Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2005

χ-Εστία


Πήγα εχθές είς τό κέντρον, (όχι καί κεντρότατον κέντρον βεβαίως), είς τήν Σόλωνος, είς τό τής Εστίας βιβλιοπωλείον γιά ν’αλλάξω ένα κακέκτυπον.

Κακέκτυπον τού πρώτου τόμου τού Γιούγκερμαν.

Ανέβαινα τήν Σόλωνος βιαστικά, θαύμασα έναν τρόμπα όστις είχε σταθμεύσει έξωθεν τής σχολής.

Δέν πρόλαβα νά εκφέρω τήν τριών άλφα κλασική ελλαδική λέξι...

19 ζεύγη χειρών, τρυφερών μπρατσώνε, ευσχηματισμένων, καλοκρεατωμένων βραγχιόνων μού κόψαν τήν θέα πρός μιά αφίσα τής Εργατικής Αλληλεγγύης. Βραχιόλια, ωρολόγια swatch, χαϊμαλιά καφέ, χρυσές αλυσσίδες, δερμάτινες καναβουριές πήραν τήν θέση τών βαθυστοχάστων νοημάτων τής αφίσας. Οί χείρες, οι φέρουσες όλα αυτά εξαπλώθηκαν σάν ιός στό σώμα μου, σκαλίζοντας τό χαβανέζικο υποκάμισόν μου επιχειρούσαι βουτιές στό μεσοδιάστημα τών κομβίων. Μιά παλάμη σάν φύλλον λεύκας μέ άρωμα ΜΥΡΤΩ, προέβη είς τό τί παραπάνω καί έκανε διπλό κλίκ στήν θηλή μου. Δέν αφέθηκα – όσο κι άν ήθελα, κάποια άλλη δεσποινίς μέ τόν αντίχειρά της στά χείλη μου, στό κάτω χείλος μου πιό συγκεκριμένως, νά τό κουνά γρήγορα καί ισόχρονα περιοδικά σάν τόν μάστορα τού μπακάρντι. Γι’αυτό καί μια τρίτη μέ αυτοματοποιημένη κίνηση έσπρωξε μαύρο γυαλί στό φεγγαρίσιο πρόσωπόν μου. Μόλις κούμπωσε τό γυαλί πάνω στήν μυτούλα καί ανεπαύθη στά αυτάκια, τότε ακριβώς έγινε.

Ουρανομήκεις στριγγλιές, συνεχείς διαπεραστικές φωνές, τυμπανοσπάζουσες κραυγές, από σύνολο δεσποινίδων χιονοστιβοειδώς αυξανόμενες. Οι πρώτες φωνές έσερναν άλλες μαμαζέλες από πάνω, γέμιζαν οι κλίμακες, καταρρακτωδώς ήρχοντο, ξεχείλησε τό στρεμμάτων πολλών, πεζοδρόμιον τής Σόλωνος.

Βλέποντας όλα αυτά τά καθόλου κουλά (μιάς καί οι έξοδοί μου συνοδεύονται από τρέλλα, παροξυσμό, ελεσντοειδή τσίτα γυναικών πάσης ηλικίας) σκάλωσα λίγο. Δέν μπορώ νά πώ, είμαι συνηθισμένος σέ ανώριμα δείγματα λατρείας, σέ παραχωρήσεις πάσης μορφής, σαρκικής τε καί πνευματικής, σέ όρκους αιωνίου υποταγής στήν τεστοστερόνη μου αλλά αυτό παραήταν! Κινήθηκα, απεσπάσθην ολίγον τί (είμαι καί μπρατσαράς, πού τό πας αυτό; ) έσκισα τό υπουκάμισον καί τό πέταξα πρός τόν μανιασμένα ερεθισμένον όχλο. Οχλος λιγοστευθείς κάμποσον διότι οι λιγοθυμίες άμα τη θεα τού ημιμέλανος στήθους μου, καλογυαλισμένου καί τροχισμένου, ήσαν περίπου ίσαι μέ 8 αμφιθέατρα κυριών. Ο επαπομείνας κόσμος σήκωσε τό κεφάλι, έκλεισε τό μάτι στόν / λόγω ηλίου δίδοντάς μου πολύτιμον χρόνο ώστε νά ξεφύγω. Γρήγορα κατ’αρχήν, μετά αργά, μέ μιά σακούλα (από τίς εκδόσεις Πύρινος Κόσμος) στήν μάπα δι’ευνοήτους λόγους, συνέχισα πρός τά πάνω.

Ούπς! Νά τό 60!

Μπήκα μέσα, είς τό βιβλιοπωλείον, εισπράξας ματιές καυτές σαν μιά στιρέλα, υγρές σάν τό μέριτο (αυτό μέ τήν λαβή), τσιτωτικές σάν δυό μανταλάκια. Έβηξα αποπροσανατολιστικά καί ζήτησα αλλαγή τού βιβλίου. Λόγω τών ματιών χροιάς παριζιάνικων καμπαρέ από πέντε γυναίκες έπρεπε νά ελαχιστοποιήσω τήν παραμονή μου εκεί. Πήρα τό καινό (καί αρτιμελές) βιβλίον καί τόν πούλο.

Γι’αυτό λοιπόν δέν μπόρεσα νά ρωτήσω τούς εκεί υπευθύνους...

Γιατί η «Εστία» έχει εκδώσει τόν «Κίτρινο Φάκελλον» σέ δύο τόμους ενώ τό «10» σέ έναν; Ειδικά ο δεύτερος τόμος τού Φακέλλου είναι πολύ μικρός – θά μπορούσε νά γίνουν οι δύο, ένας. Καί πάλι, τό σύνολο είναι μικρότερον τού «10»...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats