Δευτέρα, Μαΐου 15, 2006

Κάτι γιά τόν Σταύρο Μ.


Δέν προλαβαίνεις ποτέ νά πής αυτά πού θέλεις. Τό μόνο σίγουρο. Όχι μόνο λόγω αναβλητικότητας – ώς χαρακτηριστικό σου αλλά ποτέ δέν τά προλαβαίνεις επειδή μιά ήταν η Πυθία – καί αυτή, πρό 2.300 ετών. Μία κι η Βασιλειάδου (ώς καφετζού), αλλά κι αυτή έχει παρελθοντιαστεί as well. Καί τέλος, τά 090 τής σήμερον δέν εμπνέουν καί πολλήν εμπιστοσύνη…

Δυσκολεύεσαι, επίσης, (κάτι πού δέν χρειάζεται ειδικές δεξιότητες νά έχης γιά) νά παραδεχτής ότι κι έσύ, μέρος αυτού τού κόσμου είσαι. Κι αυτός ο κόσμος δέν έχει μόνο «χαχαχα». Γιατί νά είσαι (συμ)μέτοχος μόνο τών χαρών; Έ; Καί ξέρεις; Όχι μόνο αρνείσαι νά τό παραδεχθής (διότι παραδοχή προϋποθέτει πρότερη ενασχόληση ενδελεχή ή όχι) αλλά δέν ασχολείσαι κάν. Ούτε, έστω, φιλολογικώς.

Όχι μόνο γέλια , μά καί απογοητεύσεις.

Απογοήτευση είπαμε;

Άν ρωτήσουμε αυτούς πού ακριβώς πάνω στα λουλούδια τής γιορτής, χρειάστηκε νά παραγγείλουν περισσότερα, όχι όμως μ’ευχές «χρόνια πολλά αγαπημένε καί του χρόνου» κι αυτό αυτό πού’νοιωσαν ήταν απλώς απογοήτευση τότε ευτυχώς, δέν πέρασαν τίποτε.

Ο Σταύρος καταπίεσε τήν μανιβέλα, έπαιξε μέ τόν συμπλέκτη καί τό έκεί κρεμασμένο καφέ κομποσκοινάκι γιά τελευταία φορά, ακριβώς τήν ημέρα τών εικοστών γενεθλίων του. Λίγο μετά άπό μιά άστοχη επιτάχυνση, βρέθηκε νά στραβώνεται άπό τόν κατά πάνω του ήλιο. Δέν άκουσε σειρήνες ασθενοφόρου, δέν είδε βλέμματα (αποκαλύπτοντα πολλά) τραυματιοφορέων, δέν ένοιωσε τό τράνταγμα της ασφάλισης τού φορείου στό εσωτερικό τού ασθενοφόρου. Παρά μόνο ένα «πονάω» άκουσαν οι άπό πάνω του σπεύσαντες. Δέν πρόλαβε επίσης, γιά 8 ώρες περίπου, νά δεχτή ευχές, νά κόψη τήν, μάλλον, σοκολατίνα, καί νά πή «ξοδεύτηκες πάλι!» βλέποντας, τόν μέ φάρους παράσταση, ζίππο πού τού είχα αγοράσει. Εχθές, έκλεισαν 10 χρόνια άπό εκείνο τό μεσημέρι όταν ξαφνικά αισθανθήκαμε κάτι από δύστροπη ενηλικίωση, τότε πού δημιουργήθηκε, εσαεί, ένας μέ τήν πρώτη ευκαιρία ανακινούμενος στομαχικός κόμπος ο οποίος μάς ξενερώνει όταν πηγαίνουμε γιά μπιλιάρδο στό Ουράνια (σχεδόν ποτέ πλέον) ή βλέπουμε κάποια ταινία μέ τόν Τζέρεμυ Άιρονς.

Ο πιο άδικος χαμός είναι ο σέ τέτοιες ηλικίες. Προλαβαίνεις νά δης αρκετά, ίσως πολλά, νά κάνης μερικά, νά οικειοποιηθείς λιγότερα αλλά σέ αυτό τό στάδιο βλέπεις, παίρνεις μυρωδιά όλων τών άλλων τών οποίων δέν γίνεσαι (ποτέ) κοινωνός.


Τό σημείο τού συμβάντος, ο δρόμος εκεί, καθ’όλα αστικός, μέ έντονα χαρακτηριστικά «γειτονιάς», γιά μάς πάντοτε ήταν γνωστός, ψιλοκοντά τής ημετέρας περιοχής, τόν διερχόμεθα λίαν συχνάκις. Λίγο μετά όταν, οι γονείς του τοποθέτησαν ένα μαρμάρινο θυμητήρι, μάς έκανε νά ψάξουμε εναλλακτικές πορείες ανόδου στά σπίτια μας. Ακόμη καί τώρα, μέ τις θύμησες αμβλυμένες, έάν ως συνεπιβάτες, τύχει καί περάσουμε άπό έκεί, θά μπορέσουμε νά διακρίνουμε τό ανυπόμονο βλέμμα του στήν ξεθωριασμένη πιά, φωτογραφία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats