Τετάρτη, Απριλίου 05, 2017

København

Γιὰ νὰ μὴν τὸ ῥίξω στὸ πιοτὸ γιὰ αὐτήνανε, τὴν ἀκάρδου καὶ ἀσπλάχνου γωνία καὶ πάθω κίρρωσιν ἤπατος σὲ τὸ πολὺ τρεῖς – τέσσαρες ἑβδομάδες (καθ’ὅσον ὁ νταλγκάς της γιὰ νὰ σβήσῃ, ἐχρειάζετο ποσότης ἴση μὲ ἐννέα κάβες περιόδῳ Χριστούγεννα Χριστούγεννα εὐτυχισμέναααα, δὲν γίνονται δὲν γίνονται, χωρὶς ἐσένα) εἶπα νὰ φύγω. 

Καλά, μὴν νομίζῃς ὅτι θὰ ἐπεστράτευα ὅλον τὸν Πάριον κι αὐτὸ τὸ ἀπεχθέστατον κλαψοαιδοιάρικο ῥεπερτόριο μπὰς καὶ τὴν ἀποτινάξω ἀπὸ τὰ ἴδιά μου. 

Οὔτε θὰ ἐκίνων διὰ τὰς μακρυνὰς πολιτεῖας τῶν Ἀζτέκων, νὰ κάνω χάζι κάποιον μικροαστὸν ἀπόγονον τοῦ Μοντεζούμα ἢ σὲ στέπες μογγολικὲς ψάχνων λίκνα τουρκαλάδων καὶ τῆς συναντωμένης εἰς τὴν Ἁδριανοῦ πόλιν, πεφρυγμένης συκωταριᾶς. 

Γιὰ πιὸ κοντὰ μὲ εἶχα! 

Βέβαιααα νὰ ποῦμε! 

Βόρεια ὡστόσο! 

Ἀμέ! 

Καὶ μὲ γκομενάκια τσίλικα! Κουκλάκια ζωγραφιστὰ ὡσὰν ψεύτικα, ὅλως εὔθραυστα κάμνοντα τὸν πᾶσα ἕναν περιτριγυρίζοντά τα, νὰ τὸ πάῃ στὸ ψιθυριστό, εἰς τὸ ῥελαντὶ τέλος πάντων. 

Βασίλειον τῆς Δανιμαρκίας. 

Βέβαια λέγω! 

Μέχρι ἐκεῖ ἐπῆγα, διὰ πρὸς διασκέδασιν τῆς (πρώτῃ γραμμῇ τοῦ παρόντος ἀναφερθείσης) δημιουργηθείσης παθογενείας – πώπω, χάθηκα μὲ τὶς γενικές, κάπου ἔχω κάνει λάθος σίγουρα. 

Καὶ τῷ ὄντι, αἱ κυρίαι καὶ δεσποινίδες ἐκεῖ... Τί νὰ λέμε τώρα… 

Ἡ χειροτέρα των, ὀκτὼ ὀκάδες καλλιτέρα τῆς μείζονος καλλίστης ἡμετέρας. 

Συνεχῶς λιγωμένος κυκλοφόρουν, ὁ δύσμοιρος, εἰς τὰς λεωφόρους, ὁδούς, μουσεῖα, ταχυφαγεῖα, δημόσια οὐρητήρια, ῥουχάδικα, λεγκοπωλεῖα τῆς πρωτευούσης των, τῆς Γκέπενχαουν! 

Τὸ ὅτι διάγομεν τὴν Τεσσαρακοστὴν δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναφερθῶ λεπτομερείως εἰς τὴν ποσοστιαίαν ἀναλογίαν αἰγυπτιακοῦ βάμβακος εἰς τὰ σινδόνια τῶν κλινῶν, οἰκιῶν τοῦ ἄστεος (ἄντε πάλι μὲ τὰς γενικὰς) ἔνθα τσαλακώνοντας αὐτὰ παρέα μὲ δεσποινίδες καὶ κυρίας, λησμονοῦσα ἀδιαλείπτως τὴν στὴν πρώτη γραμμὴ ἀναφερθεῖσα μέγαιρα. Δὲν μπορῶ ὡστόσο νὰ μὴν τονίσω ὅτι βουκολικὰ ποιήματα ἔπρεπαν εἰς τὶς κοπενχαγέζες ὥντινων τὰ ἑκατοστὰ τῶν σκελῶν μπορεῖ καὶ νἆσαν ἴσα μὲ τὰ ἑκατοστὰ ὅλου τοῦ σώματος τῶν ἀθηνεζῶν μὰ καὶ πειραιωτισσῶν – αἱ ὁποῖαι (δανιμαρκέζαι ἐννοῶ, οὐχὶ ἑλληνίδες) δὲν μοῦ ἐζήτουν ἐν τέλει, τῇ περατώσει τῆς κλινοπάλης, νὰ στρώσωμε τὸ κρεββάτι – ἡ πρώτῃ γραμμῇ θὰ μοῦ ἀπήτει νὰ τρέξω πλυντηρίῳ γιὰ τὴν μερίμνησιν τῆς λερωθείσης σινδόνης. Ἀφῆστε δὲ ποὺ αἱ οἰμωγαί των εἰς τὴν δανιμαρκικήν, ἀξία θυγατέρα τῆς τόσο καλλιφώνου γερμανικῆς, ἔτι μοῦ δημιουργοῦσαν μᾶλλον πεθύμια γιὰ τρικυμίες τῶν σκεπασμάτων μὰ καὶ τῶν μαξιλαροθηκῶν! 

Φεῦ! Εἴπομεν· Τεσσαρακοστὴ σήμερις κι ἄλλες ἑνδεκεκάμισυ ἔτι ἡμέρες - δέν μοι ἐπιτρέπεται περισσοτέρα ἀνάλυσις. Κι ἔτσι, ὅταν ἄνεργος, σχολοῦσα ἐκ τῆς κηδείας περὶ τῶν ἀφροδισίων, ξανθῶν δεσποινίδων, καὶ τ ἐρωτήματι {i}θὰ σὲ ξαναδῶ{/i} ὅπερ μοι ἔκαμνε ἡ πλήρης ἐρρυθρίασαντος προσώπου, βαλκυρία τοῦ βορρᾶ, ἀπαντοῦσα ἐξόχως ἑλληνικῶς, καφρικῶς καὶ ἐν γένει ἀνδρικῶς: {i}Δὲν ὁμιλῶ τὴν γερμανικήν, μικρή μου γότθα, πρέπει νὰ φύγω διότι μᾶλλον τελειώνει ἡ κάρτα σταθμεύσεως κι ἁμαρτία εἶναι μανίτσα μου νὰ μὲ γράψωσιν, δὲν εὑρίσκεις;{/i}, ἐγὼ ἔβγαινα γιὰ τσάρκες εἰς τὰς γεμάτας ποδήλατα, ὁδούς.  

Πήγαινα ἀπὸ δῶ, πήγαινα κι ἐκεῖ, ἔσπευδα καὶ παραπέρα, μὲ αὐτὸ τὸ χαυνωμένον ὕφος ποὺ διαθέτει ὁ ἄρτι ἀμαρτήσας. Δὲν πρόσεχα καὶ πολὺ τὰ γύρω μου, οὔτε κἂν ξανθὲς μινοφοροῦσαι νὰ ποδηλατοῦν, τὴν χαραμὰς δηλαδὴ νὰ προσέχω, τὴν μετὰ δαντελῶν. Διερχόμενος τοῦ τίβολι καὶ κόψας δεξιὰ ὀλίγον μετὰ τοῦ δημαρχείου, ἔπιασα νὰ κατηφορῶ, οἰκτίρων ἑαυτὸν ποὺ δὲν διέθετα τρεῖς δραχμὰς πασσατέμπο. Οὐδὲν ἐνδιαφέρον μοῦ μπεγλέριζε τς ἑστίας τς προκαλοῦσας μιὰν βαρεῖαν ἔκπαλε κατάθλιψιν· πορπατοῦσα διὰ νὰ πορπατῶ. Ὁ δρόμος ἐρήμωσε, ἁμάξια οὔτε γιὰ δεῖγμα καὶ μονομιᾶς ἡ χαύνωσις καὶ ἡ σχεδὸν ἄεργος κατάστασίς μου, μετετράπη σὲ τῆς συννεφιᾶς ῥηγόπουλο, ἀητόπουλο ἐνώπιον κεντάκυ φράϊντ τσίκεν. Ἦταν τὸ διάσημον, διασημότατον danish pipe store κάπως ἔτσι τέλος πάντων! Εἰσῆλθον καὶ ἠσχύνθην ἐλαφρῶς διότι ἤνοιωσα λὲς καὶ ἤμην σὲ χαρέμι μὲ ψηλοκάπουλες, μεγαλομαστοῦχες ἀνοικτόχρωμες δανέζες. Ὦ! Μαγαζὶ μὲ πίπες! 

Ἠγόρασα, μετὰ ἀπὸ μάχες ἑαυτῷ, μίαν κι ἔπιασα νὰ τὴν θωρῶ πιὸ τρυφερὰ κι ἀπὸ τὴν πρὶν κοπενχαγέζα - καλή της ὥρα! 

Ἐνῷ πιὸ μετά, εἰς τὸ παλάτι Amalienborg, ἔνθα ὑπάρχουσιν – ἐκτίθενται τὰ δώματα τῶν βασιλέων τῆς Δανίας, ἐντύπωσιν μοῦ ἔκανε τὸ τοῦ Φρειδερίκου Θ΄ (βασιλεύσας 1947 – 1972, πατὴρ τῆς Βασιλίσσης ἡμῶν Ἄννης Μαρίας). Τὸ γραφεῖον του λοιπόν, γεμάτο στὶς πίπες! Χωρὶς μεγάλην ποικιλίαν, ἀλλὰ εἶχε τρελλὸ ῥοτέησον ὁ ἀείμνηστος Μεγαλειότατος. Δίπλα σὲ αὐτὲς μάλιστα, κἄποιο περιοδικὸν μὲ ἐξώφυλλον τὰς ἄρτι ἀρραβωνισθεῖσες Αὐτῶν Μεγαλειοτήτας, Βασιλέα Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Βασίλισσα Ἄννα Μαρία. Σπουδαῖον θέαμα, γιὰ ἕναν βασιλόφρονα καπνοσυριγγιστήν, ὡς ὁ ἐγώ! Καὶ μπορῶ νὰ παραδεχθῶ ὅτι μετὰ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ τερπνά, τί στὴν πρώτη γραμμὴ ἔγραφα, σὲ τί-ποῖα ἡ ἀναφορά; Δὲν θυμᾶμαι τίποτις ὁ κιαρατάς! 

Θυμήθηκα ὅμως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας κι ὅτι ἤπρεπε νὰ ἀναχωρήσω. Ὁ πόνος τῆς καρδίας βαρεὺς πολλὰ γκίγκα δραμίων διὸ θὰ ἄφηνα ὄπισθεν κοράσια ὧν ἡ ἀπόχρωσις τῶν προσωπάτων των πόσο θεῖος· ὄχι Σκροὺτζ, μὰ τόσο γενναιόδωρα ὀχειαστικός, ὦ Δήμητρα καὶ ἐσὺ Μπὰτ κι ἐσὺ Ἰστάρ, τί νὰ λέμε, πάλι ἀρχίζω νὰ λιγώνωμαι μὲ αὐτὴν τὴν θύμησιν νὰ μοῦ μαστιγώνῃ τὰ νεφρά. Κι ἤμανε εἰς τὰς ἀναχωρήσεις, εἰς τὴν δωδεκάτην πύλην μάλιστα, {b} ἄθενς {/b} ἔγραφε μιὰ ὀθόνη ’κεῖ ψηλὰ κι ὡς ἐκ τούτου, ἑλληνίδες ἦσαν γύρω μου, φάκ, ἑλληνίδες, χαμηλοκῶλες δηλαδή, μὲ μουστάκι καὶ μὲ χρῶμα σκουριασμένου τέντζερη, ὡραία εἰκὼν ἀποχαιταναχωρήσεως. Ἀπέστρεψα τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὶς τέλος πάντων αὐτὲς καὶ τὸ ξαπόστειλα ὄξω, μακρυὰ καὶ πῶς μελισσεύει τὸ βλέμμα; Εἶδον τὴν ἐπίσημον ταμπέλλα τοῦ ἀρεοδρομίου, Københavns Lufthavn, μ’αὐτὴν τὴν γερτὴ εὐθεία τὴν διακορεύουσαν τὸ ὂ μικρόν, τὸ εὔμορφον καμπυλάτον ὂ καθὼς τὸ διειδύει βέργα τις καὶ κατάλαβα πὼς αὐτό, ἦταν τὸ χαῖρε τῶν δανιμαρκεζίδων γιὰ τὸ τριήμερον μπιενάλε βεντούζας ὅπερ ἔζησαν μετὰ τοῦ Μέγα Ἐγώ... Καὶ ἔνοιωσα τήν μου αὐτοεκτίμησιν νὰ θεριεύῃ πάλε, σὰν ἄσμα τοῦ Πάνου Κιάμου, σὲ σκυλάδικο ἔνθα αἱ ἐν λόγῳ ἑλληνίδες χορεύουσιν τούρκικους κοπροσκοπούς. Δὲν θὰ μὲ ἔνοιαζε νὰ γυρίσω βλέμμα πάλι πρὸς αὐτὲς καὶ νὰ διακρίνω πιχὶ τὰς φαβορίτας των αἵτινες μὲ ὀλίγη φροντὶς θὰ ἐγένοντο κοκότειοι τοιαῦται, ἢ ξερωγὼ ὡσὰν τοῦ Χριστιανοῦ τοῦ ἐνάτου, Βασιλέως τῶν Δανῶν (κατὰ τὰ ἔτη 1863 ἕως 1906), καὶ πατρὸς τοῦ ἀειμνήστου ἡμετέρου Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Πρώτου. Μὰ εἴπομεν, τῇ δανιμαρκικῖ χάριτι, γύρισα πάλι βλέμμα καὶ εἶδον πλὴν τῶν κατσιβελλίδων, δανιμαρκέζα κορασίδα νὰ κάθηται τῷ ἄκρει καὶ νὰ διαβάζῃ κάτι τόσον νουφαρικὸν καὶ χάριεν... Δὲν μπρόλαβα νὰ εἰδῶ τί ἐμελέτει, μὲ τράβηξε ἡ γυναῖκα μου, ἔλα ῥὲ ἄχρηστε, τελείωνε, ψόφον κακὸν ἔχοις. Καὶ αἱ τρεῖς θυγατέραι μου μὲ κυττοῦσαν ἀπὸ τὴν μὲ τὰ πασαπόρτια οὐρὰν μὲ τρόπον οἷον ὥστε... 

Μάρτιος 2017 Kastrup ἀεροδρόμιον.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats