Προϊὸν Ὑποκλοπῆς

Βγαίνω ἔξω, κυκλοφορῶ, πηγαίνω σὲ δημοσίους κήπους, σὲ κρῆνες, σὲ λιμένας καὶ παρέα μὲ τὸ τσιμπουκάκι μου, κάθομαι στὸν πρῶτο εὔκαιρο ντόκο, κυττῶ μακρυά, υἱοθετῶ βλέμμα μελαγχολικὸ τὸ ὁποῖον συνδυάζεται μούρλια μὲ τὸ προφίλ μου (ὁλόσωμον τοιοῦτον παρακαλῶ) κυριαρχούμενο ἀπὸ μιὰν δυσανάλογον ὁροσειρὰ στὸ παντελόνι μου, στὸ μέρος τοῦ φερμουάρ· μιὰ κάλτσα τὴν ὁποίαν ἔχω θέσει ἀπὸ πρίν, προσπαθεῖ νὰ προσεκλύσῃ θαυμαστρίας.
Γυρίζοντας οἴκῳ τὰ ἀπογεύματα -σκοτεινὰ βεβαίως- ἐμπλουτισθεὶς μὲ ἐμπειρίας ἅστινας μόνον λοστρόμοι καὶ μοῦτσοι ἐν τῷ λιμένι, ἐπιδειξῖαι στοὺς κήπους καὶ πριαπισταὶ στὶς κρῆνες δύνανται νὰ προσφέρωσιν, ἀράζω καὶ ἁπλώνω ἡλιόσπορο σὲ μπῶλ καὶ μὲ βερμοῦτ διασκεδάζω τὸν πόνο μου παρακολουθώντας τὸ κυανοῦν, τὸ ἐρυθρὸν καὶ τὸ λευκόν. Δὲν περνᾶνε ἕνδεκα λεπτὰ καὶ ἤδη ἔχει θολώσει τὸ βλέμμα ἐνῷ πιὸ μετά, δάκρυα μπολιάζουν τὸ ποτό μου. Ὦ μὸν Ντιέ, γιατί νὰ εἶμαι τόσο εὐαίσθητος καὶ εὐσυγκίνητος; Μᾶλλον πταίουσιν αἱ ἐν λόγῳ ταινίαι αἵτινες τότε, ἐνοικιασθεῖσαι στὸ κλὰμπ τοῦ Ντεπὼ μὲ τὴν ὑγρασία στὸ 78% κι ἐσένα στὸ σπίτι, ἐν κουζίνι ποιοῦσα καυτερὰ μεξικάνικ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα