Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2018

chi

Συνήθως ναοῦμε, ὅταν κἄποια θαυμάστρια τοῦ Μέγα Βαγγέλακα, ἐπιλέγεται ἀπὸ τὴν εἱμαρμένη καὶ τὸν Ὕψιστο ὥστε νὰ τὴν εὐλογήσῃ, τότε τὸ φεστιβὰλ τῆς βραδιᾶς ἄρχεται καθὼς τῆς δείχνει τὴν συλλογή του τῶν γραμματοσήμων. 
 
Ἡ ὁποία ὑφίσταται ἀπὸ τὰ 1994, βέεεεβαια, ἀπὸ τὴν σειρὰ μᾶλλον τὴν ἀφιερωθεῖσα εἰς τὴν Μ. Μερκούρη. 
 
Ὁ φιλοτελισμὸς εἶναι μιὰ καλὴ λύσις γιὰ ἀτύψιωτη προσέγγισιν ὥστε νὰ ἐλαφρυνθοῦν αἱ συνιστῶσαι τῆς βραδιᾶς καὶ μία διψασμένη γιὰ τὸ ἀπολλώνειον κορμὶ τοῦ Μέγα Βαγγέλακα νὰ τὸ νεμηθῆ κατὰ τὰ δέοντα. 
 
Μιὰ λυσσάρα ὅμως, ἕνα μαῦρο σκυλὶ ἀτάϊστο, ἠγνόησεν ὅλα ταῦτα τὰ εὐγενῆ χόμπια τοῦ φιλοτελισμοῦ. Καὶ προχώρησε πρὸς τὸ σύνθετο, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ σαλονιοῦ τοῦ μεγάρου μου. Τὸ πεσθὲν φόρεμα δὲν τῆς μπέρδεψε διόλου τὸ βῆμα πρὸς τὴν βιτρίνα ὅπου ἐκτίθενται τὰ καπνοσυρίγγιά μου. Αὐτὸ τὸ φαλλικὸ σύμβολο, αὐτὲς οἱ στερεοτυπικὲς χαβαλοειδεῖς ἀντιλήψεις τὴν ἔφεραν ἐκεῖ, ἐνώπιον. Ὡραῖες οἱ πίπες σου! Τάδε ἔφη καὶ μὲ τάραξε ὀλίγον τί, καθ’ὅσον σκόπευα νὰ τῆς τὸ δώσω ἀνελέητα στὸ στόμα καὶ νὰ τὴν στολίζω μὲ μπινελίκια ποὺ θὰ κατέληγαν ὅταν θὰ ῥευόταν τὸ σπέρμα μου, στὴν προειρηθεῖσα ἐπωδό: ὡραῖαι αἱ πίπαι σου. Μὲ εἶχε προλάβει ἡ μαλάκω! 

Τέλος πάντων, τῆς σέρβιρα λίγο λικὲρ βύσσινο (τῆς μαμᾶς) καὶ ἄρχισα καταλεπτῶς νὰ τῆς περιγράφω τὴν κάθε μιά. Καὶ ἐπειδὴς εἶναι πολλαί, περιωρίσθην εἰς τὰς ἠγορασθεῖσες κατὰ τὰ ἐξωτερικῷ ταξείδια μου. 


 

Παρίσιοι. Μάρτιος τοῦ 2009. Σὲ κἄποιο καπνοπωλεῖον, εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς πλατείας Σαὶν Μισέλ. Ἡ περιοχὴ αὕτη, ἐκεῖνο τὸ σημεῖον τῆς περιβοήτου ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ Σηκουανός, θαρρῶ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον γραφικὰ τῆς ὡστόσο ὑπερτιμημένης πρωτευούσης τῶν Φράγκων. Ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦταν λίγο περιπετειώδης. Τὸ shank ἦταν βουλωμένο, κἄτι εἶχε ξεχάσει προφανῶς ὁ κατασκευαστὴς νὰ ὁλοκληρώσῃ. Τὸ διεπίστωσα ὅταν εἶχα γυρίσει στὸ χοτέλι. Εἶχα πετάξει τὴν ἀπόδειξη, πῆγα τὴν ἑπομένη μέρα, πλήρης φόβου μὰ καὶ θράσους καὶ τέλος πάντων, μὴν πολυλογῶ, ἐν τάξει, πῆρα κἄποια ἄλλη, ὅμοια. 
 
Σ’ ἀρέσει; Πιέ! 
 
Ῥώμη. Μάρτιος 2010. Σὲ σκοτεινότατο κατάστημα σὲ πεζόδρομον ἀρχόμενον τῆς κρήνης τοῦ Τρέβη. Σκοτεινότατο κατάστημα λοιπὸν μὲ τὸν ἰδιοκτήτη νὰ εἶναι παρέα μὲ κἄποιον ἄλλον καπνίζοντες βεβαίως συζητῶντες γιὰ κἄτι ποὺ μόνο ἰταλομαθεῖς μποροῦν νὰ μᾶς ποῦν καὶ διαθέτοντες τὸ συναίσθημα νομῆς τῆς κοινῆς καὶ ἐξεζητημένης ἰδιότητος. Τοὺς ἔλεγες καὶ τεκτονίζοντες ἄμα λάχει. Ὡραῖο μέρος τὸ ὁποῖον φεῦ! δὲν ηὗρα ὅταν πῆγα πάλι ἓξ ἔτη μετά.

Σ’ ἀρέσει; Πιότερο τῆς πρίν; Ῥοῦφα!

Λευκωσία. Νοέμβριος 2011. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχε πέσει βρόχα ποσότης ἴση μὲ τὴν πίπτουσα καθ’ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους, στὸ σχεδὸν ἄνυδρο νησί. Βρῆκα τὸ καπνοπωλεῖον ἐντελῶς τυχαίως, πάνω στὸ καμπουρωτὸ βάδην ποὺ σὲ προκαλεῖ ὁ δριμὺς ὑετός. Ἱκανοποητικὴ ποικιλία ἐντός, ὁ πωλητὴς ὡστόσο μᾶλλον μυρωδιάς, καθ’ὅσον ἀναφερόμενος στὸ φιλτράκι, τόνισε ὅτι ἂν δὲν μαυρίσῃ σὲ ἀπόχρωση τῆς κολάσεως ἐβένινη, δὲν τὸ ἀλλάζει. Εἰς τὴν Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, πλησίον, ἔναντι τοῦ ταχυδρομείου.

Σ’ἀρέσει; Ὄχι καὶ τόσο;! Οὔτε σταγὼν ἀπόλλυται.

Ἀμστελλόδαμον, βασίλειον τῆς Ὁλλανδίας. Ὀκτώβριος 2012. Ἐντυπωσιακαὶ βιτρίναι ἐντός. Τιμαὶ ξηλώσου ῤὲ τσίπη! Ποικιλία κάτσε καλά. Νἄχα χίλια μάτια τὶς πίπες σου νὰ βλέεεεπω… Γιώτα Λύδια speaking ἢ κάλλιον, ἄδειν. Εἰς τὴν ὀδὸν Ῥόκιν.

Σ’ ἀρέσει; Τὸν συμβίον σου; Ὦ λαλά!

Λονδῖνον, Ἡνωμένον Βασίλειον. Ὀκτώβριος 2013. Ἀκριβὰ καὶ ἄσχημα καπνοσυρίγγια. Τὸ δὲ ὕφος τῶν πωλητῶν, ἐφάμιλλον μὲ αὐτὸ τοῦ Σκροὺτζ τῆς γειτονιᾶς σου καθὼς σπεύδεις νὰ τοῦ δανειστῇς εὐρά. Eἰς τὴν ὁδὸν Σαὶν Τζαίημς. 
 
Σ’ ἀρέσει; Οὔτε κι ἐμένα, μὴ μᾶς ἀκούσῃ! Πιέ!

Σόφια. Μάρτιος 2014. Σὲ ἕνα μὼλλ τῆς πόλεως, τὸ μὲ τὴν ῥωμαϊκὴ ὀνομασία τῆς Σόφιας· Сердика. Ἡ πωλήτρια μὲ εἶδε καὶ παραξενεύτηκε· μᾶλλον θἆχε νὰ δῇ πελάτη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ζίβκωφ… Ἐν τάξει, δὲν ὑπῆρχον μὼλλ εἰς τὰ ἔτη τοῦ ὑπαρκτοῦ, παρομοίωσις ἦτο. Αἱ τιμαὶ ὄχι ἀκριβαὶ ἀλλὰ ἀνέμενα κἄτι καλλίτερον.

Σ’ ἀρέσει; Πολύ! Τὸ μέγεθος;

Βελιγράδιον. Ἰούνιος 2014. Ζαχάρωνα ἀρκετὴν ὥραν τὴν μέρσαουμ. Ἡ πωλήτρια φαινόταν κι αὐτὴ νὰ ἐπιμένῃ νὰ τὴν ἀγοράσω. Τὸν λόγον ἀντελήφθην ἀργότερα· ὑπῆρχε ἓν κἄποιο ψεγάδι εἰς τὸ γλυπτόν. Σὲ ἔνα στενότατο στενὸ τῆς κεντρικοτάτης Μιχαήλα (Кнеза Михаила) στενὸ σὰν αὐλή. Γιὰ 43,22 ἔουρος (4.500 δηνάρια) μοῦ φαίνεται πάντως καλὴ ἀγορά.

Σ’ἀρέσει; Πρωτοφάντως. Πιέ!

Βιέννη. Ὀκτώβριος 2014. Ἡ πωλήτρια ζηλώσασα τοὺς ἀγενεῖς ἄγγλους, εἶπε νὰ τοὺς ξεπεράσῃ. Ἐνοχλήθη πολὺ ποὺ καταστήματι εἰσῆλθον, κἄτι μᾶλλον ἔκανε πίσω, εἰς τὸ ἐργαστήριον – τὸ πολὺ πολὺ νὰ ἔβραζε πατάτες, ἢ νὰ ἄπλωνε τραχανά· κἄτι ἄλλο πιὸ σπάϊσυ ἐπ’ οὐδενὶ καθ’ ὅσον εἶχε παύσει νὰ εἶναι γυναῖκα τοὐλάχιστον 17 ἔτη. Πλατεία Freyung, σὲ ἀπόσταση τζούρας ἀπὸ τὸ καφὲ τσεντράλ.

Σ’ ἀρέσει; Μαρτυριάρα! Πιέ!

Βουκουρέστιον. Νοέμβριος 2014. Λίαν φινετσάτον κατάστημα μὲ πολὺ πρᾶμμα ἐντός! Τιμαὶ καλαὶ καίτοι τὰς περίμενα λίιιιγο πιὸ φθηνάς. Calea Victoriei, ψηλά, ἐλαχίστως πρὸ τῆς Piaţa Victoriei.
Σ’ ἀρέσει; Κάτσε φρόνιμα, χρείαν χρόνου ἔχομεν.
Πράγα. Μάρτιος 2015. Πρόσεχα περισσότερον τὴν ἔγχρωμον πωλήτριαν παρὰ τὶς πίπες. Καὶ πρᾶγμα τι! Φαινόμενο τόσο γκροτέσκο! Σὲ μιὰ πόλι μὲ θηλυκὰ χρώματος ῥὸζ τὰ ὁποῖα ἔχουν πλημμυρίσει τὴν βιομηχανία τῆς τσοντός, νὰ ἔχῃς μάτια γιὰ μιὰν ἀφροευρωπαίαν ἀραπίνα! Τελικῶς ἠγόρασα μιὰν Butz Choquin τῆς ὁποίας τὸ κόψιμο στὴν μετώπη, μὲ χαλᾶ ὀλίγον τι.

Σ’ἀρέσει; Καθόλου; Πιέ! Πιέ! Πιὲ μωρὴ ἀνάφτρα!

Μαδρίτη, Βασίλειον τῆς Ἰσπανίας. Μάϊος 2015. Τιμαὶ κάνε πιὸ πέρα ῥὲ λοῦστρο! Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ μήν! Ὁ πωλητής, καλή του ὥρα, μᾶς ἀφηγεῖτο τὴν ἱστορίαν (σχεδὸν) κάθε πίπας του. Ἐν τάξει, δὲν εἶναι κακό, δὲν είναι καὶ τόσο κακὸ θὰ μοῦ πῇς, ἀλλὰ ὅταν ἔχῃς ἀναφέρει τετράκις ὄτι δὲν ὁμιλεῖς τὰ καστιλιάνικα… Διότι ἱσπανιστὶ μᾶς ὡμίλει… Ἤμην ὅμως τόσο ἀνεκτικὸς μὲ αὐτὸν καὶ μὲ τοὺς ἰσπανοί… ἕνεκα ἡ βασιλομήτωρ καὶ ἀδελφή τοῦ ἠμετέρου Βασιλέως, Σοφία… Ἠγόρασα μιὰν μικρὰν καὶ ἄφιλτρον. 
 
Σ’ἀρέσει; Ὄχι, δὲν κάνει κρύο! Χά! Χά! Χὰ χά! 
 
Ταλλὶνν. Ὀκτώβριος 2015. Στὴν πλατείαν τῆς πανέμορφης παλαιᾶς πόλεως. Τιμαὶ κομσὶ κομσά. Καλότατη ποικιλία. Ἀκριβοὶ καπνοί.

Σ’ ἀρέσει; Καὶ μένα! Πιέ!

Βαρσοβία. Ὀκτώβριος 2015. Σὲ μιὰν κάθετον τῆς ὁδοῦ Świętokrzyska. Σπουδαία ποικιλία, τιμαὶ καλαί. 
 
Σ’ἀρέσει; Πώπω! Ὅλο! 
 
Βαντούζ, πριγκιπάτο τοῦ Λίχτενσταϊν. Μάρτιος 2016. Στὸν μοναδικὸν πεζόδρομον (Städtle) τῆς πόλεως, ἔνθα τὰ (ὅποια) μουσεῖα καὶ τὰ (ὅποια) τουριστικὰ μέρη. Εἶχα, τὴν προηγουμένην ἡμέραν, σοκαριστῇ μὲ τὰς τιμὰς τῶν καπνοσυριγγίων εἰς τὴν Ζυρίχην. Καὶ ἐπειδὴ ἦσαν ἀγενεῖς, εἶπα νὰ ἀφήκω τὸν ὀβολόν μου εἰς τὸ γειτονικὸν κρατίδιον καὶ οὐχὶ εἰς τὴν Confoederatio Helvetica. Ἔβλεπα τὰς τιμὰς καὶ σκεπτόμην, φὰκ τί θὰ κάνω; δὲν μπορῶ νὰ πωλήσω τὸ κορμί μου γιὰ νὰ ἀγοράσω πίπα, εἶναι σαρακοστή! Τελικῶς μὲ 109 εὐρὼ (καμιὰ 120 φιορίνια) ἠγόρασα τὴν δευτέραν πιὸ φθηνὴ εἰς σύμπαν τὸ κέντρον. Ἡ πωλήτρια θύμιζε περισσότερον ὑπεύθυνη δανείων σὲ τράπεζα, λίαν χαμογελαστὴ ἐν τούτοις... 
 
Σ’ἀρέσει; Ἀξιόπρεπη, γιά! 
 
Λιουμπλιάνα. Ἰούνιος 2016. Σχεδὸν τέλειος προορισμὸς γιὰ δυὸ ἡμέρες – τυχὸν ἐπίσκεψις εἰς βενετίαν δέον νὰ συνδυάζῃται μὲ τὴν πρωτεύουσα τῆς πιὸ εὐρωπαϊκῆς χῶρας τῆς πρώην Νοτιοσλαυΐας. Ἀπὸ καπνοπωλεῖον σὲ μὼλλ εἰς τὴν ὁδὸνŠubičeva. Τιμαὶ καλαὶ καὶ καπνοὶ ἐπίσης καλοί, χωρὶς ὡστόσο ποικιλία.

Σ’ἀρέσει; Μίλα! Καλά, ῥοῦφα!
 
Μάλτα. Σεπτέμβριος 2016. Σὲ μιὰν κάθετον τῆς Triq Ir-Repubblika, μὲ μπόλικο πρᾶμμα μέσα, σχεδὸν ἐγγλέζικες φάσεις ὅπως εἶναι λογικόν.

Σ’ἀρέσει; Ῥοῦφα!

Ἅγιος Μαρίνος. Ὀκτώβριος 2016. Νὰ γυρνοβολῶ σὲ ὅλο τὸ κάστρο, ψάχνοντας στὰ ἄπειρα τουριστικὰ καταστήματα καπνοσυρίγγι, μὰ πουθενά. Οὔτε τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα, οὔτε ὁ Ὄλιβερ Τουίστ δὲν ἔσχον τέτοιον καημό. Τὄχα πάρει ἀπόφαση ὅτι δὲν θὰ εὕρισκα, ὥσπου πάνω στὴν φευγάλα, ἀκριβῶς στὴν πύλη, ἕνα μαγαζὶ μὲ πίπες ποιότητος ὡς τόσο μὲ ἔκαψες. Δὲν μὲ χάλασε πάντως καίτοι 29 εὐρὼ γιὰ τέτοιο κομμάτι δὲν τὰ δίδεις.

Σ’ἀρέσει; Ὦ! Ῥοῦφα μικρή μου!

Βουδαπέστη. Νοέμβριος 2016. Μὲ τέτοια τιμὴ δὲν ἔχει κουτί. Ἔτσι μοῦ εἶπε ὅ μογγολογενὴς μαγυάρος καὶ ἤθελα νὰ γίνω ταξίαρχος θεοχάρης καὶ νὰ τοῦ σπάσω τὸ μαγαζὶ ἀλλὰ καταδικάζομε τὴν βίαν ἀπόπου κι ἂν προέρχῃται. Πάντως γιὰ 25 εὐρὼ καπνίζει πολὺ ἱκανοποιητικῶς. Ἀπὸ τὴν πλατείαν Vörösmarty, σὲ ἕνα περιπτέρι στὸ ὁποῖο δὲν βλέπεις μέσα, ἡ διαρρύθμισις τῶν καπνοπωλείων εἶναι τέτοια ὥστε νὰ μὴν ἑλκύωνται (;) οἱ μὴ καπνισταί...

Σ’ἀρέσει; Καλὰ τὸ πᾷς!

Κοπεγχάγη. Βασίλειον τῆς Δανιμαρκίας. Φεβρουάριος 2017. Εἰς τὸ ἐμβληματικόν, danish pipe shop. Ζαλίζεσο βλέποντας ὅλους τοὺς τοῖχοι γεμάτους μὲ πίπες. Τέλεια!

Σ’ἀρέσει; Δὲν ἔχει σημασία, ναί!

Μόντε Κάρλο, Πριγκηπάτον τοῦ Μονακό. Μάϊος 2017. Ἔχω πιεῖ τὸν ἐννέα εὐρὼ ζύθο εἰς τὸ Café de Paris Monte-Carlo ὡς γνήσιος καράμπαμπας νομίζων δὲ ὅτι κἄτι μόλις εἶχα κάνει καὶ σπεύδω εἰς Métropole Shopping Monte Carlo. Εἶχα συναίσθηση τῆς (τιμολογιακῆς) καταστάσεως. Αἱ τιμαὶ ἐκεῖ λογικαὶ (γιὰ Μόντε Κάρλο). Κυττοῦσα τὶς κακάσχημες πίπες καὶ σκεπτόμην ὅτι θὰ διερράγετο ἡ παράδοσις. Ἐν τέλει, ἀναρωτήθηκα: Γαμιέται; Ἀπήντησα: Δέν. Ὁπότε τὴν ἠγόρασα, ἠγόρασα τὴν πλέον φθηνὴ τοῦ καταστήματος. Εὐρὼ 135.

Σ’ἀρέσει; Πολύ; Πόσο;

Σμύρνη. Αὔγουστος 2017. Στὸ καπνοπωλεῖον τοῦ Konak Pier Mall. Μέσα στὴν συσκευασίαν τῆς πίπας (ὅπου τάμπερ, ἀναπτήρας, μάκτρα) ἀποθαμένα μυιγάκια. Ἐλάχιστα ἐκθέματα, ἀνύπαρκτοι καπνοί. (Γκιαοὺρ) Σμύρνη, τρίτη μεγαλυτέρα πόλις τῆς Τουρκιᾶς μετὰ τὴν Ἐς τὴν Πόλιν καὶ τὴν Ἄγκυρα.

Σ’ἀρέσει; Τὸ βλέπω!

Ῥίγα. Σεπτέμβριος 2017. Σὲ μιὰ ὀνειρώδη γειτονιὰ ὁργασμὸ art nouveau κτηρίων, στὴν ὁδὸν alberta διὰ τὴν ἀκρίβειαν, ὀλίγον πρὸ τοῦ μουσείου ἂρτ νουβὼ τῆς πόλεως. Ἡμιυπόγειο, ἀλλὰ φωτεινότατο, μὲ πολλὰ ἐνδιαφέροντα ἐκθέματα.Τιμαὶ εὐρωπαϊκαί.

Σ’ἀρέσει; Θὰ σὲ ῥωτῶ!

Βίλνιους. Σεπτέμβριος 2017. Ἐπὶ τῆς κεντρικοτάτης λεωφόρου τοῦ ἄστεος, gediminas, σὲ κἄποιο ἐμπορικὸν κέντρον. Τιμαὶ ἀπωθητικαὶ - ἐπεσήμανα ὡς τόσο, μίαν ἐμφανίσιμον, τῆς ὁποίας ἡ ὑπὲρ τὸ δέον χαμηλὴ τιμὴ (17 €) τὴν ἔκανε ἀναξία προσοχῆς. Δὲν μοῦ φάνηκε ὅμως τόσο χάλια καὶ ἠγοράσθη. Ἡ πωλήτρια καὶ ὀ μπαμπᾶς της προσεπάθουν (εἰς μάτην) νὰ μὲ πείσωσιν ὅπως ἀγοράσω κἄνα ἄλλο κομμάτι, ἀκριβότερο. Τόσο, ὥστε ἔνοιωσα ἐνοχικῶς ὅταν πλέρωσα γι’αὐτήν.

Σ’ἀρέσει; Καθόλου δὲν μὲ πειράζει.

Ἀνδόρρα λὰ Βέγια. Πριγκηπάτον τῆς Ἀνδόρρας. Ὀκτώβριος 2017. Καταστήματα μὲ διαρρύθμιση ἴδια τῶν ἀεροδρομίοις ἀφορολογήτων, ἐπὶ τῆς λεωφόρου Meritxell, τῆς μοναδικῆς ἐμπορικῆς λεωφόρου τῆς πόλεως – ἡ ὁποία ἀποκτᾷ διόλου εὐκαταφρόνητη γραφικότητα πέριξ τοῦ ναοῦ Sant Esteve. Ἡ Butz Choquin ῥουστικέητηντ ἦταν τόσο ἐλκυστικὴ καίτοι ὁ πωλητὴς ἠρνήθη νὰ κόψῃ 2 εὐρώ. Ἔφυγα θιγμένος ἀλλὰ ἐπέστρεψα μετὰ ἀπὸ λίγο, διότι πολὺ μὲ ἄρεζε. Μέχρι καὶ τώρα, δὲν τὴν ἔχω καπνίσει.

Σ’ἀρέσει; Ὦωωωω, ναί! 
 
Βαρκελώνη, Βασίλειον τῆς Ἰσπανίας. Ὀκτώβριος 2017. Mία ἑβδομάδα μόλις μετὰ ἀπὸ τὸ δημοψήφισμα, πρὶν ὅμως απὸ τὸ ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν, τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια φυγὴ τοῦ κατὰ τ’ἄλλα Ντουρούντη, ὅταν ἀκόμα ὐπῆρχε ἕνας κἄποιος ἀναβρασμὸς ἀπὸ τοὺς καταλανοὶ σὲ ἀποσχῖζον στύλ, δὲν εἶχα καμμία διάθεσις νὰ ἀφήκω λεφτὰ στοὺς σκοπεύοντες ἀποσκίρτησιν ἀπὸ τὸν Φίλιππον, τὸ ἀνήψι τοῦ ἡμετέρου. Διεκπεραιωτικῶς γυρνοβολοῦσα εἰς τὴν Βαρκελώνην· ἀγνοοῦσα Μπαρθελονέτες, τὰ πάντα ὄλα τοῦ Γκαουντὶ καὶ τὴν γοτθικιὰ συνοικία - αἱ μόναι στιγμαὶ ποὺ ἔβγαζα γοῦστα εἶναι ὄταν ἔγραφα στὶς τουαλέττες μπάρ, καφωδείων, ταβερνῶν κἄτι μούρλια τσιτάτα ὅπως Viva Franco, arriba España! καὶ Viva el Rey! Σὲ ἔνα συνηθέστατο σιγαροπωλεῖον, βρῆκα μία ἀναλόγου ποιότητος πίπα, τὴν ὁποίαν καὶ ἠγόρασα.

Σ’ἀρέσει; Ἀρρίμπα μωρὴ ῥουφιόλα!

Μπρύζ, Βασίλειον τοῦ Βελγίου. Νοέμβριος 2017. Ὦ λαλά ἡ Βρύγη, ὦ λαλά! Ντάξει, πολλαὶ (σχεδὸν ἅπασαι) πρωτεύουσαι καὶ πόλεις εὐρωπαϊκαὶ διαθέτουσαι ποταμὸν εἶναι εὔμορφαι, ἀλλὰ στὴν Μπρὺζ παθαίνεις τὸ κατιτίς σου. Ηὗρα τὸ καπνοπωλεῖον ὅλως τυχαίως, ἐπὶ τῆς Predikherenstraat, ἕνα μεγάλο κατάστημα μὲ εὐγενεῖς πωλητάς· καὶ φυσικά, ἀπέκτησα ὅλο αὐτὸ τὸ συναίσθημα τὸ γεννώμενον ὅταν εἰσέρχεσαι σὲ μεγάλο καπνοκατάστημα. Αἱ τιμαὶ πάντως, εὐρωπαϊκαὶ καὶ οἱ τῶν καπνῶν ἐπίσης. 
 
Σ’ἀρέσει; Καὶ νἆξερες! 
 
Λουξεμβοῦργον, Μέγα Δουκάτον τοῦ Λουξεμβούργου. Νοέμβριος 2017. Ἦταν Κυριακὴ ἡ ἡμέρα ἐπισκέψεως εἰς τὴν πόλιν μὲ ὅλα τὰ καταστήματα κλειστὰ - κἄτι ποὺ ἔγινε ἀντιληπτὸν μὲ μείζoνα ἀπογοήτευσιν καθὼς ἀνηφόριζα τὴν πλήρη ἐμπορικῶν avenue de la Gare. Κλειστὰ ἐπίσης καὶ τὰ πάντα πέριξ τῆς place d’ armes καὶ σὲ ἕνα μόλις ἀνοικτὸ σουβενιράδικο, πλησίον τοῦ παλατιοῦ, ἡ μανδὰμ μὲ εἶπε ὅτι ὅλα κλειστὰ σήμερις. Στενοχωρήθην πολὺ καὶ μοῦ σκίασε τὸ ἐπίλοιπον τῆς τσάρκας - ἐντάξει ὄχι καὶ τελείως. Ὅταν εἶχε παρέλθει ἡ ὥρα καὶ ἔπιασα νὰ γυρνῶ (πρὸς τὸ σιδηροδρομικὸν σταθμὸν) σκέφτηκα νὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν ἑτέραν κεντρικὴν λεωφόρον, τὴν Avenue de la Liberté. Ὀλιγοκοσμία, κλειστὰ καταστήματα ὥσπου σχεδὸν στὸ τέλος της, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ὥσμωσή της μὲ τὴν de la Gare, ἕνα ἀνοικτὸ καπνοπωλεῖον. Δὲν ἦταν λύσις τῆς ἐσχάτης στιγμῆς ὅπως στὸν Ἅγιο Μαρίνο, τὰ ἐκθέματα πολὺ ὅμορφα ἀλλὰ ἀκριβά.

Σ’ἀρέσει; Σκούρως!

Τίρανα. Φεβρουάριος 2018. Ἔσχον ἓν μικρὸν ἄγχος γιὰ τὸ ἐὰν θὰ εὕρω κἄποιο καπνοπωλεῖο (ἀδικαιολογήτως θαρρῶ - εἶχα βρεῖ σὲ Βαντούζ, Ἀνδόρα λὰ Βέγια, Μονακό, Ἅγιον Μαρίνο, στὰ Τίρανα δὲν θὰ εὕρισκα;). Ἄλλωστε ὑπῆρχε καὶ μιὰ πρότασις γιὰ ἕνα κἄποιον ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βάσο Πασᾶ. Μὲ κυρίευσεν ὅμως ἄγχος, φοβόμην ὅτι δὲν θὰ τὸ ἐνετόπιζα, διότι εἶναι πολὺ ζόρι νὰ βρῇς κἄτι στὰ Τίρανα, καθ’ὅσον δὲν διαθέτουσιν ἀριθμὸν αἱ οἰκίαι των, τὰ καταστήματα κλπ (πλὴν τοῦ μὴ ἀριθμόν, ἡ Ἀλβανία εἶναι ἡ μόνη χῶρα σὲ ὅλην τὴν Εὐρώπη ὅπου δὲν ὑπάρχουν ταχυδρομικοὶ κωδικοὶ – μαζὺ μὲ τὴν Ἰρλανδία). Ἤμουν τυχερὸς πάντως, διότι μόλις ἐξῆλθον τοῦ χοτελιοῦ, εἰς τὴν ὁδὸν (ῥούγα) Luigj Gurakuqi εἶδον ἕνα πιποπωλεῖον οὕτινος ὡστόσο τὰ ἐκθέματα δὲν μοῦ γιόμισαν τὸν ὀφθαλμόν. Θὰ πάγαινα εἰς τὸ προταθέν.

Σκάω λοιπὸν μύτη εἰς τὴν βάσο πασὰ τὸ Σάββατον, ὑπὸ βροχὴν τὸ σκηνικὸν καὶ νὰ πνίγεσαι ἀπὸ αὐτὸ τὸ περίεργον αἰθαλόμιχθες τὸ προκαλούμενο ἀπὸ μᾶλλον μιὰν περίεργον βερσιὸν ντῆζελ στὰ τουτοὺ – μοῦ θύμιζε πολὺ τὰ ἔνδοξά μου ἔτη τῆς θητείας εἰς τὰ στρατὰ μὲ τὴν ὑπέροχον αὕραν τῶν στάγιερ καὶ μάγκουρις... Εἰσῆλθον στὸ κατάστημα - δεξιὰ εἶναι ὅπως κατεβαίνουμε τὴν ὁδόν, προερχόμενοι ἐκ τοῦ ποταμοῦ Λάνα (ντάξει, δὲν εἶναι καὶ ὁ Δούναβης, ἀλλὰ διαθέτει μιὰν κἄποια γραφικότητα εἰδικῶς δι’ ἡμᾶς τοὺς ταλαιπώρους γραικοὺς καὶ εἰδικῶς ἀθηνέζους οἵτινες ὅπου εὕρωμεν ποτάμι, τὸ θάπτομεν).

Εἰσῆλθον καὶ ταμειάτα ἑδράζετο μιὰ παρουσία ὦ λαλά! Ἐλησμόνησα πάραυτα μπίλαρντ, πρίνς, λατάκια καὶ ὅ,τι ἄλλο διασκεδάζει καλοφόρετα ἢ ὄχι, πᾶσα ἕνα καπνοσυριγγιστήν. Ξανθὸν τὸ τῆς πωλητρίας χρῶμα ἀλλὰ ὄχι τὸ κίβδηλον, τὸ ἐλαιοχρωματισμένον, φυσικόν, κάργα φυσικόν, ἐκ τῆς μητρός... Μὲ ἔσκιασε πάραυτα ἕνα πέπλον σκανδιναυισμοῦ, τὰ βαλκάνια ἐχάθησαν μέχρι νὰ πῇς τὸν μονόλογον τῆς Μόλλυ στὸν (ἐπίλογον τοῦ) Ὀδυσσέα! (Tὸ) Πρόσωπον (της) ; Αὐτὸ ποὺ εἶχε κατὰ νοῦ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος ὅταν ἔσιαχνε τὰ ἄλλα ἀγγελάκια τὰ ἀραγμένα στὴν ἐκκλησιὰν τὴν σιξτίνα. Ἐνσυνειδήτως πλήρως καὶ ἑκατὸ τὰ ἑκατὰ δὲν ἔσκουψα τὴν ματιά μου εἰς τὸ μποῦστο της, διότι ἐὰν ἤβλεπα μεγέθη τὰ ἀγαπησιάρικα σὲ ἐμένα καὶ ἅπτονται cup Ε ἢ F ξερωγὼ θὰ τῆς ἔκαμνα ἀσκαρδαμυκτὶ πρότασιν γάμου καὶ ποιός ἀκούει τὴν μαμά μου μὰ καὶ τὴν συνείδησίν μου ἥτις εἶναι ὑπέρμαχος τῆς καθαρότητος τῆς φυλῆς. Τέλος πάντων, ἀνάσανα κἄπως, ἀνέκτησα μιὰν αὐτοκυριαρχίαν καὶ τῆς εἶπον ὅτι θέλω νὰ διῶ τὶς πίπες. Ἐκεῖ! Διότι ἐν τῷ μεταξὺ δὲν καταλάβαινε ἐγγλέζικα, τὰ προφορᾶς cocney ποὺ διαθέτω, τὰ ὁποῖα ἐν τάξει, δὲν εἶναι καὶ σὰν τοῦ Γαρδέλη εἰς τὸ ἔλα νὰ γυμνωθοῦμε ντάρλινγκ. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἔφθασε νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν βιτρίνα, τῆς ἔπιασαν γέλια. (Διαθέτουσιν καὶ οἱ ἀλβανοὶ τὰ αὐτὰ στερεότυπα μὲ τὶς πίπες; ) Ἤθελα νὰ τῆς πῶ τί γελᾷ’ μωρή, γέλια σοῦ προκαλεῖ ἡ παρουσία τοῦ Παμμεγίστου Βαγγέλακα; Προφανῶς ἦσαν γέλωτες νευρικότητος διότι εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀντίδρασις, νὰ ἵστασαι παρακειμένως μὲ τὸν ὑψιπετὴν Βαγγέλακα· ἄλλαι γὰρ μανταμίτσαι, δὲν ἔχουσιν βιώσει οὔτε τὴν ἁπλῆν παρ’ἐμοῦ συμπαρουσίαν, τί λὲ’ τώρα, κάτσε καλά. Ὄθεν, τῆς ψιλοσυγχώρησα τὰ χιχιχί. Δὲν εἶχα ὅμως καμμίαν προσοχὴν εἰς τὸ παρακολούθημα καὶ ἔλεγχον τῶν πιπῶν, ἡ παρουσία της δίπλα μου ἦταν... ἦταν ἐκτὸς θέματος! Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ καπνοσυρίγγια. Δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω γιὰ φαλλικοὺς ἰλίγγους καὶ τὰ ῥέστα. Καπνοσυρίγγια λοιπόν. Φθηνὰ τὰ βρῆκα. 25-30 εὐρὼ περίπου ὅλα καὶ -ὄχι πὼς εἶμαι κἄποιος ἐπαΐων, τοὐναντίον- ἡ ποιότης αὐτῶν ἱκανοποιητική. Μία ἦτο ὑπερτάτη ἀλλὰ κόστιζε 8k λέκε, περίπου 60 εὐρώπουλα καὶ ἀνέκρουσα πρύμναν. Ἠγόρασαν ταύτην, τὴν κάτω κάτω. Οἱ καπνοὶ μᾶλλον καλῶς, μᾶλλον. Ὁ ῥόγιαλτυ τῆς ντάβιντοφ, στὰ 10 εὐρώ. Ἡ ξανθὴ ὑπαλληλίνα (αὐτὸς ὁ ἀνυπέρβλητος κι ἀνίατος ἵμερος) τὸν ἐπώλει 1,4 k λέκε, ὅπερ στὰ εὐρὼ περίπου 10,50. Ἐνεφάνισα ἕνα τραπεζογραμμάτιον τῶν 10 εὐρωπούλων καὶ ἠρώτησα:

«Ἄν σὲ δώκω αὐτό, εἴμεθα ἐν τάξει;»

«Ὄοοοοοοοοοοοοχι!» Ἠρνήθη λὲς καὶ πάλι ἐκτὸς θέματος πάω νὰ κινηθῶ. «1400 λέκε ἰσοῦνται (καὶ μοῦ ἔδειχνε στὸ κομπιουτεράκι) μὲ 360». Τόσα εὐρὰ ἤθελε... 360! Βουνὸ μοῦ φαινόταν ἡ συνεννόησις μαζύ της, δὲν εἴχομεν καὶ κἄναν Τσίπρα ἐκεῖ στὰ πέριξ γιὰ νὰ μᾶς συνδράμῃ, μπλεξάμεν μάστορα, σκεπτόμην... Καὶ ἀνερωτιόμην, μήπως ἐπώλει ὁμοῦ εἰς τὴν τιμὴν ταύτην καί............

Τέλος πάντων, μὴν πλατειάζω. Τὴν ηὗρον ἐν τέλει τὴν ἄκρην, πῆρα καὶ δύο καπνουδάκια στὰ 20 εὐρώ.

Καὶ ἐν τέλει... οὔτε ματιὰ δὲν τῆς ἔριξα φεύγοντας, οὔτε ὑγίειαν δὲν εὐχήθηκα· φαντάζομαι ὅτι τῆς ἔχω γίνει ἐμμονὴ καὶ μὲ ψάχνει διὰ τῆς ἀντιστοίχου ἀλβανίδος Νικολούλαινας καὶ τῶν ἀναζητήσεων τοῦ ἐρυθροῦ Σταυροῦ.


Σ’ἀρέσει; Βαρέθηκες; Ἒ νά! 
 
Λισσαβὼν. Μάρτιος 2018. Ἀπέφυγα μετὰ πολλῶν ἐπαίνων νὰ στάξω τὰ εὐρώ μου εἰς καπνοπωλεῖον τῆς πλατείας Ῥούσιου – κἄπου εἶχα διαβάσει ὄτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀγενῆς χοντρομαλάκας ὁ κτήτωρ. Πέρασα ἀπὸ τὸ μαγαζί του, δὲν πρόλαβα νὰ δῶ ἀγένεια στὸν διάδρομο ποὺ θεωρεῖ ὡς κατάστημα, ἀλλὰ πρόλαβα νὰ δῶ ὅτι αἱ πίπαι του ἦσαν ἀδιάφοραι μέχρι χάλια. Ἕνα ἄλλο κατάστημα (Tabacaria Rossio) ἦταν 54 μέτρα νοτίως, ἐπὶ τῆς Αurea μὲ πωλητὰς μᾶλλον βαριεστημένους καὶ χάσαμε κἄποιο στοίχημα μὲ τὸν ἰδιοκτήτη καὶ τέτοια μέρα γαμῶτο ἀναγκαστήκαμε νὰ κάτσωμε στὸ πόδι του! Τιμαὶ ὁμοίως ἀπωθητικαί. Βαριόμουν νὰ ἐπιστρέψω στὸ Casa havaneza ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Garrett ἀκριβῶς στὴν προτομὴν τοῦ Πεσσόα, ὅπου ἀκριβαὶ μὲν ὅμορφαι δὲ συνεπῶς ἀπὸ τοὺς κοιμήσηδες τοῦ Tabacaria Rossio. Καπνοὶ ἀκριβοί. 
 
Σ’ἀρέσει; Ὅλο! 
 
 Ὄσλον, Βασίλειον τῆς Νορβηγίας. Μάϊος 2018. Εἰς τὴν λεωφόρον τοῦ Ἑρρίκου Ἴμπσεν, παρὰ τοῦ παλατιοῦ, ἓν ἑλκυστικὸν καπνοπωλεῖον μὲ ὄχι καὶ τόσο ἀκριβὰ κομμάτια, ἢ τέλος πάντων, ὄχι μὲ τιμὰς ὁμοίας τοῦ ἐξωφρενικῶς ἀκριβοῦ περιβάλλοντος τοῦ Οὔσλου. Κατέληξα εἰς μία σαβινέλλι μὲ χρῶμα…καραμέλα.

Σ’ἀρέσει; Καραμέλα λέμε! Ἄλειωτη!

Ποντγκόριτσα. Ἰούνιος 2018. Πάντα, πρὸ τῶν ταξειδίων, ἀναζητῶ στὸ διαδίκτυον, καπνοπωλεῖα. Βρῆκα τρία τέσσερα τὰ ὁποῖα ὅμως στὴν πορεία, ἀπεδείχθησαν εἴτε ἀνύπαρκτα, εἴτε μὴ διαθέτοντα καπνοσύριγγες. Σκασμένος ἤμην. Τελευταία ἡμέρα τοῦ ταξειδίου, σκάω σὲ ἕνα μώλλ, μήπως καί... Τζίφος καὶ ἐκεῖ... Δίπλα στὸ μώλλ, ὄχι ξεχωριστὸ κτίσμα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐνιαῖο, κἄπως κολλητὸ φαινόταν, εἶχε ἕνα μέγα αἴθριο. Ὅπου τὰ πόστα ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως τὰ ἀντίστοιχα στὸ παζάρι τοῦ Πειραιῶς. Πωλοῦσαν ῥοῦχα κυρίως, ἀπομιμήσεις. Παιγνίδια ἐπίσης καὶ εἴδη κινητῶν, ὅπως στὰ ὑπαίθρια πανηγύρια θρησκευτικῶν ἑορτῶν. Ἔκανα τὸν γύρο μήπως καί, ἀλλὰ τίποτε... Ξαναγύριζα τὸν κύκλο, ἦταν δαιδαλῶδες μάλιστα. Σὲ ἕναν πάγκο, εἶδα ἀναπτῆρες καὶ στάθηκα. Τὸ μέρος ἐκεῖνο, πωλοῦσε: Λάστιχα γιὰ ποδήλατα. Μπαταρίες. Γάντια γιὰ κηπευτικὴ χρῆσιν. Εἴδη μπάνιου. Σὲ ἕνα ῥαφάκι, διέκρινα τὸ ἄκρον ἑνὸς ἐπιστομίου! Πωπώ, πῶς ἔνοιωσα! Οὔτε ὁ Φλέμινγκ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ μούχλα... Τὸ τράβηξα ἔξω καὶ διέκρινα μιὰν πιποῦλα! Ἐν τάξει, ὄχι καὶ ἀπαράμιλλου στύλ, ἀλλὰ στὴν ἀναβροχιά, καλὸ καὶ τὸ χαλάζι. Κόστιζε μάλιστα 4 εὐρώ.

Σ’ἀρέσει; Κι ἐγὼ βαρέθηκα!

























0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats