Άχ, χειμωνούλη μου!
Άχ αυτά τά πρώτα ραντεβού! Προσοχή στίς διαστάσεις τών μπουκιών, μέριμνα γιά τόν προορισμό τής εξόδου (Τράβις, ακούς; Ακούω νά λές!) φροντίδα γιά αποσμητισμένες μασχάλες! Σταδιάλα...
Αυτήν τήν φορά, ούτε σέ χασαποταβέρνα, ούτε σέ τσοντοσινεμά αλλά ούτε καί σέ κάνα ανήλιαγό τε κι απομεμακρυσμένο αλσύλιο... Ιούλιος είναι, Κυριακή ήταν, επιλέξαμε θάλαττα.
Έψαξα φυσικά γιά κάποια τρέντυ παραλία, ένα μέρος νά κάνη τό κάτι καί νά σέ (τήν) προδιαθέτη γιά μιά μ’ανοικτό στόμα αποθέωσιν τού ελληνικού θέρους. Ναί, αποθέωσις τού θέρους σέ μέρη πού καί τό χαβανέζικο χούλα χούπ νά σκάη από τήν ζήλεια του! Τό γδούπ τής μπουκαπόρτας τού φέρρυ γιά Παλούκια Σαλαμίνος ήταν τό επιστέγασμα τό δίχως άλλο νά’ούμ’!
Σπεύσαμε γιά τά Σελήνια, καθ’οδόν όντες, τής έδειχνα τό παραδείσιον τού περιβάλλοντος τό οποίον (τό σκασμένο) κρυβόταν καλά όπισθεν ποσταλίων, τάνκερ καί ληγμένων τρατών. Εκείνη (άχ! Εκείνη!) μόρφαζε μέ στύλ ευχάριστο θαρρώ, δέν προλάβαινα ωστόσο νά διακρίνω τά γιούπιιιι της, έπρεπε νά κυττώ μπροστά, οδηγούσα τό ξέχασες;
Αράξαμε στήν πρώτη παραλία πού βρήκαμε. Η πετυχεσιά θά ήταν τέλεια, ακουγόταν Γιώργος Σαλαμπάσης από ένα γειτονικό καφέ (;) κι αυτό ήταν ένα θεϊκό σημάδι. Η αύρα τών σαλαμινομάχων δέν γινόταν νά λάθευε.
Ρίξαμε τίς ψάθες χάμω, ούτς! η μέση μου, τό παράπονο τούτο μ’αποποίησε τών ευθυνών τού στρωσίματος καί τέλος πάντων, καθίσαμε. Μιά βαθιά ανάσα, ένας καλοήθης αναστεναγμός τί ωραία, αγάπη μου,έ;
Όλα φαίνοντο ωραία, ούυυυ, στάνταρ, σημαντική συνεισφορά στήν εκτίμησι ταύτη τό βυζοχώρισμα τής αγάπης μου, χμ... τί τέλειες προοπτικές!
Όλα φαίνοντο ωραία, τό’παμε ναί, αλλά κάπου εκεί η κακιά η μοίρα μου άνευ κουβαδακίων ωστόσο, αφίχθη μεγαλόπρεπη. Αυτά τά πρώτα ραντεβού, άχ! Οι παραχωρήσεις, οι υποκρισίες, η καταπίεσις τού ρεψίματος, τής κλανιάς.
Τό σοκολατί, αψεγάδιαστο καί γραμωμένο (ανεκτά) κορμί μου δέν έχει ανάγκη από περαιτέρω φροντίδα γιά πιότερο σκουροσύνη. Όμως η παρέα μου, οικολόγα πρώτης, τής θρεφτικιάς (πώς ακριβώς τό λέει μωρέ;) διατροφής οπαδός, τού φυσικού ζήν, απεχθανομένη τά μάλα τήν ηλιοθεραπεία στήν εποχή τής οζοντότρουπας κύτταξε ιεροεξεταστικά τό χρώμα τής επιδερμίδας μου. Ήταν φανερό! δέν θά ανέχετο – η σκρόφα – νά εμπιστευθώ τό σώμα μου στά χάδια τού πατρός ηλίου. Θά ήπρεπε νά παστωθώ μέ χίλια μύρια κρεμίδια, μέ λοσιόν, μέ πανοπλιάτα ανθηλιακά. Κι εγώ (ναί μαμάααα!) πειθήνια υπό τού αλεξηλίου, μέ καπέλα καί γυαλιά καί δέν ξέρω’γω τί στόν μπόιτσον άλλο έχουσιν επινοήσει οι ξενέρωτοι γαλακτεροί. Οι παραχωρήσεις τών πρώτων ραντεβού πού λέγαμε.
Έλα όμως πού δέν είχα στάλα ανθηλιακής κρέμας! Στάλα είπα; Δείγμα, πώς τό λένε, ούτε τήν φιάλη, γιά! Τίποτις! Πράμμα! Παρά μόνον μιά άνευ πώματος τήν οποίαν έσχον γιά νά μαζεύω κοχυλάκια καί βοτσαλάκια... Η οποία σύν τοίς άλλοις έσχε δείκτην προστασίας – ώ Θεοί - 2! Τί νά έκανα, τί νά έκανα;
Πρωτίστως νά κρατήσω τήν μου ψυχραιμία. Όμορφα δέν είναι καλή μου; Έχεις ξανάλθει στήν Σαλαμίνα; Όχι; Όχιιιιι; Όχιιιιιιι! Καί πού πήγαινες καλέ; Δέν ζούσες τά καλοκαίρια; Κάτσε νά σού φέρω έναν τουριστικό οδηγό νά δής πόσο πολύ...
Μάσησα τίς έσχατες λέξεις, ηγέρθην καί έσπευσα πρός τό τουτού καί καλά!
Μέ βήμα ταχύ, άφησα πίσω μου τό τουτού, προσπέρασα κάτι στήν στεριά ψαρόβαρκες καί πέρασα στήν συνέχεια τής πλάζ (σίκ) ήτις δέν ήταν ματοπροσβάσιμος από τήν έτσι μου. Ήλεγξα τήν περιοχή, τόν κόσμο (ουάου! Όλη η Β΄ Πειραιώς εδώ είναι!) καί πήρα ταυρομαχική ανάσα. Προσέγγισα τήν πρώτη παρέα. Ένα μεσήλικο ζευγάρι μέ εντόνους φιλολογικάς ανησυχίας. Ο σύζυγος προσηλωμένος στήν του αθλητική εφημερίδα, η σύζυγος σέ ένα άρλεκιν – όσο τής επέτρεπαν τά ζέλοντα βυζιά της βεβαίως βεβαίως. Ώπα! Εκεί ήταν! Εκεί έχασκε ανοικτό ένα ανθηλιακό! Ωραία! Ένα τό κρατούμενο. Προχώρησα κι άλλο, επομένη στάσις τρείς νεαροί τής εφηβείας φευγάμενοι αλλά μέ σπυράκια τών οποίων τά υγρά γιόμιζαν νταμιτζάνα κρασοπουλιού. Εγέλων φωναχτά, τό χά διεδέχετο τό μαλάκα καί τό χό, τό τί λές τώρα. Κρατούσαν τά τσιγάρα στό στόμα των μπροστά σάν νά’ταν φαγκρί καί παλαμήδα καί τίναζαν συνεχώς τήν στάχτη, υπήρχε δέν υπήρχε. Είς έξ αυτών, έπιασε τό μέ τά τσιγάρα πακέτο καί τόν αναπτήρα – θά τόν έπιανε εάν τόν εύρισκε. Μπαλαμούτιασε μιά τσάντα μέ φίρμα τού συνοικιακού φροντιστηρίου των καί μαζύ μέ τόν αναφτήρα, παρέα έκανε ένα λάδι! Μέσα είσαι δικέ μου, δύο τά κρατούμενα! εσκέφθην καί προχώρησα πλήρης κουράγιου. Παρακάτω ένας παππούς (προφανώς) μέ τόν έγγονα. Ο έγγονας είχε μπροστά του θάλασσα, άμμο βρεγμένη καί στεγνή, κουβαδάκια μέ τόν Μπόλεκ καί Λόλεκ καί φτυαράκια, αλλά τό άτομο προτιμούσε (τί χαλασμένη ψυχή!) νά παίζη (;) μέ τόν παππού του. Ο οποίος παππούς ώς μοναδικόν μέσον αμύνης είχε τό καυλί του. Τί γαμώ τόν πατέρα σου, τί γαμώ τήν μάνα σου, τί γαμώ τήν ψυχή σου, τί γαμώ τήν ζωή σου κάτσε ήσυχος ρέ, γιομάτος ορέξεις (μωρέ μπράβο καύλα ο κωλόγερας!) ήταν μπάς καί νουθετήσει τόν έγγονα (τού παιδιού μου τό παιδί, δυό φορές παιδί μου!). Είδε κι απόειδε ο γέρος (στάθηκα κι εγώ λίγο νά κόψω περαιτέρω κίνηση) ανακάλεσε δυνάμεις εφεδρείας: Έλα Βρασιδάκο! Θέλεις παγωτό; Έλα, πάρε νά αγοράσης, είπε κι έβγαλε πορτοφόλι. Δίπλα στό πορτοφόλι, μαντεύετε εεε; Είχε ανθηλιακό λάδι!
Παραξενευθείς μέ τήν μου καλή μοίρα, τίς ουράνιες συμπτώσεις, έβαλα είς εφαρμογήν τήν βού φάσιν τού σχεδίου. (μά έπρεπε νά κάνω γρήγορα! Τί νά’χη βάλει μέ τόν νού της η αγαπημένη μου; Δέν είχα καθυστερήσει απλώς, έγκυος ήμουν ο δύστυχος!). Πήγα στόν παππού, γειά σας εγώ, γειά σας κι αυτός, ξέρετε χιέ χιέ όχι δέν πουλώ κάτι, απλώς ντρέπομαι τώρα, μού έτυχε κάτι, κάτι τρελλό, συγγνώμη κιόλας πού σάς χαλώ τήν ησυχία (χιέ χιέ) αλλά μήπως θά μπορούσατε νά...
Εντάξει ο παππούς, θετικός ήταν, δέν ζήτησα φράγκα γιά παγωτό άλλωστε, λίγο μιά στάλα, όσο μπορείτε ναί, από τό λάδι του μωρέ. Μέσα τό λάδι! Χαιρέτησα χαμογελαστά, γελώντας χαιρέτησα ειδών τόν έγγονα νά επιστρέφη γλύφοντας. Μήν τά πολυλογώ, πέρασα από τήν καγκουροπαρέα, επεσκέφθην καί τό ζευγαράκι (πρό 30ετίας τά υποκοριστικά) καί πού λέτε, τό μπουκαλάκι μου διέθετε πλέον μιά αξιοπρεπή στάθμη!
Βιαστικά βιαστικά, άλλαξα τήν τροχιά μου, τίναξα από πάνω μου τήν ταραχή καί πλησίασα τήν δικιά μου. Μήν βιάζεστε νά προσάψετε λάθος, είχα περάσει κι απ’τό τουτού παίρνοντας τόν τουριστικό οδηγό.
Οκλαδεύτηκα στήν ψάθα καί έβγαλα τελείως αθώα, ίσως καί επιδεικτικά μηχανικά, αλλά καί φυσικά εντελώς φυσικά τό λαδάκι καί τό ακούμπησα δίπλα στό θερμός.
Τσούπ, η πατσαβούρα, αμέσως έπιασε τήν πλαστική μου αγωνία καί τήν περιεργάζετο.
- Μμμμμ... Μόνο 2 ο δείκτης προστασίας; Μόνο; Μμμμμόνο;
Η οργή όλων τών ωκεανίων καί αλιμουσίων θεών, τών ξωτικών τών βυθών, τών θεοτήτων τών γλυκών νερών, κοκκίνησε στό πρόσωπό μου.
- Τί λές μωρή καριόλαααα, μόνο 2;;; 20 ο δείκτης προστασίας από τόν γέρο, 8 από τά καγκούρια, 28! Άλλα 10 από τό ζευγάρι εκεί, ναί εκεί μωρή, 38! Κι άλλα 2 τά δικά μου, 40! Τεσσαράκοντα μωρή! Κι έχεις καί παράπονο;;;
1 σχόλια:
Πόντος στον Βαγγέλακα!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα