Κυριακή, Νοεμβρίου 13, 2005

Πηγάδι Εύχών

Ναί, οντως. Δέν είναι χειμωνας ακομη, συνεπως πασα κουβεντα περι νυκτος χειμερινης, αδοκιμος.

Όμως εγω… Εγω κρυωνω. Κι επειδης δέν θελω νά αναψω τό καλοριφερ, ψαχνω τροπους νά υποκαταστησω έναν λεβητα. Βαριεμαι αφορητως νά σηκωθω νά φερω τό βαρους 42 κιλων χιτωνιον (οπερ ούτως η άλλως εμποδαει στο πληκτρολογειν) κι ετσι μεσω σκεψεων (καθοτι ειμαι ενας σπουδαιος γιογκι) θα θερμανω τα περιξ.

Βραδυ ζεστο μέ πολύ μπαγιατικες εικονες αερα νά κινη κουρτινες. Ο ιδρως χωρις ντροπες σέ κάθε μερος του σωματος, κνησμος παντου, οχλησεις ακομη παντουτερα. Στο εξοχικον, στην εν Σαλαμινι επαυλι μου. Ειχε περασει η ωρα, απεφασισα νά παω νά ξαπλωσω. Στο δωματιον ηδη κοιμοταν τό εγγονακι μου (τοτες ητο 9 ετων). Σταθηκα λιγο νά τό θαυμασω. Εμοιαζε πολύ στον υιο μου (ο οποιος μέ την σειρα του εμοιαζε σέ μενα). Ενας ποτε ελαφρυς ποτε βαρυς ροχαλητος, μετεφερε στιγμιοτυπα παιδικων ονειρων. Τό ροχαλητο οσο κι έάν δυναμωνε δέν καλυπτε αυτό τό χαρακτηριστικο ζζζζ άπό σμηνος (η καλλιον σμηνη) κωνωπων. Ειχαν μαζευτει απιστευτως πολλα περιξ της κεφαλης του εγγονα. Γιατι όμως ετσι; Αφησα γιά 8 στιγμες την ενοχλητικη θυμηση της ζεστας στο γειτνιαζον κομοδινο κι εσκυψα νά δω καλλιτερα. Η πρεσβυωπια μαλλον ενοχλουσε αλλα ναί, ησαν κωνωπες καί σκνιπες. Μα γιατι ρε γαμωτο μονο εκει τα εντομα; Προσεξα τό προσωπο του εγγονα, μπας καί ειχαν προσγειωθη εκει αντλωντας αιμα καί επεσημανα τό ανοικτον στομα του. Σέ κάθε εκφορα του ροχαλητου, αφιετο καί ποσοτης σιελου. Συνεχως. Καί ολο αυτό τό σαλιο μουσκευε τό μαξιλαρι. Μιά λιμνη ολοστρογγυλη πανω στην μαξιλαροθηκη ειχε σχηματισθη καί δέν υπηρχε καμια περιπτωση αποστραγγισεως της. Εκει, μονον εκει, ειχαν αραξει τα κουνουπια, σέ ένα νουφαρο της λιμνης δια της οποιας εφαινοντο λιαν ευκρινως νομισματα στον πατο, συναψεις ευχων. Εριξα κι εγω ένα δεκαρικο μέ τον Δημοκριτο, ευχομενος νά εχωμε μιάν δροσερη νυκτα! Εστραφην, εξυσα τό δεξιο μου κωλομερι καί βουρ στο κρεβατι γιά υπνο. Υπνος όμως χωρις ησυχια γινεται; Δέν γινεται! Σπαστικος ηχος σαγιοναρας ηκουσθη. Ητο η γυναικα μου.

- Χοντροπετσε! Ευχησου νά φυγουν καί τα κουνουπια, νά εχη υπνον ελαφρυ κι απροσκοπτο τό μαναρι μας! Παρτακια!

Εβαλε κι εβγαλε τό χερι στην τσεπη φερνοντας ένα πενηνταρικο (μέ τον σολωνα) καί τό εριξε στην συνεχως ανανεουμενη λιμνουλα στελνοντας καί σέ μενα βλεμμα ανειπωτης ξιπασιας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats