σινεμάδες. Ότι πρέπει ντέ καί καλά νά πάρης κάτι νά γλυψομασησοκαταπιοφάς μαζύ* μέ τό έργο. Πιό παράλογη θά φανή η εικόνα ενός τύπου στήν οθόνη μπροστά, χωρίς κάτι στόν κόρφο του, χωρίς νά τρώη κάτι παρά η φάση κάποιου νά μήν διαβάζη τούς υπότιτλους π.χ. ή νά ράβη ζιπουνάκι ή νά κόβη τά νύχια του. Ντέ καί καλά, πάρε - φάε.
Ε, αυτό τήρησα κι εγώ.
Πήγα λοιπόν στό ΚΨΜ, παραμέρισα κάτι μούλικα (δέν έχει σέβας η νεολαία τής σήμερον μαστόρια μου) ηγόρασα μιά υδροπέπωνος μπρήζερ καί ένα νερό (τί μαλακία νά αγοράζης νερό έξω εεε; Προτιμώ νά κορακιάση ο στόμας μου, νά γίνη στεγνός σάν αυγουστιάτικη λαμαρίνα κι ο σίελος νά'χη αφρίση σάν μπουκοφσκική μπύρα, παρά νά δώσω μισό λεπτό τού ευρού γιά νερό). "Τί χρωστάω;" "Τέσσερα ευρώ."
Μάλιστα... Τέσσερα ευρώ. Χίλιες τρακόσιες εξηντατρείς δραχμές. Γιά νερό καί γιά ένα κάτι σάν αφέψημα, τζούφιο άλλοθι γιά ψόφιες γκόμενες καί χέστες σπυριάρηδες εφήβους. 1.363 δραχμές!
Δίνω ταληράκι, μού δίνει τά ρέστα σέ ένα κέρμα, ζητώ ωστόσο ένα ποτήρι μέ λίγο πάγο κι αυτόν τόν επιπλέον χρόνο τής αναμονής καθώς οι ματιές κάνουν ομόκεντρους κύκλους πήρε τό μάτι μου ένα άλλο, όμοιο κέρμα λίγο βορειώτερα -στόν πάγκο- τού δικού μου κέρματος. Κύτταξα τήν καψιμιτζού, αφοσιωμένη στόν τού πάγου κατακερματισμό, είδον καί τά κωλόπαιδα γύρω μου (μόνα τους στόν σινεμά, γυιοί ναυτικών όντες) νά φασαριόζουν μιλώντας στό διπλανό τους κυττώντας όμως 48 μοίρες δυτικότερα, ένα μπάχαλο, μιά ανωμαλία, μιά χάβρα. Τό ξανασκέφτηκα, προσπάθησα νά ανακαλέσω τήν τελευταία μου φορά πού αποτόλμησα κάτι θαρραλέον [ναί ναί, η βούτα ήταν! Αυτή μου η βούτα (ώς σπερματοζωάριο) σέ εκείνο τό θεογαμωσκότεινο – πολυκοσμίααα, φασαρίααα, φωνέεες, σπρωξίματααα – μέρος πού τόσο έζεχνεεεεε!]καί τό απεφάσισα.
Τό'σουρα πρός τά μέ, οικειοποιήθηκα τό ευρουδάκι, τό παντελόνιασα, θόλωσαν πρός στιγμήν όλα όσα έβλεπα (άντε μωρή σαλούφα, φέρεεεε τόν πάγο νά φύγωωωωω) επενόησα μιά δικαιολογία (δέν ήκουσα πόσο χρέωσες, εσύ δέν τό'βγαλες;, γιατί δέν τό πήρε κι ο πραγματικός του ιδιοκτήτης;, γιά ένα ευρώ μωρέεεε, ααααχ, συγγνώμη! δέν τό κατάαααλαβα) κι έφυγα γρήγορα ο γύφτος, μπίπ μπίπ, μέ τό κογιότ πίσω μου!
* Αρχίδια μαζύ! Στά πρώτα 138 δευτερόλεπτα έχω φάει μέχρις εσχάτου κόκκου άλατος τά πεφρυγμένα καλαμπόκια καί φροντίζω γιά τίς γαμωφλούδες στά ενδιάμεσα τών οδόντων μου. Όσο γιά τό αναψυκτικό... Δέν προλαβαίνει ούτε τό καταλάγιασμα τών φώτων στήν αίθουσα...
2 σχόλια:
Καλή μπάζα! Απαλλοτρίωση λέγεται!
αυτό νά πώ όταν (πτού πτού) συλληφτώ καμιά φορά!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα