- Αντώνης Ταπιάγκας; - Παρών!
Μέ αιφνιδίασε ευχάριστα όταν μού ανεκοίνωσε (μή αφήνοντας, πάντως, περιθώρια διαφωνίας έκ μέρους μου) μέ μιάν άφατον κομπορρημοσύνη, ότι θά αναλάβη επισήμως τήν βιογραφία μου.
Πρίν κάν ολοκληρώση τίς απαιτούμενες λεπτομέρειες, μέ ένα γλοιώδες (ώ Θεέ, πόσο πολύ γλοιώδες ήταν) ύφος έκανε νύξι γιά ένα πρώην μπουκάλι μεταλλικού νερού στήν κονσόλα. Τό καραζαχάρωνε γαμώτη μου, αναιδώς σιροπιοκύτταζε κάμποση ώρα τήν μέ διάφανο υγρό, άχρωμο αλκοόλ (περιεκτικότητος 42 τοίς 100) μποτίλια.
42; Κάτι ακατανόητα γιά Ντάγκλας Άνταμς καί τήν από εξαπανέκαθεν θεμελιώδη διασυμπαντική απάντηση, συνεπλήρωνε όσην ώρα σερβίριζε τσιπουράκι, τόν πούστη, δυό δάκτυλα παραπάνω άπλωσε στό δικό του ποτήρι! Ήπιε μιά ultra τζούρα κι άρχισε νά διαβάζη:
Ένας μπαγλαμάς μουρμούρης μας ξεμυάλισε.
Ιστορία τύχης 1η.
Μαρία, η Κλεοπάτρα.
Έξω από το διόροφο κτίριο βρέθηκε η Μαρία, παλιά συμμαθήτρια και ψιλογκόμενα. Με γκριζόξανθο μαλλί ίσιο, και την ίδια εκνευριστική φωνή που αποκτούσε όταν μέθαγε. Πιο πέρα σουβλατζήδικα, παρέες αντιεξουσιαστών, wannabe καλλιτεχνών, αεριτζήδων, τσίκνα ανοιξιάτικη, και η Μαρία, να ψοφά, όπως πάντα, για παρεξήγηση. Είχε πιάσει έναν λελέ από τον γιακά και τον ταρακούναγε ρωτώντας τον, τι θέλει, αν έχει κανένα πρόβλημα, και άλλες προσωπικές γενικές ερωτήσεις. Ο Γιάννης με τη δική του Μαρία ήταν δίπλα και περίμεναν να πάρουν μια διπλή με κεμπάπ, και με πλησίασαν να με ρωτήσουν αν θέλω καμιά μπίρα κουτί.
-"Όχι, φχαριστώ". Πω, πάνε τα χρόνια που μπορούσα να πίνω κουτάκι μπίρα στον δρόμο.
Η Κωνσταντίνα μου τύλιξε το χέρι στη μέση ακουμπώντας το μαγουλάκι της πάνω μου, εγώ μόνο αυτό δεν ήθελα, τη χαϊδεύω τελείως πατρικά, και πλησιάζω τη Μαρία την παλιά, που επέμενε να ρωτά τον λελέ τι θέλει. Η παρέα του λελέ, μάλλωνε με κάτι άλλες γκόμενες, όλες από 30-45, δεν κατάλαβα, όλοι πιωμένοι. Πήγα δίπλα στη Μαρία.
-"Θες τίποτα, ρε;" Επέμενε. "Γεια σου", μου είπε βιαστικά.
Ο τύπος με ντράπηκε, αλλά σκέφτηκε λάθος. Τη έσπρωξε αγχωμένα, και πήγε να τη χτυπήσει, οι άλλες γόμενες του χυμήξαν σαν μαινάδες να τον κατασπαράξουν, έφαγα μια ξώφαλτση από τη χοντρή φίλη της Μαρίας, τσαντίστηκα, της έχωσα ένα γερό χαστούκι. Πάω στον λελέ και του πιάνω τα χέρια.
-"Άσε με κάτω", μου φωνάζει με σκισμένη φωνή, έξω φρενών από την ντροπή του, που τον δέρνουν τόσες γκόμενες.
-"Θες κανα καλαμάκι σκέτο;" ρωτάει η Μαρία του Γιάννη, ερχόμενη από το κεμπαμπτζήδικο.
Η συνέχεια εδώ.
Τό βλόγ αυτό μ’αρέσει. Όχι, δέν μαρτυριέμαι ώς ιδιοφυής βραδύνους! Μ'αρέσει τό βλόγ, θά μ'αρέσει τό ξέρω! Κι άς έχει μόνον ένα πόστ. Είναι επειδή ξέρω τόν ιδιοκτήτη. Παιδί σπαθί. Εξκάλιμπερ ρέ παιδί μου!
Πρίν κάν ολοκληρώση τίς απαιτούμενες λεπτομέρειες, μέ ένα γλοιώδες (ώ Θεέ, πόσο πολύ γλοιώδες ήταν) ύφος έκανε νύξι γιά ένα πρώην μπουκάλι μεταλλικού νερού στήν κονσόλα. Τό καραζαχάρωνε γαμώτη μου, αναιδώς σιροπιοκύτταζε κάμποση ώρα τήν μέ διάφανο υγρό, άχρωμο αλκοόλ (περιεκτικότητος 42 τοίς 100) μποτίλια.
42; Κάτι ακατανόητα γιά Ντάγκλας Άνταμς καί τήν από εξαπανέκαθεν θεμελιώδη διασυμπαντική απάντηση, συνεπλήρωνε όσην ώρα σερβίριζε τσιπουράκι, τόν πούστη, δυό δάκτυλα παραπάνω άπλωσε στό δικό του ποτήρι! Ήπιε μιά ultra τζούρα κι άρχισε νά διαβάζη:
Ένας μπαγλαμάς μουρμούρης μας ξεμυάλισε.
Ιστορία τύχης 1η.
Μαρία, η Κλεοπάτρα.
Έξω από το διόροφο κτίριο βρέθηκε η Μαρία, παλιά συμμαθήτρια και ψιλογκόμενα. Με γκριζόξανθο μαλλί ίσιο, και την ίδια εκνευριστική φωνή που αποκτούσε όταν μέθαγε. Πιο πέρα σουβλατζήδικα, παρέες αντιεξουσιαστών, wannabe καλλιτεχνών, αεριτζήδων, τσίκνα ανοιξιάτικη, και η Μαρία, να ψοφά, όπως πάντα, για παρεξήγηση. Είχε πιάσει έναν λελέ από τον γιακά και τον ταρακούναγε ρωτώντας τον, τι θέλει, αν έχει κανένα πρόβλημα, και άλλες προσωπικές γενικές ερωτήσεις. Ο Γιάννης με τη δική του Μαρία ήταν δίπλα και περίμεναν να πάρουν μια διπλή με κεμπάπ, και με πλησίασαν να με ρωτήσουν αν θέλω καμιά μπίρα κουτί.
-"Όχι, φχαριστώ". Πω, πάνε τα χρόνια που μπορούσα να πίνω κουτάκι μπίρα στον δρόμο.
Η Κωνσταντίνα μου τύλιξε το χέρι στη μέση ακουμπώντας το μαγουλάκι της πάνω μου, εγώ μόνο αυτό δεν ήθελα, τη χαϊδεύω τελείως πατρικά, και πλησιάζω τη Μαρία την παλιά, που επέμενε να ρωτά τον λελέ τι θέλει. Η παρέα του λελέ, μάλλωνε με κάτι άλλες γκόμενες, όλες από 30-45, δεν κατάλαβα, όλοι πιωμένοι. Πήγα δίπλα στη Μαρία.
-"Θες τίποτα, ρε;" Επέμενε. "Γεια σου", μου είπε βιαστικά.
Ο τύπος με ντράπηκε, αλλά σκέφτηκε λάθος. Τη έσπρωξε αγχωμένα, και πήγε να τη χτυπήσει, οι άλλες γόμενες του χυμήξαν σαν μαινάδες να τον κατασπαράξουν, έφαγα μια ξώφαλτση από τη χοντρή φίλη της Μαρίας, τσαντίστηκα, της έχωσα ένα γερό χαστούκι. Πάω στον λελέ και του πιάνω τα χέρια.
-"Άσε με κάτω", μου φωνάζει με σκισμένη φωνή, έξω φρενών από την ντροπή του, που τον δέρνουν τόσες γκόμενες.
-"Θες κανα καλαμάκι σκέτο;" ρωτάει η Μαρία του Γιάννη, ερχόμενη από το κεμπαμπτζήδικο.
Η συνέχεια εδώ.
Τό βλόγ αυτό μ’αρέσει. Όχι, δέν μαρτυριέμαι ώς ιδιοφυής βραδύνους! Μ'αρέσει τό βλόγ, θά μ'αρέσει τό ξέρω! Κι άς έχει μόνον ένα πόστ. Είναι επειδή ξέρω τόν ιδιοκτήτη. Παιδί σπαθί. Εξκάλιμπερ ρέ παιδί μου!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα