Πολιτεία
Προαυλίστηκα σήμερα τὸ πρωί· λιαζόμουν (περνῶ τὶς μέρες μου στὶς ἀγροτικὲς τῆς Τίρυνθος) καὶ ἔπιασα νὰ συζητῶ μὲ τὸν δεσμοφύλαξ. Ὁ ἥλιος τοῦ χειμῶνος παρέχει ἐσὰνς συνειδητοποιήσεως τοῦ ματαίου τῶν πάντων, ὁπότε (τοῦ) μιλοῦσα ἀργῶς μὲ ἀναφυλλαξία στὰ ἄφωνα (καὶ οὐρανικὰ) σύμφωνα - σὰν νὰ μoῦ τσιμποῦσε, σὰν νὰ μoῦ ἔκαιγε τὴν γλῶσσα, μελιτζάνα ἀπὸ μουσακᾶ. Ἐκτὸς ἀπὸ κἄτι κυνομαχίες μὲ πιτμπούλια –γιὰ τὶς ὁποῖες διέθετε καὶ μὲ συνεβούλευσε μερικὰ γκανιὰν σὲ τουρνουὰ ὅπερ θὰ ἐλάμβανεν χῶρα ἐδῶ– τὴν εἶδε (ὁ δεσμοφύλαξ) κουλτούρα νὰ φύγουμε καὶ ἤρχισεν νὰ μὲ λέῃ γιὰ περὶ τέχναι, γιὰ περὶ ἀνάγνωσες, γιὰ περὶ βιβλιοπωλεῖα... Κατέληξε δὲ εἰς ἕνα (κατ’αὐτὸν) ψαγμένο, εἰς ἕνα (κατ’αὐτὸν) ἀξίζει, εἰς ἕνα (κατ’αὐτὸν) ἐπιπεδοῦχον ἐν τῷ κέντρῳ τῆς πόλεως! Οὐχὶ τῆς ἡμετέρας, ἀλλὰ τῆς πρωτευούσης τῆς χώρας ἡμῶν, τέλος πάντων!
Ὁ ἥλιος μὲ νύσταζε, τὸν ἄκουγα μὲ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχεις σὲ κἄποιον ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ ὅπου νἆναι ζητήσῃ δανεικά. «Πολὺ καλό! Πολὺ καλό», μοῦ ἐτόνιζε καὶ λίγο ἤθελε νὰ φιλοῦσε τὰ τρία - τέσσερά του δάκτυλα λὲς καὶ εἶχε μούρλια πετύχει τὴν σάλτσα! Ὁ ἥλιος μὲ νύσταζε. Καὶ ὅ,τι εἶχα βαρεθεῖ –ἄλλως τε εἶχα φωτοσυνθέσει, εἶχα ἐκκρίνει τὴν δέουσα γιὰ τὴν ἡμέρα βιταμίνη τὴν ντέ. Μὰ ὁ δεσμοφύλαξ, σὰν νὰ ἔδινε ἐξετάσεις σὲ ἕναν κλειστὸ κύκλο ἀνωτέρων αὐθεντιῶν, συνεχοῦσε: «Ἕνα βιβλιοπωλεῖον οὕτινος, οἱ πουληταί του εἶναι κατατοπισμένοι λίαν καὶ γνωρίζουσιν πάμπολλα καὶ μποροῦν νὰ σὲ κατευθύνουν καὶ νὰ συμβουλεύσουν καὶ αἱ ἐπιλογαὶ ἐν τέλει νὰ εἶναι τζάαααμι καὶ ἐξερχόμενος ἀγοράσας, νὰ νοιώσῃς λὲς καὶ μόλις ἔχεις φάει μιὰ σοῦπερ ντοῦπερ σοκολατίνα!»
Τάδε ἔφη ὁ δεσμοφύλαξ, μὲ ὕφος ὀλίγον ἀταίριαστο πάντως· σὰν νἆταν καγκουροφαναρτζὴς ποὺ μόλις εἶχε προσθέσει ἀεροτομὴ τοῦ ἐντερπράϊζ εἰς τὸ χιουντάϊ σου καὶ συνεχώντας (μοῦ) ἔδειξε στὸ κινητό του προσφοράς τινάς. Ἐκ τοῦ βιβλιοπουλείου. Ἤθελα νὰ ἀποφύγω αὐτὸν τὸν φλούφλη, αὐτόνε τὸ ντιντή, τὴν ντροπὴ τῶν δεσμοφυλάξ ποὺ τολμοῦσε νὰ διαβάσῃ κἄτι περισσότερο ἀπὸ ἀθλητικὴ ἐφημερίδα καὶ ἔπαιζα μὲ τὸ δάχτυλό μου στὴν ὀθόνη καὶ χαζολογοῦσα σὲ τίτλους. Δὲν ἄργησα νὰ ἐπισημάνω ὅτι σὲ κάθε λὶνκ τίτλου, κάτω ἀπὸ τὸν συγγραφέα, τιμή, ἐκδότη, ὑπῆρχε ἡ εἰδοποίησις:
****Εφιστούμε την προσοχή σας στο γεγονός ότι υπάρχει περίπτωση σημαντικής καθυστέρησης στην εκτέλεση και την παράδοση, καθώς πολλοί εκδότες υπολειτουργούν και ενδεχομένως λόγω προβλημάτων φόρτου στις εταιρείες ταχυμεταφορών (courier), που προκύπτουν από τις νέες συνθήκες αυτή τη περίοδο.****
Κι ὅλο αὐτὸ τὸ κείμενο – εἰδοποίηση, ὄχι σὲ βουλκανιζατὲρ στὴν Ἱερὰ τὴν ὁδὸς ἢ σὲ κἄποιο τέμενος τῆς θέαινας Ἀφροδίτης ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Λεωνίδου τῆς Κανταχὰρ τῶν Ἀθηνῶν ἢ στὸ σαββατιάτικο σχολειὸ λαθρομεταναστῶν καὶ προσφύγων ἀλλὰ σὲ βιβλιοπωλεῖο· ὅπου βιβλία, λέξεις, καλλιέπεια, καλλιέργεια καὶ τὰ τοιαῦτα – and the like γιὰ νὰ γίνωμαι τῆς ἀκριβείας. Βάζει (ὁ συντάκτης ὁ βιβλιοπουλᾶς) τὴν ἑλληνικὴ λέξη καὶ δίπλα τὴν ἀγγλικὴ ὡς ἐπεξήγηση. Σὲ περίπτωση ποὺ δὲν καταλάβετε ἑλληνικά, θὰ ἀντιληφθῇτε τί ἐννοοῦμε, διαβάζοντες τὰ ἐγγλέζικα, ὠρὲ λόρδοι τοῦ Τσέστερφιλντ! Ἐπιεικῶς τραγικοί· ἐὰν μάλιστα, μοι τὸ ἐπέτρεπε ὁ χῶρος (καθ’ὅσον σέβομαι ὣς τὰ μπούνια τὰ σωφρονιστικὰ καταστήματα τῆς ἑλληνικιᾶς δημοκρατίας), θὰ ἔλεγον τῷ δεσμοφύλακι, πὼς εἶναι γιὰ τὸν φαλλὸν ἱππαστί. (Ὄχι οἱ λόρδοι ἢ αὐτός, ἀλλὰ οἱ τοῦ βιβλιοπουλείου).
Καθ’ὅσον δὲν εἶναι κἄποια ἐξεζητημένη λέξις, ἡ ἀπόδοσις στὰ ἑλληνικὰ μιᾶς ξενικὴς μέν, ἑξελληνισθείσης δέ, συνηθισμένης κάργα, γιὰ τὴν ὁποίαν δὲν πάει τὸ μυαλό μας ὅτι ὑφίσταται ἀντίστοιχη ἡμετέρα. Δὲν μᾶς παραθέτει τὴν λέξι π.χ. «νηφοκκόζωμος» γιὰ τὴν ἀραβικὴ «καφὲς» (ὁ συγγραφεὺς τῆς Βαβυλωνίας, τὴν ἐπενόησε) ἢ τὸ «ὠοταγηνίτης» γιὰ τὴν ἰταλικὴ ( ; ) λέξη «ὀμελέττα» ὅπως σημειώνει ὁ Ἠλίας ὁ Πετρόπουλας στὸν ὑπέροχό του Κουραδοκόφτη ὅπου τὰ ἀκόμα πιὸ ὑπέροχα γιὰ τὸν δηλωσία γεωπόνο ἐκ Λαμίας.
Τάδε τοὔπα λοιπὸν τοῦ δεσμοφύλαξ: ποτὲς πιὰ ἀγορὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ἂν καὶ ἐνδείκνυται νὰ μὴν καταβάλλωμε ποτὲ χρήματα γιὰ νὰ ἀποκτοῦμε βιβλία - ὁπουδήποτε καὶ ἂν σπεύδωμε. Τὸ πολὺ πολὺ νὰ δώσωμε κἄτι εἰς εἶδος γιὰ τὸ καλὸ - μέραι ποὺ ἔρχονται, μπορεῖς νὰ δώνῃς μελομακάρονα. Ἀλλὰ χρήματα, ποτές· ἄλλως τε, τὸ χρῆμα ὡς μέσον ἀνταλλαγῆς εἶναι μιὰ συνομωσία τῆς μπουρζουαζίας μὲ σκοπὸ τὴν διατήρηση τῆς καθεστηκυΐας τάξεως. Μὲ κύτταξε μπερδεμένος καὶ μοῦ τόνισε ὅτι περατώθη ὁ χρόνος τῆς προαυλίσεως. Βούρ, μέσα!
Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα, περνᾷ ἡ ὥρα (καὶ αἱ 24 φοράκις μεγαλύτεραί της) ἡμέραι στὰς ἀγροτικὰς φυλακὰς τῆς Τίρυνθος. Εὐτυχὰ ποὺ διαθέτομεν (τακτικῶς) σκυλομαχίαι καὶ κοκορομαχίαι καὶ διέρχεται οὕτω πως, τὸ ἥμαρ, σάκχαρη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα