Ακακιεεεε! Τα μακαρόνια νά είναι ντηζελ!
Αλουμινόχαρτο λύγισε.
Χέρι βούτηξε.
Κανελλονι αρπάχτηκε.
Γνάθοι τεντωθήκαν.
Στόμας γέμισε.
Δόντια δούλεψαν.
Γκλούπ!
Έτσι ακριβώς έγινε;
Χμμμ.. Όχι… Ανάμεσα στο τρίτο καί τό τέταρτο βήμα, εκεί πού τό κανελλονι καβατζωθηκε, τσαλακώθηκε λίγο καί…
Κι ένα μικρούλι, ένα κομματάκι κυμά, ξέφυγε. Κατρακύλησε, έπεσε. Τό είδα όμως. Τό έπιασα καί τό σαβουριασα σέ μιά σακούλα.
Τό βλέμμα όμως, τό βλέμμα τού κυμά, εκείνου τού φερελπιδος τμήματος γεμίσεως μέ στοίχειωσε. Μέ πάγωσε. Μέ συμπλεγμάτισε. Πολύ.
Σάν νά μού έλεγε…
Όταν τό πρωί της ψεσινής, η κυρά σου ήρθε στο κρεοπωλείον του Χαρίδημου νά ψωνίση, άπό τό άρωμά της βεβαιωθην ότι θα καταλήγαμε στα καλλίτερα. Δέν είναι υπερβολή νά είπω ότι ένοιωσα – γιά μιά μικρή στιγμούλα – σάν μέρος πεντελικής λευκότατης ακατέργαστης ύλης στα χέρια εργατών στο ακρον της πόλεως. Μέ προορισμόν μιά Καρυάτιδα ή ένα άτι στην ζωοφόρον του ναού. Είναι όντως βλασφημία νά παραλληλίσω τό μεσημβρινόν φαγητόν μέ τον Παρθενώνα, τί νά κάνω όμως; Ευαρεστήθην. Κι ήρθες έσύ, γαργαντουας άπό τους λίγους, Τζένγκις Χαν των κουζινών, Αττίλας των γευμάτων, Στάλιν του τσελεμεντέ, Πωλ Ποτ της γαστρονομίας νά στειλης όλα τα όνειρα ενός ταπεινού τεύχους κύμα, στον κάδο ανακυκλώσεως. Κατηραμένος νά είσαι είς τον αιώνα τον άπαντα καί κανελλονια νά ερινυάζουν τα ονείρατά σου. Κλάψ!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα