Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Παχιό σκότος μέχρι εκεί.

... Ήταν νωρίς ακόμα τό πρωί κι ο Γουίνστων βγήκε απ’τό γραφείο του νά πάη στήν τουαλέττα.

Μιά μοναχική σιλουέτα ερχόταν πρός τό μέρος του απ’τήν άλλη άκρη τού μακρόστενου διαδρόμου. Ήταν η μελαχροινή κοπέλα. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες αφ’ότου τήν είχε συναντήσει εκείνο τό βράδυ έξω απ’τό παλαιοπωλείο. Καθώς πλησίαζε, είδε πώς τό δεξί της χέρι κρεμόταν απ’τόν ώμο της σ’έναν επίδεσμο, πού δέν διακρινόταν από μακριά, γιατί είχε τό ίδιο χρώμα μέ τήν φόρμα της. Φαίνεται θά είχε χτυπήσει τό χέρι της καθώς χειριζόταν ένα απ’αυτά τά μεγάλα καλειδοσκόπια όπου σκάρωναν τίς υποθέσεις τών μυθιστορημάτων. Συνέβαιναν συχνά τέτοια ατυχήματα στό Τμήμα Φαντασίας.

Δέν θά τούς χώριζαν πάνω από τέσσερα μέτρα, όταν η κοπέλα σκόνταψε κι έπεσε κάτω φαρδιά-πλατιά. Έβγαλε μιά δυνατή κραυγή πόνου. Θά πρέπει νά έπεσε κατευθείαν πάνω στό χτυπημένο χέρι της.

Ο Γουίνστων κοντοστάθηκε. Η κοπέλα σηκώθηκε στά γόνατα, τό πρόσωπό της είχε γίνει άσπρο σάν κιμωλία καί τό στόμα της φάνταζε πιό κόκκινο από ποτέ. Τά μάτια της τόν κύτταζαν μέ μιά παρακλητική έκφραση πού έμοιαζε πιό πολύ μέ φόβο παρά μέ πόνο.

Μιά περίεργη συγκίνηση δόνησε τήν καρδιά τού Γουίνστων. Μπροστά του βρισκόταν ένας εχθρός πού προσπαθούσε νά τόν σκοτώσει· μπροστά του όμως βρισκόταν επίσης ένα ανθρώπινο πλάσμα πού πονούσε καί ίσως είχε σπάσει καί κανένα κόκκαλο. Ενστικτωδώς, είχε κι όλας προχωρήσει νά τήν βοηθήση. Τήν στιγμή πού τήν είδε νά πέφτη πάνω στό δεμένο χέρι της, ένοιωσε σάν νά πονούσε ο ίδιος.

- «Χτυπήσατε,»... τήν ρώτησε.
- «Δέν είναι τίποτα. Τό χέρι μου. Σ’ένα λεπτό θά είμαι καλά». Μιλούσε σάν νά είχε ταχυπαλμία. Ήταν πραγματικά κατάχλωμη.
- «Μήπως έχει σπάσει τίποτα;»
- «Όχι, είμαι εντάξει. Μέ πόνεσε γιά λίγο, αυτό είν’όλο.» Τού άπλωσε τό ελεύθερο χέρι της, κι αυτός τήν βοήθησε νά σηκωθή. Τό χρώμα τής ξαναήρθε στό πρόσωπο καί φαινόταν πολύ καλλίτερα.
«Δέν είναι τίποτα», ξαναείπε βιαστικά. «Χτύπησα λίγο στόν καρπό. Ευχαριστώ, σύντροφε».
Καί μ’αυτά τά λόγια, προχώρησε γρήγορα – γρήγορα πρός τήν κατεύθυνση πού είχε πάρει σάν νά μήν είχε συμβή τίποτα. Όλη αυτή η σκηνή δέν κράτησε πάνω από μισό λεπτό.Νά μήν αφήνης τά αισθήματά σου νά φαίνωνται ήταν μιά συνήθεια πού είχε γίνει ένστικτο, καί έξ άλλου, όσο κράτησε τό επεισόδιο στεκόταν ακριβώς μπροστά στήν τηλεοθόνη. Παρ’ όλ’αυτά όμως, ήταν πολύ δύσκολο στόν Γουίνστων νά μήν προδώση μιά στιγμιαία έκπληξη, γιατί μέσα στά δευτερόλεπτα πού μεσολάβησαν όσο τήν βοηθούσε νά σηκωθή, η κοπέλα είχε γλυστρήσει κάτι στό χέρι του. Δέν υπήρχε αμφιβολία ότι τό είχε κάνει σκόπιμα. Ήταν κάτι μικρό καί επίπεδο. Καθώς περνούσε απ’τήν πόρτα τής τουαλέτας τό έβαλε στήν τσέπη του καί τό ψαχούλευε μέ τήν άκρη τών δακτύλων. Ήταν ένα κομματάκι χαρτί διπλωμένο στά τέσσερα.

Όσο στεκόταν στό ουρητήριο, κατάφερε νά τό ξεδιπλώση μέ τά δάκτυλά του. Χωρίς αμφιβολία θά υπήρχε γραμμένο κάποιο μήνυμα. Γιά μιά στιγμή, μπήκε στόν πειρασμό νά πάη σέ μιά τουαλέτα, καί νά τό διαβάση αμέσως. Αλλά αυτό θά ήταν σκέτη τρέλα, τό ήξερε. Εκεί, ήταν πιό σίγουρο από οπουδήποτε αλλού ότι οι τηλεοθόνες σέ παρακολουθούσαν συνεχώς.

Γύρισε στό γραφείο του, κάθισε, καί μέ αδιάφορη κίνηση, έριξε τό χαρτάκι ανάμεσα στά άλλα πού ήταν πάνω στό γραφείο. Ύστερα, φόρεσε τά γυαλιά του καί τράβηξε κοντά του τόν φωνογράφο. «Πέντε λεπτά», είπε μέσα του, «πέντε λεπτά τό λιγώτερο!» Ευτυχώς πού η δουλειά πού είχε νά κάνη ήταν δουλειά ρουτίνας· έπρεπε νά διορθώση έναν μακρύ κατάλογο μέ αριθμούς, πράγμα πού δέν χρειαζόταν μεγάλη προσοχή.

Ό,τι καί νά ήταν γραμμένο στό χαρτί, θά πρέπει νά είχε πολιτική σημασία. Απ’ό,τι μπορούσε νά προβλέψη, υπήρχαν δύο πιθανότητες. Η μία, πού τού φαινόταν πιό λογική, ήταν πώς τό κορίτσι ήταν πράκτορας τής Αστυνομίας τής Σκέψης, όπως ακριβώς τό φοβόταν. Δέν ήξερε γιατί η αστυνομία Σκέψης είχε διαλέξει αυτόν τόν τρόπο νά στέλνουν τά μηνύματά της, αλλά θά είχε τούς λόγους της. Αυτό πού ήταν γραμμένο στό χαρτί, μπορεί νά ήταν μιά απειλή, μιά κλήση, μιά διαταγή νά αυτοκτονήση, μιά οποιαδήποτε παγίδα. Αλλά υπήρχε καί μιά άλλη πιό τρελλή πιθανότητα πού τού ερχόταν συνεχώς στό μυαλό, παρ’όλο πού προσπαθούσε μάταια νά διώξη: ήταν, πώς όχι, τό μήνυμα δέν προερχόταν απ’τήν Αστυνομία τής Σκέψης, αλλά από κάποια μυστική οργάνωση. Ίσως η Αδελφότητα υπήρχε πραγματικά! Ίσως η κοπέλα ανήκε σ’αυτή! Χωρίς αμφιβολία αυτή η σκέψη ήταν παράλογη, αλλά πέρασε από τήν σκέψη του τήν ίδια στιγμή πού ένιωσε αυτό τό χαρτάκι μέσα στό χέρι του. Μερικά λεπτά αργότερα τού ήρθε στόν νού η άλλη, η πιό λογική εξήγηση. Κι ακόμη καί τώρα, μ’όλο πού τό μυαλό του τού έλεγε πώς τό μήνυμα ίσως σήμαινε θάνατο – έν τούτοις, δέν τό πίστευε αυτό, καί η παράλογη ελπίδα επέμενε, και η καρδιά του χτυπούσε, καί μέ πολλή δυσκολία προσπαθούσε νά κρατήση τήν φωνή του σταθερή καθώς υπαγόρευε τούς αριθμούς στό φωνογράφο.

Τύλιξε σέ ρολό όλη τήν δουλειά πού είχε τελειώσει καί τήν έριξε στόν αεροσωλήνα. Είχαν περάσει οκτώ λεπτά. Στερέωσε τά γυαλιά του στήν μύτη του, αναστέναξε καί τράβηξε κοντά του τόν επόμενο σωρό από τά χαρτιά πού είχε νά δουλέψη καί πού πάνω σ’αυτά βρισκόταν τό χαρτάκι. Τό ξεδίπλωσε. Μέ μεγάλα ακατάστατα γράμματα, έγραφε:
Σ’αγαπώ.


1984 – Γεώργιος Ώργουελλ.








0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats