Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Τά ρολόγια σας νά μήν ξεχάσετε.




Είναι λίγο ιανικά τά δεδομένα λόγω μιάς μασίφ θολής κατάστασης. Ούτε νά θυμηθώ δέν μπορώ· νά ξεκαθαρίσω εάν ήταν χθές ή προχθές. Σίγουρα όμως – γιά τούτο είμαι βέβαιος – τό άκουσα στήν Υ.ΕΝ.Ε.Δ..

Μιά εκπομπή (διά)λόγου εντρυφούσε σέ σχέσεις αριθμητικών λόγων καί γεωμετρικών προόδων ώστε νά εξακριβωθή εάν ο μήνας αυτός είναι ο Οκτώβριος ή όχι. Τό πολυπληθές πάνελ, σκοτοφοβικόν τε καί τρομοκρατημένον έν όψει τής προσεχούς Κυριακής, ξόρκιζε τήν κατάλευκη μά πένθιμη, επικειμένη άφιξη τής χειμερινής ώρας.

Ένας συμμετέχων, λίγο ντροπαλούλης – στρογγυλά μαγουλάκια κάτι τέτοιο πιστοποιούσαν καθώς καί τό σχήμα τών χειλιών του – κύτταζε γύρω του, κάποιους λιγώτερο φλούφληδες καί σήκωνε διακριτικά τό χέρι, χαρτόσημο στό: «μπορώ_νά_πώ_κι_εγώ_τήν_σοφία_μου;»

Ο ακριβώς αντίκρυ του, ένας μελαχροινός, ολίγον από βλοσυρός, τόν κύτταξε μέ ματιά επαφής ξηρού πάγου:

- Μά αφήστε με νά ολοκληρώσω κύριε Γλυκαδενίδη!

Αυτή η λεκτική σπαθιά δημιούργησε μιά ρανίδα ενοχής στόν συντονιστή τής κουβεντός. Χαμογέλασε ψεύτικα καί κάνοντας έναν γύρο τό βλέμμα του στά προσώπατα τών φιλοξενουμένων του, απηυθύνθη στόν θιγόμενο:

- Ε, εντάξει κύρ Γιαμμουρά! Δέν σάς μαστίγωσε κιόλας ο κύρ Γλυκαδενίδης! Εξάλλου, δέν έχει μιλήσει καθόλου! Εβδομήντα δύο λεπτά παίζει η εκπομπή μας καί ο μόνος ήχος του πού έχει ακουστή ήταν ένα υπόκωφο ρέψιμο. Δέν έχει πεί, απολύτως τίποτε! Μπορώ νά σάς βεβαιώσω γι’αυτό!

Τί τήν ήθελε αυτήν τήν παρέμβαση ο αμφιτρύων; Σύμπασα η ομήγυρις άρχισε νά φωνασκή καταλογίζουσα αυτώ μέχρι καί τό τσακμάκι στήν αλεξανδριανή βιβλιοθήκη. Χάβρα! Χάβρα καί πρόβλημα! Προσπάθησε ο φιλοξενών νά παραπέμψη σέ διαφημίσεις ώστε νά διασκεδάση τίς κάκιστες εντυπώσεις πού προεκλήθησαν αλλά τού κάκου. Στό κοντρόλ ο σκηνοθέτης δοκίμαζε ένα καουμπόυ πλεημομπίλ στήν βυζοχαράδρα μιάς φροντίστριας. Πού χρόνος γιά μπρέηκ!

Ο φίλος μας, ο ήρως μας, ο Γλυκαδενίδης προσπαθούσε νά μείνη ήρεμος, ουδέτερος στήν αψιμαχία μεταξύ τού εκπομπάρχη καί τών συναδέλφων του. Ψύχραιμος, μέ μόνη δραστηριότητα νά μουτζουρώνη μιά κόλλα χαρτιού, χωρίς προσπάθειες νουθετήσεως, κυανοκρανίσεως, πυροσβέσεως παθών.

Όταν όμως τά πράγματα επικινδύνησαν – ευρισκόμενος εντός τού βεληνεκούς εκτοξευομένων αντικειμένων – είπε νά κινηθή αποχωρών. Ηγέρθη αποτόμως, ελπίζων νά δώση τό όποιο μήνυμα, ρίψας τήν καρέκλα καί φώναξε, κεντράροντας στήν μεγάλη κάμερα:

-
Όταν η νύχτα κρύβει τά κουσούρια τού σώματός της, κάτω από μιά πύλη, πλάι σέ κουράδια σκύλων, σκεπασμένη μ’ένα καφετί σάλι, διαλαλεί τήν προσφορά τού σώματός της.

Επιτέλους ! Είπα κι εγώ τήν παρόλα μου!






Σημαδιακή η ημέρα αυτή.... Δέν έχω λόγια, απλώς είπα νά βάλω έναν σελιδοδείκτη εδώ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats