Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Πέραμα Παλούκια

Άν προσπαθήσω, θά θυμηθώ ότι η μυρωδιά ξεκίνησε μόλις μπήκα στό σαλόνι τού Ο/Γ. Εκεί, τό μόνο άτομο πού υπήρχε ήταν ένας λευκοντυμένος, έ ναί, ένας τού ναυτικού. Καί επειδή τά γαλόνια του ήσαν στούς ώμους κι όχι στά μπράτσα, τό πράγμα προσέδωσε ένα κάποιο κύρος.

Λέω κάποιο κύρος, στάζω φειδώ στό κύρος διότι καί τά γαλόνια ήσαν πολύ λεπτά. Στόν ώμο μέν, λεπτά δέ! Καί τί άλλο θά μπορούσαν νά είναι βεβαίως! Διότι συνοδεύοντο από μπεϊμπυφεσάτο φέροντα ταύτα, μέ μικρό κάμωμα, κι ένα ακούσια λιγωμένο ύφος.

Κάθησα αρκετά κοντά του γιά νά μπορώ νά τόν παρακολουθώ διατηρώντας ωστόσο απόσταση ασφαλείας ώστε νά μήν καρφωθώ! Ό,τι τόν άκουσα νά λέη – στό τηλέφωνό του - ενίσχυσε τήν άποψή μου γι’αυτόν. Νέος, μέ εφήβου δέμας, έκφραση καί πρόσωπο παιδικό όπως προείπαμε, μέ σχεδόν φοβισμένα χαρακτηριστικά. Ένας ψαράς αξιωματικός τού ΠΝ, χαμένο μειράκιον ούτινος μιά καλή εκμάθησις τού βαθμού ακορεστότητος τών αλκανίων, τύπων τινών σχετικιστικής μηχανικής καί νεπέριων λογαρίθμων τόν προσγείωσε σέ πολεμικές σχολές.

Τί κρίμα λοιπόν, τί οδύρμιο χάσιμο πού αυτά τά τραβηκτικά οπίσθια τά τόσο αναδεικνυόμενα από τό λευκό θερινό παντελονάκι θά περιορίζοντο γιά τά επόμενα χρόνια, γιά μιά ολόκληρη ζωή, σέ στρατιωτική αμφίεση θά κατεπιέζοντο από στρατιωτικόν ιματισμόν!

Τρελλό άχτι! Έστριβα τό μανίκι μου καί είχε ιδρώσει η παλάμη καθώς – κυττώντας τον - διοχέτευα εκεί οικτιρμούς γιά τό στραβό μέλλον – εποικοδομητικώς ωστόσο διοχέτευα τά ωϊμέ. Σκεπτόμην νά τόν προσεγγίσω αναφέροντας κάτι κουλό, χμ... κάτι περί τής τσακίσεως στήν περισκελίδα του άς πούμε. Θ’ανέβαζα καί τό βλέμμα μου στό καβάλο καί τό ενταύθα φούσκωμα – ίσως νά μέ καταλάβαινε, άν καί δέν δείχνω τελειωμένος καταπιόλας σοδομιστής. Θά τόν έφερνα καί μιά βόλτα, άμ πώς! νά ελέγξω καί τό πίσω τσάκισμά του – άχ! ρίγη στήν σκέψη τόσο πολέος πλησιάσματος στά πισινά του. Τί στό πέος! Δέν θά καταλάβαινε;

Αυτός; Αυτός ήταν όρθιος, επί τής ανατολικής θύρας καί κυττούσε έξω. Τά χέρια στίς τσέπες, μέ τό πηλίκιον αφημένο στήν πολυθρόνα, ναί, τόν φαντάστηκα δίπλα μου νά φορά μόνον αυτό καί νά κυττάμε σκοπελόχαρτες. Αδυνατούλης, λίγο ψηλότερος τού μετρίου, καί μέ χωρίς τό παραμικρό ενδιαφέρον γιά μένα, δέν είχε στραφεί καθόλου πρός τό μέρος μου, τό παλιόπαιδο!

Κι αφού ήταν τού ναυτικού προφανώς δέν θά ήξερε τό ρητό τού Μηχανικού: Άμ’έπος, άμ’έργον. Εγώ όμως μάχιμος κάποτε υποδεκανεύς τού ενδόξου αυτού σώματος τού Στρατού Ξηράς, άφησα τίς παράτες, ναπολεόντειος σκέψις κι εφόρμησα.. Πρόσω. Απέσχον όχι λίγο αλλά καί λίγο νά ήταν δέν είναι πασίγνωστος ο μύθος μέ τήν χελώνα καί τόν Αχιλλέα; Είναι. Προσπάθησα νά στραγγαλίσω τό αρχαίο παράδοξο, είς μάτην! Δέν φαινόταν νά τόν φθάνω... Διότι έν τώ μεταξύ, είχε κινήσει καί ο έν λόγω, είχε σπεύσει έξω. Έσχε αφιχθή γάρ τό οχηματαγωγό, ήτοι είσπλους στό Πέραμα. Κατηυθύνθη στό αυτοκίνητό του ο περί ού, χωρίς τήν παραμικρά τύψη οπισθοχωρήσεως ο ρίψασπις!

Φυστίκιιιι! Φρέσκο είναι! Φρέσκοοοοο!

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger son of a lion είπε...

Ώρες ώρες με τρομάζεις :)

6/9/08, 1:11 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

:-D

6/9/08, 1:18 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats