Υπέρ τών ευσεβεστάτων...
Κατω άπό την σακουλα μέ τόν ανηθο, διπλα άπό τό ραπανακι καί τα ωα ειδα ένα χαρτι μέ λεκε άπό καφε.
Τό εφερα μπροστα μου, τό κυτταξα, ητο ένα τηλεγραφημα άπό τον υιο μου.
- Γαμω την λαικη του Σαββατου!
Γρυλισα καί ανοιξα τό χαρτι ανυπομονα.
«Αγαπητη μου συζυγατα, υιε, πατερ καί μαμμμμμμμα!
Εδώ ολα κομπλε!
Η καθετη παει συννεφο, η μαυρη, ντουμανι.
Σας ευχομαι καλος χριστουγεννος καί ευτυχες ο νεος ετος.
(δέν ξερω ποτε θα ξαναβρεθουμε σέ ακτινα τηλεπικοινωνιακης δυνατοτητος, αστε που εχει ληξει καί η συνδρομη μας στον δορυφορο «Νικος Μπελογιαννης» Σας προλαμβανω λοιπον!)
Σας σκεφτομαι συνεχεια εδώ που ειμαι. (τό εδώ δέν είναι ιδιο μέ τό εδώ που σας ανεφερα στην αρχη. Απεμακρυνθημεν 2,5 ναυτικα μιλια εκτοτε)
Εσενα, Ματθιλδη, τίς μικρες ωρες κυριως.
Γεια σας.»
Τσαλακωσα τό χαρτι γρηγορα, ένα δακρυ που κυλησε κι επεσε, χαθηκε μεσα στον μπογο, στην ακανονιστη σφαιρα, στο τεως τηλεγραφημα, μουλιαζοντας την λεξη «Ματθιλδη».
Δέν θα τό εδειχνα πουθενα. Δέν ηθελα αναλογως νά νοιωσουν οι δικοι μου. Μπορει νά μπαιναν ιδεες καί στην νυφη μου μέ αυτό που κατακλειδιζε ο γιοκας μ’. Τιποτε σέ κανεναν λοιπον, παρα μονον ότι τηλεφωνικως επεκοινωνησε μαζυ μου.
Πεταξα τό χαρτι στο καστορινο τζακι καί εσουρα την καρεκλα σουρωνοντας την φλοκατη. Καθησα, εφερα τους αγκωνιδοι στην τραπεζα καί τας παλαμας στο μετωπο. Τό ρυτιδιασμενο μετωπο του οποιου εμελε νά σχηματισθη ιδεα άπό μιά καινη ρυτιδα.
Που θα παη αυτή η καταστασις;
Κυριως, τί θα γινη μέ τό παιδι;
Ο εγγονας μου πληρουσε πασα προυποθεση γιά νά τον χαρακτηρισης ανενδοιαστως τσογλανι, μπασταρδακο, ημιλαμογιο, απατεωνισκο, τσατσακι, ψιλορεμαλι, αλητακο, χαμινιδην, τσαρλατάνον, απατεώνα, κομπογιαννίτην αγύρτην, ζαβολιαρην, κομπιναδορον, καθαρματακον, τσουρνιαρην, κατεργάρην, μελλοκαταχραστην, φουμαροπουλα, πανουργον, λουφαδόρον, μπαγαπόντην…
Μαζεψα καποιες φουντες ροκας, βαζοντας τες μεσα στην μαναβοχαρτοσακουλα. Εφερα τό τασακι μπροστα μου, τό κιτρινο τασακι μέ την σταμπα : «κυρ-Λεωνιδα τό εχεις κοψει 18 χρονια!»
Τό παιδι, τό παιδι! Αυτή η μοναδικη σκεψις… Παντοτε ητο ατιθασον, απροσαρμοστο, ανεξαρτητον. Τον τελευταιο καιρο τό παρακανε όμως. Η αρχη του τελευταιου καιρου δέν θυμαμαι ποτε ητο. Θυμαμαι όμως πως ξεκινησε. Ειχε κανει μιαν ερωτησιν. Μιαν παρατηρηση γιά νά ειμαι ακριβης.
- Μαμα, γιατι μου ειπατε ψεμματα γιά τό πως γεννιουνται τα παιδακια;
Ακουγεται πολύ αθωο αλλα όταν κατι τετοιο ο άλλος τό ρωτα στα 23 του, όταν μερικοι 23χρονοι εχουν ηδη παιδια (σπανιως σημερα βεβαιως), τοτε παραξενευει.
Κι αυτό καναμε. Παραξενευτηκαμε.
Ηταν όμως η αρχη. Κλειστηκε στο δωματιο του εκτοτε, αρνουμενος πεισματικως νά βγη. Όχι ότι τον πιεσαμε καί πολύ νά ανακαλεση - βλεπεις ειχε συμπεσει μέ μιά περιοδο καθ’ην ο πατηρ του ειχε επιστρεψει μετα άπό 49 μηνες ποσταλιου στην γαια του πυρος. Οι γονεις του ηθελον μιά καποια privacy. Την εξεδηλωναν ουχι μονον δι’ορθοδοξων τροπων σέ συνηθη μερη, αλλα κυριως στα 3 μπαροκ σαλονια του μεγαρου μας, στον διαδρομον εμπροσθεν ενός βικτωριανου καθρεπτου, επι του – ανοικτου – θυροτηλεφωνου, ινα σκανδαλιζωνται οι σκουπιδιαραιοι καί στο μπαλκονι ποτιζοντες γαρδενιες.
Ο εγγονας βγηκε αποτομα ένα απογευμα ενώ στην ΝΕΤ βλεπαμε τό δελτιο γιά κωφους. Ο υιος μου καπνιζε τό στερνο σιγαρεττο πανω στην σιφινιερα κι η νυφη μου – η Ματθιλδη - μπανιαριζετο. Ενεφανισθη μέ μυστακα κολοκοτρωνεικον (ξυριζοταν τίς νυκτες) ένα υποκαμισον πορφυρον, φουστανελα ευζωνου των ανακτορων. Στα χερια του ειχε μιά υποτυπωδη γλαστρουλα, ένα αδειο πλαστικο δοχειο άπό υγιαρτον ΦΑΓΕ. (αγελαδιτσα ητο θαρρω). Η γλαστρουλα ειχε καποιους πρασινους μισχους. Τρυφερουδια. Πλησιασε, μας προσεγγισε καί χωρις ουτε μιά στιγμη νά μας κυτταξη στα ματια, μας εξηγουσε τό θαυμα (όπως τό χαρακτηρισε) της γενεσεως της ζωης. Μέ τα ανθυπελαχιστα τα οποια ενθυμουμην στην βοτανικη, εκ του σχολαρχειου Γαυδου, αυτά τα οποια μας ελεγε θυμιζαν περισσοτερον θεματολογια φορμουλας 1 παρα φυτολογια. Δέν μπορουσαμε όμως νά υποδαυλισουμε κι άλλες εριδες. Χαμογελασαμε μπροστα σέ ο,τι λεκτοριαζε καί διακριτικογελασαμε όταν ειδαμε την μητερα του, εξερχομενη του μπανιου κορεσμενη εκ πασης κοκονικης διαθεσεως, νά λεη ως άλλη Ελενη Ζαφειριου: «Παιδι μου!» καί νά τρεχη πρός τον μουστακια καθηγητιζοντα εγγονα μου, μέ ανοικτην αγκαλη. Φευ! Η καταληξις δέν ητο η ποθουμενη. Βηματος επιταχυθεντος, αγκαλης διαπλατυνθεισης, συνδρομη του χαλαρου δεσιματος του μπουρνουζιου, ο εις μαστος (λιαν βαρυς γαρ) ημιαποκαλυφθεις εις την ομηγυριν, εκανε τον υιον μου νά χλιμιντριση, νά πεταχτη, νά αρπαξη την νυφη μου – την Ματθιλδη, ε; - καί κρατωντας τό στηθος της ως λαγουδερα, νά κατευθυνθωσιν πρός την κρεββατοκαμαρα μη κρατωντας καν τα προσχηματα. Εξαλλου αυτό τό οποιο κρατουσε ο γιοκας μ’ γεμοζε καί παραγεμοζε τίς παλαμες του. Που χωρος γιά προσχηματα.
Ο εγγονας σηκωθηκε καί μέ κυτταξε καταματα. Λεπιδι η ματια του, μέ τετοιες οξειες κινησεις, επιασε τό φυτο άπό πανω, τό ξεριζωσε καί τό πεταξε εξω. Οι φακες (φακες ησαν τελικως) σπαρταρουσαν στο τραπεζακι της αυλης κανοντας μερικες κεραμιδογατες νά γλειφωνται.
Οι επομενες ημερες μέ αγχωσαν περισσοτερο. Όχι μονο δέν εξηρχετο αλλα δέν ηκουγετο κιολας. Τό βαπορι του υιου μου παρεμενε γιά καποιες παραπανω επιδιορθωσεις, (ηθελε ο πλοιοκτητης νά σκαλιση στην πρυμνη του παποριου την Τσιτσιολινα καί στην πλωρη τόν Ανδρεα Παπανδρεου.) Αυτό τον διευκολυνε νά συνεχιση νά ανταλλαση σωματικα υγρα μετα της νυφης μου – ναί ναί, η Ματθιλδη – καί νά θυμαται την λεξιν υιος μονον όταν εσπαγε τό προφυλακτικον.
Μιά Κυριακη νεφελωδη, μπαμπουνιαρικη καί κλειστοφοβιαν θεραπευουσα, ειχα στην τηλεορασιν Καναλι 29. Ητο η επισκοπησις του κυριακατικου τυπου μέ τον Χαρη Πασβαντιδη. Την στιγμη που ο ποντιος τηλεπαρουσιαστης (προτυπο γιά τον Λαρυ Κινγκ) ξεκινησε νά μεταφερη τα της Αυριανης, ανοιξε η θυρα του δωματιου του εγγονα κι αυτος μέ βημα ταχυ ηλθεν εν σαλονιω, καθησας σέ μιαν αιγυπτιακην μαξιλαρα καί καθηλωσε τό βλεμμα του στην υγρων κρυσταλλων οθονη. Κατοπιν του πρωτου παγωματος, καταφερα νά εγερθω ανευ κουβεντας καί νά παω εις τό δωματιον του. Ηξερα ότι δέν ειχα χρονο γι’αυτό καί επεσπευσα τό οποια μου. Την πορεια μου διεκοψε καί όχι επιβραδυνε η μυρωδια ητις σιγα σιγα διεχεετο στο υπολοιπον σπιτι. Θυμηθηκα τα νειατα μου ξαφνικα, καποια φαια νειατα συναντωμενα στην Ροδοπη καί Εβρο όταν υπηρετουν τα στρατα. Τό ληγμενο ποδαρικο οξυ που κατεκλυε την μυτη μου, δέν ειχε καμια σχεση μέ τα τοτε, μπορουσε νά συναγωνισθη καί νά κερδιση συνολο μυρωδιων άπό ζευγη (απλυτων) πατουσων 2 ταξιαρχιων πεδινου πυροβολικου. Αυτό ηταν τό πρωτο που βιωσα. Εν συνεχεια, κυτταξα μεσα. Οι κουβερτες – τρεις – ειχαν πανω τους καποιες αγελες οικοσιτων ψειρων (οι οποιες επαιρναν τό πρωινο τους γαλα), η μοκετα φιλοξενουσε καποια αταξινομητα εντομα σεβαστου μηκους καί οι τοιχοι γεματοι άπό διαφορα βανγκωγκεια σχεδιακια γιά τα οποια χρειαστηκα μερικα δευτερολεπτα γιά νά αντιληφθω ότι πρωτη υλη ειχαν υγρα μυτης. Καί εκει, ψηλα εκει στην ακμη του ταβανιου τό εικονοστασι μέ τον προφητη Μωαμεθ καί 8 ουρι διπλα του δέν ηταν όπως τό ηξερα. Ειχαν φυγει όλα καί την θεσιν των ειχε παρει τό διπλωμα γεωπονιας ενός ξαδελφου του ο οποιος ειχε εξαφανισθη προ 3ετιας καί μιά καναβουρια. Μιά φωτογραφια καναβουριας. Τό σφιξιμο στην μυτη πηγε καί στο στομαχι μου. Δέν ηξερα τί νά πω, τί νά σκεφτω, τί νά κανω… Πισωπατησα καί πηγα στη κουζινα γιά νερο. Τό περιε ηταν τζαμι καί με τονωσε καπως. Πηρα ένα ρεντ μπουλ καί πρός σαλονιω.
Ειδα τον εγγονα νά ψαχνη τα βυνιλια. Γρηγορα πολύ νά ξεψαχνιζη τους δισκοι όπως παντα εκανε στην Ηφαιστου γιά καναν ξεχασμενο του Διονυσιου. Μέ αντεληφθη ότι ημουν εκει καί γυρισε.
- Που είναι η Καρμινα Μπουρανα;
Πλησιασα καί κυτταξα στο «Κ».
- Εδώ αγορι μου.
- Όχι αγορι μου! Προεδρε μου νά μέ λες! Προεδρος στο εξης! Μέ καταλαβες;
Δέν θα μπορουσα νά μήν καταλαβω. Τό μπαγιατικο βλεμμα του παρειχε πολλες εξηγησεις, πηγες, παραπομπες.
- Φωναξε τους αλλοι.
Χωρις χρονοτριβη σέ χρονο ντετε σκασαν μυτη οι γονεις του. Ο γιοκας μ’ καί η νυφη μου – ναί! Η Ματθιλδη! Μας εβαλε νά καθησωμε καί ζητησε νά καλεσω την γυναικα μου στο χωριο. Θα ακουγε κι αυτή δι’ανοικτης ακροασεως.
Ο παροξυσμος ηταν πρωτοφαντος. Ιστατο ορθιος, τεντωνε τίς πατουσες νά παρη υψος, τό χερια ψηλα μέ τίς παλαμες καί τα δακτυλα αυτων τεντωμενα νά εξηγη μιά καινη (μα διολου κενη όπως ελεγε) κοσμοβιοθεωρια. Δέν θυμαμαι ποση ωρα κρατησε τό του παραλογου θεατρον. Ο κουκος βγηκε παντως πεντακις. Τρις γιά την ωρα καί δις γιά νά ζητηση καναβουρι. Ειχα αρχισει νά πειναω, όταν τόν ειδα νά καταρρεη στην πολυθρονα – όχι τον πειναλεοντα κουκο. Πηρε μιά ανασα, ηγερθη παλι καί στο πικαπ εβαλε την βελονα στο ορθον αυλακι.
Γυρισε πρός εμας. Μέ κλειστους οφθαλμους παντα, απλωσε τα χερια καί πεταξε ένα πορευθεντες μαθητευσατε παντα τα καθηκια καί ελατε πισω μέ τρια σουβλακια άπό τον Εντυ. Ανοιξε τον ένα οφθαλμο, μας ειδε ακινητους καί προσεγγισας ημας, μας εσπρωξε εξω. Μειναμε εκει, στο κρυον αμιλητοι, η νυφη μου – ω ναί! Η Ματθιλδη – κρυωνε μέ μονο τό σεντονι πανω της. Αγαλλιασαμε πρός στιγμην όταν ειδαμε την θυρα νά ανοιγη παλι. Λογικευτηκε τό παιδι μας!
- Καί που’στε! Καί μιά κολα λαιτ!
Η οδηγια μας ηταν νά γινη οσο τό δυνατον διακριτικα, οι φωνες του όμως καθως τον εβγαζαν εξω φορειοδως νοσοκομοι άπό τό Δρομοκαιτειον εφεραν ματια πολλα στα παραθυρα. Κι εμεις εν μεσω ντροπης καί ανακουφισεως επιστρεψαμε σπιτι.
Τωρα όλα αυτά είναι παρελθον. Όχι η αρρωστεια του εγγονα. Τα γεγονοτα. Δέν ταλανιζομεθα βεβαιως εξισου μαυριλεα αλλα ειμεθα πιο καλα. Οσο όμως αυτος ο γιοκας μ’ δέν επιστρεφει… Φοβαμαι πολύ. Τρομαζω μπροστα στην σκεψι καί μονο ότι μπορει νά ξανακυληση ο παις του. Μιλησαμε σέ καποιον βουλευτη της περιφερειας μας καί τον βαλαμε, τον βολεψαμε σέ καποια θεση. Στον δημο. Είναι ο εβδομος άπό τους 6 νοματαιους που κυτταν τους επιλοιπους 9 οι οποιοι παρατηρουν τους 5 οι οποιοι επιστατουν τον τυχερο οστις καθαριζει σκατα ουραγκοταγκου άπό δρομον της περιοχης μας. Καί επειδη ουραγκοταγκοι στην ευρυτερα περιοχη του λεκανοπεδιου δέν εχουν παρατηρηθει άπό την εποχη του τελευταιου βασιλεως των Αθηνων, Καδμου, εχει αποσπασθη αυτή η ομας σέ επιδιορθωσεις φρεατιων των οδων. Μέ την ιδια συνθεση. Οι 6 τους 9, οι 9 τους 5 καί οι 5 τον έναν. Α! Υπαρχει άλλος ενας ενας, ο εγγονας μου!
Στο βιογραφικο που στειλαμε η φωτο του ητο αυτή:
Καί τωρα; Τί;
Καλα Χριστουγεννα άπό αρχας Σεπτεμβριου;
Πως θα τό ελεγα στον εγγονα; Επρεπε νά ευρισκα τροπο νά τό μεταφερω ώστε ανωδυνως νά τό εδεχετο. Η αγαπημενη σαλατα ροκας μέ τριμενο μηλο, παστα ελιας, τοματα καί κεφαλοτυρι μπορει νά βοηθουσε… Επιτακτικεζε όμως νά επινοουσα τροπον.
Ο νομος του Μερφυ μέ επεσκεφθη μαζυ μέ τα κλειδια στην πορτα. Ητο ο εγγονας! Εντρομος, τακτοποιησα την τραπεζα καί τό τασακι στην βιτρινα. Τα βηματα πλησιασαν καί νά! Τον ειχα μπροστα μου. Δέν ειχα καί λιγο νά τον καμαρωσω. Μεσα σέ αυτην την ολοσωμη φορμα την λεκιασμενη (άπό καφε, τυροπιττες, κορνεδες κι ένα λεχματζουν) ανεδεικνυετο ο λεβεντης προλεταριος!
Πηρα τό κομπολοι στα χερια μου, αρχισα νά θορυβοποιω.
Καί μπλα μπλα μπλα, εριχνα χαντροειδως διαφορα ξωφαλτσα περι ναυτιλιας, θαλασσων, ωκεανων, Κρεουζη καί Ριχτερ, Κουρκουλου καί Κατρακη/Καλογηρου, γιά Καββαδια, γιά Μικρουτσικο, γιά πειρατες της Καραιβικης, γιά φαρων αναλαμπες, γιά δραμαμινες, γιά υπεραριθμους, γιά αγονη γραμμη, γιά τον Οινωπα Ποντο, γι’απελευθερωση των θαλασσιων συγκοινωνιων, πεταξα κι ένα εν μεσω βηχα, γιά χριστουγεννιατικα καλαντα δικην εισαγωγης. Θαρρος μου εδωσε τό κατσαρο γελακι του σέ κάθε σχολιο μου. Κι όταν τό πηρα αποφαση καί του ειπα, του τό εσκασα ότι καί αυτά τα χριστουγεννα, ο πατηρ του, ο γιοκας μ’ δηλαδη θα φαη γαλον μεσωκεανις καί ουχι μεθ’ημων τοτε…
Τοτε, βλεποντας νά κυανιζη τό ματι του εγγονα, ενοιωσα σάν ταρανδος στο ελκηθρο του αη Βασιλη. Μέ δυνατες καμτσικιες στην πλατη, στο προσωπο. Τόν ειδα νά καθεται στο πατωμα, μέ τό χερι νά ανακατευη τα μαλλια του, νά αλληθωριζη, νά τσιτωνη ένα νευρο στον λαιμο του καί νά μου φωναζη:
- Μα μουσουλμανοι ειμεθα ρε παππου!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα