Δελτίο αποθεμάτων Ε.ΥΔ.Α.Π.
Στούς θορύβους τής βροχής η μόνη αντίδραση δέν είναι ν’ανοίξης ένα αλεξιβρόχιο αλλά νά σέ πιάση καί κάνα κατουρηματάκι. Κι όταν οι στάλες έρχονται σέ επαφή μέ τσίγκινους σωλήνες, υδροροές προστασίας, τότε ξεφεύγεις καί θυμάσαι τίς μέ γκιογκιό προσπάθειες, κάποτε. Όλα αυτά, χθές τό βράδυ μού διηγείτο το πιστό μου φιλαράκι, ο Μηνάς ο Χάρακας! Φαινόταν νά τόν κατακλύη μιά μελαγχολία οξέος περιεχομένου• πάντα τά πράττουνν αυτά οι βροχές, βραδινές καί μοναξιάρικες. Πιό μετά, η επιμήκυνσις τής στάχτης τού καρέλια του, αφέθηκε σέ διηγήσεις αλλά καί αιτιολογία τής μελαγχολίας:
- …Νά είναι ανάσκελα ξαπλωμένη, γυμνή βεβαίως. Μέ ανοικτά πόδια, ανασηκωμένα, εντελώς έκθετο τό υγρόν της σημείο. Δέν τήν κυττώ όμως μόνο εκεί. Τήν προσοχή μου τραβά (καί) τό στήθος της. Τό σημαντικά μή αμελητέο βάρος κάνει τούς μαστούς να χύνωνται πλαγίως. Δέν τούς αγγίζει. Προτιμά νά στέλνη - γιά πολύ λίγο - τά δάκτυλα στήν κλειτορίδα της. Μέ βλέπει. Μέ κυττάει στά μάτια, δέν θά τήν δώ όμως νά στέλνη τήν ματιά της περισσότερη ώρα στό όρθιο πέος μου, διότι προτιμώ τήν θέα τού στήθους της. Είναι κάτι πού θά μπορούσα νά τό κάνω ώρες ατέλειωτες. Απλώς νά χαζεύω τό στήθος της, νά σκαλώνω εκεί, στά μεγάλα βυζιά, στίς βυζάρες της στίς οποίες είμαι σκλάβος. Γι’αυτό καί δέν θά τήν δώ τά μάτια της νά κλείνη, γιά νά κρατήση τήν εικόνα τού καυλωμένου μορίου μου περισσότερο, καί νά περιμένει τήν στιγμή πού κατόπιν μιάς κίνησης στό κρεβάτι, νά μέ νοιώση νά μπαίνω μέσα της. Ίσως νά ανοίξη τα μάτια της τότε. Θά μέ δή άπό πάνω της, κινούμενο, νά ελέγχω τήν κίνησι πού απέκτησαν τά μεγάλα της βυζιά, οι βυζάρες της. Θά τίς πιάση, θά τίς στριμώξη στίς παλάμες της, θά δώση σ’αυτές ένα αφύσικο ύψος, καυλώνοντάς με περισσότερο καί κάνοντάς με νά κινηθώ πιό γρήγορα, πιό βαθιά.
- Μηνά! Μισό ρέ φίλε! Μέ έπιασε...γκούχου γκούχου… κατούρημα, έρχομαι, μήν χάσεις τόν ειρμό σου!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα