Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

Χαροποιόν Πένθος




(κατόπιν ενός ρετουσαρίσματος...)

Άς δείξω λίγην ειλικρίνεια· η αλήθεια είναι ότι σεξαρίστηκα πρώτη φορά λίγο αφότου είχα κλείσει τό πρώτο τέταρτο αιώνος ζωής. Τούτο μοι προξένησε άπειρα συμπλέγματα πάνω μου συνεχή, σάν τόν βήχα στό μέ κοκκύτη τσογλανάκι. Καί τά συμπλέγματα μέ τήν σειρά τους, κάποια θέλω θέλω θέλω. Τό πιό θέλω από τά θέλω είναι ένα one night stand. Κι επειδή τά βράδια είναι μοναχιστερά, υπάρχει πολύς χρόνος νά τό ζυμώσω, νά τό πλάσω μέσα μου. Κάπως έτσι:

Θά ήθελα νά, θά ήθελα δηλαδής, νά μού έβγαινε κάπως...

Νά εισέλθω στόν χώρο περιβεβλημένος μιάς εσάρπας χρώματος συστολής, ίσως καί κατανυκτικότητος. Ο φωτισμός (νά) μέ εγκλιματίση άνευ πολλών καθυστερήσεων, αι χειραψίαι (νά) είναι σύντομοι, ενέχουσαι υποσχέσεις εγκαρδιότητος, προσηνείας καί ανέσεως, κάποια επιτοίχια βιτρώ (νά) θριαμβεύουν επί τής σιωπηλάδας. Δέν κρατά όμως γιά πολύ αυτή η κάθε άλλο παρά γιούχου κατάσταση.

Μιά γνησία απόγονος Καρυάτιδος αγνοεί επιδεικτικά τό χαλάκι στήν είσοδο καί ακομπανιάρει στό σαλόνι χαμογελώντας στούς λοιπούς παρισταμένους, ψάχνοντας τόν μπουφέ. Τό βλέμμα μου είναι γιομάτο από Norman Bates. Ντροπαλότητα ισχυρής περιεκτικότητας σέ pH ενώ η μητρική σπάθη αιωρείται μογγολικά πάνω από τήν κάρα μου τής οποίας οι οφθαλμοί δέν λένε νά ξεκολλήσουν πάνω από τήν νιόφερτη. Η τελευταία επιρροή τού σχιζοφρενούς ήρωος είναι νά είμαι εντελώς αιδήμων, κάτι τέτοιο κάνω, χαμηλώνω λοιπόν τά μάτια μου, ντρέπομαι ρέ γαμώτο, ναί όντως ντρέπομαι, ντρέπομαι αλλά γιατί νά τό κρύψωμεν άλλωστε; Διώχνω τήν ματιά μου από τήν δική της, τήν χαμηλώνω όχι μόνο λόγω αιδούς αλλά επειδή αυτό τό μπούστο (της) αξίζει μυριάδες ωρών βλέμματα ώστε νά τό απο-στηθίσης...

Είχε τελειώσει ένα ολάκερο σιντί μέ κλαρίνα τού Πετρολούκα όταν μπόρεσα νά απαγκιστρώσω τόν (σικ) βλέμμα από τό ντεκολτέ της. Μιά νότα ολίγον αλέγκρο μέ συνέφερε από τήν χαοτική κατάστασή μου, ήταν ένα ηπειρώτικο πού μιλούσε γιά τόν ανθό μιάς πικροδάφνης. Όλη η ώρα εκείνη, τό κλαρίνο ήταν η λέξη κλειδί, η σημειολογία του έλεγε τά πάντα, δέν άφηνε τίποτε κλαψιάρικα παραπονεμένο... Τίποτε; Χμ...

Προφανώς η κάψα μου, παραβγήκε μέ τόν από τά τσιγάρα καπνό, καί κατέκλυσε, διαχέοντας τόν χώρο. Επέδρασε καί στό ποτό της, είχε κατουρλιοθερμοκραστεί τό ποτό της καί ήσαν λίαν ευδιάκριτα τά σημάδια δυσανασχετήσεως... Άδραξα τήν ευκαιρία σάν απόχη διοπτροφόρου συλλέκτου πεταλουδών καί τήν πλησίασα διαβαίνοντας έναν κάποιον Ρουβίκωνα (μιά παράστασις ενός ποταμού υπήρχε όντως στό χαλί) τής αμφιβολίας. Δέν τήν κάρφωσα απ’ευθείας στά μάτια, είπα νά τό παίξω λίγο άνετος, μήν δείξω πόσο λιγούρης είμαι αλλά πάλι δεκαετίας θεονηστείας δέν κρύβονται εύκολα... Η μανταμίτσα σχημάτισε ένα ερωτηματικό στά χείλη της τών οποίων η καμπύλη μαρτύρησε ανταξιότητα επιδόσεων κόλπου καί κλειτορίδος. Άρχισα νά νοιώθω προλόγους αιμάτωσης μορίων τής βαλάνου μου, τούς οποίους διέκοψα αρχίζοντας μιάν (γειτνιάζουσα) αναζήτηση στήν τσέπη μου. Ναί, προσπαθούσα νά εύρω κάτι, γιά τό οποίον η εν λόγω μανδάμ φάνηκε νά ενδιαφέρεται. Νοίκιασε ένα ύφος Κατερίνας Χέλμη στόν Κατήφορο καί ρώτησε νοτίζοντας τό ύφος της μέ ειρωνείες Βασίλη Διαμαντόπουλου (στό ίδιο έργο) :

- Περίστροφον διεθέτεις εκεί ή.... Χαίρεσαι γιά μένα; Ε; Πολλή χαρά; Άφατη η ευφορία σου; κι έστειλε τήν χείρα της στήν περιοχή τού σώματός μου όπου η μάτιση τών πατζακιών μου φέρει τατού τεστοστερόνης. Αιφνιάσθην αβέρτα! Γάμησέ τα λέμε! «Πώπω, τί κάνει η γκόμενα ρε;» εσκέφθην... Ή κάλλιον προσπάθησα νά σκεφθώ, διότι αι χειρονομίες της δέν (μού) άφηναν πολλά περιθώρια αυτοσυγκεντρώσεως. Μονομιάς ξέχασα τό ντεμέκ κίνητρόν μου, τόν λόγον προσεγγίσεώς της, γι’αυτό καί άφησα στήν τσέπη τό παγουρίνο μου όπερ κουβαλώ από νηπιόπαις! Γεμάτο νερό αυτό, χωρίς διεισδύσεις στό ζεστό ποτό της, δημιουργόν απωθημένα... Παρέμεινα εκεί μ’ακίνητα τά 4 από τά 5 άκρα τού σώματός μου καί τό βλέμμα μου παγωμένα λιγωμένο... Η πλαγκόνα αντελήφθη τίς αιτίες τού «παγωμένα» γι’αυτό καί συνέχισε κινήσεις παλινδρομήσεως στό προαναφερθέν άκρον μου μπάς καί ζεσταθώ...

- Δέν θά μού πής; Δέν θά «ολοκληρώσης»; Μάγκνουμ παίζει εδώ κάτω ή έν τέλει, πλήρης η τέρψις σου ; Ε;

Αυτή η φράσις της είχε προθέσεις προβοκάτσιας αλλά δέν άλειψα βούτυρο στό ψωμί της.... Παρέμεινα σιωπηλός. Κι αυτή, ωσάν τήν μέ δέκα κεφάλια Ρόζα τής Βαβυλωνίας, πλησίασε μιά σταλιά, έσκυψε δύο καί :

- Ευλογημένα κατηγορηματική η καλοσυνάδα σου;

Κι εγώ, άεργος παγωτατζής σέ αποκλεισμένη χειμερινή πλατεία, αθώος παίς μοιράζων διαφημιστικά φυλλάδια σέ σέξ σόπ, άγουρος έφηβος σέ στενά τής Φίλωνος, παρατηρώντας τήν σάν τό φαράγγι τής Σαμαριάς, βυζοχαράδρα της, δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τήν έν υπνώσει ικμάδα μου. Η βάλανός μου, από τό πολύ αλκοόλ προφανώς, ανακατεύτηκε αβλεπί καί εμετιάστηκε. Προσπάθησα νά τό απολαύσω, νά μεγιστοποιήσω τό γουργούρισμα αλλά αυτή η μαλακισμένη έκφρασίς της: «Σέ ρωτώ κάτι καί θέλω απάντησιν τώρα!» μού τήν έσπαγε, μέ ξενέρωνε, μέ βιαζε, κατέστρεφε πάσα – βραχεία έστω – ευδαιμονία... Απήντησα λοιπόν, τής απήντησα μπάς καί μ’άφηνε ήσυχον:

- Όχι κι εντελώς χαρά, γιαβρί μου... Μάλλον χαρμολύπη... Χαρά γιά τό φλίπ φλίπ φλίπ αλλά λύπη γιά τήν κούτσικη διάρκειά της... Άσε πού όπου νά’ναι θά μέ πιάση θορυβώδης κλαυσίγελως κι άντε ψάξε τά μπίτ, καλή μου!

- Δηλαδή; Δέν σού αρκ

Κάτι προσπάθησε νά πή, όμως εγώ , σθεναρότατα τήν διέκοψα λέγοντας:

- Κύττα, αγάπη μου... Μόλις εβίωσα ένα Χαροποιόν Πένθος , μή μού γαμάς τά ράμματα, please! κατέληξα μεταβολάροντας προβληματιζόμενος γιά τήν υγρασία στό σλίπ αλλά χαρούμενος γιά αυτό τό one night stand…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats