Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2005

A ρέ Γουτέμβέργιε...

Tά βράδια τής Τετάρτης ήσαν αλλά καί είναι λίαν συμπαθητικά. Δέν κόβουμε καί φλέβες βεβαίως, δέν έχουν γεύματα γαλοπούλας ή ακράτων κρεατικών, έχουν όμως τό κατιτίς τους.

Απολάμβανα αυτό τό περιρρέον Τετάρτης πού σέ κάνει νά τό συμπαθής, κλινήρης ή κάλλιον καναπήρης εν σαλονίω.

Άναψα μερικά ρεσώ γιά νά φτιάξω ατμόσφαιρα, τράβηξα κουρτίνες, ίσιωσα καί τά αξίων εκατοστών φρύδια μου, ξανακαναπεδιάστηκα.

Είχε διαφημίσεις ο πρόγραμμας στήν τουβού, ήμουν χαλαρά. Ο αδελφός μου αντί ενός γειά, μπαίνοντας στό δωμάτιον, μού είπε ένα φού σβήνοντας ένα κηρίον. Εγώ όμως τό γειά τό ηυχύθην εγκαρδίως ταυτόχρονα μέ τόν μιλιταριστικόν ήχον τσακμακόπετρας.

- Κάτσε νά σέ βοηθήσω, εγώ πταίω γι’αυτό, μήν σέ κουράζω.

Είπε σιγανά ο αδελφός μου, ο αίρων τήν ευθύνη τού σκότους. Πήρε τόν αναπτήρα γιά ν’ανάψη το κερί αφήνοντας όμως ένα βιβλίο που είχε. Αφήνοντάς το πανω μου, στόν θώρακα μου.

Τελειώνοντας, σηκώθηκε καί πρότεινε τό χέρι του να ξαναπάρη το βιβλίον. Ο ρυθμός όμως περιέργως άλλαξε. Εκμηδενίστηκε. Πάγωσε η χείρα 48 εκατοστα πρό τού FIR vangelakas.

- Τί έγινε ρε;

Αμίλητο όμως τό κοινόν αυτάδελφον, δέν απήντησε ντίπ. Σκαλωμένο γιά μπόλικες στιγμές διαρκείας 18 κυβικών μικρογραμμαρίων υλικού κεριού.

Τά γέλια διακόρευσαν τήν ησυχίαν λίαν αποτόμως, τά σάλια κατέβρεξαν τήν συνεσταλμένη φλογίτσα, οι κινήσεις δυσκόλευαν τό μάτι.

- Ρέ μαλάκα μόλις τώρα, τώρα ρε, είδα κάτι πολύ περίεργο. Πώς είναι νά δής μιά οξιά νά παίζη σκουώς; Ένα καρμπυρατέρ νά γίνεται πεταλούδα χωρίς νά περνά από τό στάδιον τής κάμπιας; Τό νοκια 5510 νά κάνη φωτοσύνθεση πρίν από τό σολάριουμ τού μεσημεριού; Ε, κάπως έτσι ρε Βαγγέλη, ησθάνθην ορών σε μέ τό βιβλίον πάνω σου, στόν θώρακά σου, σάν νά τό διάβαζες, σάν νά είχες διακόψει τήν μελέτη σκεπτόμενος τι. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ποτέ μά ποτέ δέν σέ έχω αντικρύσει νά είσαι παρέα μέ κάνα βιβλίο παρέα!

Κι άρχισε ένας σπυροκαλογήρειος γέλως χτυπώντας τά μηλίγγιά μου σέ κάθε χί τού χά. Έπιασα τό βιβλίον του καί τού τό πέταξα στήν μάπα εκνευρισμένος!

Κι αυτός τηρήσας ολύμπιον ύφος στήν απολλώνειο ηρεμία, πλησίασε, έπιασε τό χέρι μου, κύτταξε τά δάκτυλά μου καί φάνηκε νά, ναί πράγματι, μιλά στίς θηλές τών δακτύλων μου:

- Ήταν σίγουρα ιδιαίτερη στιγμή γιά σάς ε; Πώς σάς φάνηκε η πρώτη σας επαφή μέ (υλικόν από) βιβλίο;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats