Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2005

Ύπέρ τού συνήθους παραπρόωρος έκσπερμάτωσις.


Μπαίνοντας στήν κουζίνα κι άνάβοντας τό φώς, αμέσως ξύπνησε ο Βεσπεριανος, ο τριετής κάναρος -δώρον ενός Κουβανού τυρέμπορα τό θέρος του 1999 σέ μιά μου εκστρατείαν εθελοντισμού στήν πολύπαθον καί δημοκρατική χώρα της ψιλοκαραιβικής.

Μού πέταξε μιά νότα σέ φα ματζόρε, πρότεινε τό πτερύγιον, έκλεισε τόν οφθαλμόν καί κίνησε τό κεφάλι ολίγον, στήν κλασσική σωματοκινησι απορίας.

Κι εγώ, σήκωσα τό κεφάλι μου μιά στάλα, έστειλα ένα «οκ, μήν ανησυχείς» στην γλώττα μας, τεχνητόν κώδικα επικοινωνίας τον οποίον κι ο Τολκιν θα ζούλευε.

Κι αυτός (όχι ο Τολκιν – άπό τό 1973 είναι δύσκολον νά πετάη κουβέντες) ησύχασε, σαβουριάστηκε σέ μιά κούρνια μέ μιά υποτυπώδη σκιά καί έκλεισε βλέφαρα.

Ένα κίτρινο ταπερ. Μέ κάτι μπουκαλάκια. Τό έβγαλα έκ τού ψυγείου, αρνούμενος πεισματικώς νά ενδώσω σέ μιά σοκοφρέττα, καί τ’ανοιξα. Ένα άπό τα 8 μποτιλιδια έκανε ένα γλφλιπ καί έφερε στο φώς κάτι τσιγάρα. Έπιασα τρία, τ’αναψα καί άρχισα νά ρουφώ αρειμανίως.

Όταν τα τσιγάρα γόπιαζαν, κίνησα γιά τό υπνοδωμάτιον. Μέχρι νά φθάσω στο κατώφλι της τεραστίας ιδιαιτεροκρεβατοκαμαρας είχαν γοπιαστεί γιά τα καλά. Τα έφερα μπροστά στά μάτια μου, τό φως που εξέπεμπε ένα πορτατίφ – Τρίτων δέν ήτο πολύ. Ήτο όμως αρκετον ώστε νά φανούν στο φίλτρο κάτι λεξούλες. Ήσαν δέν ήσαν 3, 9 τω συνόλω. Συνέθεταν 4 στιχάκια. Τα απομνημόνευσα. Ξαναέπιασα τίς γόπες, μέ τό κλασσικόν πορτοκαλί χρώμα του επιλόγου των τσιγάρων, πέταξα τίς δυο, έμεινα μέ την μια. Δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ναι… Ήτο τό ερωτικό φίλτρο! Δέν τό πέταξα. Μέ τό άλλο χέρι, ίσιωσα τό μαλλί, τακτοποίησα τήν πυζάμα, ξαπόστειλα μιά τσιμπλουλα καί μπήκα στό δωμάτιον πλήρης ερωτισμού, διαθέσεως καί πολλών πολυπλοκάμων σχεδίων, επικείμενες πραγματώσεις ακατονομάστων φαντασιώσεων. Κι η Ραμονα, μέ τό σεντόνι στό μπούστο καλύπτον τήν χειμαρρώδη ομορφιά πού μόνον οι φιλι-πινέζες ξέρουν νά καλλιεργούν, συγκρατούσα γέλωτα-απαύγασμα ειρωνείας, είπεν:

- Μά καλά μπρέ αγαπούλη!;! Τώρα καπνίζεις; Συνήθως στό κατόπιν ανάβουν ένα… Ή μήπως τελείωσες ήδη;

Καί εξακολούθησε ισιώνοντας μιά μπούκλα, χαμηλοφώνως μάλλον πρός τόν εαυτόν της…

- Δέν τό θεωρώ κι απίθανο έτσι όπως είσαι…

Η τσίμπλα στό πάτωμα ακούστηκε νά γελά μέ τό σχόλιον τούτο, ο παράξας αυτήν δέν μπόρεσεν νά συγκρατήση ψήγματα δύοντος ανδρισμού, η νύξ, η περιπέτεια αυτής, είχε τελείωσε πυρρείως αδόξως.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats