Τῆς ζητοῦσα κάτι πράγματα πού τὰ εἴχομεν πράξει στοὺς πρώτους ἡμῶν καιρούς ἐκείνη ῥωτοῦσε μά τί ἔπαθες ξαφνικά, πταίουσιν τά ταβέρνια θαλαττινά; πάνω ἐκεῖ πού νόμιζα ὅτι θά τουμπαίρνετο καί θά τονμπαίρνετο, κατέληγε: Βγᾶλ’το ἀπό τό μυαλό σου ὄψιμε πριαπίδη, εἶμαι μάνα πλέον, οὔτε στεγνά!
Κι ἔστρεφα τό κεφάλι μπροστά, ξεφυσοῦσα κι ἀφοσιωνόμην ἄμπιεντ στήν ἄμμο, ἐδῶ χάμω φτιάχνοντας κάστρα κι ἀνθρωπάκια· μόνον έτσι ἔθυα στήν ποθουμένη ἀναπαραγωγική διαδικασία, ἔστω ὀλίγον παραφύσειον. Κάποιες αὗρες καρύδας μέ ἀποσποῦσαν· ξανακυττοῦσα παρακλητικῶς καί μέ τίκ στά φρύδια τήν ἀλειφομένη, εἰσέπραττα παγωμάρα κι ἐπιμονή καί ξαναγυρνοῦσα στά καθέκαστα.
Τοῦτο συνέβαινε γιά 480 εὐρώ· γιά ἔξι βράδια δῆλα δη, τόσο κόστιζαν ἔξ διανυκτερεύσεις στὸ ξενοδοχεῖο ἡμῶν, ἔξι ἡμέρες πᾶσα ἔκκλησις πρός ἀφροδίσιες ἀνορθοδοξιές ἔπιπτε στό τζίζ. Τό εἶχα πάρει ἀπόφαση καί τήν ἑβδόμη παρητήθην τοῦ καρεκλακίου θαλάσσης καί κάθησα ὁκλαδόν στήν ἄμμο. Ζεστάθηκα, ἵδρωσα ἀλλά δέν βούτηξα πείσμων, στὴν θάλαττα.
Κάτι ἀμούστακα κι ἄμαθα κορίτσια παῖζαν στα ῥηχά κάτι σάν βόλλεϋ, ἔσπευσα μεντορικῶς καί γρήγορα ἔγινα ἕνα μέ τήν ὁμήγυρι. Δέν κατέσχον ὅμως τό ἄθλημα καί καθὼς μουλωχτῶς καί παρελκυστικῶς τίς ἔφερα στά σχεδόν ἄπατα, προέβαλλα ἰδέα ἀλλαγῆς τοῦ προγράμματος ἀθλοπαιδιᾶς.
Λοιπόν; Τί λέτε, κορίτσια;
Τό ἴδιο βράδυ πάνω στό καθιερωμένο κλινῆρες τσιγάρο ἐνῷ μέ τυραννοῦσε τό σύνδρομο τοῦ νεκροῦ σπέρματος, ἰκανοποιημένος σ’ἄρρητο βαθμό γιά τήν κατάληξη αὐτή, κύτταζα πάνω τά συννεφάκια πού περιέβαλλον τίς σκέψεις μου, τήν ἐντύπωσή μου ἀκριβέστερον, γιά τήν τόσο ἄρδην ἀλλαγή - παραχώρηση τῆς ἑτερομησείας μου.
Τῆς ὁποίας ἕνα ἀκροβατικὸ τῶν σκελῶν της ἔσκασε τίς φουσκίτσες τῶν συλλογισμῶν μου καί μέ μάλωσε:
«Ἄρκτου παρούσης κι ἐσύ ψάχνεις γιά ἴχνη; Μὰ δὲν κατάλαβες;Ἦταν πολύ ξεσηκωτικό νά ζητᾷς στὴν θάλασσα ἀπό τά κοριτσάκια τό μεσημέρι νά παίξετε. Εἰδικά ἡ πρότασή σου γιὰ μακροβούτια κάτω ἀπό τά πόδια σου μήπως καί βροῦν τό κοχύλι, σοῦ κλείδωσε τό γραμμάτιο τῆς χαρᾶς γι’ἀπόψε».
2 σχόλια:
Βασικῶς, ἐπειδὴ εἶμαι ἄνθρωπος ὀλίγον τι ντροπαλὸς καὶ ἡ αὐτομαστίγωσις εἶναι τρόπος ζωής, ἀφ' ενός μὲν τύψεις περιζώνουν με λόγῳ τῆς μακροχρόνου ἀπουσίας σας, ἀφ' ἑτέρου φόβος καὶ σύγκρυον λαμβάνουν με, μήπως καὶ ἀδίκως ἐνοχλῶ. Δηλαδὴ, ἀναρωτιέμαι πολλάκις, ὁ Βαγγέλαξ ἐσταμάτησε να γράφῃ ἢ ὁ ἐμὸς φυλλομετρητὴς "τὰ ἔχει παίξει" καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὴν θέασιν τῶν νέων κομψοτεχνημάτων τοῦ μπλογκιστοῦ;
Φταίει ἄρα γε ἡ ἀτυχής ἔκβασις τῆς τραγικῆς Κωζωνιάδος;
ἄχ... ἡ κοζωνειὰς κι ὅλος αὐτὸς ὁ ἀέκιος καϋμὸς μᾶς ἔχει γαμήσει... :-(
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα