γεωπονισθεὶς κάργα, ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν
(… )
Ἡ πιὸ
ἀρωματικὴ χόγια εἶναι ἡ βένιους ῥωβίνους – μὲ χωρὶς εἰσέτι ἑλληνικὴ ὀνομασία.
Πρώιμοι σεπαλικοὶ φρύνοι μὴ ὡριμασθέντες σὲ ΚΣ, διεσταυρώθησαν μὲ σαπρόφυτα ΡΟΖΑ καὶ καλλιεργήθησαν στὴν κωμόπολη Σκάυγουωκερ τῆς Ἀλαμπάμα, ἀπὸ τόν, ἐκ πατρὸς Λάπωνα καὶ ἐκ μητρὸς Πυγμαῖο, Ταγκανικέζο φυσιοδίφη Γιάσπερς Κούντερα.
Ὁ Κούντερα πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου, ἡ μητέρα του ὀνομάστηκε Πράγα, κλητήρας κατ’ἀρχὰς στὸ ὑπουργεῖο γενετησίων ὁρμῶν τῆς δημοκρατίας τῆς Ταγκανίκας, ἀπελύθη ἀπὸ τὴν θέση του τὴν ὀργανικιὰ μετὰ ἀπὸ εὐδόκιμη ὑπηρεσία ἐτῶν εἰκοσιδυό, διότι συνελήφθη ἕνα βράδυ νὰ κάνῃ ἐρωτικὴ ἐξομολόγηση σὲ ἕνα ντοσιὲ διαστάσεων Α3.
Δὲν ἠρνήθη στὴν ἀπολογία του, τίποτε.
Κι ἀπεδέχθη τὴν ποινή του.
Ὁριστικὴ ἀπόλυσις.
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες πενίας καὶ ἐξαθλιώσεως, ἐξαντλήσας κάθε καβάτζας πόρον, ἀπεφάσισε νὰ μπαρκάρῃ στὸ γκαζάδικο γριγρὶ «καπετὰν Ζέπος» τὸ ὁποῖο καπετάνευε ὁ ἴδιος ὁ καπετὰν Ζέπος, ἕνας γέρος ξιπασιάρης μεγαλομανής - τόσο μεγαλομανὴς ποὺ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά του στὸ παπόρι, κάτι ποὺ δὲν συνηθᾶτο οὔτε στὰ χρόνια τῆς μινωϊκῆς Κρήτης καὶ τῶν φοινίκων ἐμπόρων - βαπορακίων.
Τὸ ταξείδι (ἕνα καράβι γιὰ τὴν γάζα σὲ τραυματισθέντα χέρια Μαορὶ μεταναστῶν) εἶχε δρομολογηθῇ πρὸς τὴν ἄπω ἀνατολὴ καὶ μακρυὰ ὡκεανία, γιὰ διάρκεια μῆνες τέσσαρες. Δυστυχῶς καὶ παρὰ ταῦτα, ὅ,τι συνέβαινε μὲ τοὺς φιλιππινέζους μούτσους ἐπὶ νύκτες ἑκατὸν τριάκοντα ὀκτώ, τὸν ἔκανε νὰ ἀλλάξῃ ῥεπερτόριο τῶν ὅσων πηδοῦσε. Πήδησε μιὰ κουπαστὴ λοιπόν ἕνα βράδυ (τὸ ἑκατοστὸ τριακοστὸ ἔνατο) καὶ παλαίψας μὲ τὰ κύματα ὧρες πολλὲς ἀλλὰ σὲ κόπερτον στρῶμα θαλάσσης, βγῆκε σὲ μιὰν τοπαλίσκη κοραλλιογενῶν νησιῶν κι ἐπέλεξε τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ πιὸ πιασάρικο, τὸ πιὸ τρέντυ τέτοιο.
Ἐκεῖ τὴν ἄραξε καγκουροειδῶς συνταξιουχικά, τρώγοντας πίνοντας καὶ τανάπαλιν καὶ πάλι τανάπαλιν. Τροφὲς μὲ πολὺ Ω3, ποτὰ μὲ λωτοειδῆ ἐπήρεια. Ἡλιοθεραπιζόταν, κολυμποῦσε κι ἔδινε ὅρκους σιωπῆς. Μετὰ ἀπὸ μέρες χάσης δύο σεληνῶνε, ἄρχισε καὶ βαριόταν – δὲν εἶχε κιόλας ἀκόμα ἐπινοηθῇ τὸ σουντόκου, ἐνῷ στὴν νησίδα ἐκείνη δὲν ἔφτανε -ὠιμέ!- τὸ «Πρὶν» κι ἡ «Ἐποχὴ». Πρὸς θραῦσιν τῆς ἀνίας, προχώρησε πρὸς τὴν ἐνδοχῶρα τῆς νήσου, σέρνοντας βαριεστημένα τὰ πόδια.
Ἦτο ἡ τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς γραφάς.
Στὸ τσαντάκι του εἶχε ἀρκετὰ καλούδια γιὰ ἐκδρομὴ πολλῶν ὡρῶν, καναπεδάκια μὲ νεφράκια γάλλων, μπέηκον καὶ παστουρμᾶ. Φροῦτα ἐποχῆς, τσουρέκια, ξηροὶ καρποί. Τὸ παγουρίνο του ἦταν γιομάτο μαύρη μπύρα, στὴν ἄκρη ἐπίσης τροπικὸς καπνός. Μὰ ναί, ἡ ὅλη φάση θἄκανε νὰ ζουλέψῃ φριχτὰ μέχρι κι ὁ Κέρουακ! Καὶ ποὺ λές, πάνω ποὺ κλωτσοῦσε/κλώτσαγε κάτι γκουάνο νυκτεριδῶν, τὴν εἶδε!
Μιὰ γοργόνα! Ὀλίγον σιτεμένη μὰ διόλου καταφρόνητη ὑπὸ σιέστας σκιὰν συκιᾶς, εὐνούχιζε καβούρια σὲ βεράντα καρυδάτου καλυβακίου! Δὲν τὸν εἶχε ἀντιληφθῇ πὼς τὴν παρατηροῦσε καὶ συνέχιζε τὴν ἐργασία της. Μιὰ γοργόνα! Φανατικιὰ κομμουνίστρια ἡ ὁποία γιὰ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ἡ κατάρα κι ἡ καταστροφὴ τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 86 στὴν Οὐκρανία ἦταν ἕνα κακόγουστο ἀστεῖο τῶν καπιταλιστῶν, ἔσπευσε στὴν ΕΣΣΔ καὶ ἔκανε μακροβούτια στὴν πισίνα τοῦ ἀντιδραστῆρος 4 τῆς φάμπρικας Τσερνόμπιλ.Οἱ καπιταλιστὲς μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν ἐντελῶς ἄδικο ἐδῶ ποὺ τὰ λέγομεν, μὰ δὲν τῆς βγῆκε σὲ κακὸ ἡ μαλακία ποὺ τὴν ἔδερνε - ὅπως καὶ τόσους ὁμοϊδεάτες της. Ἡ ῥαδιενέργεια ἦταν τόση ποὺ τὰ κάτω ἀπὸ τὴν μέση, λέπια καὶ οὐρὲς ἔγιναν πόδια καλλίγραμμα, πατουσάκια φίνα, πωπὸς καλοσχηματισμένος, καλοκρεατωμένος, φάκαμπλ τὸ δίχως ἄλλο!
Μιὰ γοργόνα δηλαδὴ ποὺ ἐνῷ πρῶτα οὔτε νὰ τὴν τηγανίσῃς μποροῦσες, μὰ οὔτε καὶ νὰ τὴν γαμήσῃς, τώρα σαφῶς μποροῦσες νὰ τὴν «σφίξῃς», νὰ τὴν «λαδώσῃς» καὶ κατόπιν νὰ τῆς πῇς καὶ ἕνα ἄιντε μωρὴ κλώσσα, τράβα στὴν κουζίνα καὶ φτιάξε μιὰ ὀμελέττα νὰ φάω καὶ γλήγορα!
Μὰ δὲν πεινοῦσε! Ὁ Γιάσπερς Κούντερα – δὲν πεινοῦσε. Περπατοῦσε! Καὶ πάνω ποὺ κλωτσοῦσε/κλώτσαγε κάτι γκουάνο νυκτεριδῶν, τὴν εἶδε!
Ὄχι, λάθος καταλάβατε, δὲν εἶδε (τοὐλάχιστον ἄμεσα) τὴν (κάποτε) γοργόνα. Ἀλλοῦ ἡ προσοχή του. Παραδίπλα τῆς ἐξοχικιᾶς κατοικίας τῆς σκληροπυρηνικιᾶς καλλιπύγου κομμουνίστριας τέως μαρίδας - ἀνθρώπου, πρόσεξε μιὰ συστάδα θάμνων πάνω στὴν ὁποίαν φύονταν κάτι μίσχοι μὲ ἄνθη τῶν ὁποίων ἡ ὁκτάδα τοῦ θύμισε τὰ σχολικά του χρόνια ἤτοι Γεωμετρία δεύτερη ὥρα πρὶν ἀπὸ κείμενα νεοταγκανικέζικης λογοτεχνίας καὶ μετὰ ἀπὸ Μελέτη Περιβάλλοντος. Καὶ ἔνοιωσε μιὰ κατάσταση περίεργη, αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτό του νὰ διαρρηγνύῃ κάθε δεσμὸ μὲ τὴν ὀρθή, τὴν γραμμικὴ διάταξη τοῦ χρόνου καὶ νὰ κάνῃ χούλα χοῦπ μὲ ὠριμάνσεις κυττάρων, μὲ ξεθυμάνσεις ὁρμονῶν καὶ εὐδοκιμήσεις βιοθεωριῶν. Τότε ἦταν ποὺ κύτταξε (μαζὺ μὲ τὸν βασιλικὸ ποτίζεται κι ἡ γλάστρα) καὶ τὸν κῶλο τῆς γοργόνας, ἡ ὁποία σκύψασα γιὰ νὰ πιάσῃ τὸ σιδερένιο ἐργαλεῖο γιὰ τὴν τσουτσοῦ τῶν καβουριῶν, τοῦ ἔστειλε μιὰν ὑπέροχη πόζα τῶν προσόντων της. Ὅλως ἀποικιοκρατικῶς, ὡσὰν τὸν Ἀμούδσεν τὸν ὑφικρατῆ, τὴν τσίμπησε καὶ τὴν ἀνακήρυξε προϊσταμένη ἐπὶ τῶν ἀφροδισίων (τὰ βράδια) καὶ ἐργοδηγὸ οἰκοκυρικῆς (τὰ πρωινά). Κι ἔτσι, ἀφοῦ κάθε δουλειὰ τὴν ἔκανε (ὅπως πρέπει, ὅπως ἡ δέουσα ἰσορροπία τοῦ πλανήτου ἐπιτάσσει) ἡ γυναῖκα, ἀπέκτησε πολὺ χρόνο ἐλεύθερο (ὅλως χαυνωμένο καὶ ξεχαρμανιασμένο καθ’ὅσον τὶς νύκτες τὸ γύναιο ἄφηνε τὰ σκεύη μαγειρικῆς καὶ γινόταν ἡ ἴδια σκεῦος ἡδονῆς) καὶ μπόρεσε καὶ ἠσχολήθη μὲ ἄλλα. Μὲ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ τοῦ δημιουργῆσαν βουτιὰ στὰ παρελθόντα. Ἤγουν μὲ τὰ λέλουδα, τὰ φυτὰ καὶ ὅ,τι στόμα ἔχει μὰ μιλιὰ νιέντε.
Καθὼς συνέχιζε πιὸ ἐνδελεχῶς στὸ χόμπυ του, ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψή του πὼς πρώιμοι σεπαλικοὶ φρύνοι φύοντο στὰ ῥιζὰ λοφίσκων στὴν ὀπίσθια τοποθεσία τῆς νήσου. Ἀπὸ αὐτούς, ὁ Γιάσπερς Κούντερα συνέλεξε ἐπιμελῶς τὴν γύρη μὲ τὴν ὁποίαν παρὰ φύσει μπόλιασε σαπρόφυτα ΡΟΖΑ – καὶ ἄλλες συνιστῶσες. Ὡς γνωστόν, οἱ ὠοθῆκες τους εἶναι ἄχρηστες καθὼς μέσῳ στήμονος πολλαπλασιάζονται κι ὁ ὕπερός τους κατὰ πόδας ἀναπαράγει καρπόφυλλα μὲ συνέπεια, ἀγγειόσπερμα διατηροῦν τὰ ἔνανθά τους. Μπόλιασε τὰ σαπρόφυτα, τὰ φύτεψε καὶ περίμενε.
Εἶχε ἀφημένα τὰ ἐν λόγῳ σπορεῖα σὲ μιὰ ἀνήλιαγη γωνιὰ τοῦ μπαλκονιοῦ κι ἀπολάμβανε ἕναν καφὲ τὸν ὁποῖον εἶχε φτιάξει τὸ γυναῖκα του. Ἦταν Κυριακή, ἡ μέρα ποὺ ἐπέτρεπε στὸ γυναῖκα του (πρώην γοργόνα, μισὸ ψάρι μισὸ ἄνθρωπος τὸ ὁποῖον ὅμως μισὸ άνθρώπινο ἔχανε πολὺ διότι κομμουνίστρια) νὰ κάθεται γιὰ 28 λεπτὰ στὴν βεράντα, στὸν ἥλιο, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες ποὺ τὴν εἶχε στὴν κουζίνα. Κάθοντο καὶ μιλοῦσαν περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, (οἱ δυνατότητες συζήτησης ἄλλωστε τοῦ γυναῖκα δὲν ἔφθαναν σὲ κάτι ἄλλο πιὸ σύνθετο ἀπὸ ντολμαδάκια αὐγολέμονο γιὰ τὸ βράδυ ναὶ ἀγάπη μου καὶ μετὰ πίπα, ναί). Ἐλαφρὺ ἀεράκι ἐνορχήστρωνε ἤχους ἀπὸ τὰ γύρω δένδρα ἐνῷ τὸ εὔκρατον ἐπέτρεπε στὰ κτήνη (ὄχι, δὲν περιλαμβάνεται ἐδῶ τὸ γυναῖκα) νὰ ἐρωτοτροποῦν χωρὶς ζενιθισμούς. Κάπως αὐθαίρετα, λόγῳ τῆς μελαγχολίας τῆς Κυριακῆς, ὁ Γιάσπερς Κούντερα ἔπιασε νὰ θυμᾶται τὰ πρίν του. Καὶ πρὶν νὰ τὸ καταλάβῃ ἄρχισε νὰ διηγῇται στὸ γυναῖκα του κάποια ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του.
Τῆς εἶπε γιὰ τὶς πρῶτες μνῆμες τῶν παιδικῶν του ἐτῶν, γιὰ τὴν ἀνείπωτη χαρὰ στὰ τέσσερα του ποὺ πρωτόδε τὴν μητέρα του ὅταν πείστηκε ὁ πατέρας του καὶ τῆς ἀπένειμε χάρι. Γιὰ τὸ σχολεῖο καὶ τὶς ἄπιαστες ἐπιδόσεις του σὲ ὅλον τὸν τσαντηρομαχαλᾶ. Γιὰ τὴν ἄνευ ἐξετάσεων προσχώρηση στὴν τοπικὴ καμόρα. Γιὰ τὴν πρώτη του ἐκτέλεση, λίγο πρὶν νὰ μπῇ στὴν ἐφηβεία. Τῆς εἶπε πολλὰ ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα, ἡ ἀφήγηση ἔφθασε μέχρι δεύτερο καφὲ καὶ τὶς ἀθλοπαιδιὲς μὲ τοὺς λοστρόμους τοῦ «Καπετὰν Ζέπος».
Λίγο αὐτὰ τὰ τελευταῖα, λίγο τὰ πουλάκια ποὺ τιτίβιζαν σκανδαλωδῶς στὰ κλαδιά, λίγο κάτι θαλασσινὰ γεύματι προηγηθέντα, ἒ δὲν ἤθελε καὶ πολὺ ὁ Γιάσπερς Κούντερα. Ἀφοῦ ἤπιε ἐσπευσμένως τὴν ἐσχάτη γουλιὰ καφέ, σηκώθηκε καὶ ἐξόχως ῥομαντικά, ὅσο καὶ ὅπως ἀξίζει δηλαδὴ σὲ μιὰ γυναῖκα, εἶπε στὸ δική του:
«Πέσε στὰ τέσσερα, μωρή!»
Ἕξι ἐπιφωνήματα μετὰ κι ἐνῷ χόρευαν μαζὺ καλαματιανό, μὲ στραμένα τὰ βλέμματά τους στὰ σπορεῖα (χωρὶς ὡστόσο νὰ τὰ βλέπουν) ὅπου φύοντo γονεῖς τῆς βένιους ῥωβίνους, οἱ ἦχοι τους στιγματίστηκαν στὰ σέπαλα τῶν φυτῶν. Οἱ ἵνες τῶν πετάλων θὰ κυοφοροῦσαν στὸ ἑξῆς τοὺς ἤχους αὐτοὺς καὶ τὸ ἄρωμά τους θὰ θύμιζε τὶς κραυγὲς - ζητωκραυγὲς τοῦ ζεύγους.
Ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀρώματος τῆς χόγια αὐτῆς θυμίζει τὴν ἀντίστοιχη τῶν ἀναπαραγωγικῶν ἐνστίκτων. Ἡ τάση γιὰ παραγωγὴ τινός, ὁ δημιουργικὸς παροξυσμός, ἡ (ἐνίοτε καταδικασμένη) πάλη μὲ τὸ φθαρτὸ συναντῶνται ὅταν μυρίζῃς αὐτὴν τὴν χόγια.
Πρώιμοι σεπαλικοὶ φρύνοι μὴ ὡριμασθέντες σὲ ΚΣ, διεσταυρώθησαν μὲ σαπρόφυτα ΡΟΖΑ καὶ καλλιεργήθησαν στὴν κωμόπολη Σκάυγουωκερ τῆς Ἀλαμπάμα, ἀπὸ τόν, ἐκ πατρὸς Λάπωνα καὶ ἐκ μητρὸς Πυγμαῖο, Ταγκανικέζο φυσιοδίφη Γιάσπερς Κούντερα.
Ὁ Κούντερα πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου, ἡ μητέρα του ὀνομάστηκε Πράγα, κλητήρας κατ’ἀρχὰς στὸ ὑπουργεῖο γενετησίων ὁρμῶν τῆς δημοκρατίας τῆς Ταγκανίκας, ἀπελύθη ἀπὸ τὴν θέση του τὴν ὀργανικιὰ μετὰ ἀπὸ εὐδόκιμη ὑπηρεσία ἐτῶν εἰκοσιδυό, διότι συνελήφθη ἕνα βράδυ νὰ κάνῃ ἐρωτικὴ ἐξομολόγηση σὲ ἕνα ντοσιὲ διαστάσεων Α3.
Δὲν ἠρνήθη στὴν ἀπολογία του, τίποτε.
Κι ἀπεδέχθη τὴν ποινή του.
Ὁριστικὴ ἀπόλυσις.
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες πενίας καὶ ἐξαθλιώσεως, ἐξαντλήσας κάθε καβάτζας πόρον, ἀπεφάσισε νὰ μπαρκάρῃ στὸ γκαζάδικο γριγρὶ «καπετὰν Ζέπος» τὸ ὁποῖο καπετάνευε ὁ ἴδιος ὁ καπετὰν Ζέπος, ἕνας γέρος ξιπασιάρης μεγαλομανής - τόσο μεγαλομανὴς ποὺ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά του στὸ παπόρι, κάτι ποὺ δὲν συνηθᾶτο οὔτε στὰ χρόνια τῆς μινωϊκῆς Κρήτης καὶ τῶν φοινίκων ἐμπόρων - βαπορακίων.
Τὸ ταξείδι (ἕνα καράβι γιὰ τὴν γάζα σὲ τραυματισθέντα χέρια Μαορὶ μεταναστῶν) εἶχε δρομολογηθῇ πρὸς τὴν ἄπω ἀνατολὴ καὶ μακρυὰ ὡκεανία, γιὰ διάρκεια μῆνες τέσσαρες. Δυστυχῶς καὶ παρὰ ταῦτα, ὅ,τι συνέβαινε μὲ τοὺς φιλιππινέζους μούτσους ἐπὶ νύκτες ἑκατὸν τριάκοντα ὀκτώ, τὸν ἔκανε νὰ ἀλλάξῃ ῥεπερτόριο τῶν ὅσων πηδοῦσε. Πήδησε μιὰ κουπαστὴ λοιπόν ἕνα βράδυ (τὸ ἑκατοστὸ τριακοστὸ ἔνατο) καὶ παλαίψας μὲ τὰ κύματα ὧρες πολλὲς ἀλλὰ σὲ κόπερτον στρῶμα θαλάσσης, βγῆκε σὲ μιὰν τοπαλίσκη κοραλλιογενῶν νησιῶν κι ἐπέλεξε τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ πιὸ πιασάρικο, τὸ πιὸ τρέντυ τέτοιο.
Ἐκεῖ τὴν ἄραξε καγκουροειδῶς συνταξιουχικά, τρώγοντας πίνοντας καὶ τανάπαλιν καὶ πάλι τανάπαλιν. Τροφὲς μὲ πολὺ Ω3, ποτὰ μὲ λωτοειδῆ ἐπήρεια. Ἡλιοθεραπιζόταν, κολυμποῦσε κι ἔδινε ὅρκους σιωπῆς. Μετὰ ἀπὸ μέρες χάσης δύο σεληνῶνε, ἄρχισε καὶ βαριόταν – δὲν εἶχε κιόλας ἀκόμα ἐπινοηθῇ τὸ σουντόκου, ἐνῷ στὴν νησίδα ἐκείνη δὲν ἔφτανε -ὠιμέ!- τὸ «Πρὶν» κι ἡ «Ἐποχὴ». Πρὸς θραῦσιν τῆς ἀνίας, προχώρησε πρὸς τὴν ἐνδοχῶρα τῆς νήσου, σέρνοντας βαριεστημένα τὰ πόδια.
Ἦτο ἡ τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς γραφάς.
Στὸ τσαντάκι του εἶχε ἀρκετὰ καλούδια γιὰ ἐκδρομὴ πολλῶν ὡρῶν, καναπεδάκια μὲ νεφράκια γάλλων, μπέηκον καὶ παστουρμᾶ. Φροῦτα ἐποχῆς, τσουρέκια, ξηροὶ καρποί. Τὸ παγουρίνο του ἦταν γιομάτο μαύρη μπύρα, στὴν ἄκρη ἐπίσης τροπικὸς καπνός. Μὰ ναί, ἡ ὅλη φάση θἄκανε νὰ ζουλέψῃ φριχτὰ μέχρι κι ὁ Κέρουακ! Καὶ ποὺ λές, πάνω ποὺ κλωτσοῦσε/κλώτσαγε κάτι γκουάνο νυκτεριδῶν, τὴν εἶδε!
Μιὰ γοργόνα! Ὀλίγον σιτεμένη μὰ διόλου καταφρόνητη ὑπὸ σιέστας σκιὰν συκιᾶς, εὐνούχιζε καβούρια σὲ βεράντα καρυδάτου καλυβακίου! Δὲν τὸν εἶχε ἀντιληφθῇ πὼς τὴν παρατηροῦσε καὶ συνέχιζε τὴν ἐργασία της. Μιὰ γοργόνα! Φανατικιὰ κομμουνίστρια ἡ ὁποία γιὰ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ἡ κατάρα κι ἡ καταστροφὴ τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 86 στὴν Οὐκρανία ἦταν ἕνα κακόγουστο ἀστεῖο τῶν καπιταλιστῶν, ἔσπευσε στὴν ΕΣΣΔ καὶ ἔκανε μακροβούτια στὴν πισίνα τοῦ ἀντιδραστῆρος 4 τῆς φάμπρικας Τσερνόμπιλ.Οἱ καπιταλιστὲς μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν ἐντελῶς ἄδικο ἐδῶ ποὺ τὰ λέγομεν, μὰ δὲν τῆς βγῆκε σὲ κακὸ ἡ μαλακία ποὺ τὴν ἔδερνε - ὅπως καὶ τόσους ὁμοϊδεάτες της. Ἡ ῥαδιενέργεια ἦταν τόση ποὺ τὰ κάτω ἀπὸ τὴν μέση, λέπια καὶ οὐρὲς ἔγιναν πόδια καλλίγραμμα, πατουσάκια φίνα, πωπὸς καλοσχηματισμένος, καλοκρεατωμένος, φάκαμπλ τὸ δίχως ἄλλο!
Μιὰ γοργόνα δηλαδὴ ποὺ ἐνῷ πρῶτα οὔτε νὰ τὴν τηγανίσῃς μποροῦσες, μὰ οὔτε καὶ νὰ τὴν γαμήσῃς, τώρα σαφῶς μποροῦσες νὰ τὴν «σφίξῃς», νὰ τὴν «λαδώσῃς» καὶ κατόπιν νὰ τῆς πῇς καὶ ἕνα ἄιντε μωρὴ κλώσσα, τράβα στὴν κουζίνα καὶ φτιάξε μιὰ ὀμελέττα νὰ φάω καὶ γλήγορα!
Μὰ δὲν πεινοῦσε! Ὁ Γιάσπερς Κούντερα – δὲν πεινοῦσε. Περπατοῦσε! Καὶ πάνω ποὺ κλωτσοῦσε/κλώτσαγε κάτι γκουάνο νυκτεριδῶν, τὴν εἶδε!
Ὄχι, λάθος καταλάβατε, δὲν εἶδε (τοὐλάχιστον ἄμεσα) τὴν (κάποτε) γοργόνα. Ἀλλοῦ ἡ προσοχή του. Παραδίπλα τῆς ἐξοχικιᾶς κατοικίας τῆς σκληροπυρηνικιᾶς καλλιπύγου κομμουνίστριας τέως μαρίδας - ἀνθρώπου, πρόσεξε μιὰ συστάδα θάμνων πάνω στὴν ὁποίαν φύονταν κάτι μίσχοι μὲ ἄνθη τῶν ὁποίων ἡ ὁκτάδα τοῦ θύμισε τὰ σχολικά του χρόνια ἤτοι Γεωμετρία δεύτερη ὥρα πρὶν ἀπὸ κείμενα νεοταγκανικέζικης λογοτεχνίας καὶ μετὰ ἀπὸ Μελέτη Περιβάλλοντος. Καὶ ἔνοιωσε μιὰ κατάσταση περίεργη, αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτό του νὰ διαρρηγνύῃ κάθε δεσμὸ μὲ τὴν ὀρθή, τὴν γραμμικὴ διάταξη τοῦ χρόνου καὶ νὰ κάνῃ χούλα χοῦπ μὲ ὠριμάνσεις κυττάρων, μὲ ξεθυμάνσεις ὁρμονῶν καὶ εὐδοκιμήσεις βιοθεωριῶν. Τότε ἦταν ποὺ κύτταξε (μαζὺ μὲ τὸν βασιλικὸ ποτίζεται κι ἡ γλάστρα) καὶ τὸν κῶλο τῆς γοργόνας, ἡ ὁποία σκύψασα γιὰ νὰ πιάσῃ τὸ σιδερένιο ἐργαλεῖο γιὰ τὴν τσουτσοῦ τῶν καβουριῶν, τοῦ ἔστειλε μιὰν ὑπέροχη πόζα τῶν προσόντων της. Ὅλως ἀποικιοκρατικῶς, ὡσὰν τὸν Ἀμούδσεν τὸν ὑφικρατῆ, τὴν τσίμπησε καὶ τὴν ἀνακήρυξε προϊσταμένη ἐπὶ τῶν ἀφροδισίων (τὰ βράδια) καὶ ἐργοδηγὸ οἰκοκυρικῆς (τὰ πρωινά). Κι ἔτσι, ἀφοῦ κάθε δουλειὰ τὴν ἔκανε (ὅπως πρέπει, ὅπως ἡ δέουσα ἰσορροπία τοῦ πλανήτου ἐπιτάσσει) ἡ γυναῖκα, ἀπέκτησε πολὺ χρόνο ἐλεύθερο (ὅλως χαυνωμένο καὶ ξεχαρμανιασμένο καθ’ὅσον τὶς νύκτες τὸ γύναιο ἄφηνε τὰ σκεύη μαγειρικῆς καὶ γινόταν ἡ ἴδια σκεῦος ἡδονῆς) καὶ μπόρεσε καὶ ἠσχολήθη μὲ ἄλλα. Μὲ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ τοῦ δημιουργῆσαν βουτιὰ στὰ παρελθόντα. Ἤγουν μὲ τὰ λέλουδα, τὰ φυτὰ καὶ ὅ,τι στόμα ἔχει μὰ μιλιὰ νιέντε.
Καθὼς συνέχιζε πιὸ ἐνδελεχῶς στὸ χόμπυ του, ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψή του πὼς πρώιμοι σεπαλικοὶ φρύνοι φύοντο στὰ ῥιζὰ λοφίσκων στὴν ὀπίσθια τοποθεσία τῆς νήσου. Ἀπὸ αὐτούς, ὁ Γιάσπερς Κούντερα συνέλεξε ἐπιμελῶς τὴν γύρη μὲ τὴν ὁποίαν παρὰ φύσει μπόλιασε σαπρόφυτα ΡΟΖΑ – καὶ ἄλλες συνιστῶσες. Ὡς γνωστόν, οἱ ὠοθῆκες τους εἶναι ἄχρηστες καθὼς μέσῳ στήμονος πολλαπλασιάζονται κι ὁ ὕπερός τους κατὰ πόδας ἀναπαράγει καρπόφυλλα μὲ συνέπεια, ἀγγειόσπερμα διατηροῦν τὰ ἔνανθά τους. Μπόλιασε τὰ σαπρόφυτα, τὰ φύτεψε καὶ περίμενε.
Εἶχε ἀφημένα τὰ ἐν λόγῳ σπορεῖα σὲ μιὰ ἀνήλιαγη γωνιὰ τοῦ μπαλκονιοῦ κι ἀπολάμβανε ἕναν καφὲ τὸν ὁποῖον εἶχε φτιάξει τὸ γυναῖκα του. Ἦταν Κυριακή, ἡ μέρα ποὺ ἐπέτρεπε στὸ γυναῖκα του (πρώην γοργόνα, μισὸ ψάρι μισὸ ἄνθρωπος τὸ ὁποῖον ὅμως μισὸ άνθρώπινο ἔχανε πολὺ διότι κομμουνίστρια) νὰ κάθεται γιὰ 28 λεπτὰ στὴν βεράντα, στὸν ἥλιο, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες ποὺ τὴν εἶχε στὴν κουζίνα. Κάθοντο καὶ μιλοῦσαν περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, (οἱ δυνατότητες συζήτησης ἄλλωστε τοῦ γυναῖκα δὲν ἔφθαναν σὲ κάτι ἄλλο πιὸ σύνθετο ἀπὸ ντολμαδάκια αὐγολέμονο γιὰ τὸ βράδυ ναὶ ἀγάπη μου καὶ μετὰ πίπα, ναί). Ἐλαφρὺ ἀεράκι ἐνορχήστρωνε ἤχους ἀπὸ τὰ γύρω δένδρα ἐνῷ τὸ εὔκρατον ἐπέτρεπε στὰ κτήνη (ὄχι, δὲν περιλαμβάνεται ἐδῶ τὸ γυναῖκα) νὰ ἐρωτοτροποῦν χωρὶς ζενιθισμούς. Κάπως αὐθαίρετα, λόγῳ τῆς μελαγχολίας τῆς Κυριακῆς, ὁ Γιάσπερς Κούντερα ἔπιασε νὰ θυμᾶται τὰ πρίν του. Καὶ πρὶν νὰ τὸ καταλάβῃ ἄρχισε νὰ διηγῇται στὸ γυναῖκα του κάποια ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του.
Τῆς εἶπε γιὰ τὶς πρῶτες μνῆμες τῶν παιδικῶν του ἐτῶν, γιὰ τὴν ἀνείπωτη χαρὰ στὰ τέσσερα του ποὺ πρωτόδε τὴν μητέρα του ὅταν πείστηκε ὁ πατέρας του καὶ τῆς ἀπένειμε χάρι. Γιὰ τὸ σχολεῖο καὶ τὶς ἄπιαστες ἐπιδόσεις του σὲ ὅλον τὸν τσαντηρομαχαλᾶ. Γιὰ τὴν ἄνευ ἐξετάσεων προσχώρηση στὴν τοπικὴ καμόρα. Γιὰ τὴν πρώτη του ἐκτέλεση, λίγο πρὶν νὰ μπῇ στὴν ἐφηβεία. Τῆς εἶπε πολλὰ ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα, ἡ ἀφήγηση ἔφθασε μέχρι δεύτερο καφὲ καὶ τὶς ἀθλοπαιδιὲς μὲ τοὺς λοστρόμους τοῦ «Καπετὰν Ζέπος».
Λίγο αὐτὰ τὰ τελευταῖα, λίγο τὰ πουλάκια ποὺ τιτίβιζαν σκανδαλωδῶς στὰ κλαδιά, λίγο κάτι θαλασσινὰ γεύματι προηγηθέντα, ἒ δὲν ἤθελε καὶ πολὺ ὁ Γιάσπερς Κούντερα. Ἀφοῦ ἤπιε ἐσπευσμένως τὴν ἐσχάτη γουλιὰ καφέ, σηκώθηκε καὶ ἐξόχως ῥομαντικά, ὅσο καὶ ὅπως ἀξίζει δηλαδὴ σὲ μιὰ γυναῖκα, εἶπε στὸ δική του:
«Πέσε στὰ τέσσερα, μωρή!»
Ἕξι ἐπιφωνήματα μετὰ κι ἐνῷ χόρευαν μαζὺ καλαματιανό, μὲ στραμένα τὰ βλέμματά τους στὰ σπορεῖα (χωρὶς ὡστόσο νὰ τὰ βλέπουν) ὅπου φύοντo γονεῖς τῆς βένιους ῥωβίνους, οἱ ἦχοι τους στιγματίστηκαν στὰ σέπαλα τῶν φυτῶν. Οἱ ἵνες τῶν πετάλων θὰ κυοφοροῦσαν στὸ ἑξῆς τοὺς ἤχους αὐτοὺς καὶ τὸ ἄρωμά τους θὰ θύμιζε τὶς κραυγὲς - ζητωκραυγὲς τοῦ ζεύγους.
Ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀρώματος τῆς χόγια αὐτῆς θυμίζει τὴν ἀντίστοιχη τῶν ἀναπαραγωγικῶν ἐνστίκτων. Ἡ τάση γιὰ παραγωγὴ τινός, ὁ δημιουργικὸς παροξυσμός, ἡ (ἐνίοτε καταδικασμένη) πάλη μὲ τὸ φθαρτὸ συναντῶνται ὅταν μυρίζῃς αὐτὴν τὴν χόγια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα