Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γκάυ Ντόμβιλ
Νόμιζα ὅτι ἤμουν ὁ μόνος.
Γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν μοιράζω πίτσες καὶ φυλλάδια. Πρωὶ τὰ φυλλάδια, βράδυ οἱ πίτσες (καὶ φούρνου σπαγγέτια). Συνεπῶς μπλέκω κάργα μὲ ὁδές (σίκ) καὶ ἀριθμοί (σίκ).
Ὅλα κυλοῦν μιὰ χαρά, παράπονον οὐκ ἔχω, βγαίνει τὸ ψωμάκι, τρώω κι ἀπὸ μέσα (εἰδικῶς γιὰ τὰ τοῦ βραδιοῦ), τὰ πουρμπουὰρ μέχρι ἁλκοολισμοῦ, χαίρω τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ ἀφεντικὸς (τί ἄλλο μπορεῖ νὰ θέλῃ κάποιος μισθωτός!) λουκούμι φάση! Δυσκολεύομαι λίγο τσὶ δρόμοι, δὲν μπορῶ μὲ τὴν καμία νὰ προσανατολίζωμαι ἀλλὰ διαθέτων φρέσκο τζιπιὲς στὸ παπὶ ῥεφάρω τὴν φτιάξη.
Ὑπάρχει ὅμως κάτι ποὺ μὲ βασανίζει κι ὁ ἀναστεναγμός μου, πλευριτώνει τὸν Ἠλία τὸν ταμία, ὑπάρχει ἕνα κάτι σὰν φουσκάλα σὲ σκαρπινάτη φτέρνα. Μιὰ ἀλλεργία μέχρι ἄσθματος κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἀνακατεύομαι μὲ δρόμους ὅπως Ἡρώων Πολυτεχνείου, Δημοκρατίας, Μπελογιάννη... Πανακεύομαι πάντως, καθὼς προσπαθῶ, ντριπλάρω (μὲ χάρη παλαιμάχου τοῦ Ταλαιπωριακοῦ) νὰ ἐπαληθεύσω λέγων:
Μοῦ εἴπατε ἡρώων στὴν Μαγούλα;
Κι ὁ στὴν ἄλλη γραμμή, διορθώνει:
Ναί, ἡρώων πολυτεχνείου 34.
Φτοῦυυυυ!
Νόμιζα λοιπὸν ὅτι ἤμουν ὁ μόνος μὲ τέτοιες εὐαισθησίες – κολλήματα τὰ ὀνομάζει ὁ ἀφεντικός μου ἀλλὰ καὶ ἡ Μερόπη («μου» ἐπίσης θαρρῶ).
Ἀλλὰ μόλις τώρα, πρὶν ἀπὸ λίγο, ἄκουσα ἕνα ἀτομάκι νὰ μὲ κατευθύνῃ:
Βῆτα Κωνσταντίνου 12, στὴν Νεάπολη.
Κι ἐγὼ μειλήχια, ἀπορὼν βασικὰ μὲ τὴν ἀλλοκοτιὰ τοῦ ἀνδρός:
Βασιλέως Κωνσταντίνου, ἐννοεῖτε;
Κι αὐτός, μὲ ἐκφορὰ ἑνὸς ne μὲ σφρῖγος ὁριζοντιοποιημένου θαμῶνος νεκροτομείου.
Ἂχ Γιαραμπῆ μου, ποσόθελα νὰ τοῦ στριγγλίσω μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο κάτι γιὰ τὶς σεξουαλικὲς ἐπιδόσεις τοῦ γενεαλογικοῦ τοῦ δέντρου...!
Χρειάζομαι ὅμως τὴν δουλειὰ (τί τρελλὴ κι ἀδέσποτη Φαντίνα ποὺ ἔχω καταντήσει) καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς χρήματα, μελλισιακῶς μαζεύω τὴν προίκα μου μπὰς καὶ δόξῃ καὶ τιμῇ βολτάρω στὰ πεδία τῆς ἐγγαμιᾶς, ἀναγκεύω τῆς δουλειᾶς πολὺ πολὺ κι ἔτσι ἡ κερατωθεῖσα ἀπάντησίς μου:
Βῆτα Κωνσταντίνου εἴπατε; Χιχιχί! Μήπως εἶστε τρελλὸς φὰν τῶν Στέρεο Νόβα; Ἠλίθια ἀστεῖα! Κι ἐγώ! Πολὺ κι ἐγώ, καλή σας ὄρεξη λέγω!
Γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν μοιράζω πίτσες καὶ φυλλάδια. Πρωὶ τὰ φυλλάδια, βράδυ οἱ πίτσες (καὶ φούρνου σπαγγέτια). Συνεπῶς μπλέκω κάργα μὲ ὁδές (σίκ) καὶ ἀριθμοί (σίκ).
Ὅλα κυλοῦν μιὰ χαρά, παράπονον οὐκ ἔχω, βγαίνει τὸ ψωμάκι, τρώω κι ἀπὸ μέσα (εἰδικῶς γιὰ τὰ τοῦ βραδιοῦ), τὰ πουρμπουὰρ μέχρι ἁλκοολισμοῦ, χαίρω τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ ἀφεντικὸς (τί ἄλλο μπορεῖ νὰ θέλῃ κάποιος μισθωτός!) λουκούμι φάση! Δυσκολεύομαι λίγο τσὶ δρόμοι, δὲν μπορῶ μὲ τὴν καμία νὰ προσανατολίζωμαι ἀλλὰ διαθέτων φρέσκο τζιπιὲς στὸ παπὶ ῥεφάρω τὴν φτιάξη.
Ὑπάρχει ὅμως κάτι ποὺ μὲ βασανίζει κι ὁ ἀναστεναγμός μου, πλευριτώνει τὸν Ἠλία τὸν ταμία, ὑπάρχει ἕνα κάτι σὰν φουσκάλα σὲ σκαρπινάτη φτέρνα. Μιὰ ἀλλεργία μέχρι ἄσθματος κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἀνακατεύομαι μὲ δρόμους ὅπως Ἡρώων Πολυτεχνείου, Δημοκρατίας, Μπελογιάννη... Πανακεύομαι πάντως, καθὼς προσπαθῶ, ντριπλάρω (μὲ χάρη παλαιμάχου τοῦ Ταλαιπωριακοῦ) νὰ ἐπαληθεύσω λέγων:
Μοῦ εἴπατε ἡρώων στὴν Μαγούλα;
Κι ὁ στὴν ἄλλη γραμμή, διορθώνει:
Ναί, ἡρώων πολυτεχνείου 34.
Φτοῦυυυυ!
Νόμιζα λοιπὸν ὅτι ἤμουν ὁ μόνος μὲ τέτοιες εὐαισθησίες – κολλήματα τὰ ὀνομάζει ὁ ἀφεντικός μου ἀλλὰ καὶ ἡ Μερόπη («μου» ἐπίσης θαρρῶ).
Ἀλλὰ μόλις τώρα, πρὶν ἀπὸ λίγο, ἄκουσα ἕνα ἀτομάκι νὰ μὲ κατευθύνῃ:
Βῆτα Κωνσταντίνου 12, στὴν Νεάπολη.
Κι ἐγὼ μειλήχια, ἀπορὼν βασικὰ μὲ τὴν ἀλλοκοτιὰ τοῦ ἀνδρός:
Βασιλέως Κωνσταντίνου, ἐννοεῖτε;
Κι αὐτός, μὲ ἐκφορὰ ἑνὸς ne μὲ σφρῖγος ὁριζοντιοποιημένου θαμῶνος νεκροτομείου.
Ἂχ Γιαραμπῆ μου, ποσόθελα νὰ τοῦ στριγγλίσω μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο κάτι γιὰ τὶς σεξουαλικὲς ἐπιδόσεις τοῦ γενεαλογικοῦ τοῦ δέντρου...!
Χρειάζομαι ὅμως τὴν δουλειὰ (τί τρελλὴ κι ἀδέσποτη Φαντίνα ποὺ ἔχω καταντήσει) καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς χρήματα, μελλισιακῶς μαζεύω τὴν προίκα μου μπὰς καὶ δόξῃ καὶ τιμῇ βολτάρω στὰ πεδία τῆς ἐγγαμιᾶς, ἀναγκεύω τῆς δουλειᾶς πολὺ πολὺ κι ἔτσι ἡ κερατωθεῖσα ἀπάντησίς μου:
Βῆτα Κωνσταντίνου εἴπατε; Χιχιχί! Μήπως εἶστε τρελλὸς φὰν τῶν Στέρεο Νόβα; Ἠλίθια ἀστεῖα! Κι ἐγώ! Πολὺ κι ἐγώ, καλή σας ὄρεξη λέγω!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα